Οι Αποχρώσεις της Υποκρισίας/ part 4
Όλα όσα έλαβαν χώρα εκείνο το ανάλγητο βράδυ, άπαντες τα θυμούνταν μουδιασμένοι, βυθισμένοι σε μία επιλεκτική μάλλον αμνησία εξαιτίας του πανικού. Ο Σάββας, μουσκεμένος, εξαιτίας της καταρρακτώδους βροχής, καθώς η ώρα περνούσε και εκείνη δεν εμφανιζόταν, ξεκίνησε να ανηφορίζει προς την είσοδο του μοναστηριού. Η σκιώδης αίθουσα της εξομολόγησης ήταν κλειδωμένη και εκείνος με βήμα ταχύ, πήδηξε την μάντρα, απομακρυνόμενος από τα όρια του μοναστηριού. Η ορατότητα ήταν μειωμένη καθώς οι ουρανοί μαίνονταν πάνω από την πολύπαθη γη και εκείνος παραμέριζε τη βλάστηση, δίχως να γνωρίζει ποιο ένστικτο τον είχε οδηγήσει να την αναζητήσει σε ένα τόσο απόμερο σημείο. Αυτό με βεβαιότητα δήλωνε πως κινδύνευε.
«Αφροδίτη!» ούρλιαζε μέσα στη νυχτιά, όταν το είδε.
Ένα χέρι λασπωμένο, πεσμένο κατά γης πρόβαλε δίπλα από έναν θάμνο. Τα πόδια του μούδιασαν. Τρέχοντας, το θέαμα που αντίκρυσε του έκοψε την ανάσα, ενώ έμοιαζε να του ξεριζώνει βίαια την καρδιά. Τα ρούχα της ήταν κομματιασμένα, τα γυμνά της πόδια λερωμένα με λασπόνερα, ενώ το πρόσωπό της ήταν χτυπημένο.Τα χείλη της, έφεραν ένα σκίσιμο στην άκρη τους, σημάδι πως κάποιος την είχε δαγκώσει, ξεσπώντας επάνω της τα αρρωστημένα του ένστικτα. Τρόμος τον κυρίευσε και δίχως να το σκεφτεί, την άρπαξε και την έχωσε στην αγκαλιά του. Ήθελε να ουρλιάξει, ωστόσο, βαθιά μέσα του πίστευε πως θα ήταν καλύτερα να μην μαθευτεί τίποτε στη γειτονιά. Μάταια όμως. Οι δικοί της είχαν ξεχυθεί ήδη έξω, ενώ προτού φτάσει κοντά, ο Στέφανος ήδη σαν αλαφιασμένος έτρεχε αναζητώντας την, με την Ανδριανή στο πλάι του. Όταν την είδαν, κουλουριασμένη σαν άψυχη κούκλα στα χέρια του Σάββα, της Ανδριανής της ξέφυγε μία κραυγή.
«Αφροδιτούλα μου!» ούρλιαξε ο Στέφανος «Τι συνέβη; Τι έγινε Σάββα;» του φώναξε σε έξαλλη κατάσταση, ωστόσο του νεαρού του είχε κοπεί η ανάσα.
«Πη...πήγαινε στο μοναστήρι για να εξομολογηθεί. Τη συνόδευσα ως εκεί και κάθισα έξω, λίγο πιο κάτω για να την περιμένω και να επιστρέψουμε μαζί. Η ώρα περνούσε και εκείνη δεν ερχόταν. Όπως αντιλαμβάνεσαι ανησύχησα. Ο ουρανός σκοτείνιασε περισσότερο, ξεκίνησε να βρέχει και εγώ έτρεξα γύρω από την περιοχή προκειμένου να την βρω. Την είδα...Νομίζω πως...Πως την ακούμπησαν και...»
«Τι είναι αυτά που μου λες; Η Αφροδίτη είναι το μωρό μας! Είναι σαν την μικρή μου αδερφή! Ποιος τόλμησε να την αγγίξει ε; Ποιος; Λέγε μου ποιος ήταν και σου υπόσχομαι πως θα τον θάψω ζωντανό!»οι φλέβες στον κρόταφό του ξεκίνησαν να πάλλονται επικίνδυνα. Η Ανδριανή δίπλα τους έκλαιγε σιγανά, βυθισμένη σε ένα πένθος που της ξερίζωνε τα σωθικά.
«Δεν γνωρίζω...Είχαμε συναντήσει βέβαια τον Κυριάκο πιο πριν αλλά απομακρύνθηκε μαζί με την παρέα του. Έκτοτε δεν επέστρεψαν, τουλάχιστον όχι από τον ίδιο δρόμο»
«Μην πεις τίποτε άλλο! Αυτός ήταν!Τον απέρριψε φαντάζομαι η ξαδέρφη μου και αποφάσισε να την εκδικηθεί! Έχει μένος μαζί της!»
«Στέφανε! Δεν μπορείς να είσαι σίγουρος. Έφυγαν. Πώς στο καλό έκανε τον κύκλο και επέστρεψε; Θα μπορούσε να ήταν κάποιος εγκληματίας!Κάποιος ανώμαλος!»
Την κουβέντα τους διέκοψε ο Παύλος, ο οποίος στεκόταν ίδιο άγαλμα μπροστά τους, με το βλέμμα καρφωμένο στην κόρη του. Όλα όσα ακολούθησαν, ο Στέφανος στο μέλλον θα επιθυμούσε να τα ξεχάσει. Η ζωή τους ανατράπηκε, άλλαξε για πάντα και ο θείος του θύμωσε με τον Θεό. Μία ζωή κατατρεγμένος ήταν, μια ζωή κάποια κατάρα τον απωθούσε από όπου είχε προσπαθήσει να στεριώσει. Ο Στέφανος δίχως να το σκεφτεί καν, έφτασε μπροστά στο σπίτι του Κυριάκου παλεύοντας να σπάσει την πόρτα. Ο νεαρός ήταν μέσα, ωστόσο, από τις αντιδράσεις του δεν φαινόταν να γνωρίζει κάτι. Ο Ιωσήφ με τον Σάββα για ακόμη μία φορά πρόλαβαν τα χειρότερα, καθώς ο Στέφανος θα έφευγε από εκεί, μονάχα αν τον έβλεπε να κείτεται νεκρός
«Σου εξηγώ πως δεν έκανα τίποτε!» αν υπήρχε μία απόδειξη, αυτή ήταν τα παπούτσια του τα ολόστεγνα, σημάδι πως όταν τον είχαν δει να αποχωρεί, είχε πράγματι γυρίσει στο σπίτι ή έτσι τουλάχιστον φαινόταν. Παρόλα αυτά, δεν σήμαινε πως ο ίδιος αυτός άνθρωπος, δεν θα βρισκόταν μελλοντικά κατηγορούμενος για εγκλήματα άλλου είδους. Θα τον έβαζαν στην φυλακή με σιγουριά, αν δεν υπήρχε ένας γνωστός του Παύλου που κίνησε γη και ουρανό για να κατορθώσει να τον απαλλάξει από τις κατηγορίες για ξυλοδαρμό. Ακόμη και ο ίδιος λυπήθηκε για τους δικούς του και φοβήθηκε μήπως στοχοποιηθούν.Ο Κυριάκος ωστόσο δεν θα το άφηνε έτσι. Θα καρτερούσε απλώς την κατάλληλη στιγμή.
Η οικογένεια βυθίστηκε σε νέο πένθος. Άπαντες έτρεμαν και μόνο στην ιδέα του τι θα συνέβαινε μόλις η κοπέλα συνερχόταν. Ένα σκληρό οδοιπορικό τους καρτερούσε το δίχως άλλο. Δυστυχώς, οι εφιάλτες τους επιβεβαιώθηκαν. Έπειτα από την αποχώρησή τους από τα χέρια των γιατρών,η Αφροδίτη ανέβασε πυρετό και ξεκίνησε να βυθίζεται σε μία σκοτεινή δύνη παράνοιας. Το κορμί της διαρκώς έτρεμε και ο παραμικρός θόρυβος της προκαλούσε πανικό. Εφιάλτες πια την επισκέπτονταν, δαιμόνια που κάθε βράδυ ρήμαζαν το αγνό, εφηβικό της κορμί. Μετά βίας δεχόταν τα χάδια του πατέρα της, ενώ παράτησε το σχολείο. Ο εαυτός της είχε εξαφανιστεί. Έμοιαζε να έχει μαζέψει απλώς τα πράγματά του και να έχει μεταναστεύσει κάπου αλλού, ίσως σε άλλο σώμα. Δεν είχε καν το κουράγιο να γράψει. Μονάχα η Ανδριανή είχε κατορθώσει να της κλέψει μερικές σκόρπιες κουβέντες, οι οποίες ωστόσο δεν αφορούσαν εκείνο το μοιραίο βράδυ. Κάθε φορά που η εικόνα ερχόταν στο μυαλό της, η Αφροδίτη ξεσπούσε σε κλάματα. Πάθαινε κρίση πανικού και η ανάσα της κοβόταν σαν να πέθαινε. Η Ανδριανή ωστόσο θα ήταν πάντοτε δίπλα της, πάντοτε εκεί.
Θεωρώντας πως τα πράγματα δεν θα μπορούσαν να κατρακυλήσουν σε περιπλοκότερα μονοπάτια, συνέβη ένα ακόμη ατυχές περιστατικό. Η Αφροδίτη είχε μείνει έγκυος στο παιδί του βιαστή της. Καθώς η επιστήμη της ψυχολογίας σε σχέση με τον μέλλον, ήταν υποανάπτυκτη, κανείς δεν γνώριζε τι ήταν σωστό να ειπωθεί και τι όχι. Μονάχα συμφώνησαν, οι δύο οικογένειες, να μετακομίσουν από εκεί. Κανείς δεν έπρεπε να μάθει και η Αφροδίτη θα μπορούσε να κάνει μία νέα αρχή, μακριά από ότι της θύμιζε εκείνη την τραγική νύχτα που την σημάδεψε για όλη της τη ζωή. Αν υπήρχε μία ευλογία στη ζωή της, αυτή δεν ήταν άλλη από τον πατέρα της. Τον πατέρα που ποτέ δεν την έκρινε, που ποτέ δεν ξεστόμισε κακή κουβέντα και που έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του, προκειμένου να βρει ξανά το παιδί του. Το παιδί που σε τόσο νεαρή ηλικία και κυρίως όχι από έρωτα, θα γινόταν μητέρα. Φυσικά στο πλάι της παρέμενε και ο Στέφανος. Ήταν ο μόνος άνδρας που γινόταν αποδεκτός από εκείνη, ειδικά το πρώτο διάστημα. Του Σάββα η καρδιά είχε ραγίσει. Αρχικά γιατί είχε βρεθεί εκείνη σε αυτή τη θέση και έπειτα, γιατί σπάνια πλέον μπορούσε να τη βλέπει και να της λέει έστω και μία κουβέντα. Τόσα χρόνια, την είχε αφήσει να τρυπώσει στην καρδιά του. Μπορεί να ήταν μικροί, μα εκείνου το άρεσε το γλυκό και πρόσχαρο κορίτσι με την καλλιτεχνική φλέβα. Πλέον, στη θέση του, υπήρχε μία σκιά του κάποτε. Μία σκιά, η οποία στα χρόνια που ακολούθησαν, της ιταλικής εισβολής και έπειτα της γερμανικής άφιξης, θα γινόταν ολοένα και πιο ερεβώδης. Ταυτόχρονα....Θα ερχόταν στη ζωή ο μικρός Λευτέρης. Ο πανέμορφος γιος της, ο οποίος προς ελάχιστη ανακούφιση όλων, έμοιαζε στη μητέρα του.
Βερολίνο 1938
Η χρονιά εκείνη ωστόσο, σημάδεψε και ακόμη έναν.Ήταν τότε που πραγματοποιήθηκε η προσάρτηση της Αυστρίας, το Μάρτιο του 1938 στη Γερμανία και που επίσπευσε κατά πολύ τα σχέδια της φυλετικής κάθαρσης. Ως τότε φυσικά, ήδη η ζωή για τους Εβραίους είχε γίνει αφόρητη. Οι ξέφρενοι εορτασμοί για το κατόρθωμα του φύρερ, συνοδεύτηκαν με άγριες σκηνές ξυλοδαρμού, οχλοκρατικής βίας και τρομοκρατίας κατά των Εβραίων της Αυστρίας. Έξω από τα λεηλατημένα σπίτια τους, αναγκάζονταν, πεσμένοι στα τέσσερα σαν τα ζώα, να καθαρίζουν τους δρόμους διασκεδάζοντας τους περαστικούς. Οι Αυστριακοί ναζιστές, ξεπέρασαν τους Γερμανούς, θέτοντας σε ισχύ νόμους που κανόνιζαν μέχρι και τις τελευταίες θλιβερές και απάνθρωπες λεπτομέρειες. Εκατό μέρες μετά την προσάρτηση της Αυστρίας, οι νόμοι απαγόρευαν στους Αυστοεβραίους να περπατούν σε δημόσια πάρκα, σε όχθες ή να φορούν τις παραδοσιακές αυστριακές ενδυμασίες.
Ο Φίλιμπερτ έχοντας μόλις μπει σε ένα σπίτι που τον έπνιγε, άκουγε στο ραδιόφωνο, στο οποίο βρισκόταν κολλημένη η γυναίκα που ατυχώς για εκείνον, τον είχε υιοθετήσει, τη φωνή του Γκέμπελς ΄΄Κοιτάξτε!΄΄ τσίριζε εμφατικά ΄΄Αυτός είναι ο εχθρός της ανθρωπότητας, ο καταστροφέας πολιτισμών, το παράσιτο των εθνών, ο υιός του χάους, η ενσάρκωση του κακού΄΄
«Ομολογώ πως στην εύρεση κοσμητικών επιθέτων, έχει φαντασία αυτός!» ειρωνεύτηκε ο Φίλιμπερτ και είδε την Άνκε να τινάζεται επάνω σαν ηλεκτρισμένη και να τον πλησιάζει απειλητικά.
«Το ήξερα πως ήταν λάθος να υιοθετήσουμε, με είχε προειδοποιήσει ο άνδρας μου, αλλά αρκεστήκαμε στο εθνικοσοσιαλιστικό παρελθόν των γονιών σου! Ένα άθλιο ορφανό είσαι κατά τα άλλα, το οποίο πληρώνουμε για να ειρωνεύεται το ένθος! Αλήτη!»
«Ευτυχώς έχω βρει δική μου δουλειά! Προτιμώ να πουλάω φρούτα όλο το απόγευμα, παρά να σας βλέπω! Ας με αφήνατε στο ίδρυμα! Το μόνο που έχω ζητήσει από τη ζωή μου, είναι μία οικογένεια που να με αγαπά. Εσείς προσπαθήσατε να με εκμεταλλευτείτε! Δεν με αγαπήσατε ούτε μία στιγμή!» ούρλιαξε κοπανώντας πίσω του την πόρτα.
Ευτυχώς για εκείνον, είχε μία δουλίτσα, σε έναν ήσυχο κύριο, ο οποίος αν και Γερμανός εκείνης της εποχής, δεν έδειχνε να ασχολείται ιδιαίτερα με το εβραϊκό ζήτημα. Ανήκε, θα έλεγε κανείς, στην κατηγορία εκείνη των ανθρώπων, οι οποίοι αν και δεν συμφωνούσαν με τα απάνθρωπα μέτρα, προτιμούσαν στην καλύτερη περίπτωση να αδιαφορήσουν κρατώντας μία στάση ουδετερότητας, προκειμένου να μην βρουν τον μπελά τους. Ο παχουλός κύριος Άντολφ, τον καρτερούσε νωρίς το απόγευμα στο μαγαζί του. Τον συμπαθούσε ιδιαίτερα, το ίδιο και τον Κάσπαρ που περνούσε συχνά για να επισκεφτεί τον κολλητό του. Απέναντί τους, βρισκόταν ένα μαγαζί με ρούχα. Το είχαν μία μητέρα και η κόρη της, αμφότερες Εβραίες. Συχνά, ο κύριος Άντολφ, είχε γίνει μάρτυρας αδικαιολόγητων επιθέσεων, νεαρών είτε από τη Νεολαία του Χίτλερ, είτε από τα Τάγματα Εφόδου*. Η ιστορία έδειχνε δέκα Νοεμβρίου του 1938. Τα χαράματα εκείνης της ημέρας, τα κατά τόπους γραφεία του κόμματος, των Ες-Ες και των Ταγμάτων Εφόδου, έλαβαν διαταγές να κάψουν τις συναγωγές και να καταστρέψουν εβραϊκά νοικοκυριά και επιχειρήσεις. Η αστυνομία και η πυροσβεστική, προειδοποιήθηκαν να μην παρέμβουν, εκτός αν κινδύνευαν ζωές ή περιουσίες Γερμανών αποκλειστικά. Ποια ψυχή θα μπορούσε να δεχτεί μία τέτοια απόφαση; Πώς μπόρεσαν κάποτε τόσοι άνθρωποι να συναινέσουν σε ένα τέτοιο έγκλημα; Επιπλέον, οι αξιωματούχοι του κόμματους πήραν εντολή να προχωρήσουν στη σύλληψη αρρένων Εβραίων, κατά προτίμηση επιφανών. Εκείνη η νύχτα θα έμενε στην ιστορία με την ονομασία Η Νύχτα των Κρυστάλλων.
Εκείνο το απόγευμα, ο Φίλιμπερτ ήταν ανήσυχος. Φυσικά δεν είχε γνώση των σατανικών σχεδίων, κυρίως γιατί τελευταία λόγω και της εργασίας του, δεν πήγαινε συχνά με τα μέλη της Χιτλερικής Νεολαίας, που διαμαρτύρονταν πως ο Βόλκερ ήταν ιδιαίτερα ελαστικός μαζί του, γιατί τον θεωρούσε φιλότιμο. Πότε-πότε, κοιτούσε το απέναντι μαγαζί και διέκρινε το θλιμμένο βλέμμα των γυναικών. Δεν πέρασε πολύ ώρα, όταν είδε μία ομάδα νεαρών να σπάει τη βιτρίνα τους και να ξεκινά να ξυλοκοπά τη μητέρα, μπροστά στη σοκαρισμένη κόρη της. Μόλις συνειδητοποίησε πως κανείς δεν τις υπερασπιζόταν, πετάχτηκε μπροστά και άρπαξε τον έναν από το γιακά της στολής του.
«Τι κάνεις ρε κόπανε; Πας καλά; Με ποιο δικαίωμα τη χτυπάς; Τι σου έκανε; Και εσείς όλοι που κοιτάτε, θα μπορούσατε να είστε στη θέση τους!» ξεκίνησε να ουρλιάζει δίχως να λογαριάζει τον άμεσο κίνδυνο που διέτρεχε. Μέσα σε κλάσματα, πιάστηκε στα χέρια με τον έναν, ενώ οι δύο γυναίκες τσίριζαν σαν να μοιρολογούσαν. Δυστυχώς για εκείνον, οι ένστολοι ήταν περισσότεροι, με αποτέλεσμα να δεχτεί τόσο ξύλο, σε σημείο να πέσει αναίσθητος. Όταν άνοιξε τα μάτια του ωστόσο ξανά, θα προτιμούσε στα σίγουρα να είχε βρεθεί νεκρός. Τα κρατητήρια της Γκεστάπο, ήταν ένας ζοφερός εφιάλτης και εκείνος, βρισκόταν στο ξεκίνημα. Το κορμί του είχε γεμίσει μώλωπες από το ξύλο, από το κεφάλι του έσταζε αργά αίμα, το ίδιο και από τα χείλη του. Ήταν ένα βήμα είτε πριν την εκτέλεση, είτε πριν τη φυλάκισή του σε στρατόπεδο συγκέντρωσης για προδοσία. Παραδόξως, αρκετοί προσπάθησαν να τον γλιτώσουν. Οι θετοί γονείς του αρχικά, για να γλιτώσουν τη διαπόμπευση, ενώ ο Κάσπαρ ακουγόταν ως κάτω, καθώς προσπαθούσε να τον δικαιολογήσει. Προς ακόμη μεγαλύτερη έκπληξη, είχε έρθει ως και ο Βόλκερ, ο οποίος πράγματι του είχε αδυναμία και καθώς δεν του είχε δώσει δικαίωμα νωρίτερα, το θεώρησε ανθρωπιστικό ενδιαφέρον μιας που δεν γνώριζε πως οι συγκεκριμένες γυναίκες ήταν Εβραίες. Αν ήταν έξυπνος ο Φίλιμπερτ, θα υποστήριζε το ίδιο.
«Ένας άχρηστος ορφανός είσαι...» άκουσε έναν ένστολο που βρισκόταν στο χώρο μαζί του «Ξέρουμε πολύ καλά σε ποιο ορφανοτροφείο μεγάλωσες. Απόψε, θα καεί συθέμελα αυτός ο δαιμονικός, εβραϊκός βωμός, που βρίσκεται απέναντι. Θα φροντίσουμε, να μην βγει κανένας τους έξω...»
«Είναι...παιδιά...» ψέλλισε με χείλη πρησμένα.
«Είναι δαίμονες! Και εσύ αν γλίτωσες την εκτέλεση, το οφείλεις σε όλους αυτούς εκεί έξω. Γνωρίζουν ανώτερα στελέχη και έχουν εγγυηθεί την μέχρι τώρα άμεμπτη πορεία σου. Μισό λάθος ακόμη όμως και δεν θα κάνω πίσω» μούγκρισε δίνοντάς του μία σπρωξιά και κατόπιν χτύπησε το κεφάλι του στον τοίχο αφήνοντας ένα ματωμένο ίχνος επάνω του. Όταν κατόρθωσαν να τον πάρουν από τα γραφεία, ο Κάσπαρ ετοιμάστηκε να τους επιτεθεί, μα ο Φιλ τον σταμάτησε.
«Πρέπει να φύγω» του ψέλλισε.
«Πού θα πας Φιλ; Δεν μπορείς να πάρεις τα πόδια σου...»
«Σπίτι δεν θα επιστρέψω ξανά, ούτε εσύ μπορείς να με φιλοξενήσεις...Ξέρω πού θα πάω...Στην Ελένη. Μένει κοντά στο ίδρυμα. Πρώτα όμως...Πρέπει να προλάβω...»
«Δεν μπορείς να εξαφανιστείς...»
«Πες στον Βόλκερ πως χρειάζομαι ξεκούραση. Είναι πιστευτό»
«Θα έρθω μαζί σου όπου και αν πας...»
«Είσαι βέβαιος;» ρώτησε πνιχτά ο Φιλ.
«Ναι. Πηγαίνεις στον Γιάεν»
«Θα τους κάψουν ζωντανούς! Δεν γίνεται να τον αφήσω. Ακόμη και παράλυτος, θα σερνόμουν ως εκεί»
«Πάμε τότε. Θα πω, πως πηγαίνουμε στο σπίτι μου»
Εκείνο το φρικαλέο βράδυ, το Βερολίνο φλεγόταν. Ανάμεσα από τις φλόγες, τα σπασμένα γυαλιά από τις βιτρίνες, τις καρβουνιασμένες κούκλες κοριτσιών, ποτάμια αόρατων δακρύων κάλυπταν τους δρόμους. Περιουσίες αρπάζονταν, άνθρωποι πετιούνταν στο δρόμο και οι γείτονες αμέτοχοι, παρακολουθούσαν κρυμμένοι στη ντροπή. Όταν έφτασε κουτσαίνοντας ο Φίλιμπερτ, ήταν αργά. Ανάμεσα από τις πορτοκαλόχρωμες σκιές της φλόγας, το ορφανοτροφείο το εβραϊκό είχε τυλιχτεί στο θάνατο.
«Γιάεν! Γιάεν!» ούρλιαζε ο Φίλιμπερτ ενώ ο Κάσπαρ προσπάθησε να σπάσει την πόρτα. Τελευταία στιγμή, τέσσερα παιδιά γλίτωσαν που βρίσκονταν στο ισόγειο. Οι φλόγες έγλυψαν με λαιμαργία την αλλοτινή, επιβλητική είσοδο, διαλύοντας κάθε ελπίδα. Με πρόσωπο πρησμένο, καρβουνιασμένο από τις αιωρούμενες στάχτες, ο Φιλ είχε γονατίσει στο πεζοδρόμιο απελευθερώνοντας κραυγές. Η ιστορία σαν τρένο προχωρούσε και αν δεν αποφάσιζε να μπει στο βαγόνι της, απλώς θα χανόταν σαν να μην είχε υπάρξει. Όταν και το τελευταίο του κομμάτι χάθηκε αβοήθητο, όπως είχε φοβηθεί, εκείνο το βράδυ, ο ίδιος άλλαξε. Σχεδόν, μπορούσε να αισθανθεί τα αναφιλητά, τον φρικτό πόνο του φίλου του σαν καιγόταν ζωντανός. Το βλέμμα του πλανήθηκε στην πόλη του χάους. Ο αετός του Ράιχ άπλωνε τις ατσάλινες φτερούγες του, σκίζοντας σωθικά με τα νύχια του, συντρίβοντας την ανθρωπιά, την ελπίδα, επισκιάζοντας κάθε φως. Ο μόνος δρόμος, απλώς οδηγούσε ευθεία μπροστά.
*Τάγματα Εφόδου: Η οργάνωση Sturmabteilung (συντομογραφία: SA, ελληνική προφορά: Στούρμαμπταϊλουνγκ, Ες-Α, ελληνικά: Τάγματα Εφόδου) ήταν παραστρατιωτική οργάνωση προσκείμενη αρχικά στο Γερμανικό Εργατικό Κόμμα (DAP) και στη συνέχεια στη μετεξέλιξή του, στο Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα του Χίτλερ . Η οργάνωση αποδυναμώθηκε σημαντικά ύστερα από τη δολοφονία περίπου 200 στελεχών της, μεταξύ των οποίων και ο επικεφαλής της το κατά τη .
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro