Κάτω από τη Μουριά/ part 1
Το αρρωστιάρικο καλοκαιράκι σαν κουβέρτα χλωμή κυλούσε αδιάντροπα και σκέπαζε τους νεκρούς και τους ζωντανούς αυτού του τόπου. Στον λόφο της Ακρόπολης, κάτω από τη σκιά της ναζιστικής σημαίας, τα πουλιά και τα τζιτζίκια συνέχιζαν ένα ανώφελο τραγούδι. Απαλλαγμένο από τις ανθρώπινες συμφορές. Η είσοδος των βάρβαρων όμως τα είχε τσακίσει όλα. Τώρα οι βαριές μπότες του Άρτουρ χτυπούσαν και κροτάλιζαν στο πεζοδρόμιο. Τον Χέλμουτ τον είχε διώξει καθώς από ένα σημείο και μετά, δεν ήθελε να ανταλλάξει άλλες κουβέντες. Στο μυαλό του δύο εικόνες διαφορετικές έπαιρναν μορφή. Από τη μία εκείνη της Αρχαίας Ελλάδας, η οποία μπρος στη νέα κατά τη γνώμη του, θα ένιωθε ντροπή και από την άλλη, η εικόνα του πατρικού του σπιτιού πίσω στη Γερμανία, στο οποίο είχε ζήσει μόνο για λίγα χρόνια, προτού εγκαταλειφθεί. Σαν τόπος, δεν του θύμιζε σχεδόν τίποτε. Στάχτες είχαν γίνει οι εικόνες της μητέρας και του πατέρα του, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Το διαμέρισμα είχε καεί και οι γονείς του, βρίσκονταν εντός, κάτι που ίσως να μην είχε πληροφορηθεί ο αδερφός του. Λίγο τον πείραξε, ωστόσο είχε επιστρέψει, μονάχα για να βρει ορισμένες φωτογραφίες που εξακολουθούσαν να στέκονται, ελαφρώς καρβουνιασμένες. Ήταν όμορφοι οι γονείς του, όπως και τα δύο τους παιδιά. Ο ίδιος ωστόσο, δεν είχε ποτέ του αναρωτηθεί αν ήταν εμφανίσιμος, μήτε είχε καμία σημασία αυτό. Ποτέ ως τώρα.
Ο ήλιος έλαμπε ακόμη, μα δεν μεσουρανούσε. Τα παιδικά ποδαράκια είχαν κουραστεί πια να ακολουθούν τα χαοτικά βήματα ενός ψηλού ενήλικα. Ο Λευτεράκης ιδρωμένος πάσχιζε να φτάσει τον Άρτουρ με ένα παράπονο που μαρτυρούσε την κούρασή του. Ο Άρτουρ βυθισμένος σε άλλες σκέψεις, σταμάτησε για να κρυφοκοιτάξει τα σπίτια με τα γεράνια και τις πετούνιες στις βεράντες τους, ειδικά όσο πλησίαζε στον ιερό λόφο της Ακρόπολης. Μύριζε επίσης γιασεμί και αυτό του άρεσε. Του άρεσε το απαλό άρωμα που σε συνδυασμό με το κυανό και το λευκό, έπλαθαν εικόνες όμορφες σε μία φτωχή Ελλάδα. Στη θέα του Λευτέρη, κοντοστάθηκε ακόμη λίγο. Τα παιδικά μάτια τον κοιτούσαν περιμένοντας, η ζωή του βρισκόταν στα χέρια του. Όπως τότε στην Πολωνία. Όπως τότε που οι άνδρες του πυροβολούσαν άνδρες, γυναίκες και παιδιά. Τα μάτια εκείνα τα παιδικά, εκείνα είχαν κάνει τη ζημιά.
Ίσως θα ήταν καλύτερο να μην κοιτούσε καθόλου τον Λευτέρη. Ο μικρός όμως είχε καθίσει τώρα οκλαδόν στο δρόμο, ανίκανος να συνεχίσει το περπάτημα. Δεν άντεχε άλλο. Ο Άρτουρ δίχως να το σκεφτεί, τον άρπαξε σαν να ήταν σακί και τον άπλωσε στον ώμο του. Όπως και να είχε, έπρεπε να ξεφορτωθεί άμεσα το αγόρι αυτό. Όταν έφτασε πλέον στο κτήριο που φιλοξενούσε τον Φίλιμπερτ, ο Λευτέρης είχε κοιμηθεί. Στη θέα του αγοριού, ο Φιλ τινάχτηκε από το γραφείο του.
«Τι κάνει εδώ ο μικρός;» κοίταξε το αγόρι «Και εσύ πώς τον βρήκες; Θεέ μου, θα έχουν τρελαθεί οι δικοί του»
«Καλά, το να τρελαθείς και εσύ δεν είναι λύση. Επίσης σταμάτα να φωνάζεις σε παρακαλώ, καθώς αν ξυπνήσει θα είναι δύσθυμος και θα αρχίσει να κλαίει. Έχω ήδη πονοκέφαλο. Ο μικρός νόμιζε πως ήμουν εσύ. Θα ήθελα να σου δώσω τη συμβουλή να αποφεύγεις να ταΐζεις παιδάκια και ανήμπορους. Αρχικά, δεν πρόκειται να σε εκτιμήσουν και έπειτα, τους δίνεις θάρρος. Επίσης, ίσως μία μέρα χρειαστεί να...τους εκτελέσεις!» τα μάτια του γυάλισαν και ο Φιλ κοίταξε τον Λευτέρη.
«Εντάξει, Άρτουρ, ο μικρός είναι τριών χρονών. Λίγο νωρίς για να γίνει αντάρτης, δεν νομίζεις;»
Ο Άρτουρ δεν του απάντησε καθόλου. Δεν επιθυμούσε ακόμη να έρθει σε σύγκρουση με έναν αδερφό που καλά-καλά δεν είχε γνωρίσει ακόμη. Για την ώρα θα υποχωρούσε.
«Θα έρθεις για φαγητό στου Αβέρωφ;» τον ρώτησε.
«Θα ερχόμουν με τον μικρό. Είμαι βέβαιος πως μπουκιά δεν έχει βάλει στο στόμα του για ώρες. Θα στείλω τον Κάσπαρ να ειδοποιήσει την οικογένεια και θα επιστρέψω πιο αργά με τον Λευτέρη» σχεδόν φάνηκε αμετακίνητος.
Ο Άρτουρ δεν άντεξε να μην ρωτήσει.
«Γιατί ενδιαφέρεσαι γι' αυτήν την οικογένεια; Δέχτηκες να μένεις σε ένα σπίτι μικρό, όταν θα μπορούσες να έχεις όποιο ήθελες»
Ο Φίλιμπερτ το σκέφτηκε. Η απάντηση που επιθυμούσε να δώσει, ήθελε εν μέρει να περιλαμβάνει αλήθειες. Εξάλλου, αν ήθελαν πραγματικά να δεθούν, έπρεπε να είναι ειλικρινείς.
«Όσο και αν σου φανεί παράξενο, ήταν η πρώτη πόρτα που άνοιξε για εμένα. Μπαίνοντας, δεν αισθάνθηκα στιγμή παρείσακτος. Αν και ήμουν ο κατακτητής, μου φέρθηκαν ανθρώπινα. Στην Γερμανία δεν είχα κανέναν. Η οικογένεια που με υιοθέτησε, δεν μου έδωσε ποτέ της αγάπη. Ήμουν απλώς μία βιτρίνα.Βεβαίως και σεβόμουν απόλυτα τη χώρα μου, μα δεν επιθυμούσα να έχω δίπλα μου ανθρώπους που θα με βλέπουν αποκλειστικά ως στρατιώτη. Ίσως, βαθιά μέσα μου να πιστεύω αφελώς, πως κάποιος θα βρεθεί στο διάβα μου να με εκτιμήσει για αυτό που είμαι»
Το πρόσωπο του Άρτουρ παρέμεινε ανέκφραστο.
«Η αγάπη είναι αδυναμία. Οτιδήποτε σε αγγίζει και σε ευαισθητοποιεί, σε καθιστά ανίκανο, ανάξιο...Όπως εμένα. Πέρασα χρόνια προσπαθώντας να πολεμήσω το κενό των γονιών μας. Η σωματική μου παραμόρφωση με καθιστούσε ανάξιο για το κράτος, αδύναμο. Γνωρίζεις πού καταλήγουν; Τους σκοτώνουν. Εγώ δεν ήθελα να πεθάνω. Ήθελα να ζήσω και έκανα τα πάντα, ώστε να γίνει το ανέφικτο, εφικτό. Μπήκα στα Ες-Ες, στάθηκα στην κορυφή, μετέτρεψα την αδυναμία σε δύναμη, αλλιώς δεν θα ζούσα. Αν φοβάσαι για κάποιον ή κάτι, ακόμη και αν αυτός είναι ο εαυτός σου, δεν θα πραγματοποιήσεις κανένα βήμα μπροστά»
Ο Φίλιμπερτ τον κοίταξε εξίσου περήφανα.
«Ωστόσο, θα μπορούσες να κάνεις μεγάλη καριέρα στην Πολωνία και στα ανατολικά. Γιατί έφυγες;»
«Πήρα μετάθεση για εδώ, για να σε βρω»
«Μονάχα αυτό;»
«Για την ώρα μονάχα αυτό» απάντησε ο Άρτουρ και αγέρωχα αποχώρησε. Ο Φιλ τον κοίταξε και κατόρθωσε έστω και για λίγο, να κατανοήσει τα ελληνικά αισθήματα.
Τι παράξενη φάρα, ήταν λοιπόν οι Γερμανοί; Κάθονταν στητά και άκαμπτα, αποφασιστικά, Τευτονικά. Σαν το βλέμμα κάποιου διασταυρωνόταν με το δικό τους, ανατρίχιαζε, πάγωνε. Ψιθυριστά μιλούσαν για εκείνους στους δρόμους και στα σπίτια. Ήταν βάρβαροι, αλαζόνες και εριστικοί. Οι Ιταλοί ήταν ελαφρώς διαφορετικοί, με πιο μεσογειακό ταπεραμέντο. Έπειτα, υπήρχε και εκείνη η ιστορία. Εκείνη με το μικρό οκτάχρονο αγόρι που πέταξε πέτρα σε ένα φορτηγό με Γερμανούς. Ο οδηγός κατέβηκε, του άρπαξε το χέρι και το έσπασε στο γόνατό του σαν κλαρί. Ήταν αλήθεια. Ήταν βίαιοι και βάναυσοι. Ο Φιλ αποτελούσε ίσως την εξαίρεση. Στον δρόμο, η ζέστη είχε ελαφρώς κοπάσει. Οι πλανόδιοι είχαν αρχίσει να ξεπουλούν περιουσίες δικές τους και άλλων. Τα κάτισχνα κορμιά δεν έκαναν εντύπωση πια. Ο Λευτέρης είχε εμφανώς αδυνατήσει, μα η οικογένεια δεν θα το παραδεχόταν ποτέ. Στον κήπο, υπήρχαν ορισμένα καρποφόρα δέντρα, μα ακόμη οι καρποί τους δεν ήταν έτοιμοι. Τα δελτία δεν επαρκούσαν, οι πεινασμένοι σχημάτιζαν ουρές της ντροπής έξω από τα μαγαζιά. Για κάποιους η ελπίδα βρισκόταν στην επαρχία, μα ακόμη και ένα τέτοιο ταξίδι ήταν πανάκριβο, σκέτη ταλαιπωρία.
Ο Φιλ έστειλε τον Κάσπαρ να ειδοποιήσει την οικογένεια πως το παιδί είχε βρεθεί. Εξαιτίας της ζέστης και της αφαγίας, ο μικρός είχε εξαντληθεί. Το δερματάκι του κάλυπτε μία χλομάδα, η αλλοτινή παιδική ζωντάνια είχε εξαφανιστεί. Μάλιστα, εξαιτίας όλης της κούρασης, είχε αποκοιμηθεί στην αγκαλιά του Άρτουρ, ανίδεος για τον κίνδυνο. Είχε άκριτα ξαπλώσει στον πρώτο διαθέσιμο ώμο που είχε βρεθεί κοντά του για να τον ανακουφίσει. Μόλις ξύπνησε, τα κυανά μάτια του νεαρού αγκάλιασαν την εικόνα του με τρυφερότητα. Μακριά από το σπίτι του Παύλου, μπορούσε να είναι ο εαυτός του, εκείνος που αναγκαζόταν να χαλιναγωγεί προκειμένου να μην τον παρεξηγήσουν. Μόλις είδε το χαμόγελο του μικρού, έσκυψε και τον φίλησε στο πρόσωπο, σχεδόν γουργουρίζοντας.
«Αυτό να μην το ξανακάνεις ποτέ» τον μάλωσε.
«Ήθελα να είμαι κοντά σου» του εξομολογήθηκε, κάνοντάς τον να τιναχτεί απότομα. Τα μάτια του ετοιμάστηκαν να βουρκώσουν.
«Δεν ήταν ασφαλές αυτό και στεναχώρησες την αδερφή σου και τον μπαμπά σου...Εγώ θα επιστρέφω τα βράδια συνήθως. Λοιπόν, πάμε να σε ταΐσω, καθώς έχεις αδυνατήσει και θα βρούμε έναν τρόπο να φέρουμε φαγητό και στο σπίτι»
«Μπορώ να ζητήσω ό,τι θέλω;» ρώτησε το αγόρι με αγωνία.
«Απόψε θα πραγματοποιήσω τις ευχές σου» του χαμογέλασε ο Φιλ, αφήνοντας διαρκή φιλιά στον λαιμό του, κάνοντάς τον να γελάσει υστερικά. Καθώς ήταν μικρό παιδί, κανείς δεν φάνηκε να δίνει ιδιαίτερη σημασία. Παρόλα αυτά, τον Φίλιμπερτ τον απασχολούσε εκείνο το φοβισμένο, γυναικείο βλέμμα, που ήταν μονίμως ζωγραφισμένο στο πρόσωπο της Αφροδίτης. Για λίγο το σκέφτηκε.
΄΄Αφροδίτη... Έχεις πολύ ιδιαίτερο όνομα. Αναδύεται από μέσα του η ομορφιά και μία νότα καλοκαιριού. Θα ήθελα τόσο πολύ να σε γνωρίσω, θα ήθελα να με κοιτάζεις και να χαμογελάς...΄΄ Έπειτα σάστισε. Μα, γιατί σκεφτόταν έτσι; Τι σημασία είχε δηλαδή να τον κοιτάζει και να χαμογελά; ΄΄Εκείνο το βράδυ...νοιάστηκες για εμένα. Το άγγιγμά σου, αν και στιγμιαίο, έκανε την καρδιά μου να χάσει για δευτερόλεπτο μισό χτύπο, όσο δηλαδή διήρκεσε και εκείνο. Δεν ξέρω τι σημαίνει αυτό για εμένα. Σε νοιάζομαι και δεν θα ήθελα να σου συμβεί κάτι κακό εξαιτίας μου. Να βγάλεις κάποιο όνομα. Θα σωπάσω. Θα κάνω το μυαλό μου να πάψει να σκέφτεται...Σε έχω δει να διαβάζεις απορροφημένη την Οδύσσεια. Ήθελα να σου πω πως και εγώ έχω προσπαθήσει να τη διαβάσω, μαζί με την Ελένη. Μου αρέσει ο Οδυσσέας. Θα ήθελα να είμαι σαν εκείνον...΄΄
------------
Το μυαλό του Στέφανου εξίσου έτρεχε εκείνο το ζεστό απόγευμα. Τα λεφτά δεν επαρκούσαν, είχε βρεθεί ξανά χωρίς δουλειά, έβλεπε τους γονείς του μέρα με τη μέρα να αδυνατίζουν. Τα πόδια της μητέρας του είχαν αρχίσει να παραμορφώνονται. Το ένα ήταν πιο πρησμένο από το άλλο. Έλλειψη βιταμινών είχε πει ο γιατρός, ενώ πλέον μέσα στο σπίτι, γίνονταν συζητήσεις για να πουληθούν οικογενειακά κειμήλια στη μαύρη αγορά, καθώς ο Χειμώνας που θα ερχόταν προβλεπόταν δύσκολος Οι γονείς του όντας πρόσφυγες, είχαν κουβαλήσει κάθε ανάμνηση από απέναντι, από την πατρίδα τους και τώρα, ήταν αναγκασμένοι να την δουν να γίνεται στάχτη για λίγο ελαιόλαδο, για ένα κομμάτι ψωμί. Καθισμένος στα σκαλιά που οδηγούσαν στα παρτέρια με τα λουλούδια του κήπου τους, κοίταξε τα σκυλάκια και την τριανταφυλλιά, τα κατακόκκινα γεράνια μέσα στις πήλινες γλάστρες τους. Από μακριά, φάνηκε η Ανδριανή, νευρική, με μάτια βαθουλωμένα ελαφρώς και κόκκινα. Είχε κλάψει.
Ο Στέφανος ευθύς σηκώθηκε. Όλη την μέρα η οικογένεια είχε βρεθεί σε πλήρη αναστάτωση μετά την εξαφάνιση του Λευτέρη. Ευτυχώς, ο Κάσπαρ τους ειδοποίησε πως ήταν καλά και θα επέστρεφε με τον Φίλ. Ο Στέφανος ευχόταν να του έδιναν κάτι να φάει, έστω εκείνου. Με τον Φίλιμπερτ όμως, ήξερε πως αυτό ήταν βέβαιο. Μπορεί να ήταν απόμακρος μαζί του, μα ήξερε πως ο νεαρός αγαπούσε το παιδί. Ώσπου να ολοκληρώσει τις σκέψεις του, η κοπέλα τον είχε φτάσει.
«Στέφανε, οι δικοί σου είναι σπίτι;»
«Έχουν πάει στην αγορά από όσο ξέρω, μα δεν θα αργήσουν. Έγινε κάτι;»
«Όχι, απλώς ήθελα ένα ήσυχο μέρος για λίγο»
«Ανδριανή, είσαι καλά; Σε πείραξε κανείς;»
«Πάμε μέσα;» Εκείνος δέχτηκε. Την άφησε να προπορευτεί, κόβοντας ένα τριαντάφυλλο. Στο εσωτερικό του σπιτιού, οι αδύναμες, χρυσοποίκιλτες ηλιαχτίδες, χάιδευαν τον αδειανό χώρο. Ο Στέφανος στη σκέψη και μόνο του ρημαγμένου του δωματίου, αισθανόταν μία αναστάτωση. Η Ανδριανή προχώρησε και κάθισε στο κρεβάτι του βαριά, αναστενάζοντας «Καθώς γνωρίζεις, η οικογένεια, επιθυμούσε να προσκαλέσει εκείνη του Παντελή για να μιλήσουν και να γνωριστούμε καλύτερα αν και είχαμε επαφές και στο παρελθόν. Εγώ όμως...σηκώθηκα και έφυγα. Σε μία ζωή που οι κατακτητές τη γέμισαν με απαγορεύσεις, δεν θα επιτρέψω σε κανέναν να χαλιναγωγήσει τα συναισθήματά μου. Ο Παντελής είναι πολύ καλό παιδί, όμως δεν υπάρχει τίποτε περισσότερο από αυτό. Απουσιάζει η αθωότητα εκείνης της σπίθας...» Ο Στέφανος την κοίταξε. Ξαφνικά είχε χάσει τη μιλιά του, ενώ ιδρώτας ξεκίνησε να οργώνει το πρόσωπό του. Ήθελε να πει τόσα πολλά, μα όλα ηχούσαν λάθος. Εκείνη κοίταξε το πληγωμένο του πρόσωπο «Είσαι ανόητος που μπλέχτηκες, εσύ και οι υπόλοιποι»
«Δεν τους αντέχω να βρίσκονται εδώ» η φωνή του βγήκε ένρινη για κάποιον λόγο.
«Σε χτύπησαν»
«Δεν τους φοβάμαι»
«Όμως θέλω να είσαι καλά» τα μάτια της συνάντησαν τα δικά του «Δεν αντέχω να μην είσαι...» οι ματιές τους συνέχισαν να βρίσκονται σε επαφή. Την είδε να σκύβει αργά και να φιλά το πρόσωπό του. Τα μάτια του έκλεισαν, οι Γερμανοί είχαν εξαφανιστεί και ο χρόνος είχε παγώσει. Παραδομένος πλήρως στην τρυφερότητά της, κινήθηκε επιτέλους προς το μέρος των χειλιών της. Η δίψα τους ξεσπούσε επιτέλους. Η ανάσα τους είχε κοπεί «Εσένα θέλω Στέφανε. Είμαι ερωτευμένη μαζί σου και αν αυτή η ζωή δεν έχει μήκος, τότε θέλω να βαδίσω στο πλάι σου»
Εκείνος συγκινήθηκε.
«Σε αγαπούσα από παιδί. Ήσουν το όνειρό μου, αυτή η στιγμή, ερχόταν κάθε βράδυ στο μυαλό μου»
Την αγκάλιασε σφιχτά και ενα κύμα θλίψης τον χτύπησε. Σχεδόν, μπορούσε να μετρήσει με ακρίβεια τα κόκαλα στα πλευρά της.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro