Καιροί Άλικοι και Εβένινοι/part 2
Ο Σάββας καρτερούσε για ακόμη μία μέρα τη μητέρα του να τελειώσει από τις δουλειές. Οι δυο φύλακες που πάντοτε βρίσκονταν απέναντι, δεν είχαν δώσει ιδιαίτερη σημασία, μήτε είχαν ασχοληθεί με την καταγωγή του. Από τη στιγμή κιόλας που η οικογένεια φαινόταν να τους γνωρίζει και να τους δέχεται με χαρά, η παρουσία τους έπαψε να αποτελεί πρόβλημα. Αρχικά ο Σάββας διακατεχόταν από μία αμηχανία. Στο κάτω-κάτω η μητέρα του εργαζόταν στο σπίτι ως υπηρέτρια, ενώ ορισμένες φορές η παρουσία του Κάσπαρ με τη στολή, τον μπέρδευε. Οι θείοι του ανησυχούσαν πως ο ανιψιός τους θα έμπλεκε άσχημα και πως όσο περνούσαν τα χρόνια, τόσο θα στεκόταν δυσκολότερη η αποβολή στοιχείων της Βέρμαχτ. Κάτι τέτοιο ήταν αλήθεια, καθώς ο ξανθός νεαρός, ένιωθε περισσότερο Γερμανός, παρά Εβραίος. Ο Σάββας φοβόταν πως για χιλιοστή φορά, η τύχη δεν θα του χαμογελούσε. Έτσι, προτίμησε να πάρει μία γενναία απόφαση, προτείνοντας στη Δάφνη να βγουν έξω.
«Με τρομάζει το έξω. Οι άνθρωποι τείνουν να με κοιτούν παράξενα και το λόγο τον γνωρίζεις» πρόφερε το κορίτσι «Δεν μπορούμε να μιλήσουμε ανοιχτά σε κανέναν γι' αυτό που είμαστε. Οι γονείς μου κάποτε έφυγαν από τη Γερμανία, με την ελπίδα να βρουν ένα καλύτερο μέλλον. Δεν είναι και το ιδανικό φυσικά, αλλά αν βρισκόμασταν στη Γερμανία, δεν θα γλιτώναμε εύκολα. Μαθαίνουμε από τα μέλη αυτών των φρικτών πλασμάτων που μας επισκέπτονται, πως μεταφέρουν και τους τελευταίους μάλλον Εβραίους Ανατολικά. Δεν είμαστε ηλίθιοι. Γνωρίζουμε πως τους σκοτώνουν. Μπορεί όχι τις λεπτομέρειες του τρόπου, αλλά κανείς δεν επιστρέφει πίσω, μήτε πρόκειται»
«Και στην Θεσσαλονίκη το ίδιο συμβαίνει. Φοβάμαι μήπως έρθει η σειρά μας. Στο λέω πως εγώ δεν πρόκειται να τους αφήσω να μας κάνουν κακό. Δεν μου αρέσει να αισθάνομαι αδύναμος και για να μιλήσω ειλικρινά, ορισμένες φορές, ακόμη και μαζί σου, έτσι αισθάνομαι»
Η Δάφνη για λίγο κοντοστάθηκε και τον κοίταξε στα μάτια.
«Σάββα...»
«Όχι. Αυτοί σε αγγίζουν κάποτε. Αυτοί οι άνδρες με τα στιλπνά, ξανθά μαλλιά, οι τέλειοι, με τις καλοσιδερωμένες στολές και την κολόνια. Που δεν έχουν καμία σχέση με εμάς. Όλο το καλοκαίρι τριγυρνούσα με ξεφτισμένα πέδιλα και τρύπια ρούχα. Δεν είναι αυτό που με πειράζει ωστόσο, μα το γεγονός πως δεν έχω το δικαίωμα να σε υπερασπιστώ, αν κάποιος από αυτούς σε στριμώξει. Πως είμαι άνδρας και...Δάφνη...»της ψιθύρισε καθώς βρίσκονταν οι δυο τους στο δωμάτιό της.
Έσκυψε μπροστά και απίθωσε ένα φιλί γλυκό στα χείλη του. Τα μάτια της ήταν βουρκωμένα. Ο απογευματινός ήλιος χανόταν στον ορίζοντα της πολύπαθης Αθήνας και εκείνοι βρίσκονταν αγκαλιασμένοι σφιχτά. Θέλανε να κάνουν όνειρα όμορφα, τα οποία ίσως και να πραγματοποιούνταν μετά τον πόλεμο. Θα έφευγαν σε κάποιο νησάκι του Αιγαίου, μακριά από όλους. Θα άκουγαν το ΄΄Λιλή Μαρλέν΄΄ στο γραμμόφωνο και οι ψίθυροί τους για αιώνια αγάπη θα μπλέκονταν με τους στίχους του τραγουδιού. Η Δάφνη του ομολόγησε τα συναισθήματά της. Το πρόσωπό του Σάββα φωτίστηκε. Επιτέλους. Για μία στιγμή μονάχα άγγιζε την απόλυτη ευτυχία.
«Ήθελα να πάμε μία βόλτα. Με τα παιδιά, την παρέα μου, συχνάζαμε σε ένα δέντρο, μία μουριά. Ήταν κατά κάποιον τρόπο η ανάμνηση της παιδικής και εφηβικής ηλικίας»
Την είδε διστακτική.
«Καλά. Αν και δεν συνηθίζω να βγαίνω...»
«Θα σε προστατέψω, το υπόσχομαι» πάλεψε να την πείσει ο Σάββας και η κοπέλα, ρίχνοντας ένα σάλι, καλύπτοντας τα ξανθά της μαλλιά, πήρε το χέρι του στο δικό της και αργά κατηφόρισαν το δρομάκι έξω από το σπίτι της.
Για λίγο επικράτησε σιωπή. Έκανε αρκετό κρύο, μα οι δυο τους προχωρούσαν αγκαλιασμένοι.
«Έχετε σκεφτεί ποτέ να αποκαλύψετε στον κόσμο το έργο σας; Είναι κρίμα να νομίζουν πως είστε Ναζί. Ισχύει το ακριβώς αντίθετο»
«Δεν μπορούμε. Δεν είμαστε βέβαιοι για το ποιοι θα μας στηρίξουν και ποιοι είναι στα κρυφά με το μέρος των κατακτητών. Επομένως, ίσως να είναι και καλύτερα έτσι»
Δεν επέμεινε περισσότερο. Δεν ήθελε να τη φέρει σε δύσκολη θέση και να χαλάσει επιπλέον τη στιγμή τους. Παρά την παγωνιά, κάθισαν κάτω από το δέντρο. Ήθελαν να εξερευνήσουν τη γλυκιά έλξη που αισθάνονταν. Αποφάσισαν να χαθούν στα φιλιά και τα όνειρα. Δίχως να έχουν σκοπό να αργήσουν ωστόσο εξαιτίας της απαγόρευσης, σηκώθηκαν λίγο αργότερα και ξεκίνησαν να βαδίζουν εκ νέου. Ο Σάββας την είδε να σκοτεινιάζει απότομα και για λίγο σταμάτησαν. Τα μάτια της είχαν βουρκώσει και αργότερα λυγμοί συντάραξαν το κορμί της.
«Τι σου συμβαίνει;» την αγκάλιασε σφιχτά.
«Εσύ πιστεύω πως γνωρίζεις τη σημασία του να είσαι μονίμως παρείσακτος σε μία κοινωνία. Εγώ, εκτός από αυτό, αναγκάζομαι και να υιοθετώ μία ταυτότητα που σιχαίνομαι! Όπως μου είπες στην αρχή, στο σπίτι μπαίνουν και βγαίνουν διαρκώς τέρατα, τα οποία με αγγίζουν κάποτε, ακόμη και μπροστά στα μάτια των δικών μου. Είναι τόσο ντροπιαστικό και αποτρόπαιο. Με κάνουν να μισώ τον εαυτό μου»
Δίχως να προλάβει να ολοκληρώσει, ένα φιλοπερίεργο ζευγάρι ηλικιωμένων, σταμάτησε στο πλάι κοιτώντας την κοπέλα.
«Είσαι εντάξει κορίτσι μου;» ρώτησε αρχικά μελιστάλακτα η γυναίκα και κατόπιν στράφηκε προς το μέρος του Σάββα «Τι της έκανες;» τον ρώτησε απότομα.
«Συγγνώμη; Τίποτε απολύτως. Πηγαίνετε σας παρακαλώ» την αποπήρε ελαφρώς, ώσπου ο αέρας παράσυρε μακριά το σάλι της Δάφνης, αφήνοντας τα μαλλιά της ελεύθερα. Τα μάτια της γυναίκας στένεψαν.
«Για δες εδώ!» ειρωνεύτηκε και πλησίασε και ο άνδρας της «Είναι μία από τις κόρες των Ναζί! Τι συμβαίνει φροϊλάιν; Νόμιζες πως δεν θα σε ανακαλύπταμε και δήθεν φασκιώθηκες με αυτό το πατσαβούρι;»
Ο Σάββας ευθύς μπήκε μπροστά της.
«Αν πείτε έστω και μία λέξη παραπάνω, δεν γνωρίζω πώς θα αντιδράσω. Δεν σας δώσαμε καμία απολύτως αφορμή για να συμπεριφερθείτε έτσι. Αν προσβάλετε ξανά τη δεσποινίδα, θα έχετε να κάνετε μαζί μου!»
«Α, μάλιστα! Είσαι και εσύ από δαύτους τους χαφιέδες;»
«Δεν σας αφορά ποιος είμαι και τι κάνω!»
Κοντά στη γειτονιά βρισκόταν και ο Στέφανος καθώς η μουριά δεν ήταν ιδιαιτέρως μακριά από το σπίτι του. Είχε λοιπόν φύγει μόλις από το σπίτι της Αφροδίτης, όταν έπεσε επάνω στον καβγά. Λάτρευε τον Σάββα και δεν υπήρχε περίπτωση να τον άφηνε ανυπεράσπιστο.
«Ποιο είναι το πρόβλημα;» βρόντηξε κυριολεκτικά ερχόμενος προς το μέρος τους.
«Το πρόβλημα είναι πως υφίστανται ανάμεσά μας, προδότες και ο νεαρός είναι η ζωντανή απόδειξη!» έδειξε με απαξίωση η γυναίκα τον Σάββα και τα μάτια του Στέφανου γυάλισαν.
«Δεν σας επιτρέπω! Το παλικάρι είναι φίλος μου. Όπως βλέπετε και εσείς από τα κορμιά μας, τα οποία θυμίζουν νήπια, μπουκιά δεν έχουμε βάλει στο στόμα μας εδώ και έναν χρόνο περίπου. Αν ήμασταν προδότες, να είστε βέβαιοι πως θα δείχναμε και καλοταϊσμένοι!»
«Νομίζω πως κάνετε λάθος» ακούστηκε μία μειλίχια φωνή. Ο Μανώλης πλησίαζε σαν τον αίλουρο. Αν ήταν δυνατό, με βεβαιότητα θα άκουγε κανείς το γουργουρητό της ευχαρίστησής του.
Κατά πώς φάνηκε γνωρίζονταν με τους γηραιούς φασαριόζους περαστικούς. Μάλιστα, το ζευγάρι έτρεφε και έναν σεβασμό προς το πρόσωπό του.
«Όμως η κοπέλα...» ακούστηκε η φωνή του άνδρα.
«Με βεβαιότητα την μπερδέψατε» τους καθησύχασε και εκείνοι κουρασμένοι αποχώρησαν.
«Σας ευχαριστούμε» πρόφερε λαχανιασμένα η Δάφνη, της οποίας το κορμί δεν έπαψε λεπτό να τρέμει.
Ο Σάββας την απομάκρυνε και ο Στέφανος με τον Μανώλη, έμειναν να κοιτάζονται στα μάτια.
«Όπως είδες, δεν είχα κανέναν σκοπό να τους βλάψω. Ωστόσο, χρειάζεται να κάνω μία συζήτηση μαζί τους και εσύ, είσαι ένας τρόπος για να μπούμε στο σπίτι. Θα πάμε μαζί ως εκεί, εσύ θα τους χτυπήσεις την πόρτα και εγώ απλώς θα κουβεντιάσω με τον πατέρα της οικογένειας»
«Λυπάμαι, μα δεν μπορώ να σε βοηθήσω αυτή τη φορά» απάντησε ο Στέφανος, όμως το μειλίχιο χαμόγελο εκ μέρους του Μανώλη, τον ανατρίχιασε.
«Προτιμάς μήπως να μπει στο στόχο η οικογένειά σου και να εκτεθεί; Η κοινωνία είναι αμείλικτη, διψά για την ελευθερία, συνθήματα γράφονται, πορείες πραγματοποιούνται, παιδιά στην ηλικία σου εκτελούνται από τα χέρια αυτών των βρωμιάρηδων. Εσύ λοιπόν μου λες, πως επιθυμείς να καλύψεις μία τέτοια οικογένεια φασιστών! Πως δεν σε άγγιξε η πείνα, ο ξεπεσμός και ο όλεθρος! Πως αδιαφόρησες μπροστά στις τουμπανιασμένες από την αβιταμίνωση και την έλλειψη στοιχειώδους τροφής, κοιλιές των παιδιών. Αυτό μου λες; Συγχαρητήρια, μα δεν θα σε λυπηθώ. Σκέψου το πολύ καλά. Έχεις διορία μέχρι την άλλη βδομάδα» έκανε παύση και ενώ απομακρυνόταν, για λίγο σταμάτησε και τον κοίταξε ξανά πλαγίως «Νομίζω πως κάποια που αγαπάς βρίσκεται τελευταία πολύ κοντά στους κόλπους μας. Μην την απογοητεύσεις»
Ένιωσε τα άκρα του να παγώνουν και το μόνο βέβαιο ήταν πως δεν έφταιγε ο καιρός γι' αυτό. Ήθελε να τον χαστουκίσει με δύναμη, να του ουρλιάξει πως δεν είχε κανένα δικαίωμα να μιλά για την οικογένειά του. Για λίγο, απολύτως χαμένος, κοντοστάθηκε ολομόναχος απέναντι σε μία γειτονιά έρημη. Ένιωθε τρομερά πιεσμένος. Βάδισε παραπαίοντας μέχρι το αιώνιο δέντρο του παρελθόντος τους. Άκουσε νοητά τα γέλια του Ιωσήφ, είδε το χαμόγελο της Αφροδίτης, μύρισε το άρωμα της Ανδριανής. Πού είχαν πάει όλοι; Τελικά είχαν σπάσει τους όρκους. Αυτοί οι καταραμένοι κατακτητές του είχαν κλέψει τη ζωή. Μπορεί ο Φιλ και ο Κάσπαρ να μην του έφταιγαν, μα δεν τους ήθελε άλλο πια. Επιθυμούσε απλώς να πάρει πίσω την παλιά του ζωή. Ο χρόνος όμως πίσω δεν θα γύριζε ποτέ, όπως δεν γύρισε και για την Αφροδίτη. Μονάχα μπροστά θα προχωρούσε, με κάθε κόστος.
-------------
Μπορεί ο θάνατος του Κυριάκου να σήκωσε ένα βάρος, μα ο κίνδυνος ελλόχευε σε κάθε κρυφή γωνιά, τυλιγμένη με τη σκοτεινάγρα της αβεβαιότητας. Η Αφροδίτη αφηγούνταν μία ιστορία στον μικρό, όταν άκουσε φωνές που έρχονταν από κάποιο κοντινό σπίτι. Ο Μπρούνο, που ανήκε και εκείνος στη Βέρμαχτ και δεν είχε δει ποτέ με καλό μάτι τον Φιλ και ιδιαίτερα τον Κάσπαρ, εισέβαλε τώρα σε σπίτια, κάνοντας εφόδους και ανακατεύοντας τα πράγματα των ανθρώπων σε αναζήτηση τυχών όπλων ή απόδειξης ύπαρξής τους. Η φωνή της καθώς άκουγε ουρλιαχτά και πόρτες να σπάνε, σχεδόν χανόταν. Ξεχνούσε την ιστορία και ένα καρδιοχτύπι έντονο απειλούσε να τη πνίξει.
«Μαμά, είσαι καλά; Ακούω θορύβους» διαμαρτυρήθηκε περίλυπα ο μικρός και την είδε να πασχίζει να χαμογελάσει.
«Μην ανησυχείς...όλα θα είναι εντάξει»
Τα βήματα πλησίαζαν. Άρχισαν οι προσευχές. Τα χείλη της ξεκίνησαν να τρέμουν, όταν η πόρτα ταρακουνήθηκε. Ο Μπρούνο είχε μάθει πως κανένας αξιωματικός δεν έμενε πλέον μαζί τους, επομένως κάθε δρόμος θα ήταν ανοιχτός. Ο Στέφανος ήταν έξω και οι γονείς του τσίριζαν στους άνδρες της Βέρμαχτ πως δεν έκρυβαν τίποτε απολύτως. Ο Παύλος στάθηκε μπροστά στην Αφροδίτη που είχε διατάξει τον μικρό να κρυφτεί κάτω από το κρεββάτι. Ο Μπρούνο τους ούρλιαζε στα γερμανικά, δείχνοντας το όπλο του, ενώ μαζί με τρεις ακόμη άνδρες, έκαναν το σπίτι άνω-κάτω. Διέλυσαν την κρεβατοκάμαρα των γονιών της, μα τη στιγμή που ετοιμάζονταν να κάψουν επίτηδες τη μόνη φωτογραφία της μητέρας της κοπέλας, ο Παύλος έσπρωξε με λύσσα πίσω τον έναν στρατιώτη που ξεκίνησε να γελά στριγκά. Από τη στιγμή εκείνη, απανωτά χτυπήματα, κατευθύνθηκαν στο κεφάλι του δύστυχου άνδρα.
«Αφήστε τον! Μπαμπά!» ούρλιαζε η Αφροδίτη που έβλεπε μπροστά στα μάτια της, τον πατέρα της να πέφτει αναίσθητος, βουτηγμένος στο αίμα. Τα οργισμένα της μάτια, κλείδωσαν με εκείνα του Μπρούνο, ο οποίος κοίταξε λοξά έναν άνδρα του.
«Είναι στα σίγουρα πιο ασφαλής από τις πόρνες των μπουρδέλων. Φαίνεται σχεδόν ανέγγιχτη. Θα το απολαύσουμε...Καταλαβαίνεις τι εννοώ. Ένα κορμί ανέγγιχτο, είναι πιο...σφιχτό....» μαζί γέλασαν και ο Μπρούνο πήγε να της κλείσει το στόμα, όταν ένιωσε τα δόντια της να μπήγονται με μανία στη σάρκα του.
Το ουρλιαχτό του άνδρα και η κραυγή της μητέρας, ώθησαν τον μικρό να βγει από την κρυψώνα του για να την υπερασπιστεί.
«Αφήστε τη μαμά!» φώναξε, μα η Αφροδίτη τον τράβηξε πνιγμένη στον πανικό προς την έξοδο.
Ο Μπρούνο καθυστέρησε λόγω του πόνου και οι άλλοι λεηλατούσαν το σπίτι. Η Αφροδίτη δεν είχε ιδέα πού στο ανάθεμα είχε βρει τη δύναμη να σηκώσει το αγοράκι και να τρέξει προς μία άγνωστη κατεύθυνση δίχως να σκέφτεται τίποτα. Τα πόδια της δεν σταμάτησαν πουθενά, απλώς έτρεχε. Φωνές ανακατεμένες έφταναν στο μυαλό της σαν απόηχοι ενός εφιάλτη. Πέρασε μία ώρα και εκείνη συνέχιζε να βαδίζει πλέον γρήγορα, με το παιδί στην αγκαλιά που είχε κουλουριαστεί επάνω της. Ώσπου, φάνηκε ο κήπος. Το καλοκαιρινό της καταφύγιο. Είδε τον αδειανό θάμνο με τα γιασεμιά. Πλέον ήταν μαραμένος. Χώθηκε εκεί και αφέθηκε να ξεσπάσει. Τα λεπτά της χέρια αγκάλιασαν τον Λευτέρη.
«Η δική μου δουλειά, εκείνη της μάνας, είναι να σε υπερασπιστεί μέχρι θανάτου και όχι το αντίθετο. Δεν θα το ξανακάνεις ποτέ αυτό»
«Κινδύνευες...» ψέλλισε βουρκωμένο το αγοράκι «Θα σου έκαναν κακό. Δεν ήθελα να πάθεις κακό. Ο παππούς;»
Δεν του απάντησε. Είχε αφήσει τον πατέρα της στην τύχη του. Αέρας παγωμένος φύσηξε, όταν μία σιλουέτα μοναχική βάδισε προς το μέρος τους. Τον κατάλαβε αμέσως. Από το στρεβλό του περπάτημα.
«Λευτέρη;» η νεανική φωνή του Άρτουρ, έβγαλε τον μικρό από την κρυψώνα του. Δίχως σκέψη το αγοράκι έτρεξε επάνω του και ας μην είχε την ίδια ζεστή σχέση, όπως με τον Φιλ.
Ο Άρτουρ τον υποδέχτηκε. Ήταν παγωμένος.
«Τι έγινε μικρέ; Πώς βρέθηκες εδώ;»
«Με τη μαμά. Μας επιτέθηκαν κακοί. Γελμανοί κακοί, πολύ κακοί. Χτύπησαν τον παππού και τη μαμά»
Ο Άρτουρ χλόμιασε όταν είδε την Αφροδίτη. Σέρνοντας το κορμί του έφτασε δίπλα στην κοπέλα.
«Είσαι καλά;» τη ρώτησε τρελαμένος «Τι συνέβη; Ποιος σε πείραξε;»
«Ο μπαμπάς δεν ξέρω...εγώ...είμαι εντάξει. Ευτυχώς γιατί πήγαν...»
Το τρεμάμενο χέρι του, άγγιξε τον καρπό της. Η αμηχανία ήταν έκδηλη.Την είδε να τον κοιτάζει με μάτια ολοκόκκινα από το κλάμα.
«Μπορείς να...αν θες...» της ψιθύρισε και την είδε να ξεσπά σε κλάματα
«Όχι δεν θέλω! Φύγετε πια από τη χώρα μου! Αφήστε μας!» μουρμούρισε μέσα από λυγμούς. Εκείνος στάθηκε μπροστά της και κράτησε τον Λευτέρη.
«Είμαι εδώ για σένα...» η φωνή του ακουγόταν κάπου στο βάθος της παράνοιας που ζούσε. Εφιάλτες ξύπνησαν ξανά, εκείνη η βρώμικη ανάσα στο σβέρκο της. Με τον Άρτουρ έχτιζαν αργά, ωστόσο όλα εκείνα τα συναισθήματα τα καταπίεζε και τα φοβόταν. Αυτή τη στιγμή βρισκόταν στα πρόθυρα κρίσης πανικού. «Μίλησέ μου» της ψιθύρισε ενώ εκείνη σχεδόν τραβούσε τα μαλλιά της με λύσσα.
«Μη μου μιλάς, μη με αγγίζεις! Δεν θέλω! Δεν-δεν θέλω άλλο!»φώναξε σαν χτυπημένο ζώο.
Ο Λευτέρης είχε κρυφτεί στην αγκαλιά του. Δεν άντεχε να βλέπει τον τρόμο στα μάτια της μητέρας του. Ο νεαρός με κόπο άπλωσε το χέρι του προς το μέρος της αργά. Ήξερε τι σήμαινε να έχουν κακοποιήσει το κορμί σου, να αποζητάς χάδια και ταυτόχρονα να τα μισείς. Δεν ήταν σαν τον αδερφό του. Ο Φίλιμπερτ έμοιαζε με μία αγκαλιά όπου όλοι ήθελαν να βρεθούν. Με τον δείκτη του, παρέσυρε μακριά ορισμένα δάκρυα. Δεν ήταν καλός στα λόγια, αλλά ακόμη και στις τρυφερές εκδηλώσεις δυσκολευόταν. Πριν την γνωρίσει όλα έμοιαζαν ευκολότερα, αλλά άγευστα.
«Λυπάμαι....Πες μου μόνο αν...»
«Όχι δεν μπόρεσαν...» απάντησε κοφτά. Σιωπηλός την τράβηξε ως τα γιασεμιά. Δεν ήταν πλέον εκεί. Η Αφροδίτη τα αναζήτησε με το βλέμμα «Έφυγαν και αυτά. Εσύ...γιατί ήσουν εδώ;» ρώτησε έχοντας απομακρυνθεί ελαφρώς για να δώσει τη θέση στον μικρό που αποκοιμήθηκε στην αγκαλιά του άνδρα όπου ήταν ζεστά.
«Κ-κάθε μέρα περνώ από εδώ. Μη με ρωτήσεις γιατί. Ίσως να ψάχνω κάτι. Οι εποχές αλλάζουν, μα εγώ περιμένω την ημέρα που θα δω και πάλι τα μικρά λευκά λουλούδια. Περιμένω την ημέρα κοινώς, που ίσως φανεί μία αχτίδα στη ζωή μου αλλιώτικη, αν έχω ακόμη την ευκαιρία, αν έχω το κουράγιο να την κοιτάξω» έκανε παύση «Όταν ήρθα εδώ για πρώτη φορά, ήμουν αλλιώτικος. Ο αδερφός μου με άλλαξε...η επαφή με ανθρώπους, η αληθινή εννοώ...»
«Δεν είναι πια εδώ...Δεν θα είναι ποτέ» ψέλλισε η Αφροδίτη, χαμένη στις σκέψεις της, κοιτώντας τον μαραμένο θάμνο.
«Όχι, δεν είναι...» τη συμπλήρωσε η φωνή του Άρτουρ.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro