Η επίταξη των συναισθημάτων/ part 1
Οι κινηματογράφοι έπαιζαν γερμανικές ταινίες. Το Παλάς και το Τιτάνια, πρόβαλαν γερμανικά επίκαιρα. Από την άλλη οι Αθηναίοι έκαναν τα πάντα προκειμένου να μάθουν νέα από το μέτωπο της Κρήτης. Ορισμένοι που διατηρούσαν παράνομα τα ραδιόφωνα, πάλευαν να ακούσουν ξένους σταθμούς έχοντας κλειστά τα παράθυρά τους και όταν κατόρθωναν να πιάσουν τη συχνότητα του Λονδίνου, από στόμα σε στόμα μετέφεραν τα νέα. Ένα μικρό φως τρεμόπαιζε σαν την ύστατη ελπίδα στις καρδιές όλων, πως ο αγώνας δεν έχει τελειώσει, ενώ η ιδέα για αντίσταση ολοένα και μεγάλωνε. Το επισιτιστικό πρόβλημα έγινε εντονότερο ενώ ακόμη και στα εστιατόρια, τα οποία για τους περισσότερους εξαιτίας των τιμών, ήταν απλησίαστα, προλάβαινες να φας μονάχα αν πήγαινες νωρίς. Το ψωμί που έτρωγε ο κόσμος στην Αθήνα ήταν αλλιώτικο. Είχε διαταχθεί μία πρόσμιξη σιταριού και κριθαριού, η οποία δεν είχε την αλλοτινή γεύση, μα όλοι έκαναν τον σταυρό τους που είχαν κάτι να βάλουν ακόμη στο στόμα τους.
Ο Στέφανος αν είχε μάθει ένα πράγμα για τα χρόνια εκείνα, ήταν πως έπρεπε να κρατήσει το στόμα του κλειστό. Κυκλοφορούσαν πολλοί ρουφιάνοι με καλύτερο τον Κυριάκο που ήταν στενός συνεργάτης του κατακτητή. Το στομάχι του ξεκίνησε να καίει από την πείνα, ενώ το μόνο πράγμα που τους πρόσφεραν ήταν μία φέτα ψωμί. Ο νεαρός το κοίταξε με απαξίωση και το πέταξε κάτω για να το μαζέψει ευθύς ένας άλλος κρατούμενος.
«Χάζεψες; Γιατί το έκανες αυτό; Θες να πεθάνεις;»
«Με αυτή την ποσότητα δεν πρόκειται να ζήσω, αλλά ελεημοσύνη από δαύτους δεν δέχομαι. Δεν θέλω τίποτε από τα χέρια τους»
Όταν μπήκε ο δεσμοφύλακας μέσα, ο Στέφανος συνειδητοποίησε πως η κατάσταση ήταν πολύ σοβαρή. Τον οδήγησαν έξω από το κελί, τον φόρτωσαν στο ασανσέρ και τον ανέβασαν έπειτα στον τελευταίο όροφο. Μόλις βγήκε, τον υποδέχτηκε μία κλωτσιά από το πουθενά, σε σημείο να εκτοξευτεί μπροστά και να χτυπήσει με δύναμη το κεφάλι του στον τοίχο. Το μόνο που άκουγε μέσα στα αυτιά του, ήταν τα γάργαρα γέλια ενός κτήνους, ενώ δίπλα του στεκόταν ο Μπρούνο, ο οποίος τον είχε βάλει στο μάτι, ήδη από την προηγούμενη μέρα. Δίπλα από αυτούς τους δύο, μία φιγούρα στεκόταν γνώριμη, που εμφανώς χαιρόταν με το θέαμα του ματωμένου κεφαλιού του. Ο διερμηνέας, ο Κυριάκος.
«Μήπως μπορείς να μας εξηγήσεις τι δουλειά είχες χθες με τους αλήτες που σκότωσαν τον Γερμανό στρατιώτη;» τον ρώτησε πνιγμένος στην ειρωνεία και την αυταρέσκεια.
Ο Στέφανος τον κοίταξε με μίσος, ωστόσο, πάλεψε να κρατηθεί έχοντας στο μυαλό του την Αφροδίτη και τους δικούς του. Αν κάτι πάθαινε, η οικογένεια δεν θα άντεχε ακόμη ένα πένθος, ακόμη μία πληγή.
«Προσπάθησα να σταματήσω τη διαμάχη» απάντησε απλώς και όταν έγινε η μετάφραση, άπαντες ξεκίνησαν να γελούν υστερικά.
«Νομίζεις πως είμαστε ηλίθιοι; Αυτό που έπαθες, ήταν μονάχα μία μικρή γεύση από όλα όσα θα ακολουθήσουν. Άσε τις δήθεν παληκαριές και λέγε!» συνέχισε απτόητος ο Κυριάκος.
«Σου εξήγησα που να σε πάρει! Είδα την συμπλοκή και προσπάθησα να σταματήσω τον νεαρό από το να πυροβολήσει και δεν πρόλαβα»
Ένα χαστούκι από το χέρι του Κυριάκου, ήταν αρκετό για να τον εξοργίσει, μα εκείνη τη στιγμή εισήλθε ο Φίλιμπερτ λαχανιασμένος.
«Ο νεαρός λέει την αλήθεια. Ήμουν παρών και μπορείτε να ρωτήσετε και τους υπόλοιπους συντρόφους μου. Πράγματι, προσπάθησε να αποτρέψει τον πυροβολισμό»
Άπαντες σώπασαν.
«Μην τους πιστεύετε..» πήγε να μουγκρίσει ο Κυριάκος.
«Αμφισβητείτε αξιωματικό; Τι είδους όφελος να έχω; Λέτε να επιθυμώ έναν εγκληματία κατά του γερμανικού στρατού έξω; Μήπως επιθυμείτε να ρωτήσετε για την αφοσίωσή μου στη Βέρμαχτ; Ο υπαίτιος είναι νεκρός»
«Δεν αρκεί» ακούστηκε από τον Μπρούνο.« Τα αντίποινα θα πραγματοποιηθούν. Έχω διατάξει ήδη την ετοιμασία και εσείς δεν μπορείτε να το σταματήσετε αυτό. Όσο για το ρεμάλι, θα κατέβει κάτω ξανά και το βράδυ θα αφεθεί ελεύθερο. Σε εμπιστεύομαι απόλυτα»
«Καλώς» πρόφερε ο Φιλ κοιτώντας ανέκφραστα τον Κυριάκο.
Οι Έλληνες δωσίλογοι ωστόσο, ήταν πιο λυσσασμένοι για εκδίκηση από τους κατακτητές. Ο Κυριάκος ακόμη δεν είχε ξεσπάσει. Στο μυαλό του γυρνούσε ένας τρόπος για να εκδικηθεί τον Στέφανο. Πάντοτε τον ζήλευε. Ήταν ο αρχηγός της παρέας, όλοι τον αγαπούσαν, οι γυναίκες τον ποθούσαν, μα αυτός ο καταραμένος είχε μάλλον μάτια μονάχα για μία. Ίσως ήταν αυτός ένας τρόπος εκδίκησης που θα τον πονούσε. Είχε μεγάλη αδυναμία στην Ανδριανή και αυτό ο Κυριάκος το γνώριζε. Ο Στέφανος ωστόσο θα έμενε νηστικός ως το βράδυ. Το σώμα του πονούσε, το κεφάλι του ήταν γεμάτο εκδορές και το στομάχι του ανακατευόταν. Παρόλα τα χάλια του, το μόνο που σκεφτόταν, ήταν η αντίδραση όλων στη θέα του και στη θέα του χτυπημένου του προσώπου.
Ο Φίλιμπερτ μαζί με τον Κάσπαρ και ακόμη δύο, βρίσκονταν στου ΄΄Φλόκα΄΄ κατά το απόγευμα, απολαμβάνοντας παγωτό. Αυτό ήταν προνόμιο μόνο των Γερμανών, οι οποίοι επιδεικτικά έτρωγαν τέσσερις πάστες ο καθένας, όταν για τον κόσμο δεν υπήρχε καμία τέτοια απόλαυση. Οι τιμές των προϊόντων ανέβαιναν διαρκώς, ενώ οι μηνύσεις στους καταστηματάρχες έπεφταν βροχή από τον εξαγριωμένο πληθυσμό. Ο Φίλιμπερτ κοιτούσε το παγωτό του μουδιασμένος. Ο Κάσπαρ είχε φάει δυο μπουκιές, ενώ οι υπόλοιποι είχαν λαίμαργα καταβροχθίσει όλα τα γλυκά.
«Δεν το θέλετε;» τους ρώτησαν.
«Σιγά σιγά» αποκρίθηκε ο Φιλ.
«Πόσο σιγά; Θα γίνει σούπα. Καλά, εμείς φεύγουμε» σηκώθηκαν και οι δύο φίλοι έμειναν μόνοι.
«Μου είναι αδύνατον να φάω όταν ο κόσμος πεινά. Υπήρξα φτωχός, υπήρξαν στιγμές που δεν είχα να βάλω στο στόμα μου, ούτε πορτοκαλόφλουδα. Δεν μπορώ να τρώω επιδεικτικά μπροστά στον κόσμο, όταν εκείνος δικαιούται το φαγητό της χώρας του» .
Δίχως να χάσει χρόνο, μπήκε στο μαγαζί και παράγγειλε τρία γλυκά. Είχε σκοπό να τα πάρει μαζί του και να τα μοιράσει στις δυο οικογένειες και στον μικρό Λευτέρη που τον έβλεπε αδύνατο. Ήταν μόνο τριών χρονών. Χρειαζόταν δυνάμεις. Κάποτε, οι δικοί του θα έφταναν στο σημείο να φτύνουν τα κουκούτσια από τις ελιές, μόνο για να παρακολουθούν αποστεωμένα παιδιά να τσακώνονται μπροστά τους για το ποιο θα γλύψει το απομεινάρι. Η αδιαφορία τους στην εξαθλίωση θα έφτανε σε απάνθρωπα επίπεδα. Σπίτι δεν είχε σκοπό να επιστρέψει, όχι δίχως τον Στέφανο. Έτσι, αποφάσισε να τον περιμένει έξω από το κτήριο των βασάνων, ώστε να βεβαιωθεί πως θα αφεθεί ελεύθερος. Τον είδε έπειτα από μερικές ώρες να εξέρχεται τρεκλίζοντας. Μάλλον, θα είχε φάει περισσότερο ξύλο, έτσι σαν αναμνηστικό. Οι δρόμοι ήταν έρημοι και τον είδε να πλησιάζει.
«Μπες στο καλάθι της μηχανής γρήγορα» του είπε και ο νεαρός αμίλητος υπάκουσε. Ευτυχώς υπήρχε ένα ρούχο και με αυτό τον σκέπασε στην περίπτωση που θα έπεφταν σε περίπολο. Το δυστύχημα ήταν πως νεαρά παιδιά εκτελέστηκαν ως αντίποινα για τον θάνατο του ενός Γερμανού. Ο Φιλ φοβόταν μήπως τυχόν δεχόταν επίθεση από τον κόσμο, τώρα που βρισκόταν μόνος του.
«Ευχαριστώ που με...έβγαλες» ακούστηκε αμυδρά η φωνή του Στέφανου.
«Συγγνώμη που σε έβαλα, μα δεν είχα επιλογή»
«Θα ήμουν αλλιώτικος αν δεν ήξερα πως στον λαιμό μου θα έπαιρνα την οικογένειά μου. Βλέπεις για το τομάρι μου δεν με νοιάζει, μα οι δικοί μου δεν θα αντέξουν άλλη απώλεια» του ανοίχτηκε για πρώτη φορά.
«Ο θείος σου μου είπε πως χάσατε τη γυναίκα του»
«Έγιναν πολλά. Θέλω να τους δω όλους να χαμογελούν και ξέρω πως αυτό είναι αδύνατον για όσο υπάρχετε»
«Με λίγες πάστες, λες να τους γλυκάνω;» προσπάθησε να ελαφρύνει το κλίμα.
«Πάστες;»
«Σας πήρα τρεις» για λίγο σώπασε «Ξέρεις, είναι άσχημο πράγμα που δεν μπορείς να νιώσεις τον αέρα αυτή τη στιγμή. Οι γειτονιές σας μυρίζουν γιασεμί και η δύναμη της μηχανής, θα σου έφερνε στα ρουθούνια αυτή τη μυρωδιά»
«Σκασίλα μου Γερμανέ. Σε λίγο θα μας τα ξηλώσετε και αυτά»
Ο Φιλ γέλασε, ωστόσο έπρεπε να είναι προσεκτικός. Σαν έφτασαν στο σπίτι και μιας και τα μέσα ολοένα και λιγόστευαν εξαιτίας της έλλειψης βενζίνης, εκείνος άφησε την μηχανή μακριά και αφού σιγουρεύτηκε πως δεν υπήρχαν μάτια τριγύρω, έδωσε το σύνθημα στον Στέφανο να βγει και να πάρει μαζί του και τα γλυκά, εκτός από το ένα που προοριζόταν για τον μικρό. Προτού να βρεθεί στο σπίτι, έτρεξε κατευθείαν στον φούρνο για να αναζητήσει τυχόν απάντηση στο γράμμα. Όταν είδε το φάκελο, τον μάζεψε περιχαρής. Θα της απαντούσε άμεσα και θα τον άφηνε στο ίδιο σημείο. Η γειτονιά μαγκωμένη, θρηνούσε τον χαμό των νεαρών για αντίποινα. Μπορούσε να το νιώσει, μα δεν θα μπορούσε να παρέμβει. Τα μάτια του διάβαζαν με προσοχή την κάθε λέξη, παλεύοντας να αποκρυπτογραφήσει το βαθύτερο νόημα. ΄΄Το κακό΄΄ του έγραφε, παντού θα έβρισκε φωλιά, ακόμη και στα πιο άγια μέρη. Άραγε τι να εννοούσε; Ποιο ήταν το κακό που την είχε βρει; Έπρεπε να μάθει περισσότερα, μα για την ώρα θα αντλούσε πληροφορίες για την ίδια. Στην ερώτηση του μετώπου, δεν ήξερε τι να απαντήσει. Σαφώς και δεν είχε πολεμήσει τους Ιταλούς, μα γνώριζε για το ελληνοαλβανικό μέτωπο. Θα έβαζε φαντασία. Τι να της ομολογούσε εξάλλου; Πως το δικό του πεδίο μάχης, ονομαζόταν Πολωνία;
Κουρασμένος, εισήλθε στο σπίτι. Η οικογένεια βρισκόταν ήδη μέσα. Η Αφροδίτη καθόταν μαζί με τον μικρό και τον πατέρα της. Στη θέα του, για λίγο δίστασε.
«Ευχαριστούμε που...έβγαλες τον Στέφανο» του είπε και για πρώτη του φορά ταράχτηκε. Τα μάτια της δεν τον κοιτούσαν, μα ατένιζαν νευρικά το κενό «Και για το γλυκό. Ο αδερφός μου πεινούσε σήμερα αρκετά»
«Αν υπάρχει πρόβλημα, θέλω να μου μιλάτε» τους παρακάλεσε.
«Ευχαριστούμε» πρόφερε και ο Παύλος.
«Δεν είχα πάντοτε αξίωμα, ξέρετε. Υπήρχαν στιγμές που βρέθηκα άστεγος, να παλεύω να ζήσω στο Βερολίνο. Πεινούσα, κρύωνα, απελπιζόμουν. Επομένως, δεν θέλω να διστάζετε»
Ο Λευτέρης, έτρεξε και τον αγκάλιασε σφιχτά.
«Θες να γίνεις μπαμπάς μου;» ρώτησε και το αίμα όλων πάγωσε. Ο Φίλιμπερτ μπερδεύτηκε για λίγο, κοιτώντας αμήχανα τον Παύλο.
«Εννοεί δεύτερος μπαμπάς. Αχόρταγος είναι, μην δίνεις σημασία» τα σκέπασε ενώ η Αφροδίτη χλόμιασε.
«Λευτέρη μου, ας πάμε για ύπνο καλύτερα. Πες καληνύχτα»
Ο μικρός τους χαιρέτησε ενώ τη στιγμή που το θέμα ήταν έτοιμο να ανοιχτεί, ένα κοφτό χτύπημα στην πόρτα, απέσπασε την προσοχή τους. Ο Παύλος την άνοιξε για να αντικρύσει δύο άνδρες βλοσυρούς με την στολή των Ες-Ες. Το αίμα του κόπηκε. Αυτοί ήταν άλλη κατηγορία. Ήταν δαίμονες. Ο Φίλιμπερτ μόλις τους είδε, προστατευτικά μπήκε μπροστά από τον άνδρα.
«Χάιλ Χίτλερ!» τον χαιρέτησαν και ανταπέδωσε.
«Κύριοι, μπορώ να σας βοηθήσω; Συνέβη κάτι;»
«Αναζητούμε τον αξιωματικό Φίλιμπερτ Μπεργκ» ακούστηκε η φωνή του Χέλμουτ, ενώ από το βάθος εμφανίστηκε και ο Κάσπαρ κοιτώντας τον φίλο του αγχωμένος»
«Εγώ είμαι. Πώς μπορώ να σας φανώ χρήσιμος;» τους ρώτησε, όταν είδε το ατσάλινο βλέμμα του διπλανού να αλλάζει. Όσο αγέρωχο, όσο αδιάσπαστο και ψυχρό και αν φαινόταν, είχε έστω και ελάχιστα μαλακώσει, εξερευνώντας λαίμαργα την εικόνα του μικρού του αδερφού. Του έμοιαζε, μονάχα που ο Φιλ δεν είχε ιδέα για την ύπαρξή του. Η αμηχανία τον οδήγησε να ξεκινήσει να δαγκώνει το κάτω χείλος του έντονα.
«Θα μπορούσατε να μας ακολουθήσετε; Μην σας τρομάζω, απλώς θέλουμε να σας μιλήσουμε» το έσωσε ο Χέλμουτ μιας και ο Άρτουρ έμοιαζε ανίκανος να μιλήσει»
«Ευχαρίστως» τους χαμογέλασε ο Φιλ, μα οι υπόλοιποι είχαν παγώσει στις θέσεις τους.
Με ένα καθησυχαστικό νεύμα, χαιρέτησε τον Κάσπαρ του οποίου η καρδιά βροντοχτυπούσε εξαιτίας του φόβου.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro