Κάτω από τη Μουριά/part 3
Μία πράξη αντίστασης που είχε πραγματοποιηθεί στην κατεχόμενη Αθήνα, ήταν το κατέβασμα της ναζιστικής σημαίας από την Ακρόπολη. Ο Μανώλης Γλέζος και ο Λάκης Σάντας, δύο φοιτητές των οποίων τα ονόματα δεν έγιναν γνωστά αμέσως, παρά πολύ αργότερα, έχοντας μάθει πως και το τελευταίο ελληνικό προπύργιο, η Κρήτη, είχε πέσει στα γερμανικά χέρια, έτρεξαν στην Μπενάκειο Βιβλιοθήκη, ώστε να πληροφορηθούν τα πάντα για τη μορφολογία του ιερού βράχου και για τον τρόπο με τον οποίο θα μπορούσαν να φτάσουν στον στόχο τους, που αποτελούσε η φρικαλέα σημαία με τη σβάστικα. Φυσικά, την επόμενη μέρα, οι Γερμανοί εκτέλεσαν τους άνδρες της φρουράς, απέλυσαν τους διοικητές των τμημάτων ασφαλείας γύρω από την Ακρόπολη και εξέδωσαν ανακοίνωση σύμφωνα με την οποία θα εκτελούνταν οι ένοχοι και οι συνεργάτες τους. Φυσικά το όνομα των ΄΄ενόχων΄΄ μαθεύτηκε χρόνια αργότερα.
Το καλοκαίρι πλησίαζε στο τέλος του, ο Σεπτέμβρης ήταν ζεστός και ξηρός και οι δυσκολίες ολοένα έσφιγγαν. Ο Στέφανος, είχε αναγκαστεί να εργάζεται σε ένα συνεργείο, βάφοντας γερμανικές μηχανές. Ήταν αδύνατο να μην εργαστεί, τα χρήματα τα είχαν απόλυτη ανάγκη, ενώ στήριξη δεν υπήρχε από κανέναν. Ο λιμός πλησίαζε απειλητικά. Μόλις έγινε Αρχιεπίσκοπος ο Δαμασκηνός, ζήτησε από τον πρωθυπουργό, τον Τσωλάκογλου, να δώσει τη δυνατότητα στην Εκκλησία να διαπραγματευτεί δύο συμβάσεις για την προμήθεια σιταριού που είχαν μείνει ανεκτέλεστες από την παλαιά κυβέρνηση. Έγιναν πολλές συζητήσεις από τις Αρχές Κατοχής. Ο Δαμασκηνός έβλεπε μπροστά του τον τρομακτικό λιμό που θα ξεσπούσε τον Χειμώνα του 41-42. Καμία ενέργεια ωστόσο δεν προχώρησε. Τον Ιούλιο μάλιστα του 41, ο υπουργός Εξωτερικών της Αγγλίας Ήντεν, προς τον οποίο έγιναν διαβήματα, δήλωνε πως δεν μπορούσε να αρθεί ο αποκλεισμός της Ελλάδας και ότι αποφασίστηκε να μεταφερθούν τρόφιμα από την Τουρκία με το Κουρτουλούς.
Στα τέλη του Σεπτέμβρη του 1941, ιδρύθηκε μία μεγάλη αντιστασιακή οργάνωση, το ΕΑΜ. Λίγο νωρίτερα, είχε ιδρυθεί μία άλλη που ονομαζόταν ΕΔΕΣ. Για την πρώτη περίπτωση, οι Αθηναίοι είχαν μάθει πως η πρωτοβουλία ίδρυσής της, ανήκε στο ΚΚΕ, το οποίο είχε αρχίσει να αναδιοργανώνεται από τον Ιούνιο του 41. Ο ΕΔΕΣ είχε για αρχηγό τον απόστρατο συνταγματάρχη Ναπολέοντα Ζέρβα. Κανείς δεν ήξερε λεπτομέρειες, μα ούτε τους ενδιέφεραν. Εξάλλου, υπήρχαν πολλοί που εντάσσονταν σε αυτές τις οργανώσεις με αποκλειστικό σκοπό την αντίσταση και την απελευθέρωση του τόπου. Υπήρχαν όμως και στιγμές που ούτε αντίσταση δεν μπορούσες να κάνεις. Η πείνα και η εξάντληση δεν σου το επέτρεπαν. Το φαγητό είχε γίνει έμμονη ιδέα για τους περισσότερους, τα πτώματα που κείτονταν στους δρόμους καθημερινό θέαμα.
Η παρέα είχε συγκεντρωθεί στη γνωστή μουριά, στο αλσύλλιο της γειτονιάς. Ο Σάββας με τον Ιωσήφ έρχονταν από τις προσφυγικές συνοικίες. Στο θέαμα των δύο παιδιών, ο Στέφανος και η Ανδριανή αναπήδησαν. Δύο σκελετοί είχαν μείνει. Δύο ωχροί σκελετοί με τον Ιωσήφ να βρίσκεται σε ακόμη χειρότερη κατάσταση. Πλέον έμενε εδώ και χρόνια με τη γιαγιά του. Οι γονείς του είχαν ένα τροχαίο που τους στέρησε τη ζωή και οι δυο τους πάλευαν να επιζήσουν. Αυτός ήταν και ο λόγος που έπρεπε να διατηρήσει χαμηλό προφίλ και να μην μπει σε επιπλέον περιπέτειες. Προς μεγάλη έκπληξη και χαρά όλων, φάνηκε για πρώτη φορά η Αφροδίτη, παρέα με τον γιο της. Στη θέα της η Ανδριανή βούρκωσε. Τα χέρια της κάλυψαν το πρόσωπό της. Κανείς δεν μίλησε. Η παρέα γνώριζε. Η Αφροδίτη έσκυψε και την αγκάλιασε σφιχτά. Ήταν η αδερφή που ποτέ δεν είχε, πάντοτε δίπλα της, σε κάθε μικρό και μεγάλο εμπόδιο.
«Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο χαίρομαι που είσαι εδώ μαζί μας» της είπε ψιθυριστά ενώ ο Στέφανος έσυρε το χέρι του και κράτησε το δικό της, κίνηση που φυσικά δεν πέρασε απαρατήρητη τόσο από την Αφροδίτη, όσο και από τους υπόλοιπους.
«Εσείς οι δυο...Επιτέλους...»ακούστηκε η ντροπαλή φωνή της και η φίλη της, άφησε ένα ηχηρό φιλί στο μάγουλό της.
«Νομίζω πως σήμερα, ζω πράγματι την απόλυτη ευτυχία. Έχω δίπλα μου δύο πολύ σημαντικούς για εμένα ανθρώπους. Νομίζω πως εμείς οι δύο πρέπει να μιλήσουμε...Μόνες» κοίταξε τα αγόρια πονηρά.
«Θα πάμε στον φούρνο. Ένας γείτονας μας είπε πως θα έχει ψωμί διαθέσιμο αν φτάσουμε νωρίς και κάλεσα και τα παιδιά. Ας έρθει και ο μικρός μαζί μας» ακούστηκε η φωνή του Στέφανου. Έχοντας εναποθέσει ένα φιλί παρατεταμένο στο μέτωπό της, ξεκίνησε μαζί με τον Ιωσήφ και τον Σάββα, ο οποίος κοντοστάθηκε για λίγο πλησιάζοντας την Αφροδίτη.
«Μου είχε λείψει η παρουσία σου να ξέρεις» το χέρι του χάιδεψε τρυφερά το μπράτσο της και εκείνη του χαμογέλασε. Ο Σάββας είχε μία αύρα ξεχωριστή, πάντοτε γαλήνια.
«Ανησυχώ πολύ για εσένα. Κάθε μέρα σε σκέφτομαι» του είπε και τον είδε να τινάζεται. Την κουβέντα της, την εξέλαβε ελαφρώς διαφορετικά.
«Και εγώ....σε σκέφτομαι»
Η Αφροδίτη του χαμογέλασε, μα πριν προλάβουν να ανταλλάξουν επιπλέον κουβέντες, η Ανδριανή την τραβούσε με σθένος. Ήθελε να τα πληροφορηθεί όλα. Κυρίως ήθελε να πληροφορηθεί για την αλλαγή στη φίλη της και αν έφταιγαν τα γράμματα που αντάλλαζε με τον Φίλιππο.
«Λοιπόν;» την ρώτησε απλά δίχως κουβέντες άλλες.
«Ένιωσα επιτέλους την ανάγκη να βγω. Θέλω να πω, τι θα κερδίσω αν μείνω να σαπίσω σε ένα σπίτι; Θα δώσω στο τέρας την ευχαρίστηση πως τα κατάφερε»
«Καλά θα κάνεις. Είσαι πολύ μικρή ακόμη εξάλλου» την ενθάρρυνε η φίλη της «Αλήθεια, πώς πάνε τα πράγματα με τον Φίλιππο;»
«Ακόμη δεν έχω αφήσει το γράμμα στο γνωστό σημείο. Συνέβη κάτι παράξενο. Όταν μου ζήτησε να περιγράψω το πώς τον φανταζόμουν, στο μυαλό μου ήρθε...ο νεαρός αξιωματικός που έχουμε στο σπίτι. Μην με παρεξηγείς, γνωρίζεις πολύ καλά πώς αισθάνομαι για εκείνους. Ο Φίλιμπερτ ωστόσο και ο Κάσπαρ δεν μας έχουν δημιουργήσει ποτέ πρόβλημα. Μάλιστα, έκανα μία τρέλα την οποία ευθύς μετάνιωσα. Τον ζωγράφισα»
Στο άκουσμα αυτό, η Ανδριανή ήταν έτοιμη να ουρλιάξει πειράζοντάς την.
«Του ζήτησες να καθίσει;»
«Όχι φυσικά! Πώς θα μπορούσα; Τον είδα σαν στεκόταν ακίνητος, γαλήνιος και για κάποιον λόγο με επισκέφτηκε η έμπνευση. Ωστόσο, το κατάλαβε και αναζήτησε το σχέδιο»
«Θύμωσε;» ρώτησε με αγωνία η Ανδριανή.
«Όχι» η ματιά της τώρα ατένιζε το κενό «Μου είπε πως ήταν ό,τι πιο όμορφο είχε δει. Θέλησε να το κρατήσει και μου ζήτησε να πάμε μία βόλτα...Ώστε να πάψω να τον φοβάμαι. Μονάχα που φοβήθηκα περισσότερο»
«Χριστέ μου! Σου έκανε κάτι;»
«Όχι. Αντιθέτως...Μου μιλούσε και...δεν ξέρω, έφτασα στο σημείο να κάνω χιούμορ. Τρόμαξα. Ο Φίλιμπερτ είναι αυτό που είναι και εγώ ένας άνθρωπος που έχει υποστεί ένα τραύμα που μου διέλυσε την ψυχή. Δεύτερη φορά, δεν θα αντέξω να πάθω κάτι. Μονάχα τον Σάββα εμπιστεύομαι να με πλησιάζει και δεν συζητώ για τον Στέφανο που είναι σαν αδερφός μου. Παρεμπιπτόντως, χαίρομαι πολύ για εσάς. Είχα αρχίσει να ανησυχώ πως θα μείνει για πάντα στο ράφι εξαιτίας σου»
Η Ανδριανή χαμογέλασε.
«Δεν μπορούσα να αφήνω τα χρόνια να περνούν. Πόσο ακόμη θα ζούμε, κανείς δεν γνωρίζει. Τουλάχιστον, ας ζήσουμε όπως η καρδιά μας ποθεί. Όσο για τον Φίλιμπερτ, νομίζω πως σε αλλάζει δίχως να το γνωρίζεις. Πρόσεχε όμως. Οι καιροί είναι δύσκολοι και εσείς έχετε λίγες ελπίδες.
-----------------
Ο Άρτουρ είχε βρει μία βίλα στο Παγκράτι, ακριβώς στα μέτρα του. Δίπλα του, έμενε μία πλούσια οικογένεια για την οποία δεν είχε πληροφορηθεί αρκετά. Προς μεγάλη του χαρά, το σπίτι το βρήκε άδειο. Η οικογένεια το είχε εγκαταλείψει. Στην σκέψη της υποδοχής της αν γυρνούσαν, χαμογελούσε χαιρέκακα. Στο μυαλό του γυρνούσε ο αδερφός του. Επιθυμούσε να μάθει περισσότερα για εκείνον και δεν υπήρχε καλύτερος τρόπος από να ζητήσει να μιλήσει με εκείνη τη γυναίκα, την Ελένη. Όταν συναντήθηκαν για φαγητό, την μέρα που είχε βρει τον Λευτέρη, ο Φίλιμπερτ του αφηγήθηκε ορισμένα στιγμιότυπα. Για τον εαυτό του δεν ήθελε να του αποκαλύψει τίποτε. Τα όσα θα άκουγε, μάλλον θα τον σόκαραν. Όχι. Όλα αυτά και ακόμη περισσότερα θα έμεναν για προσωπική δική του, πνευματική κατανάλωση.
΄΄Γιατί πήρες μετάθεση από την Πολωνία;΄΄τον είχε ρωτήσει.
΄΄Γιατί στάθηκα αδύναμος και τώρα απλώς κάνω δουλειές γραφείου αφού κρίθηκα ακατάλληλος για άλλες΄΄
Κάθε φορά που το σκεφτόταν, οργιζόταν. Πώς είχε σταθεί τόσο αδύναμος; Εκείνος που εκτελούσε δίχως σκέψη, δίχως να επηρεάζεται από φτηνά παρακάλια ανδρών. Του είχε ξεφύγει τότε. Τι να έλεγε στον Φίλιμπερτ; Πως η γιαγιά τους, η οποία φυσικά ήταν σχετικά νέα όταν τον πήρε στα χέρια της, θεώρησε πως έκανε την πιο τρανή αγγαρεία;
΄΄Μου έδωσαν τον κουτσό εγγονό μου, λες και φταίω εγώ για την ανίκανη τη νύφη μου που γεννά κούφιους ή ελαττωματικούς σπόρους΄΄ έλεγε στον άνδρα με τον οποίο διατηρούσαν σχέση, έναν Γερμανό δικηγόρο που ονομαζόταν Άλμπρεχτ, μέλος φυσικά του Κόμματος.
΄΄Είναι ένα όμορφο αγόρι πάντως΄΄ της είχε απαντήσει και φυσικά ο Άρτουρ είχε ακούσει όλη τη συνομιλία καθώς ήταν βυθισμένος στα σχολικά βιβλία. Τότε, ήταν εφτά χρονών.
Ο Άλμπρεχτ τους επισκεπτόταν συχνά. Ένα συννεφιασμένο απόγευμα, εκείνη η φθονερή γυναίκα, είχε χτυπήσει άσχημα τον εγγονό της. Ο Άρτουρ όταν ήταν μικρός, είχε μάθει λιγότερο να ελέγχει την ιδιομορφία του ποδιού του, με αποτέλεσμα συχνά να παραπατά ή να βαδίζει ακατάλληλα. Οι περαστικοί τον κοιτούσαν άλλοτε με οίκτο, άλλοτε με αηδία και η γιαγιά του οργιζόταν. Εκείνο το απόγευμα, τον είχε βάλει με το ζόρι να βαδίζει στο καλογυαλισμένο παρκέ του σαλονιού. Για μία ώρα τουλάχιστον, τον ανάγκαζε να σέρνεται διαρκώς μέχρι να πετύχει ένα σχεδόν αψεγάδιαστο βάδισμα. Το πόδι του συχνά όμως δεν υπάκουε και ο μικρός είχε ιδρώσει στην προσπάθειά του να τα καταφέρει. Κάθε του λάθος, του κόστιζε και μαστίγωμα. Το τελευταίο τον είχε χτυπήσει κατά μήκος του στέρνου και της κοιλιάς του.
«Για εσένα το κάνω! Για να σταματήσουν να σε κοροϊδεύουν! Για να γίνεις μελλοντικά ένας άνδρας δυνατός και όχι εκείνο το εμπόδιο που πέταξαν οι γονείς σου! Αξίζεις και γι' αυτό συνέχισε»
Ο Άλμπρεχτ, ο δεσμός της γιαγιάς του, τους είχε επισκεφτεί λίγο αργότερα. Έξω είχε σκοτεινιάσει και έβρεχε καταρρακτωδώς. Ο μικρός είχε σταθεί σε μία μεριά, απομονωμένος, κοιτάζοντας το κορμί και την ουλή του σε έναν καθρέπτη.
«Φτωχέ μου Άρτουρ» άκουσε τη φωνή του άνδρα και αναπήδησε. Τα σκληρά και ταυτόχρονα φοβισμένα παιδικά του μάτια καρφώθηκαν επάνω του «Είναι άσχημο το χτύπημα, έτσι δεν είναι;» προσπάθησε να τον πλησιάσει και εκείνος ένευσε καταφατικά «Μπορώ να το δω;» Ο Άρτουρ πλησίασε στο φως και ο Άλμπρεχτ κοίταξε την πληγή. Στην πραγματικότητα, κοιτούσε το παιδικό κορμί «Φτωχό μου αγόρι. Υπάρχουν τρόποι για να ξεχάσεις τον πόνο όμως»
«Πώς;» απόρησε ο μικρός και ο άνδρας του έκανε νόημα να πλησιάσει. Τα τραχιά του δάχτυλα ακούμπησαν την παιδική σάρκα κοντά στην πληγή, κατεβαίνοντας χαμηλότερα «Άφησέ με!» έσκουξε απειλητικά ο μικρός και πάλεψε να απομακρυνθεί, μα το πόδι του τότε δεν τον βοηθούσε. Γλίστρησε και ο άνδρας τον πρόλαβε, ενώ η γιαγιά του μαγείρευε δίχως να έχει καταλάβει κάτι. Το χέρι του χώθηκε χαμηλά, σε σημεία απρεπή και απαγορευμένα πιέζοντάς τον.
«Ένας κουτσός είσαι! Ας φανείς και σε κάτι χρήσιμος!»
Ευτυχώς, κατόρθωσε να του ξεφύγει, μα η καρδιά του δηλητηριάστηκε και άλλο. Στο σήμερα δεν επέτρεπε σε κανέναν να τον κοιτά παράξενα. Η κίνηση του ποδιού του, είχε βελτιωθεί πολύ αισθητά, δίχως πια να αποτελεί τροχοπέδη στην στρατιωτική του καριέρα. Το είχε αποδείξει. Βάδιζε αγέρωχα όπως θα επιθυμούσε εκείνη η σκληρή γυναίκα που ποτέ δεν έμαθε για το περιστατικό εκείνο. Απόψε, θα έφευγε για την Γερμανία για λίγες μέρες. Θα συναντούσε την Ελληνίδα εκείνη που είχε βοηθήσει τον μικρό του αδερφό. Φαινόταν ψυχικά υγιής, μα φοβόταν πως η καλοσύνη θα τον οδηγούσε στην αγχόνη αργά ή γρήγορα. Όταν είσαι αμείλικτος δεν σε αγγίζει κανείς και ο Άλμπρεχτ, δεν τον άγγιξε ξανά. Βρέθηκε μαχαιρωμένος ένα βράδυ, έξω από το σπίτι του.
Δίχως να μιλήσει με τον Φίλιμπερτ, θα πήγαινε στο ορφανοτροφείο. Ίσως εκείνη η γυναίκα να γνώριζε λίγα πράγματα παραπάνω για την τύχη των δικών του ή για τον αδερφό του. Ήθελε πολύ να τον πλησιάσει, μα του ήταν αδύνατο να κάνουν μαζί, ότι θα μπορούσαν τα απλά αδέρφια. Δεν γελούσε ποτέ, δεν αισθανόταν ευτυχία. Πάλευε απλώς να έχει ισχύ, μία ισχύ που θα του εξασφάλιζε την επιβίωση. Όταν έφτασε έπειτα από αιώνες, όπως του είχε φανεί η διαδρομή, στο Βερολίνο ήταν απόγευμα. Προτιμούσε κάποτε την πρωτεύουσα του Ράιχ. Όλα εδώ ήταν στημένα, αμείλικτα, σκληρά. Του ταίριαζε. Το ορφανοτροφείο στεκόταν στο ίδιο σημείο. Φορώντας τη στολή που θα του εξασφάλιζε κύρος, ζήτησε να δει την κυρία Ελένη. Στη θέα του, η γυναίκα σάστισε. Τον θυμόταν πολύ καλά.
«Από το να κρυφακούτε, θεώρησα πως θα ήταν ορθό να σας καλέσω ο ίδιος. Θα με ακολουθήσετε για λίγο»
«Εγώ κύριε...»
«Είστε υποχρεωμένη!» ύψωσε τη φωνή «Δεν θα λέγατε όχι σε κάποιον σαν εμένα. Γνωρίζετε πως αν ισχυριστώ κατασκοπεία, εσείς δεν θα δείτε το φως του ήλιου ποτέ ξανά»
Η Ελένη πάγωσε. Του άρεσε που είχε διακρίνει το φόβο στα μάτια της.
Kαι όμως τα καταφερα και ανέβασα!Τα λέμε μετά τις δέκα Ιουνίου!
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro