Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Η Μουριά ερημώνει/ part 4

Επιστρέφοντας σπίτι του, βρήκε τον αδερφό του να κοιμάται ήδη. Αν και είχαν έξι χρόνια διαφορά, στην ουσία ήταν ακόμη πολύ μικροί. Κοιτάζοντάς τον, μία πικρία σκαρφάλωσε στο λαιμό του. Οι γονείς τους επέλεξαν να κρατήσουν εκείνον. Ο ίδιος ήταν μάλλον ένα σκουπίδι, ένα βάρος δίχως ψυχή. Ένα παιδί για πέταμα, ακατάλληλο για την τελειότητα της γερμανικής κοινωνίας. Δεν τον ζήλευε, απλώς στεκόταν θλιμμένος και σκεπτόμενος αλήθειες που έτσι και αλλιώς είχαν διασχίσει το μυαλό του.

«Γύρισες;»τον ρώτησε ο Φίλιμπερτ νυσταγμένα.

«Ναι» απάντησε ο νεαρός μονολεκτικά.

«Πώς πήγε; Πώς περάσατε;» ήθελε να τον ειρωνευτεί, ωστόσο έπρεπε να κρατηθεί.

«Γιατί δεν μου λες αυτό που σκέφτεσαι;» η ξαφνική ερώτηση του αδερφού του, τον έκανε να αναπηδήσει.

«Δεν καταλαβαίνω»

«Καταλαβαίνεις. Θα σου δώσω εγώ την απάντηση. Με φοβάσαι. Δεν έχουμε μεγαλώσει μαζί, δεν γνωρίζεις ποιος πραγματικά είμαι, μήτε το πόσο φανατικός αισθάνομαι απέναντι στη ναζιστική ιδεολογία. Φοβάσαι να μου εκφράσεις όλα όσα πραγματικά πιστεύεις, μην τυχόν και σε σκοτώσω, ή σε στείλω στα ανακριτικά της Γκεστάπο ως προδότη, ας πούμε»

«Καλύτερα να μην ανοίξουμε αυτή τη συζήτηση. Άρτουρ, μεγαλώσαμε χώρια. Είναι δεκαεννέα χρόνια αυτά. Πλέον, μπαίνω στα είκοσι. Όμως, δεν σε γνωρίζω, μήτε εσύ εμένα. Ο καθένας μας έχει τα όριά του ως προς τα πιστεύω του. Η ναζιστική ιδεολογία και οι θετικές πράξεις απέναντί της και απέναντι στη Γερμανία, έχουν και εκείνες όρια. Ήμουν στην Πολωνία, όσο και εσύ. Πολέμησα τίμια στο πλάι της Βέρμαχτ και ποτέ μου δεν δήλωσα πως θα απαρνηθώ αυτή τη θέση, ή θα προδώσω τους συντρόφους μου. Αυτό όμως, δεν με καθιστά βιαστή, ούτε δολοφόνο γυναικόπαιδων. Δεν απαίτησα εγώ από νήπια να γδυθούν, μονάχα για να τα πυροβολήσω στον αυχένα ρίχνοντάς τα σε ένα λάκκο. Αυτό, με καθιστά λιγότερο Γερμανό; Ή λιγότερο ναζί; Και εσύ; Ποια είναι η θέση σου απέναντι σε αυτά τα εγκλήματα; Γιατί αρνούμαι να δεχτώ πως ένας φυσιολογικός άνθρωπος, δεν θα καταντούσε τρελός αν τον έβαζαν να αφαιρεί ζωές με αυτόν τον τρόπο»

Για πρώτη φορά δεν ήταν βέβαιος τι ήταν σωστό να ειπωθεί. Τελικά, ο μικρός είχε δίκιο. Σε όλα υπήρχαν διαβαθμίσεις και όρια. Ποια ήταν τα δικά του;

«Έχω υπάρξει στα μετόπισθεν. Έχω κληθεί να κάνω αυτή τη δουλειά. Άνδρες πυροβολούσα ευκολότερα. Όταν όμως μου ζητήθηκε να σκοτώσω παιδί, δεν μπορούσα και αυτό με οδήγησε να χάσω τη θέση μου εκεί, καθώς κρίθηκα ακατάλληλος. Ο τρόπος που μεγάλωσα ήταν φριχτός. Σχεδόν πίστεψα και ίσως ακόμη να το πιστεύω, πως αν δεν είσαι κάθαρμα, δεν επιβιώνεις πουθενά. Πράγματι δεν θα επιβίωνα αν η....γιαγιά μας δεν με μάθαινε να βαδίζω,αν δεν μου φύτευε στο μυαλό την ανάγκη σχεδόν να γίνω σαν τους άκαμπτους στρατιώτες που έβλεπα να παρελαύνουν με τις υπέροχες στολές»

Ο Φίλιμπερτ τον κοίταξε ξανά.

«Η αλήθεια όμως δεν αλλάζει. Η Γερμανία δεν σε δέχτηκε ποτέ γι' αυτό που ήσουν, όπως δεν δέχεται τους Εβραίους, τους τσιγγάνους, τους Ρώσους και οποιονδήποτε δεν είναι γερμανόφωνος ή Σκανδιναβός. Εσύ ωστόσο βρίσκεσαι στη ρατσιστική εκείνη μερίδα που επιδιώκει τον αφανισμό ακόμη και νεαρών σαν εσένα. Αν δεν ήταν το γηραιό κτήνος, εσύ θα είχες ψοφήσει σε ένα ίδρυμα, ενώ εγώ θα ζούσα σαν βασιλιάς. Κοινώς στα μάτια της σημερινής κοινωνίας, εσύ είσαι σαφώς κατώτερός μου»

«Δεν καταλαβαίνεις...»

«Τότε κάνε με. Σου έχω πει χιλιάδες φορές, πως είμαι με το μέρος σου σαν αδερφός. Δεν θα σε κρίνω. Μπήκες στη ζωή μου και ομολογώ πως στην αρχή δεν χάρηκα καθόλου. Εν συνεχεία όμως, ξεκίνησα αργά να νιώθω απέναντί σου ορισμένα συναισθήματα. Πάψε να με κρατάς έξω. Σήκωσε τα τείχη σου»

Ο Άρτουρ βρισκόταν μπροστά του και τώρα ξεκίνησε να βηματίζει νευρικά, ενώ ταυτόχρονα αναζητούσε τα τσιγάρα του. Μόλις τα βρήκε, με τρεμάμενο χέρι άναψε ένα.

«Τίποτε δεν καταλαβαίνεις, τίποτε» μονολογούσε διαρκώς έχοντας αναψοκοκκινίσει. Η νευρικότητα διαφαινόταν σε κάθε του κίνηση.

«Άρτουρ...»

«Σταμάτα! Τι θες να ξέρεις; Ε; Την ταπείνωσή μου; Πως επειδή γεννήθηκα κουτσός, έπεσα θύμα βιασμού;» Ο Φίλιμπερτ άσπρισε. Τα χέρια του σχεδόν παρέλυσαν και απλώς αφέθηκαν να πέσουν άψυχα στο κορμί του. Ο Άρτουρ ρουφούσε λαίμαργα ό,τι είχε απομείνει από το τσιγάρο, αφήνοντας βίαια τον καπνό να ξεπηδήσει από το στόμα του «Αυτός είμαι! Ένας καημένος. Ένα ελαττωματικό αγόρι που ταπεινώθηκε με τον χειρότερο τρόπο, που με πέταξαν στα γόνατα και ασέλγησαν επάνω μου. Από εκείνη τη μέρα, νιώθω μισός. Σαν να μην είμαι άνδρας, σαν να είναι η βία και η δύναμη ο μόνος τρόπος, αρρωστημένος έστω, για να δείξω την υπεροχή μου. Γιατί δεν γνωρίζω πώς αλλιώς να το κάνω, γιατί ίσως και να μην μπορώ διαφορετικά. Σχέσεις με γυναίκες ποτέ δεν έκανα. Έρχονταν απλώς, ψυχρά και υποτακτικά, τις έστηνα μπροστά μου, τους πρόσφερα αυτό που αναζητούσαν δίχως πίεση και τους έδειχνα την πόρτα. Ποτέ μου δεν χάιδεψα γυναίκα, ποτέ μου δεν φίλησα κάποια. Δεν μου βγαίνει. Ίσως είμαι πολύ σάπιος για να αλλάξω, ίσως αυτό το περιστατικό με κατέστρεψε»

Ο Φίλιμπερτ είχε μείνει άφωνος. Στο μυαλό του, όπως ήταν φυσικό, ήρθε η Αφροδίτη. Στις γυναίκες, αυτό το φρικτό περιστατικό, το απάνθρωπο και ασυγχώρητο του βιασμού της ψυχής και του σώματος, ίσως λειτουργούσε αλλιώτικα. Δεν είχε σκεφτεί ποτέ πως θα μπορούσε άνδρας να πέσει θύμα βιασμού. Μονάχα που ο αδερφός του ήταν παιδί τότε. Μία εικόνα σκαρφάλωσε στο μυαλό του. Ο τρόπος με τον οποίο ο αδερφός του αντιδρούσε απέναντι στην κοπέλα. Δεν ήταν βίαιος, ίσως νευρικός. Άραγε να είχε καταλάβει;

«Δεν γνωρίζω τι θα ήταν σωστό να σου πω. Ίσως οτιδήποτε να θεωρηθεί λάθος. Μονάχα να ξέρεις πως αν ζούσες σε διαφορετική περίοδο, ίσως να υπήρχαν ελπίδες, ώστε μέσα από την καταχνιά, τη μιζέρια και τη βία, να έβλεπες πως υπάρχει και φως. Ο κόσμος είναι βρώμικος και ταυτόχρονα όμορφος. Ο πόλεμος όμως σου δίδαξε μονάχα την ασχήμια. Αν ζει αυτό το καθίκι...»

«Δεν ζει. Τον σκότωσα εγώ»

«Καλά του έκανες. Και εκείνη; Πώς ήταν δυνατόν να μην άκουσε τίποτε;»

«Εκείνη η γριά οχιά, έβαζε σπίτι της όποιον ήθελε. Νοιαζόταν να φτιάξει έναν αξιόλογο εγγονό. Ήμουν όμορφος πολύ και οι αναλογίες μου ταίριαζαν στην τελειότητα, με εξαίρεση το πόδι μου. Έτσι, πάλεψε ώστε να πάψει να ντρέπεται για εμένα. Ίσως και να θέλησε παράλληλα να με σώσει, ίσως να με λυπήθηκε. Τις κραυγές μου πάντως δεν τις άκουσε. Μάλλον η ευχαρίστησή της ήταν σημαντικότερη από τον κουτσό εγγονό της»

Τα μάτια του Φιλ γέμισαν δάκρυα, τα οποία στάθηκαν εκεί. Δεν θα τα άφηνε να κυλήσουν. Έπρεπε να φανεί δυνατός μπροστά σε ακόμη ένα ανθρώπινο δράμα.

«Θα σου πω κάτι. Η βία μπορεί να σου δώσει προσωρινή ευχαρίστηση, αλλά δεν είναι εκείνη που θρέφει την ψυχή. Μόνο τα σκοτάδια. Τα σκοτάδια όμως μας τρώνε, μας καλύπτουν. Όταν κάνεις κάτι καλό, θέλω να πιστεύω πως και εσύ αισθάνεσαι καλύτερα. Γιατρεύονται τα τραύματά σου»

Η κουβέντα έλαβε τέλος κάπου εκεί. Ένα βάρος είχε σηκωθεί από τα πνευμόνια του Άρτουρ, ο οποίος αδυνατούσε να σκεφτεί, έστω και την περίπτωση του ύπνου. Ειδοποίησε τον αδερφό του πως απλώς θα βρισκόταν έξω από την πολυκατοικία. Έκανε κρύο, μα λειτουργούσε αναζωογονητικά. Βγαίνοντας, καθώς επικρατούσε σκοτάδι και ησυχία, ο νεαρός κάθισε σε ένα σκαλοπάτι ακριβώς μπροστά από το κτήριο. Τα συναισθήματά του ήταν μπλεγμένα σαν το κουβάρι και ταυτόχρονα, έμοιαζαν με ηφαιστειακή λάβα που προσπαθούσε να ξεπηδήσει. Πάλεψε να ανάψει ακόμη ένα τσιγάρο. Τα χείλη του ξεκίνησαν να τρέμουν, όταν δίχως να το καταλάβει, τα μάτια του υγράνθηκαν απότομα. Έκλαιγε. Τα αναφιλητά τον έπνιξαν σε τέτοιο βαθμό, σε σημείο που τρόμαξε και ο ίδιος. Κουλουριασμένος, ανήμπορος, πάντα ανήμπορος τελικά.

΄΄Σκάσε!΄΄ σχεδόν φώναξε στον εαυτό του. Πώς ήταν δυνατόν η οργή και η θλίψη ταυτόχρονα να τον περικύκλωναν; Τι είδους δάκρυα ήταν αυτά; Σε ποιο συναίσθημα ανήκαν; Το πρωί τον βρήκε να κοιμάται έξω, πεσμένος στο παγωμένο έδαφος. Αρκετοί από τους περαστικούς σταματούσαν, πιστεύοντας πως είχε λιποθυμήσει από το κρύο. Έχοντας ωστόσο σηκωθεί, με το κορμί του πιασμένο και φορώντας ακόμη τα χθεσινά ρούχα, αποφάσισε πως αφού καθίσει να πιεί έναν καφέ, θα επισκεπτόταν εκείνη τη γυναίκα του ιδρύματος. Χρειαζόταν απαντήσεις για την αληθινή τύχη της οικογένειάς του και ήταν σχεδόν πεπεισμένος πως αυτή η Ελένη τις είχε. Εκτός από αυτό όμως, βαστούσε και ο ίδιος άσους, κρυμμένους στο μανίκι που είχε σκοπό να αποκαλύψει την κατάλληλη στιγμή.

Παλεύοντας να συνέλθει, πήγε στο σιδηροδρομικό σταθμό και από εκεί κατέβηκε στην πιο κοντινή στάση. Σαν έβλεπε ορισμένους περαστικούς να καμπουριάζουν φοβισμένα, θεωρούσε πως πιθανότατα να ήταν και Εβραίοι. Με το μυαλό του ωστόσο καρφωμένο αλλού, χτύπησε την πόρτα της γυναίκας. Ο Κάσπαρ τυχαία είχε βγει έξω για να της αγοράσει ορισμένα πράγματα. Η Ελένη πιστεύοντας πως είχε επιστρέψει, άνοιξε περιχαρής την πόρτα, μόνο για να οδηγηθεί στο θέαμα του νεαρού.Πλέον δεν διέθετε εκείνο το αψεγάδιαστο και αλαβάστρινο πρόσωπο. Τα μάτια του έμοιαζαν κουρασμένα, ίσως ελαφρώς πρησμένα, μα παρόλα αυτά, η ψυχρότητα διαφαινόταν ολοκάθαρα.

«Εσύ» ψιθύρισε.

«Εγώ. Γνωρίζω πως διόλου δεν χαίρεσαι που με βλέπεις, ωστόσο οι δυο μας έχουμε αφήσει ορισμένες συζητήσεις στη μέση»

«Λυπάμαι κύριε, μα δεν έχουμε τίποτε να πούμε»

«Έχουμε» αγρίεψε ελαφρώς «Ξέρεις για τους γονείς μου, για τον αδερφό μου. Ξέρεις πώς και γιατί σκοτώθηκαν»

«Δεν έχω ιδέα, κύριε. Πώς θα μπορούσα;»

«Αν σου πω, πως ήσουν γειτόνισσά τους, σε πείθω πως γνωρίζεις;»

Η Ελένη τα έχασε. Ανάθεμα. Αυτός ο επικίνδυνος άνδρας δεν έπρεπε να γνωρίζει τίποτε! Απλά δεν έπρεπε.

«Επειδή έμενα κοντά, όφειλα να γνωρίζω και τους δολοφόνους;»

«Σταμάτα να με δουλεύεις!»

Τη στιγμή του ουρλιαχτού του, εισήλθε στο σπίτι ο Κάσπαρ. Ήταν η πρώτη φορά που το βλέμμα του σκλήρυνε απότομα και καρφώθηκε επάνω στον Άρτουρ, κοφτά και οργισμένα.

«Άφησέ την ήσυχη» του γρύλισε και το αριστερό του χέρι εμφάνισε όπλο «Αν τολμήσεις να κάνεις ένα βήμα, σου ορκίζομαι πως θα ξεχάσω την ιδιότητά σου ως αδερφό του Φίλιμπερτ»

Είδε τότε αντίστοιχα και τον Άρτουρ να τον σημαδεύει ίσια στο μέτωπο.

«Αν τολμήσεις εσύ να κουνηθείς, θα διαγράψω επίσης και τη δική σου ιδιότητα, όποια και αν είναι. Τι νομίζεις; Πως θα σε λυπηθώ; Εσένα ειδικά;»

«Τι σκατά σου έφταιξε η Ελένη;» είχε βγει εκτός εαυτού. Η γυναίκα πρώτη φορά έβλεπε τον ξανθό της άγγελο, όπως τον αποκαλούσε, να κραδαίνει όπλο με μίσος. Ακόμη και ο ίδιος, δεν πίστευε πως ετοιμαζόταν να τον εκτελέσει. Καλύτερα. Ποτέ του δεν τον χώνεψε εξάλλου.

«Σταματήστε και οι δύο!» τους φώναξε, ωστόσο μία προειδοποιητική βολή, ξέφυγε από το όπλο του Άρτουρ και πέρασε ξυστά από τον κρόταφο του Κάσπαρ, αφήνοντάς τον σοκαρισμένο.

«Ξέρω και άλλα!» του ούρλιαξε «Έχω μελετήσει καλά τους πάντες στη γειτονιά, όλα τα σπίτια, όλες τις μαρτυρίες. Να σε ρωτήσω, πώς μπήκες στη Βέρμαχτ;» Ο Κάσπαρ δεν απάντησε τίποτε «Λέγε ρε! Ή μήπως θεωρούσες πως κανείς δεν θα μάθαινε; Αν είσαι αθώος, κατέβασε τα παντελόνια σου μπροστά μου, όπως θα έκανες και στους γιατρούς που θα σε εξέταζαν! Αλλά αυτή εδώ σε κάλυψε, είμαι βέβαιος. Ο άνδρας της πριν αποδημήσει είχε γνωριμίες, καλές. Ως εδώ όμως! Παλιοεβραίε!»

Το σκηνικό που ακολούθησε, θα το θυμούνταν όλοι. Η Ελένη, τρελαμένη από φόβο πως θα αιματοκυλούσαν το διαμέρισμα και θα έχαναν τη ζωή τους, έπεσε με τα μούτρα επάνω στον Άρτουρ, κλαίγοντας, με τα χέρια της να τραβάνε το πανωφόρι του.

«Σταμάτα! Σταμάτα! Αν δεν ήταν η δική του οικογένεια, ο αδερφός σου θα καιγόταν ζωντανός που να σε πάρει! Η οικογένειά του, η θεία του, εισήλθε στο διαμέρισμα με κίνδυνο της ζωής της, ενώ την προηγούμενη, οι δικοί σου είχαν στείλει στον τάφο τους γονείς του. Ήταν μία υπέροχη, γλυκύτατη οικογένεια! Η μητέρα του Κάσπαρ αρπάχτηκε για το στρατόπεδο, όπως και ο πατέρας του. Ο Κάσπαρ ήταν ημερών και γλίτωσε. Τον έκρυψαν. Υπεύθυνοι ήταν οι γονείς σου. Μπροστά στο χαμό όμως ενός βρέφους, την ημέρα που το διαμέρισμα τυλίχτηκε στις φλόγες, η θεία του εισήλθε και το απεγκλώβισε. Άκουσε τα κλάματά του. Δεν σκέφτηκε πως ήταν ο γιος των ναζί, αλλά ένα αθώο πλάσμα. Οι δικοί σου δεν βρέθηκαν ζωντανοί, μήτε γνωρίζω ποιος έβαλε τη φωτιά. Κάποιοι είπαν πως ήταν ξεκαθάρισμα λογαριασμών εντός του Κόμματος. Κανένας Εβραίος δεν τους δολοφόνησε. Αντιθέτως, φοβάμαι πως ήταν ομοϊδεάτης. Δυστυχώς, τον Κάσπαρ δεν τον κράτησαν μαζί τους οι θείοι. Είχαν δύο παιδιά ήδη, ήθελαν να φύγουν από φόβο, και καθώς γνώριζαν πως εργαζόμουν στο ίδρυμα, υπέθεσα πως εκείνοι άφησαν τα αγόρια εκεί. Λάθος τους που εγκατέλειψαν τον ανιψιό τους. Ο Κάσπαρ τα γνωρίζει όλα αυτά, μα δεν επιθυμεί να τους αναζητήσει ακόμη»

Ο Άρτουρ τον κοίταξε.

«Να πάρει....» ψέλλισε «Ο αδερφός μου...ξέρει ποιος είσαι;»

Ο νεαρός κατέβασε το κεφάλι.

«Όχι. Δεν γνωρίζει τίποτε»

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro