Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Μπλόκα της ζωής/ part 3

Όταν τα κεριά όλα έσβησαν, άπαντες πήγαν να κοιμηθούν. Προτιμούσαν το φως τους το απαλό, εξάλλου ήταν ακόμη καλοκαίρι. Ο Κάσπαρ πρόσεξε το προβληματισμένο ύφος του Στέφανου, καθώς απομακρυνόταν αργά. Πράγματι, ο νεαρός έμεινε μόνος για λίγο στην αυλή. Τα μάτια του στράφηκαν στον ουρανό και ένα σωρό ερωτήματα σκαρφάλωσαν στον λαιμό του σαν παράπονο. Θα μπορούσε να απολαμβάνει τις ομορφιές της χώρας του, αν ένα κτήνος δεν θεωρούσε Θεό τον εαυτό του και ανώτερο είδος, με τις ευλογίες πάντοτε της ύπουλης σιωπής και συνενοχής μίας Ευρώπης και ενός κόσμου. Η ώρα περνούσε και νέα της Ανδριανής δεν είχε. Απαγόρευση κυκλοφορίας είχε επιβληθεί και το ήξερε, μα του ήταν αδιανόητο να πλαγιάσει στο κρεβάτι του, τη στιγμή που το κορίτσι του κινδύνευε. Αψηφώντας κάθε κίνδυνο, γλίστρησε έξω. Σύρθηκε μέχρι το σπίτι της Αφροδίτης και χτύπησε το παντζούρι συνθηματικά, όπως τότε που ακόμη ήταν παιδιά και κάποιος ήθελε να εκμυστηρευτεί μυστικό. Δύο λεπτά αργότερα, άκουσε έναν ανεπαίσθητο θόρυβο και το παντζούρι υποχώρησε και εμφανίστηκε η Αφροδίτη. Μαύροι κύκλοι πλαισίωναν τα μάτια της.

«Είχαμε κάποιο νέο; Σου ορκίζομαι πως και εγώ προσπαθούσα να της αλλάξω τα μυαλά. Η Ανδριανή είναι τολμηρή και επαναστάτρια, όμως...»

«Η Ανδριανή δεν έχει την πείρα για να συμμετέχει. Ήταν ένα κορίτσι πολύ αθώο και ειλικρινά δεν γνωρίζω ποιος την παρέσυρε. Δεν είναι για όλους αυτές οι δουλειές. Της ζήτησα χιλιάδες φορές να σταματήσει και τώρα, από τη στιγμή που την έκρυψα στη ντουλάπα εκείνη και πριν με χτυπήσουν, δεν έχω ιδέα τι έχει απογίνει. Έφυγε; Την ανακάλυψαν; Άκου όμως. Θα πάω να τη βρω και μην παλέψεις να με σταματήσεις»

Η Αφροδίτη τον κοίταξε αυστηρά και ταυτόχρονα με το ύφος αυτό, το οποίο έδειχνε πως ήταν έτοιμη να ενδώσει σε κάποιον πειρασμό.

«Δεν θα σε άφηνα να πας μονάχος σου. Είναι και δική μου παιδική φίλη»

«Αυτό, δεν θέλω να το σκεφτείς ξανά. Δεν υπάρχει περίπτωση να διακινδυνεύσω να σου συμβεί κάτι και εσένα τώρα»

«Και εγώ δεν αντέχω άλλο την απάθεια, Στέφανε. Έχουμε συμφωνήσει να μην επιδιδόμαστε σε ακραίες συμπεριφορές, πόσο μάλλον εγώ που έχω τον Λευτέρη. Έχουμε συζητήσει εξίσου πολλές φορές, πως εμείς ως οικογένεια προσφύγων, τη στιγμή που όλοι μας είχαν χαμένους, οι γονείς μας πάλεψαν για το σήμερα, για να μπορούμε να έχουμε ένα κεραμίδι πάνω από το κεφάλι μας. Αποφασίσαμε έτσι να μείνουμε ενωμένοι με στόχο την επιβίωση. Η απόλυτη όμως αδράνεια, ακόμη και στην περίπτωση που κινδυνεύουν φίλοι, μοιάζει ανυπόφορη. Έχω περάσει πολλά χρόνια απραγίας. Πολλά χρόνια που δεν επιθυμούσα να κοιτάζω ούτε το είδωλο μου στον καθρέπτη γιατί ένιωθα βρόμικη. Το παιδί μου ήταν αδύνατο να το φροντίσω τον πρώτο καιρό, Στέφανε. Γιατί ήμουν και εγώ παιδί, γιατί δεν προέκυψε από μία απροσεξία αγάπης, αλλά από ωμή βία. Ακόμη δεν έχω αφεθεί να ερωτευτώ με τη καρδιά μου. Τουλάχιστον όμως, αγαπώ ολοκληρωτικά τους φίλους μου και εσένα. Πρέπει να βρω το θάρρος ξανά, το θάρρος να σταθώ μπροστά στη ζωή και να την κοιτάξω»

Τα μάτια του Στέφανου βούρκωσαν. Το τρεμάμενο χέρι του απλώθηκε και το πρόσωπό του χώθηκε στα μαλλιά της, έτσι όπως κρεμόταν ελαφρώς από το παράθυρο.

«Σε αγαπώ τόσο πολύ, Αφροδίτη. Είσαι σαν την αδερφή που δεν είχα ποτέ. Μεγαλώσαμε μαζί από βρέφη. Σε κράτησα στην αγκαλιά μου, όταν ήμουν και εγώ πολύ μικρούλης. Αν έστω σκεφτώ πως μία τρίχα σου θα πάθει κακό, νομίζω πως δεν θα το αντέξω»

Τα χέρια της χώθηκαν στα μαλλιά του τρυφερά. Ήταν οικογένειά της, ήταν ο αδερφός της στην ουσία και όχι ξάδερφος.

«Ακριβώς λοιπόν για όλους αυτούς τους λόγους, θα πάμε μαζί να την αναζητήσουμε. Θα προσέχουμε»

«Έχουν όπλα αυτοί οι λεχρίτες. Αν με ακινητοποιήσουν, μπορούν να κάνουν οτιδήποτε»

«Θα είμαστε εντάξει»

Το ένστικτό του ωστόσο, δεν έκανε λάθος. Η Ανδριανή είχε συλληφθεί, το κορμί της ήταν γεμάτο μελανιές από τις κλοτσιές και τώρα, διέσχιζε τοίχους, λερωμένους με δαχτυλιές ανθρώπινου αίματος, στην οδό Μέρλιν. Κραυγές ακούγονταν από τα υπόγεια, άνθρωποι τσίριζαν προς όποιον πίστευαν πως θα έβγαινε ζωντανός και θα μπορούσε να μεταφέρει ένα μήνυμα. Ένα μήνυμα προς τα παιδιά του ή τους δικούς του ανθρώπους. Το πρόσωπό της ήταν καλυμμένο με αίμα. Έλληνες δωσίλογοι την έφτυναν και την έσπρωχναν. Ο Χέλμουτ απουσίαζε εκείνο το βράδυ, ενώ ο Άρτουρ είχε φτιάξει έναν καφέ για να πιεί. Εκείνοι είχαν άφθονο. Οι Έλληνες πάλι είχαν να δουν καφέ πολλούς μήνες, τόσο γευστικό. Όταν είσαι γυναίκα και ακόμη χειρότερα μονάχη σου, τα πάντα μπορούν να συμβούν Η πόρτα του γραφείου του άνοιξε απότομα και την πέταξαν μέσα σαν το σφαγμένο κρέας, με αποτέλεσμα ο καφές να του φύγει από χέρι και να χυθεί ο μισός στο πάτωμα και ο υπόλοιπος επάνω στο ρούχο του. Τα μάτια του Άρτουρ γυάλισαν. Σχεδόν αγνόησε το θέαμα της κοπέλας και ψυχρά, έβγαλε το όπλο, εκτελώντας και τους δύο δωσίλογους εν ψυχρώ. Η Ανδριανή έτρεμε ολόκληρη.

«Αυτό που σιχαίνομαι, είναι η αδιακρισία» Πλησιάζοντας προς την πόρτα, κλότσησε τα πτώματα με λύσσα και κατόπιν την έκλεισε ουρλιάζοντας διαταγές στα γερμανικά να τους πετάξουν όπου βρουν «Συναντιόμαστε ξανά και τώρα οι θέσεις μας έχουν αλλάξει, νοσοκόμα. Από εδώ μέσα όμως, θα είναι θεαματικά δύσκολο να ξεγλιστρήσεις»

«Δεν έχω την ανάγκη σου...»

«Την έχεις. Γιατί σε άρπαξαν; Ανήκεις σε αυτούς τους επαρμένους που πιστεύουν πως θα σηκώσουν κεφάλι;» την ειρωνεύτηκε «Σου μιλάω!»

«Δεν θα πάρεις καμία απάντηση»

«Μάλλον δεν έχεις καταλάβει καλά. Εδώ μέσα, όσοι βρισκόμαστε στη Γκεστάπο είμαστε κτήνη. Είδες που κατέληξαν αυτά τα τομάρια για έναν χυμένο καφέ. Μαζί μου, δεν θα παίζεις. Αν δεν ήσουν φίλη της Αφρ...Αφροδίτης» δυσκολεύτηκε «Θα σε είχα ήδη πετάξει σε λάκκο και δεν θα σε σκέπαζα καν»

Εκείνη τον κοίταξε μέσα στα μάτια, το ίδια έκανε και αυτός. Δεν φοβόταν κανένας τους.

«Δεν σκοπεύω να πεθάνω δειλή. Εγώ ζούσα ελεύθερη στην πατρίδα μου και προτιμώ να φύγω, παρά να την δω να γεμίζει ξανθά κτήνη»

Φωνές ακούστηκαν στο διάδρομο και ο Άρτουρ ξεκίνησε να γίνεται νευρικός.

«Φώναξε σαν να υποφέρεις» της ψιθύρισε, μα το κόλπο δεν έπιασε «Δεν μου έφταναν τα υπόλοιπα, γεμίσαμε και ποντίκια εδώ μέσα» συμπλήρωσε και τότε άκουσε μία κραυγή «Έπιασε τελικά» μειδίασε, όταν μπήκε ένας γκεσταπίτης.

«Χάιλ Χίτλερ! Τι συνέβη εδώ; Ποια είναι αυτή η πουτάνα; Τα πτώματα;»

«Τα πτώματα, μου χάλασαν το κέφι. Όσο γι' αυτήν εδώ, θα πάει να τους κάνει παρέα αφού πρώτα περάσω καλά» του έκλεισε το μάτι και ο άλλος γέλασε.

«Μου τη χαρίζεις μετά;»

«Αν δεν την πνίξω ενώ την πηδάω, μπορεί» Αρπάζοντάς την, ξεκίνησε να βγαίνει από το κτήριο μιλώντας στον άνδρα που είχε μπει πριν «Έχω μάθει για τα κρυφά διαμερίσματα εδώ γύρω. Μόλις τελειώσω, επιστρέφω»

Η οδός Μέρλιν, εκείνη η φθονερή πια και τρομακτικά ήσυχη οδός, έμοιαζε σαν μία ξαφνική δόση οξυγόνου. Ο Άρτουρ την έσυρε μέχρι κάτω, μακριά από το κτήριο.

«Ήσουν φρικτός» του είπε.

«Σε γλίτωσα. Ειλικρινά όμως, φρόντισε να μην καταλήξεις και δεύτερη φορά εδώ, καθώς τότε, θα κάνω τον αδιάφορο. Άντε, φύγε!» τη διέταξε, μονάχα που τη στιγμή που οι δρόμοι τους χωρίζονταν, ο Στέφανος και η Αφροδίτη, έχοντας πάει στο Λαϊκό και μαθαίνοντας τα νέα, είχαν έστω προσπαθήσει να δουν, αν υπήρχε τρόπος να γλιτώσουν την κοπέλα από το κολαστήριο.

Μόλις την βρήκαν στο δρόμο, ο νεαρός την αγκάλιασε έχοντας παραδοθεί σε λυγμούς. Το ίδιο έκανε και η Αφροδίτη, πάντοτε όλοι τους κρυμμένοι στις σκιές. Έπρεπε να φύγουν. Βήματα ακούστηκαν ξανά και μία γερμανική περίπολος εμφανίστηκε. Αναστατωμένοι, προσπάθησαν να τρέξουν για να κρυφτούν. Ο Στέφανος με την Ανδριανή κάθισαν σε ένα άνοιγμα και η Αφροδίτη κάτω από ένα μπαλκόνι που σχεδόν άγγιζε το πεζοδρόμιο. Ο Άρτουρ τους παρακολουθούσε, καθώς ακόμη δεν είχαν απομακρυνθεί, όταν είδε ανάμεσα στις σκιές, δυο άνδρες να σημαδεύουν την Αφροδίτη. Η περίπολος περνούσε, οι άγνωστοι περίμεναν να φύγει, προκειμένου να σκοτώσουν την κοπέλα. Τότε, άπαντες τον είδαν να μετακινείται αργά, προς το μέρος της. Τα μαύρα, επιβλητικά ρούχα, εκείνο το καπέλο που απεικόνιζε το θάνατο, τα κυανά μάτια που έκρυβαν τη συννεφιά. Η Αφροδίτη τον είδε, η περίπολος πέρασε και τότε εκείνος με κινήσεις σβέλτες, έβγαλε το όπλο. Οι άγνωστοι είχαν μετακινηθεί, η κοπέλα μπερδεμένη βγήκε από την κρυψώνα και μέσα σε κλάσματα, ο Άρτουρ την έσπρωξε πυροβολώντας. Η σφαίρα γλίστρησε και χτύπησε στο μέτωπο, ένα πρόσωπο γνωστό. Ο Κυριάκος σωριάστηκε κάτω, μέσα σε μία λίμνη αίματος. Ο άλικος πίδακας από το μέτωπο, τινάχτηκε στα ρούχα του Γερμανού. Η Αφροδίτη πάγωσε. Σχεδόν της κόπηκε η ανάσα.

Ο Στέφανος έμεινε άφωνος. Το κορμί του Κυριάκου κειτόταν σε ακανόνιστη στάση στο πεζοδρόμιο.

«Φύγετε!» τους διέταξε ο Άρτουρ καθώς ήξερε πως σε λίγο θα μαζευόταν η περίπολος που θα είχε ακούσει τον πυροβολισμό. Την Αφροδίτη την είχε πιάσει πανικός, σε σημείο που είχε μαρμαρώσει, θαρρείς και το κορμί της είχε άξαφνα γίνει δύσκαμπτο. Ούτε καν τις παρακλήσεις του ξαδέρφου της δεν άκουγε «Θα την φέρω εγώ. Φύγετε» τους ζήτησε, ενώ ακούγονταν ποδοβολητά «Πρέπει να με ακούσεις. Μπες στο κτήριο στη γωνία. Είναι εγκαταλελειμμένο. Μείνε πίσω από την πόρτα και θα έρθω. Δεν πρέπει να σε δει κανείς εδώ και οφείλω να δηλώσω πως εγώ τον σκότωσα, αλλιώς θα υπάρξουν αντίποινα. Πήγαινε» τη σκούντησε και η κοπέλα κρύφτηκε στις σκιές, μέχρι που ο δρόμος γέμισε ένστολους.

Με τα γόνατα έπεσε στις σκόνες και σε ξύλα σκορπισμένα εδώ και κει, πέτρες μισοσπασμένες. Ανεξάρτητα από το πρόσωπο που σκοτώθηκε, θυμόταν τον τρόπο και την ευκολία που είχε λειτουργήσει ο Άρτουρ, εκτελώντας τον. Εκείνα τα μάτια είχαν υιοθετήσει άλλη έκφραση. Λες και η ψυχή είχε φύγει. Εκείνη θα δίσταζε. Θα δίσταζε να πυροβολήσει ακόμη και αυτό το τιποτένιο σκουλήκι. Μονάχα το βιαστή της θα σκότωνε. Άραγε, έπρεπε κάποιος να μυηθεί στη βία για να φτάσει σε σημείο να σκοτώνει έτσι εύκολα; Ο Φίλιμπερτ είχε σκοτώσει και εκείνος σε άμυνα τον Ιωσήφ. Όμως παρόλα αυτά, εξαιτίας της φωτεινότητάς του, κάπως το είχε ξεπεράσει. Κοίταξε από μία χαραμάδα τους ένστολους που ήταν μαζεμένοι. Ακόμη ένα σημάδι της μοίρας, πως κάθε εμπλοκή ήταν λάθος. Ο Άρτουρ τους εξήγησε πως ο συγκεκριμένος τον σημάδευε με το όπλο του. Κανείς δεν ασχολήθηκε ιδιαίτερα, εκτός από το γεγονός πως υπήρχε και συνεργάτης. Ο δεύτερος την είχε γλιτώσει, αλλά θα όργωναν τους δρόμους να τον βρουν. Όταν όλοι χάθηκαν και έμεινε μόνος του, ξαφνικά ένιωσε πως έπρεπε να αντιμετωπίσει έναν άνθρωπο ήδη συντετριμμένο από το παρελθόν και τώρα, από την αποτρόπαια πράξη του παρόντος.

Πλησίασε το ερείπιο και μπήκε μέσα. Η Αφροδίτη ήταν κρυμμένη στην πόρτα. Όταν τον άκουσε, σηκώθηκε φανερά κουρασμένη. Την πλησίασε αβέβαια. Στάθηκε μπροστά της ακίνητος.

«Ξέρω τι σκέφτεσαι, αλλά αν δεν δρούσα άμεσα, θα σε σκότωνε. Τον είδα να σε σημαδεύει, δεν είχα χρόνο» Η Αφροδίτη δεν απάντησε. Ένιωθε το στομάχι της να ανακατεύεται διαρκώς, τα πόδια της να τρέμουν και μία τάση να μην μπορεί να κουνηθεί «Θα ήθελα να με ακολουθήσεις. Μία στάση και σε γυρνώ σπίτι σου»

«Πού θα πάμε;»

«Θα δεις»

Ανέβηκαν τα σκαλιά της εγκαταλελειμμένης μονοκατοικίας, ώσπου βγήκαν σε μία ταράτσα με θέα την Ακρόπολη των Ναζί πλέον, βεβηλωμένη και αυτή. Η πόλη είχε μία απόκοσμη εμφάνιση, μα πάνω από αυτήν, ο ουρανός είχε φυλάξει τη δική του αγνότητα. Πάντα τα άστρα θα τον κεντούσαν και το φεγγάρι θα τον συνόδευε σε όλες τις φυσικές αλλαγές των ωρών.Ελαφρύ αεράκι φυσούσε, τα μαλλιά του νεαρού ανακατεύονταν παιχνιδιάρικα. Πίεσε τον εαυτό του να την κοιτάξει, να ανοίξει το στόμα του και να πει κάτι.

«Εδώ δεν υπάρχει κίνδυνος να μας δουν και θα πάρεις αέρα. Αυτό που είδες...»

«Μισούσα τον Κυριάκο. Όμως...δεν μπορώ να ξεχάσω το σκηνικό της πτώσης του και το αίμα που...λέρωσε το σακάκι σας» Ο Άρτουρ το κοίταξε αμήχανα.Δεν ήταν η πρώτη φορά. Σκηνικά από πυροβολισμούς κοντά σε λάκκους ήρθαν στο μυαλό του. Τα μάτια του έπεσαν επάνω της με θλίψη. Είχε τα δικά της βάρη και χρειαζόταν κάποιον δίχως αποσκευές «Αν μπορούσα να απεικονίσω την έκφρασή σας, θα βλέπατε αυτό που εγώ είδα. Ήταν τρομακτικό, είστε τρομακτικός»

Αμίλητος της έδωσε το χαρτί πάνω στο οποίο είχε κάποτε ζωγραφίσει την ανέμελη στιγμή του. Έβγαλε από το πανωφόρι του και ένα μολύβι.

«Δείξε μου» της ζήτησε βραχνά και απομακρύνθηκε αφήνοντάς την να εκφραστεί όπως εκείνη ήξερε καλύτερα.

Είδε ένα χέρι να κινείται νευρικά. Τα μάτια της δεν τον κοίταζαν. Είχαν επικεντρωθεί εκεί. Το τελικό αποτέλεσμα, ήταν σκληρό και αδυσώπητο. Το πρόσωπό του είχε σκιές και γωνίες και τα μάτια του, έκρυβαν μέσα τους την αλήθεια. Οι δυο ζωγραφιές μιλούσαν με τις αντιθέσεις. Ένα ουτοπικό πριν και ένα αληθινό μετά. Στάθηκε μπροστά της με το σκίτσο.

«Καταλαβαίνω» πρόφερε απλά μην ξέροντας τι έπρεπε να πει «Είναι η αλήθεια αυτή που ζωγράφισες»

«Είναι και αυτή όμως» του έδειξε την ανέμελη «Είναι και τα δύο μέρος της αλήθειας σας»

«Αν...αν εγώ δεν...» τραύλισε έντονα και καταράστηκε τον εαυτό του για το πόσο γελοίος έδειχνε.

«Η στολή σας η ματωμένη, είναι ένα κομμάτι της αλήθειας που βιώνει ο κόσμος. Ακόμη και αν έχω περάσει από φρικτά μονοπάτια, δεν θα διοχέτευα ποτέ την ενέργειά μου στο κακό, αλλά σε αυτό» του έδειξε την ανέμελη ζωγραφιά «Θέλει δύναμη για να διώξεις το σκοτάδι»

«Εγώ δεν είχα από πού να κρατηθώ. Εσύ από όσο καταλαβαίνω, έχεις μία οικογένεια που σε αγαπά. Η ψυχή η ανθρώπινη είναι σαν τα δοχεία. Αν τα γεμίσεις αγάπη, ακόμη και η κόλαση, δεν θα σταθεί ικανή να τους κλέψει και την τελευταία σταγόνα. Εγώ δεν γεννήθηκα κενός από συναισθήματα, απλώς κανείς δεν με γέμισε» έκανε παύση. Τον έβλεπε να πισωπατά «Δεν θέλω να μιλώ έτσι, κάθε φορά που...»

«Κύριε, το πρώτο βήμα για να γεμίσει το δοχείο, είναι να αφήσετε εσείς μία χαραμάδα ανοιχτή. Δεν γίνεστε ευάλωτος και εγώ δεν είμαι εκείνο το άτομο που θα σας έκανε κακό. Δεν έχω καν τη δύναμη να τα βάλω μαζί σας»

«Έχεις περισσότερη από όση πιστεύεις. Με κάνεις να φοβάμαι και να με νοιάζει για τον αν με μισείς ή με σιχαίνεσαι»

«Όσο φοράτε ειδικά αυτό με τους λεκέδες αίματος...»

«Φοράς. Μίλα μου στον ενικό, είμαι νεαρός και εγώ. Είκοσι έξι χρονών»

«Δεν μπορώ»

«Και εσύ φοβάσαι. Φοβάσαι πως αν μου μιλήσεις στον ενικό, αυτομάτως θα κλείσεις μερικά εκατοστά απόστασης» πήρε μία τρεμουλιαστή ανάσα «Αφαίρεσε το πανωφόρι μου» της είπε και την είδε να ταράζεται «Δεν θα κουνηθώ. Θα σε αφήσω να αποφασίσεις εσύ. Να...να ξέρεις, αυτό δεν το έχω επιτρέψει ποτέ. Όμως, όσο και αν φοβάμαι, ταυτόχρονα, απέναντί σου, νιώθω μία κάποια ασφάλεια»

«Δεν....δεν μπορώ»

«Εντάξει. Ήθελα απλώς να σε αφήσω να απομακρύνεις εσύ αυτό που σε τρομάζει και να αλλάξεις την όψη μου» κάθισε στην άκρη, σε ένα τσιμεντένιο ύψωμα.

Η Αφροδίτη κοίταξε τον ορίζοντα, τον ουρανό. Τον είδε να αφαιρείται, σκέφτηκε πως με κάποιο τρόπο της έσωσε τη ζωή. Η στιγμή έμοιαζε να μην ανήκει στον κάτω κόσμο. Το χέρι της πλησίασε. Ο νεαρός την κοίταξε μέσα στα μάτια. Το βλέμμα του έκαιγε. Την άφηνε ακάλυπτη, ώσπου το άλλαξε, το μαλάκωσε. Τα χείλη του στράβωσαν σε ένα ελαφρύ μειδίαμα. Τα χέρια του έπεσαν στο πλάι στηρίζοντας τον κορμό του. Την είδε να ανοίγει τα κουμπιά μηχανικά και να αφήνει το σακάκι του θανάτου να πέφσει στο πλάι, μαζί με το καπέλο.

«Πόσο διαφορετικός μοιάζετε. Αν είχατε και καλές αναμνήσεις.....»

Έσφιξε τις γροθιές.

«Με...έχουν χτυπήσει πολύ γιατί δεν βάδιζα καλά. Το διαμέρισμα που έμενα δεν ήταν για εμένα καταφύγιο, ήταν κολαστήριο. Ίσως γι' αυτό να μη διστάζω να σκοτώσω. Ίσως γι' αυτό απέναντί σου, τα πράγματα είναι.....Δύσκολα. Απέναντι σε μία κοινωνία που με κοιτούσε με οίκτο, θλίψη ή αηδία, απέναντι σε γυναίκες που με πλησίασαν γιατί ήμουν Ες-Ες και με καλό βαθμό, εσύ βρέθηκες ξαφνικά να μη ζητάς τίποτε από εμένα. Αυτό ήταν παράξενο. Σε κοίταξα και είδα κάτι...αληθινό, όμως....όσο και αν εσύ...μου χαρίζεις ανάσες οξυγόνου, δεν...δεν πρέπει...Δεν θέλω να φανώ και εδώ εγωιστής»

Είχε μείνει άφωνη. Ο άνδρας δεν την κοίταξε ούτε μία φορά στα μάτια. Τις στιγμές που γινόταν αληθινός, δεν την κοιτούσε ποτέ.

«Σε κανέναν δεν αξίζει η κακομεταχείριση. Ούτε σε εσάς και λυπάμαι που πήρατε αυτόν τον δρόμο»

Τον είδε να σηκώνεται και κουτσαίνοντας να πλησιάζει. Το πουκάμισό του ήταν ελαφρώς ανοιχτό από πριν. Στάθηκε μπροστά της, ακίνητος σιωπηλός.

«Τους χειμώνες προσπαθούσα να παρακολουθώ το χιόνι. Ήμουν μικρός, πέντε ή έξι. Πλησίαζαν Χριστούγεννα. Ρώτησα την γιαγιά μου, αν θα είχα δώρο για τις γιορτές. Μου απάντησε πως κάτι τέτοιο ήταν γελοίο. Εγώ της χρωστούσα και όχι εκείνη. Έβαλα τα κλάματα. Με χτύπησε και φεύγοντας, με απείλησε πως αν περνούσα το κατώφλι θα έμενα έξω. Η πολυκατοικία κλείδωσε, έμεινα έξω, αρρώστησα βαριά. Σε μία φίλη της που την επισκέφτηκε, της είπε πως παρακαλούσε να πεθάνω, έστω από ασθένεια, ώστε να μην πάρει κάποιο κρίμα στον λαιμό της. Μάλλον, ο δημιουργός ήθελε να με βασανίσει και με κράτησε σε αυτή τη ζωή. Τα Ες-Ες για εμένα ήταν μονόδρομος. Δεν ήξερα και δεν μπορούσα να επιβιώσω αλλιώς»

Είχε μείνει άφωνη. Ξαφνικά, το δικό της φρικτό μαρτύριο σαν να γλύκανε, ακούγοντας και κάποιον άλλο να ομολογεί όλα αυτά τα φρικτά περιστατικά. Φυσικά δεν θα της ομολογούσε την ύψιστη κακοποίηση που είχε υποστεί. Τον είδε να κοιτάζει τα χέρια του.

«Ξέρεις» άλλαξε τον πληθυντικό «Ορισμένοι άνθρωποι είναι άτυχοι. Όμως, ακόμη και τώρα δεν είναι αργά. Γύρισε νοητά τον χρόνο πίσω. Πες πως αυτή τη στιγμή είσαι το απαρηγόρητο αγόρι του τότε, που διψά για κάτι όμορφο. Διέγραψε τα κακά πρόσωπα για λίγο μόνο και όταν βλέπεις την καλοσύνη, άφηνε μικρές δόσεις να σε πλησιάζουν. Ίσως κατορθώσουν σιγά-σιγά να εκτοπίσουν τον πόνο και τον θυμό»

«Με φοβάσαι αυτή τη στιγμή; Θέλω να μου πεις την αλήθεια»

«Δεν ξέρω και αυτή είναι η αλήθεια»

«Μπορώ να...να κρατήσω το χέρι σου; Δεν έχω κρατήσει ξανά κάποια ή κάποιον οικειοθελώς»

Η καρδιά της χτυπούσε ασφυκτικά σε σημείο πόνου. Ένευσε θετικά, τον είδε να προσγειώνει τα μάτια του και να ψάχνει να βρει το δικό της. Το άγγιγμά του ήταν απαλό, τα δάχτυλά του αργά έκλεισαν γύρω από τα δικά της, το ίδιο και τα μάτια του. Θεέ μου, αυτή η αίσθηση είχε μία γεύση από τον Παράδεισο. Έκλεισε και εκείνη τα μάτια αφήνοντας την μεταξύ τους απόσταση να υπάρχει. Οι αισθήσεις ξύπνησαν. Μύριζε ένα ανδρικό, όμορφο άρωμα. Η στιγμή χάθηκε. Εκείνος απομακρύνθηκε με ένα μειδίαμα γεμάτο πίκρα «Μου αρκεί για μία ζωή θαρρώ...θα σε γυρίσω πίσω. Εμένα δεν θα με δεις ξανά και θα το φροντίσω εγώ αυτό. Αρχικά γιατί...είσαι στην καρδιά κάποιου άλλου και πιστεύω πως δεν σου περνά αδιάφορος μήτε εσένα. Εννοώ τον αδερφό μου. Ο Φίλιμπερτ είναι η μόνη οικογένεια που έχω. Έπειτα, το σκοτάδι μου δεν σου αξίζει, η Γκεστάπο δεν σου αξίζει. Κάποτε, αν όλα τελειώσουν θα έχεις μία ζωή μπροστά και μακριά από εμάς»

«Ο....Κυριάκος έστω...σκοτώθηκε...» ψέλλισε γιατί κυριολεκτικά δεν μπορούσε να εκφραστεί.

«Δεν θα επέτρεπα να σου κάνει κακό κανείς»

Η στολή μπήκε ξανά. Ίσιωσε το καπέλο. Το ανάστημα άλλαξε. Ο ρόλος του επανήλθε. Το ράγισμα στην ψυχή όμως είχε δημιουργηθεί και η ρωγμή σύντομα ή αργά θα μπορούσε να οδηγήσει σε κατάρρευση.


Ίσως κατορθώσω να ανεβάσω και άλλο κεφαλαιο πριν την άδειά μου για 15 μέρες. Αν όχι υπομονή! Ελπίζω να σας αρέσει. Για όσους εχετε διαβάσει τον Απολογισμό ξέρω πως αυτό είναι κάτι άλλο, πιο επικεντρωμένο στους ανθρώπους...

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro