Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Η Μουριά ερημώνει/ part 2

Στη φωτό ο Μπάλντερ(φίλος Άρτουρ και ήρωας  του απολογισμού)

H Αφροδίτη δεν κατόρθωσε να κοιμηθεί ούτε ένα λεπτό. Τα πράγματα αργά έβαιναν προς το χειρότερο, το αδιέξοδο πανηγυρικά ορθωνόταν μπροστά της. Ο φίλος τους ο παιδικός ήταν νεκρός. Ένας από τους δύο καλύτερους του Στέφανου. Τα χέρια της ξεκίνησαν να τρέμουν. Πόση ανάγκη είχε για μία ζωή ήσυχη; Πόση ανάγκη να μην την κυνηγά η δυστυχία σε κάθε της βήμα; Ο πατέρας της, ο Παύλος, αγαπούσε ιδιαίτερα την Παναγία. Είχε γενικότερα μία βαθιά πίστη, δίχως ποτέ να εκδηλώνεται. Η Αφροδίτη δεν ζητούσε τίποτε από τον Δημιουργό. Για εκείνη ήταν βλασφημία να ζητά, τη στιγμή που πολλοί άνθρωποι δεν είχαν ούτε τα βασικά. Απόψε ωστόσο, ήθελε να προσευχηθεί, για την ψυχή της και για εκείνους που αγαπούσε. Ήθελε να ζητήσει δύναμη και φώτιση ώστε να βρει τον δρόμο της, να αναγνωρίσει το σωστό από το λάθος. Στην αγάπη όμως δεν έχει χώρο το κακό ή το λάθος. Έτσι πίστευε, μέχρι που τα ένιωσε όλα αυτά για το λάθος άτομο, τη λάθος στιγμή. Ο Λευτέρης στριφογυρνούσε και εκείνος στο κρεβάτι του.

«Μαμά;» την φώναξε «Θα γίνει καλά ο Φιλ; Χτύπησε πολύ;» της ψιθύρισε στο σκοτάδι.

«Μπορεί να χτύπησε, μα θα γίνει καλά. Ο...αδερφός του είναι γιατρός έμαθα. Θα τον κάνει καλά»

«Ο αδερφός του με είχε βοηθήσει στην πόλη. Όταν χάθηκα»

Η Αφροδίτη τον κοίταξε.

«Σε παρακαλώ, μείνε μακριά του»

Το αγόρι ένευσε και εκείνη τον σκέπασε. Κατόπιν, αποφάσισε να επισκεφθεί τον Φίλιμπερτ. Ήθελε να νιώσει σίγουρη πως όλα ήταν εντάξει. Σαν είδε ωστόσο τον Κάσπαρ καθισμένο στον καναπέ, συνειδητοποίησε πως ο νεαρός δεν ήταν μόνος στο δωμάτιο. Έπρεπε ωστόσο να βρει το θάρρος και να χτυπήσει. Στο εσωτερικό του δωματίου πάλι, τα δύο αδέρφια κάθονταν σχεδόν αμίλητα. Οι ιδεολογίες τους βασίζονταν σε διαφορετικές εμπειρίες της ζωής. Ο Άρτουρ προσπαθούσε να κοιμηθεί. Ταυτόχρονα, η μνήμη του πετούσε στη χρονιά εκείνη, όταν ο Χίτλερ ανέβηκε στην εξουσία. Ήταν έφηβος. Συμμετείχε σε μία παρέλαση, με βηματισμό επιθετικό. Τα βλοσυρά χρώματα μίας επίπλαστης μεγαλοπρέπειας, εκείνα του κόκκινου και του μαύρου, λαμποκοπούσαν υπό το φως των πυρσών. Τραγουδούσε μελωδίες επιθετικές και αισθηματικές συνάμα. Τίποτε δεν τον σταματούσε, κανείς δεν γνώριζε την σάπια του αλήθεια, ούτε καν ο Μπάλντερ με τον οποίο βρέθηκαν αργότερα στη Σχολή αξιωματικών στο Μπαντ Τελτς. Η πορεία των πυρσών εκείνο το βράδυ, θα έφτανε ως το ξενοδοχείο Κάιζερχοφ, όπου τους καρτερούσε ο μελλοντικός Υπουργός Προπαγάνδας, Γιόζεφ Γκέμπελς. Η Δημοκρατία της Βαϊμάρης είχε καταρρεύσει, προσκρούοντας σε περίπλοκα μοτίβα συμφερόντων των ελίτ. Εκείνος ωστόσο, είχε εκμεταλλευτεί τον ναζισμό αφενός για να ξεσπάσει όλη την οργή για τη δική του δυστυχία και αφετέρου για να επιβιώσει.

Ο Φίλιμπερτ αισθανόταν τον πυρετό του να τον ψήνει. Ήταν ιδρωμένος και πονούσε παρά τα παυσίπονα. Ο Άρτουρ του έριξε μία ματιά, ο αδερφός του ήταν χαμένος στις σκέψεις του.

«Ήρθες να με βρεις γιατί με είχες ανάγκη;» άνοιξε ξανά τη συζήτηση.

Ο Άρτουρ αρχικά το σκέφτηκε.

«Ναι. Ήθελα να σε γνωρίσω. Σου το είπα ήδη»

«Τότε λοιπόν, ίσως θα πρέπει να με γνωρίσεις στ' αλήθεια» ο Φίλιμπερτ πήρε μία ανάσα «Απόψε, μπορεί και να πέθαινα. Το σκέφτηκα καλά και κατέληξα πως ο θάνατος δεν είναι τόσο τρομακτικός και...ίσως ούτε και εσύ είσαι τόσο, όσο θέλεις να δείχνεις. Η αλήθεια λοιπόν αδερφέ, είναι πως δεν συμπαθώ τους ναζί. Σεβάστηκα τον γερμανικό στρατό, συμμετείχα δίκαια σε έναν άδικο πόλεμο. Δεν συμφωνώ όμως σε τίποτε. Είναι ένα καθεστώς βίαιο που επιθυμεί να εξαφανίσει τον υπόλοιπο κόσμο από τον πλανήτη. Γιατί; Τα όνειρά σου ήταν να γίνεις ένας φονικός στρατιώτης; Ή να ζεις σε μία ειρηνική πόλη, να βγαίνεις έξω με τους φίλους σου, να γνωρίσεις κάποια κοπέλα;»

«Ίσως και να μην μπορώ να ζήσω έτσι. Ίσως τελικά ο πόλεμος να ήταν μία λύση για εμένα. Η βία είναι το μοναδικό πράγμα που γνώρισα και επίσης, καμία κοπέλα δεν θα με ήθελε δίπλα της. Όλες επιθυμούν τον τέλειο άνδρα και εγώ δεν είμαι. Για την ακρίβεια κουτσαίνω. Όσο για το αν συμφωνείς, δεν με πειράζει. Ίσως να μου περνά και αδιάφορο. Είσαι νομοταγής στρατιώτης. Πρόσεξε μονάχα πολύ. Ένα λάθος θα σου κοστίσει τη ζωή και αν συμβεί αυτό, να είσαι σίγουρος πως θα ξαπλώσω κάτω τον υπαίτιο»

Ο Φίλιμπερτ χαμογέλασε. Ένας δυνατός πόνος του έσκισε τα πλευρά.

«Ώστε, έχεις τελικά αισθήματα!» τον πείραξε, κατόπιν σοβάρεψε «Ποιος σου τα στέρησε; Ήταν η γιαγιά, έτσι δεν είναι;»

«Δεν έχει σημασία»

«Έχει. Μίλησέ μου. Το έχεις ανάγκη»

«Η γιαγιά μου έμαθε να βαδίζω. Ωστόσο, ήταν σκληρή μαζί μου...Με χτυπούσε. Με χτυπούσε πολύ άσχημα»

Το χέρι του Φίλιμπερτ κινήθηκε προς το μέρος του.

«Αν ζήσω, δεν θα αφήσω να απλώσει κανείς το χέρι του επάνω σου, αν και νομίζω πως με τη σημερινή σου ιδιότητα και την εκπαίδευσή σου, δεν θα τολμήσει κανείς»

Ένα μειδίαμα αυλάκωσε το πρόσωπό του Άρτουρ, όταν είδε την πόρτα να ανοίγει και να εμφανίζεται η Αφροδίτη.

«Α, μάλιστα. Ο μπελάς. Το μικρό αγρίμι» την κοίταξε με τα αιώνια, γυάλινα μάτια του. Η κοπέλα δεν απάντησε τίποτε.

«Με συγχωρείτε, δεν κατάλαβα»

Ο Άρτουρ την πλησίασε ελάχιστα.

«Άλλο λέω εγώ εμφανώς, άλλο εσύ. Ίσως να είναι και καλύτερα» κοίταξε τον Φίλιμπερτ «Πρέπει να φύγω, να υποθέσω»

«Για λίγο» του απάντησε ο νεαρός και η πόρτα έκλεισε πίσω τους. Ήταν τότε που συνειδητοποίησε ορισμένα πράγματα. Όλα εκείνα που τους χώριζαν και για όλα εκείνα, για τα οποία θα τον μισούσε.

«Είσαι καλά; Γνωρίζω πως πρέπει να κρατούμε αποστάσεις, ωστόσο, από ειλικρινές και ανθρώπινο ενδιαφέρον βρίσκομαι εδώ»

Οι γροθιές του σφίχτηκαν απότομα, οι μύες του τεντώθηκαν και ένα σιγανό μουγκρητό ξέφυγε μέσα από τα σπλάχνα του.

«Ούτε καν αυτό δεν πρέπει να αισθάνεσαι. Απόψε έκανα κάτι κακό. Εγώ φύτεψα τη σφαίρα στο κεφάλι του Ιωσήφ, Αφροδίτη. Ναι, ήμουν σε άμυνα και ναι, θα με σκότωνε. Ωστόσο, είμαι ο κατακτητής και βρίσκομαι στη χώρα σου και σκοτώνω»

Ο τόνος του άξαφνα είχε γίνει ψυχρός. Η Αφροδίτη πάγωσε. Όπως και να είχε, ακόμη και αν βρισκόταν σε άμυνα, ο Ιωσήφ ήταν παιδικός της φίλος και ο Φίλιμπερτ του είχε δώσει τη χαριστική βολή. Ο Ιωσήφ ωστόσο δεν είχε πάει στην Γερμανία με σκοπό να την κατακτήσει. Δάκρυα πλημμύρισαν τα μάτια της και φόβος. Κοίταξε για μία φορά ακόμη τον νεαρό, από τα μάτια του οποίου κυλούσαν εξίσου εκείνα τα αλμυρά ρυάκια της απόγνωσης. Ξαφνικά, ανάμεσά τους, ένα πέπλο είχε πέσει. Κανείς δεν γνώριζε τι θα ήταν σωστό να ειπωθεί. Ίσως τίποτε. Σιωπηλή σηκώθηκε και με μικρές δρασκελιές, κατευθύνθηκε στο δωμάτιό της. Η πόρτα έκλεισε πίσω της. Πότε επιτέλους θα τελείωνε αυτό το μαρτύριο; Η απάντηση ήταν πως θα αργούσε πολύ. Μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας που θα γινόταν σε περίπου ένα χρόνο από εκείνη τη στιγμή, τα πράγματα θα αγρίευαν και τα Ες-Ες θα έπαιρναν το πάνω χέρι. Η Μουριά τους, η οποία στο παρελθόν είχε στεγάσει τα παιδικά τους όνειρα και είχε φιλοξενήσει τις συζητήσεις τους, πλέον ξεκινούσε να ερημώνει. Ήθελε να ουρλιάξει. Δεν επιθυμούσε να έχει στο σπίτι της κανέναν ξένο. Ήθελε να μείνει μόνη της, με τον δύστυχο πατέρα της και τον γιό της. Αντί αυτού, είχε καταλήξει να έχει τρεις Γερμανούς, με τον ένα να φορά αυτήν τη φρικτή, μαύρη στολή. Εκείνη του εκτελεστή.

Στο απέναντι σπίτι, ο Στέφανος είχε επιστρέψει σωστό ράκος. Εδώ και δύο μέρες δεν ένιωθε και πολύ καλά, το σώμα του το αισθανόταν μουδιασμένο, βαρύ. Η βοήθεια που είχε τυχαία προσφέρει, τον είχε γλιτώσει από τα χειρότερα. Παρόλα αυτά, επιθυμούσε να ανακοινώσει στους συντρόφους πως δεν θα μπλεκόταν χειρότερα. Τα πράγματα ήταν ήδη άθλια. Στη ζωή του δεν είχε κλάψει πολλές φορές, μα ο φόνος του Ιωσήφ του στοίχισε. Είχε προσπαθήσει να τον νουθετήσει, να τον αποτρέψει από το να ανακατευτεί με τον εχθρό. Όλα αυτά στοιχίζουν. Φυσικά δεν είχε ιδέα για τον υπεύθυνο του θανάτου. Ένα φθαρμένο κηδειόχαρτο, στολισμένο με έναν μαύρο σταυρό, θα ήταν ό,τι είχε απομείνει πια από τον φίλο του. Αυτό και οι πληροφορίες που αφορούσαν τον αποθανόντα. Για λίγο οι γροθιές του σφίχτηκαν. Σφίχτηκαν τόσο πολύ σε σημείο να ασπρίσουν οι αρθρώσεις του. Ήταν έτοιμος να κραυγάσει, όταν μία μικροσκοπική πέτρα τινάχτηκε στο παντζούρι του. Σέρνοντας σχεδόν τα πόδια του, το άνοιξε για να βρει την Ανδριανή και το Σάββα. Ένα παράξενο πνίξιμο του ανέβηκε στον λαιμό. Οι γονείς του κοιμούνταν, εξάλλου ήταν αργά.

Οι δύο φίλοι του εισήλθαν στο σπίτι κατηφείς. Όλοι γνώριζαν τον λόγο, μα κανένας δεν έκανε την αρχή να το συζητήσει.

«Ποιος θα είναι ο επόμενος;» αναρωτήθηκε φωναχτά ο Στέφανος και η Ανδριανή ετοιμάστηκε να του κάνει παρατήρηση.

«Εγώ θα είμαι. Ως Εβραίος μην ξεχνάς πως κινδυνεύω σχεδόν κάθε μέρα και όχι μόνο από τους Γερμανούς. Δεν είναι λίγοι και οι Έλληνες που δεν μας συμπαθούν ιδιαίτερα»

«Πάψε! Άκουσέ με. Μπορείτε να μείνετε εδώ με τους δικούς σου. Έχουμε μόνο ένα δωμάτιο και το γνωρίζω, μα αν στριμωχτείτε, θα χωρέσετε. Σε περίπτωση που αισθάνεσαι απειλή ή ανασφάλεια, εμείς είμαστε εδώ»

«Μπορώ και εγώ να φιλοξενήσω κάποιον από εσάς» του χαμογέλασε η Ανδριανή.

Ο Σάββας τους αγκάλιασε.

«Είστε οι καλύτεροι»

«Λιγοστεύουμε όμως» του ψιθύρισε ο Στέφανος, όταν οι υπόλοιποι αντιλήφθηκαν πως κάτι δεν πήγαινε και πολύ καλά. Αν και καταχείμωνο, ο νεαρός ήταν ιδρωμένος, χλωμός και φυσικά αδυνατισμένος καθώς όλο το φαγητό του το πρόσφερε στην εξίσου αδύναμη μητέρα του.

«Στεφανάκο μου, με ακούς;» τον ρώτησε η κοπέλα, ωστόσο, τα αυτιά του έμοιαζαν να βουίζουν, οι ήχοι έφταναν απομακρυσμένοι και αδύναμοι, ενώ για πρώτη φορά, με το ένα του χέρι, κρατήθηκε από το ξύλινο γραφείο που είχε στο δωμάτιό του.

«Είμαι εντάξει...» ψέλλισε, αλλά ήταν ψέμα. Μέσα σε λίγα λεπτά ένιωσε σαν να έχανε το φως του, ενώ αν δεν τον προλάβαινε ο Σάββας, το κεφάλι του θα συγκρουόταν με το πάτωμα. Γνώριζαν για τις αρρώστιες της εποχής, όπως ήταν η φυματίωση. Σαν να μην έφταναν οι ψείρες που τους ταλαιπωρούσαν συχνά, υπήρχε και αυτή η παλιοαρρώστια. Ο Στέφανος όντας αδύναμος σωματικά, είχε βρεθεί στο διάβα της.

Η οικογένεια είχε και πάλι αναστατωθεί. Ο Φίλιμπερτ ανάρρωνε, ένιωθε καλύτερα, παραμένοντας τελικά στο σπίτι του Παύλου. Με την Αφροδίτη είχαν ανταλλάξει ελάχιστες λέξεις. Σύντομα μπόρεσε να σηκωθεί, όταν πληροφορήθηκε για την κατάσταση του Στέφανου. Η Αφροδίτη όλη μέρα παρηγορούσε την Ανδριανή, ενώ ο Σοφοκλής, άσπρος σαν το πανί, τους απαγόρευε να εισέλθουν στο σπίτι, καθώς υπήρχε κίνδυνος μόλυνσης. Τα δύο κορίτσια κάθονταν στο παράθυρο σιμά, όταν με τρόμο, είδαν έναν ιερέα να εισέρχεται, για να διαβάσει μάλλον τις τελευταίες προσευχές.

«Όχι!» ούρλιαξε η Αφροδίτη, με την Ανδριανή να σιγοκλαίει «Όχι, δεν θα μου πάρεις και τον ξάδερφό μου!» αυτή τη φορά, κατηγορούσε το Θεό. Δεν ήξερε σε ποια άλλη δύναμη να στραφεί, ώστε να της δείξει έλεος.Άκουσε τα βήματα του Φιλ, προσεκτικά πλέον. Ίσα που στράφηκε για να τον κοιτάξει.

«Έχω μία λύση, αλλά ίσως δεν θα σας αρέσει. Ο αδερφός μου είναι γιατρός. Δεν ξέρω αν θα δεχτεί βέβαια...»

«Αυτός ο ανατριχιαστικός άνδρας» ψέλλισε η Αφροδίτη «Ανήκει στη Γκεστάπο. Είναι δολοφόνος!»

«Αν δεχτεί όμως, μπορεί να σωθεί ο Στέφανος» την παρακάλεσε ο Φιλ «Θα του πω να εμφανιστεί με πολιτικά ρούχα, ώστε να μην τραβήξει την προσοχή. Δεν έχει δα και τα πλατινένια μαλλιά των υπόλοιπων»

Η Ανδριανή τον κοιτούσε σιωπηλή.

«Ο δικός μας εγωισμός, ίσως του στερήσει τη ζωή. Ας είναι...»

Ο γιατρός που είχε επισκεφθεί την οικογένεια, ήταν αγενής και οξύθυμος. Φαινόταν να αηδιάζει ο ίδιος με την όψη του ασθενή και να ουρλιάζει στους γονείς να μαζευτούν και να μην τον αγγίζουν.

«Μην τον αγγίζετε!Έχει τύφο!» τσίριζε «Είναι κάτι τρομερά μεταδοτικό!»

Ο Σοφοκλής είχε βουρκώσει, όταν ο γιατρός εγκατέλειψε το παιδί στη μοίρα του. Οι γείτονες με κομμένη την ανάσα, παρακολουθούσαν τις εξελίξεις. Ήταν σχεδόν έτοιμοι να λιντσάρουν τον άξεστο επιστήμονα, όχι τόσο για το γεγονός πως προετοίμασε την οικογένεια για τα χειρότερα, μα κυρίως επειδή τους πήρε λεφτά. Ίσως από τα τελευταία που είχαν. Οι επιλογές είχαν στερέψει και οι δύο αξιωματικοί βρέθηκαν στο κατώφλι του άνδρα με τα σκληρά χαρακτηριστικά. Ο Φίλιμπερτ ίσα που κατόρθωσε να βαδίσει ως εκεί. Οι Εβραίες γειτόνισσες, παρακολουθούσαν και εκείνες, λέγοντας πως είχαν επίσης γονιό επιστήμονα στην περίπτωση που υπήρχε πρόβλημα. Όταν άνοιξε η πόρτα, καθώς πλέον ήταν αργά, ο Άρτουρ φάνηκε αναμαλλιασμένος, με μία λευκή φανέλα. Η ανάσα του μύριζε ελαφρώς αλκοόλ και τα γυάλινα, κυανά του μάτια σάρωσαν τους παρευρισκόμενους.

«Τι σημαίνουν όλα αυτά;» γρύλισε και ο Φιλ πήρε την πρωτοβουλία.

«Κάποτε έδωσες έναν όρκο, τον οποίο εμφανώς μάλλον δεν ολοκλήρωσες, λόγω του πολέμου»

«Αδερφέ, λέγε!» τον μάλωσε.

«Πεθαίνει ο Στέφανος, το παλικάρι που μένει απέναντι από εμάς. Είσαι γιατρός. Σε παρακαλώ, βοήθησέ τον»

Ο Άρτουρ τον κοίταξε.

«Ζωή σας εσάς, αν έρθουν τα χειρότερα» ειρωνεύτηκε και ετοιμάστηκε να κλείσει την πόρτα, η οποία βρήκε αντίσταση στην μπότα του Φιλ.

«Δεν έχεις τόσο μαύρη ψυχή στ' ανάθεμα!»

«Και πού το ξέρεις; Υπάρχουν κάποιοι σαν εμένα που χρησιμεύουν για να διοχετεύουν αέρια δηλητηριώδη στα στρατόπεδα»

«Μονάχα που εσύ δεν διοχετεύεις τίποτε! Ο Στέφανος είναι καλό παιδί και η οικογένειά του μας έχει αγκαλιάσει! Όπως είσαι, απλώς σηκώνεσαι και έρχεσαι μαζί μας!»

Οι δύο κοπέλες του διπλανού σπιτιού, κοιτούσαν έντονα τον νεαρό Γερμανοεβραίο αξιωματικό. Το δικό του βλέμμα αντίστοιχα, λοξοδρόμησε επίσης. Χαμογέλασε και στις δύο καλοσυνάτα, για όσο ο Άρτουρ ξεσπάθωνε στη γκρίνια, με τον Φιλ να τσακώνεται μαζί του, έχοντας κοκκινίσει. Μία ώρα αργότερα, ο Άρτουρ χτυπούσε την πόρτα του μελλοθάνατου. Η δυσοσμία της ασθένειας δεν τον άγγιζε καν. Ο Κάσπαρ εισήλθε μαζί του για να μεταφράζει, με τους γονείς να έχουν παραδοθεί κυριολεκτικά στα χέρια του. Δίχως να τον σιχαίνεται, τον εξέτασε προσεκτικά. Κατόπιν, ξεκίνησε να απαγγέλει έναν καταιγισμό από χάπια, ώστε να κρατά ο Κάσπαρ σημειώσεις.

«Νομίζω πως δεν ξέχασα κάτι» μονολόγησε και κατόπιν, κοίταξε τους γονείς.

«Θα την γλυτώσει. Πρώτα όμως, θα σας στείλω χάπια πολλά με τον αδερφό μου, αύριο το πρωί» πρόφερε κοφτά, με εκείνους να ξεσπούν σε κλάματα, ταυτόχρονα με γέλια συγκίνησης. Πάλεψαν να βρουν και το τελευταίο νόμισμα, ωστόσο ο ατσάλινος άνδρας τους σταμάτησε, δίχως να πει λέξη. Μάζεψε τα εργαλεία του και ελαφρώς κουτσαίνοντας, έφυγε.

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro