Μπλόκα της ζωής/ part 2
Ο Φίλιμπερτ εκείνο το βράδυ, μαζί με τον Κάσπαρ, είχαν βγει έξω για να πιούν στα αναγκαστικά, γερμανικά λημέρια, λίγο κρασί. Στο μπαρ Bertiz της Ακαδημίας, προσπαθούσαν να ξεχαστούν, παρακολουθώντας από απόσταση γυναίκες να προβάλουν τα κάλλη τους, πολλές από τις οποίες ήταν της Αντίστασης. Οι δυο τους ήταν όμορφοι και κυρίως προσηνείς, με αποτέλεσμα να τους πλησιάζουν συχνά. Ο Μπρούνο, φιλούσε λυσσασμένα μία γυναίκα στον λαιμό, με τον Κάσπαρ να καταλήγει να πνίγεται, παρακολουθώντας το θέαμα.
«Αν είναι δυνατόν» μουρμούρισε και στράφηκε σε έναν μελαγχολικό Φίλιμπερτ «Θαρρώ πως είναι η ώρα να αποχωρήσουμε και εμείς σιγά σιγά. Το κρασί νομίζω πως με έχει ζαλίσει»
Με τρόπο σηκώθηκαν και ξεκίνησαν να κατευθύνονται προς τη μηχανή του Φιλ, όταν είδαν το όχημα που μετέφερε τον Στέφανο και τους υπολοίπους. Η πίσω πόρτα άνοιξε απότομα και από μέσα ξεπήδησαν τέσσερα άτομα.
«Πρέπει να έχω μεθύσει» αποφάνθηκε ο Φιλ «Βλέπω τον Στέφανο να πηδά από το φορτηγό»
«Όχι και εγώ τον βλέπω» τον διαβεβαίωσε ο Κάσπαρ, ο οποίος έτρεξε προς τη μεριά τους μιας και το φορτηγό συνέχισε την πορεία του ανενόχλητο, δίχως κανείς να έχει αντιληφθεί την απόδραση.
«Έχεις τρελαθεί;» τον ρώτησε ο ξανθός νεαρός και άπαντες πάγωσαν.
«Συνεργάζεσαι με αυτούς;» ρωτήθηκε στα ξαφνικά ο Άρης τον Στέφανο, του οποίου τα νεύρα είχαν τεντωθεί άσχημα.
«Ε, λοιπόν, ως εδώ! Δεν θα βρω και τον μπελά μου από πάνω! Ήδη τον έχω βρει με τον δωσίλογο που με κυνηγά, αυτό το έκτρωμα τον Κυριάκο. Ο νεαρός από εδώ, φιλοξενείται στους θείους μου. Είναι εμπιστοσύνης»
«Πάλι ο Κυριάκος;» πετάχτηκε ο Φιλ που παραπατούσε «Νομίζω πρέπει να τον τελειώσουμε εμείς αυτόν και θα φανεί και ατύχημα. Είμαι αξιωματικός, μπορώ να κάνω ό,τι θέλω»
«Είναι το δεξί χέρι των Ες-Ες» πρόφερε ο Στέφανος που βαστούσε ακόμη τον Άρη και ο Κάσπαρ στάθηκε δίπλα του για να βοηθήσει.
«Αρχικά, μην αγχώνεστε. Δεν είμαστε οι κακοί, όχι εμείς. Δεύτερον, τι συνέβη;»
«Πήγα στο Λαϊκό να βρω την Ανδριανή. Οι Γερμανοί και οι δικοί μας οι δωσίλογοι, περικύκλωσαν το νοσοκομείο. Μάλλον...κατάλαβαν πως υπήρχαν μέλη του....τελοσπάντων»
«Μάλιστα. Πού είναι τώρα η Ανδριανή;» ρώτησε ο Φιλ.
«Δεν έχω ιδέα. Εγώ την έκρυψα εκεί, μα αν την βρήκαν; Και της τα χω πει!»
«Ακούστε, πρώτον, πρέπει να βοηθήσουμε τον νεαρό από εδώ. Όσο για εσένα, μην ανησυχείς. Μένω εγώ στη γειτονιά σας. Πρέπει να προσέχεις όμως. Φοβάμαι πως έχεις γίνει στόχος»
«Όσο και αν προσπαθώ να μην δώσω το δικαίωμα, πάντα βρίσκω τον μπελά μου» γρύλισε ο Στέφανος «Λες και δεν έχουν βρει αρκετά κακά την οικογένεια. Εμένα με νοιάζει να είμαστε καλά όλοι μας, τίποτε άλλο. Να βγούμε ζωντανοί και ας μη με λένε ήρωα»
«Όμως η απόδραση» πρόφερε ο Άρης ντροπαλά «Ήταν ηρωική»
«Στην απελπισία επάνω, βρίσκεις λύσεις» μειδίασε ο Στέφανος «Έχασα τον Ιωσήφ. Δεν θέλω να χάσω και άλλα μέλη της παρέας μου. Ήμασταν πάντοτε δεμένοι»
Ο Φίλιμπερτ σκέφτηκε εκείνη τη νύχτα. Την επίθεση του Ιωσήφ, τη σκανδάλη που πάτησε σκοτώνοντάς τον ακαριαία. Δεν το ήθελε. Ο νεαρός πάλευε για να σώσει τη χώρα του απέναντι στους κατακτητές και εκείνος του έκλεισε για πάντα τα μάτια. Γιατί; Γιατί θα έπρεπε νέα παιδιά να σέρνονται σε πολέμους, όταν θα μπορούσαν να κάνουν τόσα άλλα, όμορφα πράγματα μαζί; Με τον Στέφανο είχαν απολαύσει μία μέρα στην πισίνα. Του είχε μάθει κολύμπι με κόπο, είχαν παίξει. Του άρεσε να αλληλοεπιδρά με άλλους και θα μπορούσαν να περνούν υπέροχα. Άλλοι ήταν όμως οι σκοποί της ιστορίας και εκείνος είχε αφεθεί πλήρως στα πλοκάμια της. Αυτό που ξεκίνησε στην πατρίδα του ως λύση απελπισίας, είχε θρέψει ένα τέρας που έκλεινε νωχελικά το μάτι και στα υπόλοιπα. Σαν να τους έλεγε ξύπνησα και εγώ θα μπω μπροστά, καλύπτοντας και τις δικές σας ενέργειες. Η σκακιέρα από τους ισχυρούς είχε στηθεί, το χρήμα και η εξουσία έπρεπε να μοιραστούν και ο καθένας θα αναλάμβανε τον ρόλο του. Ο Χίτλερ τον δικό του, ο Στάλιν επίσης και οι Σύμμαχοι θα παρέμεναν τυφλοί απέναντι στο Άουσβιτς και σε κάθε σφαγείο ανθρωπίνων σωμάτων και ψυχών. Δεν είχε έρθει η ώρα ακόμη να σωθούν. Δεν είχε έρθει η ώρα για δίκες-παρωδίες, δεν είχε έρθει η ώρα να καεί μανιασμένα ένας Ιούδας για να κατευναστεί η ανθρώπινη οργή. Όταν όμως θα ερχόταν η ώρα, ένα ερώτημα θα παρέμενε για πάντα μετέωρο. Αν αυτό ήταν τελικά ο άνθρωπος. Ίσως και να ήταν.
Το βράδυ εκείνο, ο Στέφανος και ο Κάσπαρ επέστρεψαν μαζί. Ήταν πολύ αργά, τα φώτα και των δύο μικρών μονοκατοικιών αναμμένα και όπως πάντα οι γονείς και ο θείος του βρίσκονταν μαζεμένοι σε ένα σπίτι. Ακούγοντάς τους, άνοιξαν την πόρτα διάπλατα αγκαλιάζοντάς τον Στέφανο σφιχτά. Η Δέσποινα είχε χάσει το χρώμα της. Νόμιζε πως ο γιος της είχε πέσει νεκρός. Η Αφροδίτη βρισκόταν στο δικό της σπίτι, στο πλάι του τετράχρονου Λευτέρη για να τον προσέχει. Τα αγόρια μπήκαν και κατέληξαν στην πίσω αυλή, όπου τα μάτια δεν θα έπεφταν επάνω τους. Τα πόδια της μητέρας του Στέφανου, εξακολουθούσαν να είναι ελαφρώς πρησμένα. Η διατροφή είχε βελτιωθεί αισθητά, μα ο οργανισμός της ήταν ταλαιπωρημένος.
«Πού έτρεχες παιδάκι μου; Κοντέψαμε να τρελαθούμε» κλαψούρισε εκείνη.
«Μητέρα, είχα πάει απλώς να συναντήσω την κοπέλα μου και οι...Γερμανοί, το περικύκλωσαν με πρώτο και καλύτερο τον Κυριάκο»
«Έχει μεγάλο μένος μαζί σου» πρόφερε ο Παύλος.
«Είχαμε έρθει στα μαχαίρια πολλές φορές στο παρελθόν, γιατί πολύ απλά δεν άντεχα ποτέ την αδικία και ήμουν πάντοτε έτοιμος να υπερασπιστώ τους δικούς μου, όπως ο Σάββας»
«Εμείς δεν θέλαμε να πας στην Αντίσταση. Όχι για να σκύψεις το κεφάλι στον κατακτητή, μα γιατί δεν θέλουμε να σε θυσιάσουμε σε κανέναν. Σε έναν κόσμο συμφερόντων εμείς κοιτάμε το δικό μας. Ως πρόσφυγες, ό,τι κάναμε σε αυτόν τον τόπο βγήκε μέσα από δικούς μας αγώνες. Είμαστε αυτοδημιούργητοι και δεν ζητήσαμε από κανέναν στήριξη. Επιθυμούμε η οικογένειά μας να μείνει ως το τέλος και να μην μπλεχτεί πουθενά. Τις πόρτες μας ωστόσο, δεν τις κρατήσαμε ποτέ κλειστές και το γνωρίζεις. Ακόμη και το δικό σου μέλλον σκεφτόμαστε, όπως και της Αφροδίτης. Θέλουμε να κάνεις και εσύ μία οικογένεια αργότερα, να παντρευτείς και να είσαι ευτυχισμένος με όποια αγαπάς. Η Ανδριανή ήταν ο πρώτος και παιδικός σου έρωτας» πρόφερε ο πατέρας του.
«Η ζωή της κόρης μου, υπήρξε δύσκολη επίσης. Μην νομίζετε πως συχνά δεν σκέφτομαι πως είναι μία μητέρα μόνη. Παρόλα αυτά, την αγκαλιάσαμε όλοι και πιστεύω πως ο μικρός δεν αισθάνθηκε την απουσία και το κενό του πατέρα τόσο»
Ο Παύλος είχε δώσει κυριολεκτικά τον καλύτερο εαυτό του για να μη στερηθεί τίποτε ο Λευτέρης, ο οποίος παρά τις δυσκολίες, εξακολουθούσε να μεγαλώνει σχετικά ανέμελα. Ο Κάσπαρ καθόταν μαζί τους, έχοντας βγάλει τη στολή και φορώντας μέσα στο σπίτι απλά ρούχα, νιώθοντας σαν ένα αγόρι της μικρής αυτής χώρας. Η οικογένεια, έμοιαζε να αισθάνεται άνετα μαζί του. Τον είχε αγκαλιάσει και κανένα παράπονο δεν υπήρχε. Παρόλα αυτά, μία στοιχειώδη απόσταση εξακολουθούσε να διατηρείται. Η Αφροδίτη από την άλλη βρισκόταν κουλουριασμένη στο κρεβάτι της, έχοντας σφαλίσει σφιχτά τα μάτια της προκειμένου να αποφύγει τις εικόνες που εμφανίζονταν παροδικά. Δεν ήξερε πώς αισθανόταν, μα γνώριζε πολύ καλά ποια ήταν τα όρια. Από τη μία της έλειπε η παρουσία του Φίλιμπερτ που γέμιζε το σπίτι καλοσύνη και από την άλλη, υπήρχε εκείνος ο άλλος, του οποίου την ενέργεια σχεδόν δεν την άντεχε.
Όλα τη φόβιζαν. Αρχικά, το πάθημά της στο παρελθόν, η φρικαλέα εμπειρία, της είχε καταπιεί την ψυχή. Η στολή και η ιδιότητα του άνδρα εκείνου, αποτελούσαν ένα πολύ σοβαρό εμπόδιο για να σκεφτεί έστω να τον πλησιάσει. Ο τύψεις δεν της το επέτρεπαν, ο φόβος επίσης. Θυμόταν την εικόνα του στον κήπο κάτω από τα γιασεμιά. Τελικά την ζωγραφιά έπρεπε να τη κρατήσει. Αυτό αργότερα θα έδειχνε στον κόσμο την αντίθεση που κυριαρχούσε στην ανθρώπινη ψυχή. Γιατί εκτός από τα καθαρά τέρατα, όπως ήταν ο Χέλμουτ ή ο Κυριάκος, υπήρχαν και εκείνοι που ακροβατούσαν στη γκρίζα ζώνη αναζητώντας τη σωτηρία σε χρόνια χαμένα. Σε χρόνια που τα παιδιά θα μάθαιναν να παίζουν δίπλα στο θάνατο και που ο φόνος θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί από τον οποιονδήποτε. Αυτός ο άνδρας είχε ένα κλειδί για τα συναισθήματά του και υπήρχε τρόπος να ξεκλειδώσουν. Απλώς ήταν δύσκολο και εκείνη ακατάλληλη. Δεν επιθυμούσε να βρίσκεται κοντά του, περισσότερο γιατί όταν τον κοιτούσε, τα μάτια της καρδιάς έπαιρναν το πάνω χέρι και μπορούσαν να βλέπουν μέσα από τη στολή. Ειδικά τη τελευταία φορά που γκρέμισε ένα κομμάτι του τείχους του για λίγο, τρόμαξε. Δεν ήταν έτοιμη να τον πλησιάσει.
Αυτό, το είχε καταλάβει και ο ψυχρός άνδρας. Ήδη η κίνησή του να της εξομολογηθεί πως αποτελούσε τη μοναδική, θετική σκέψη του, ήταν μεγάλη για εκείνον. Δεν το γνώριζε η κοπέλα, μα και ο ίδιος φοβόταν πολύ την απόρριψη την οποία είχε λάβει. Θα την άφηνε στην ησυχία της. Μπορούσε να ζήσει και με την εικόνα της. Μπορούσε να φαντάζεται πως πήγαιναν βόλτα ή κάθονταν στα γιασεμιά. Οι σκέψεις αυτές του δημιουργούσαν ταχυπαλμία. Ποτέ του δεν είχε θελήσει γυναίκα δίπλα του με τη μορφή της σχέσης. Ποτέ του δεν είχε αγκαλιάσει την Ίνγκε, δεν την είχε φιλήσει. Ήθελε απλώς να ξεσπά τις ορμές του. Φοβόταν μήπως κάποια γυναίκα καταλάβαινε αυτό που είχε υποστεί. Έτσι, καθώς η Ίνγκε είχε συμφωνήσει με αυτό, την γονάτιζε μπροστά του και απολάμβανε τη σαρκική πλευρά του έρωτα, μονάχα σε αυτή τη στάση για να μην υπάρχει άλλη επαφή. Η Αφροδίτη όμως, ήταν σαν εκείνον. Αυτό αρχικά είχε δημιουργήσει μία αόρατη γέφυρα μεταξύ τους. Πίστεψε πως το παρελθόν, απλώς τους έφερε κοντά και τίποτε άλλο. Παρόλα αυτά, το βράδυ που για πρώτη φορά τη στρύμωξε στην αγκαλιά του ενώ εκείνη σφάδαζε και έπειτα, το βράδυ που τον είχε περιποιηθεί, η καρδιά του είχε θελήσει να διαβεί τη γέφυρα εκείνη. Προσπάθησε να πιστέψει πως έφταιγε το κοινό παρελθόν. Τα πόδια του όμως τον οδηγούσαν κάθε μέρα στον κήπο, με την ελπίδα να την δει και η γλώσσα του είχε ομολογήσει στεγνά, πως ήταν η αιτία της ευτυχίας του. Αυτό το είχε μετανιώσει. Να γιατί η αγάπη τον καθιστούσε αδύναμο. Γιατί αν ξεκινούσε τις συναισθηματικές εκπτώσεις, θα αντίκριζε την πραγματικότητα και δεν ήθελε.
Λένε, πως όταν έχεις πια χωθεί στο σκοτάδι, είναι αργά για να γυρίσεις πίσω. Προχωρώντας τα χρόνια, αυτή θα ήταν και η συναισθηματική κατάσταση των Γερμανών. Τον πόλεμο μπορεί να τον έχαναν, μα τα εγκλήματα που είχαν διαπράξει, δεν τους επέτρεπαν να κάνουν πίσω. Εκεί, θα τους περίμενε ο θάνατος από την ανθρώπινη οργή. Έτσι και ο Άρτουρ, πίστευε πως η θέση του ήταν τέτοια, που αν έκανε πίσω, θα βρισκόταν θαμμένος για πάντα. Η καρδιά έψαχνε όμως, τριβελιζόταν από σκέψεις.
΄΄Είσαι γιατρός, γιατί έγινες γιατρός; Πού ορκίστηκες; Ποιος ήταν ο στόχος σου; Να σώζεις ζωές΄΄
΄΄Γιατί κανένας δεν με δίδαξε να κάνω το καλό; Γιατί πάντα έπρεπε να επιβιώσω όντας σκληρός; Ποιο είναι το σωστό; Πώς θα επιβιώσω; Σκοτώνοντας;΄΄
Φωνές εμφανίζονταν μέσα στο μυαλό του και εικόνες. Κραυγές θυμού, ξύλο. Ήταν παιδί και εκείνη τον διέταζε να βαδίσει. Πήγαιναν μαζί για να αγοράσουν ψωμί από τον φούρνο. Μάτια επικριτικά ή οίκτου, έπεφταν πάνω του. Έπειτα τα ίδια μάτια ορθώνονταν στους ένστολους που με καμάρι βάδιζαν ρυθμικά. Το βλέμμα άλλαζε, ο οίκτος εξαφανιζόταν. Ήθελε και εκείνος να είναι έτσι. Αυτό ήταν το σωστό μέχρι και σήμερα, που επιθυμούσε να είναι αλλιώς για τα μάτια του θλιμμένου κοριτσιού του βασιλικού κήπου.
Για κάποιους άλλους, τα πράγματα συναισθηματικά ήταν ευκολότερα. Ο Σάββας είχε αφήσει ένα σημείωμα στη Δάφνη. Ήθελε η Μουριά να αποκτήσει ξανά ζωή και να κάνει επιτέλους μία δική του αρχή. Αγαπούσε τόσο να της μιλά. Οι κόσμοι τους έμοιαζαν. Το κακό ήταν πως στις βόλτες τους δεν ήταν μόνοι. Ο σύντροφος Μανώλης είχε βάλει στο στόχο του, την οικογένεια των Ναζί. Την οικογένεια που φιλοξενούσε ανθρώπους της Γκεστάπο. Έπρεπε να βρει έναν τρόπο να μπει στο σπίτι. Τον νεαρό Σάββα τον παρακολουθούσε συχνά και η γέφυρα επικοινωνίας ήταν μία. Ο Στέφανος.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro