Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Αρυτίδωτη σιωπή/ part 1

΄΄Τα χελιδόνια του θανάτου, Σου μηνάν μίαν Άνοιξη καινούργια, Ελλάδα, και απ'τον τάφο Σου γιγάντια γέννα. Μάταια βιγλίζει των Ρωμαίων η κουστωδία τριγύρα Σου. Ακόμα λίγο, και ανασταίνεσαι σε νέο Εικοσιένα΄΄

Σικελιανός

Με την είσοδο των Γερμανών στην Ελλάδα, η Γκεστάπο ξεκίνησε να συγκεντρώνει τους καταλόγους με τους ΄΄εχθρούς του Ράιχ΄΄. Οι συγκεκριμένοι κατάλογοι, αφορούσαν πολλές φορές πολιτικούς αντιπάλους και ήταν ήδη έτοιμοι εδώ και πολλά χρόνια από το Κεντρικό Γραφείο Ασφαλείας του Ράιχ στο Βερολίνο(RSHA). Στην Αθήνα ο Sturmbannführer und Kriminalrat Γκάισλερ στρώθηκε ευθύς στη δουλειά, έχοντας φυσικά στο πλευρό του ανθρώπους σαν τον Κυριάκο και παλεύοντας να εντοπίσει τα πρόσωπα που αναγράφονταν στο βιβλίο με τους εχθρούς. Συλλαμβάνοντας όμως Έλληνες ανώτερους δημόσιους υπάλληλους ή κάνοντας έρευνα ακόμη και σε σπίτια ξένων διπλωματών, ενόχλησε ορισμένους Γερμανούς επισήμους που πάλευαν να κερδίσουν με το μέρος τους την ελληνική κοινή γνώμη.

Ο ίδιος ο Γκάισλερ τις πλείστες των φορών δεν είχε την παραμικρή ιδέα για το τι είχαν διαπράξει τα θύματά του έτσι και αλλιώς. Σε γενικές γραμμές ωστόσο και μέχρι εκείνη τη στιγμή, οι δραστηριότητες των Ες- Ες, ήταν περιορισμένες και μικρής κλίμακας. Ο Χίμλερ* ωστόσο, σύντομα θα επισκεπτόταν την Αθήνα προκειμένου να βρεθεί στην Ακρόπολη. Ο Άρτουρ θα κατέβαινε μαζί του, για να εγκατασταθεί στα γραφεία της SD που είχαν δημιουργηθεί στην Αθήνα. Η SD ήταν ένας συνδυασμός της μυστικής κρατικής αστυνομίας και της υπηρεσίας πληροφοριών των Ες-Ες και φυσικά, διοικούνταν από το Κεντρικό Γραφείο Ασφαλείας του Ράιχ στο Βερολίνο. Οι αξιωματούχοι της Γκεστάπο που ήταν προϊστάμενοί τους ήταν στο περιθώριο της κατοχικής γραφειοκρατίας. Παρακολουθούσαν τα καθέκαστα της ελληνικής πολιτικής και ενημερώνονταν για κάθε εξέλιξη, αλλά δεν διαδραμάτιζαν ιδιαίτερα δραστήριο ρόλο εξαιτίας της επικυριαρχίας των Ιταλών.

Πίσω στα γραφεία της υπηρεσίας, ο Φίλιμπερτ πρώτη φορά ένιωσε αγχωμένος. Ήταν σίγουρα ανορθόγραφο το γράμμα του, μα αυτό δεν είχε καμία απολύτως σημασία. Μόλις τελείωνε από την υπηρεσία, θα πήγαινε στα κρυφά να το αφήσει κοντά στο σημείο που το είχαν βρει, ελπίζοντας πως θα έπεφτε στα σωστά χέρια. Ο Κάσπαρ όλη εκείνη την ώρα, χάζευε από το ανοιχτό παράθυρο του κτηρίου τον κόσμο.

«Αυτός ο Κυριάκος, είχε προηγούμενα μάλλον με τον Στέφανο. Δεν το γνώριζα και ο γείτονας έφυγε μπαρουτιασμένος» μονολογούσε ο Φιλ, μα απόκριση καμία δεν λάμβανε «Κασπ με ακούς; Τελευταία είσαι αφηρημένος, κουρασμένος, δεν κοιμάσαι τα βράδια ή κοιμάσαι υπερβολικά πολύ...Ξέρω πως έγιναν πολλά και αποτρόπαια ως τώρα, αλλά...»

«Όχι δεν ξέρεις. Εγώ το είδα με τα μάτια μου...Αλλά δεν έκανα τίποτε. Κανείς δεν κάνει εξάλλου. Όλοι προσπαθούμε να επιβιώσουμε, δεν είμαστε ήρωες»

Ο Φίλιμπερτ τον πλησίασε και κάθισε δίπλα του στο παράθυρο, βαστώντας του το χέρι.

«Κάπως έτσι πρέπει να κρατούσαμε ο ένας τον άλλο, όταν μας βρήκαν. Σου έχω πει πολλές φορές πως θα ήθελα να μου μιλάς αν κάτι σε απασχολεί. Γνωρίζω πως ένα βράδυ στην Πολωνία είδες κάτι, μα ακόμη δεν μου έχεις μιλήσει γι'αυτό»

«Ναι...γιατί ορισμένα πράγματα αν ειπωθούν, θα ζωντανέψουν, θα μοιάσουν αληθινά. Και αυτό έμοιαζε βγαλμένο από την πιο διεστραμμένη ταινία ή βιβλίο. Κ-κάποιες κοπέλες, Εβραίες, ήταν νεκρές. Είδα στρατιώτες, κάποιους δικούς μας και κάποιους των Ες-Ες, να τις κοιτάζουν με λαγνεία. Το διανοείσαι; Ήταν όμορφες είπαν. Τις ανέβασαν στο φορτηγό και ασέλγησαν επάνω στο νεκρό τους σώμα. Από τότε, το σκέφτομαι κάθε μέρα. Δεν περνά λεπτό που να μην έχω την εικόνα των άψυχων ματιών τους στο μυαλό μου, μα και εκείνων της λαγνείας αυτών των στρατιωτών που γελούσαν. Αυτοί είμαστε. Οι περίφημοι Αρείοι είναι ένα μάτσο ανώμαλοι!»

«Πιο σιγά» τον συμβούλεψε ο Φιλ «Ο πόλεμος βγάζει προς τα έξω ό,τι κρύβουμε μέσα μας με επιδεξιότητα. Θα σου τύχει να γίνεις ακόμη και υπεύθυνος εκτελέσεων για αντίποινα. Όλο αυτό είναι ένα βρώμικο παιχνίδι και απλά οφείλεις να σκεφτείς πώς θα το παίξεις, πόσους θα σώσεις και πόσους θα αφήσεις να χαθούν. Το ρίσκο ενέχει και τον κίνδυνο να βρεθείς στον λάκκο. Ίσως και να αξίζει τον κόπο, αν τελικά περάσεις ως ήρωας στην ιστορία, δεν το γνωρίζω. Από την μεριά μου, θα προσπαθήσω να κάνω ό,τι μπορώ και τον Κυριάκο, δεν τον τοποθέτησα τυχαία στη θέση αυτή. Είναι δωσίλογος, μα αυτό σημαίνει πως εγώ θα μπορώ να πληροφορώ εγκαίρως τα θύματα. Δεν είμαι ανόητος να τον εμπιστευτώ» έκανε μία παύση.

«Έτοιμο το...γράμμα; Τι θα γίνει αν μάθει την αλήθεια;» ρώτησε ο Κάσπαρ παλεύοντας να αλλάξει το θέμα.

«Ναι. Θα το αφήσω στην ίδια θέση και για την ώρα δεν θα μάθει τίποτε» για λίγο δεν μίλησε κανένας τους «Άλλη φορά δεν θέλω να κρατάς μέσα σου φόβους και πίκρες, Κασπ. Ο πόλεμος θα μας λιώσει και το γνωρίζεις. Άγιοι δεν είμαστε, μα να είσαι σίγουρος πως θα παλέψουμε για την τιμιότητα όσο περνά από το χέρι μας, αν περνά»

Με αυτές τις τελευταίες κουβέντες, κατέβηκε αργά τα σκαλιά για να τον υποδεχτούν οι δρόμοι. Βρέθηκε να κατηφορίζει την οδό Βουκουρεστίου, πάντοτε με τη συνοδεία δικών του της Βέρμαχτ. Ο ήλιος ετοιμαζόταν να δύσει. Υπήρχε μία θλίψη στο θέαμα που επικρατούσε γύρω του, το οποίο υπό άλλες συνθήκες, θα έκρυβε μία ανοιξιάτικη γλύκα, έναν υποβόσκον ρομαντισμό. Άκουσε θόρυβο από παλαμάκια και ευθύς είδε μία ομάδα πολιτών, να χειροκροτεί Βρετανούς αιχμαλώτους πολέμου, οι οποίοι ήταν σε άθλια κατάσταση και εξαντλημένοι. Η ζοφερή ασχήμια ωστόσο της Κατοχής, φαινόταν να έχει υποτάξει για τα καλά την καθημερινότητα των Ελλήνων. Δική του δουλειά, ήταν η απομάκρυνση των πολιτών από τους αιχμαλώτους. Αν ήθελε, μπορούσε να υιοθετήσει ένα ψυχρό, γερμανικό βλέμμα. Το ύψος του και ο στρωτός του βηματισμός, σε συνδυασμό με την στολή και την αυστηρότητα, αποθάρρυνε τον κόσμο προσωρινά. Συνεχίζοντας το δρόμο του, παρατήρησε πως μονάχα τα δικά του βήματα αντηχούσαν στην έρημη πόλη. Ως και τα ρολόγια γύρω του είχαν σταματήσει, ουρλιάζοντας εγκατάλειψη, καθώς κανείς δεν τα είχε κουρδίσει. Μία βαριά σιωπή αναδυόταν από τους υγρούς δρόμους αυτής της πόλης. Μία βαριά, πυκνή αρυτίδωτη σιωπή, η οποία κάποτε έσπαγε από τις ψιθυριστές φωνές των ζητιάνων, οι οποίοι παρά την απαγόρευση κυκλοφορίας, εξακολουθούσαν να παρακαλούν απεγνωσμένα για ένα ψίχουλο. Στην πλατεία Ομονοίας, υπήρχε μία ταβέρνα η Άμφισσα, η οποία διαφήμιζε πλούσιο προπολεμικό φαγητό. Είχε σκοπό να την επισκεφτεί παρέα με ορισμένους συντρόφους του, παρά το γεγονός πως ο Βερν από όλους, ήταν κάπως εριστικός.

Μόλις έφτασε με τη μηχανή του κοντά στο σπίτι, σύρθηκε σαν τον αίλουρο ως τον φούρνο, όπου τον είχαν πληροφορήσει πως είχε αφεθεί το γράμμα. Κατόπιν επέστρεψε στην μικρή μονοκατοικία. Μόλις στάθηκε κοντά στο κατώφλι, είδε τον Στέφανο να τον πλησιάζει. Όταν το βλέμμα του, συνάντησε εκείνο του Φίλιμπερτ, μέσα του δεν έκρυβε πια την παρορμητική οργή, μα μία βαθιά πικρία.

«Ήθελα κάτι να σου πω. Απόψε, με υποτίμησες μπροστά σε έναν ανάξιο άνθρωπο. Εγώ στην ζωή μου, όμως μονάχα άξιος υπήρξα. Στρατιώτης σχετικά φτωχός, δίχως τον απαστράπτοντα εξοπλισμό σας, μα μονάχα με μία ψυχή γεμάτη αγάπη για την δεύτερη πατρίδα μου. Η πρώτη ήταν τα Βουρλά. Οι γονείς μου έζησαν τον διωγμό και τώρα ήρθατε εσείς να μου στερήσετε και αυτό το κομμάτι γης. Δεν θα το επιτρέψω να συμβεί, όπως και δεν θα επιτρέψω ποτέ ξανά να με υποτιμήσεις έτσι μπροστά σε έναν προδότη, ακόμη και αν κατάλαβα πως ήθελες να μου δώσεις ένα μάθημα για τη συμπεριφορά μου. Αν είχαμε ειρήνη και βρισκόμασταν τυχαία σε ένα ταξίδι, τα πράγματα μπορεί και να είχαν εξελιχθεί αλλιώς. Δεν έχουμε όμως και εσύ ταξίδεψες εδώ ακάλεστος, με σκοπό να μου αρπάξεις τις αξίες και τις αναμνήσεις, να διαλύσεις την ταυτότητά μου. Είμαι Έλληνας όμως και κοιτώ πάντα το κυανόλευκο κομμάτι της σημαίας μου, τον ουρανό. Πάντα ψηλά. Το σημερινό να ξέρεις, θα το θυμάμαι» πρόφερε και ευθύς μπήκε στο σπίτι του, δίχως ο Φιλ να προλάβει να πει το οτιδήποτε. Όχι δηλαδή πως υπήρχε και κάποια δικαιολογία.

Πράγματι, είχε προσπαθήσει να του δώσει ένα μάθημα για τη συμπεριφορά του, ωστόσο δεν είχε ιδέα στην αρχή, πως εκείνος και ο Κυριάκος γνωρίζονταν και πως φυσικά υπήρχε κακό παρελθόν μεταξύ τους. Εισήλθε στο σπίτι, όπου βρήκε τον κύριο Παύλο σκυθρωπό. Με μία ματιά, τον χαιρέτησε.

«Δεν πήγε καλά η δουλειά σας στο μαγαζί, έτσι δεν είναι;» τον ρώτησε ελαφρώς αμήχανα ο Φιλ.

«Όχι νεαρέ. Δεν πήγε. Το μαγαζί...μάλλον θα το πουλήσουμε. Είναι πολλά τα έξοδα και οι οικογένειες έχουν ανάγκη τα χρήματα που θα τους εξασφαλίσουν έστω ένα πιάτο με φαγητό»

«Λυπάμαι. Υπήρξαν μέρες που έμεινα στους δρόμους, δίχως φαγητό. Γνωρίζω πώς είναι. Αν υπάρχει κάτι που μπορώ να κάνω, να σας βρω μία άλλη δουλειά, να ξέρετε πως θα το προσπαθήσω» το βλέμμα του σταμάτησε πάλι στην κλειστή πόρτα «Πείτε της να βγει, θα αργήσω να επιστρέψω και έτσι θα έχει στη διάθεσή της όλο το σπίτι. Θα βρίσκεται και ο Κάσπαρ μαζί μου»

«Είσαι ευγενικό παιδί. Ευχαριστούμε για όσα κάνεις» πρόφερε απλώς ο Παύλος και ο Φιλ αποσύρθηκε στο δωμάτιό του.

Μισή ώρα αργότερα, άκουσε τη διπλανή πόρτα να ανοίγει και την Αφροδίτη να βγαίνει. Υπέθεσε πως πιθανότατα κατευθυνόταν στον φούρνο, με την σκέψη να έβρισκε κάποια απάντηση στο γράμμα της. Ήθελε πολύ να δει την αντίδρασή της, η οποία για την ώρα φοβόταν πως θα ήταν αρνητική. Μόλις άκουσε την εξώπορτα να κλείνει, αποχώρησε και εκείνος για να κατευθυνθεί στο σπίτι του Στέφανου. Χτυπώντας την πόρτα, του άνοιξε ο Σοφοκλής ελαφρώς άκεφος για τον ίδιο λόγο που ήταν άκεφος και ο Παύλος.

«Θα μπορούσα να μιλήσω στο γιο σας;» ακούστηκε η φωνή του Φίλιμπερτ.

«Τι με θέλεις;» τον ρώτησε ο Στέφανος από το βάθος.

«Θα ήθελα να έρθεις για λίγο έξω»

Ο Στέφανος αμίλητος βγήκε και στάθηκε μπροστά από το σπίτι του γνωρίζοντας πως η μητέρα του παρακολουθούσε με αγωνία κάθε του κίνηση.

«Λοιπόν...»

«Ήθελα να σου ζητήσω συγγνώμη για σήμερα. Σε έφερα σε δύσκολη θέση απέναντι σε έναν άνθρωπο, που εμφανώς δεν γνώριζα τι σχέση είχες μαζί του»

Ο Στέφανος για λίγο τον κοίταξε σιωπηλός.

«Είσαι ο κατακτητής όπως λες, επομένως θαρρώ πως έχεις το δικαίωμα να συμπεριφέρεσαι και όπως επιθυμείς...τελοσπάντων. Δεκτή η συγγνώμη. Για την ώρα δεν έχουμε κάτι άλλο να πούμε» τα λόγια του σχεδόν φανέρωναν παραίτηση.

«Έχω καταλάβει το ποιον του Κυριάκου» ακούστηκε ξανά η φωνή του Φιλ.

«Συγχαρητήρια. Δεν είναι δα και δύσκολο» απάντησε ο Στέφανος.

«Όχι δεν είναι, μα η θέση που βρίσκεται είναι σημαντική»

Ο νεαρός Έλληνας για τελευταία φορά πλησίασε προς την μεριά του.

«Άκουσέ με. Εσύ για την ώρα έχεις λύσει τα προβλήματά σου. Η οικογένειά μου σύντομα θα έρθει αντιμέτωπη με το κλείσιμο του μαγαζιού του πατέρα και του θείου μου. Ειλικρινά, δεν με απασχολεί ο Κυριάκος και οι βρομοδουλειές του, αρκεί να μη βρεθεί στο διάβα μου, καθώς αν κρατήθηκα στο παρελθόν, τώρα δεν θα το κάνω»

Ο Φίλιμπερτ τον κοίταξε.

«Η ξαδέρφη σου, μου φαίνεται πολύ θλιμμένη»

«Αυτό είναι κάτι που δεν σε αφορά. Η ξαδέρφη μου είναι μία υπέροχη κοπέλα που χρειάζεται χρόνο, χώρο και συνθήκες για να αναπνεύσει» ήταν και τα τελευταία του λόγια, προτού αποχωρήσει, με τον Φίλιμπερτ να καταλήγει τελικά σε εκείνη την ταβέρνα.

Η Αφροδίτη, έχοντας φτάσει στο φούρνο και πάρει το γράμμα στα χέρια της, επέστρεψε στο σπίτι ώστε να καθίσει μαζί με τον Λευτέρη για λίγο στο σαλόνι. Προσπάθησε να του αφηγηθεί μία ιστορία που επινόησε η ίδια, προκειμένου να τον πάρει ο ύπνος. Ο πατέρας της βρισκόταν στου Σοφοκλή και έτσι με τον μικρό να κοιμάται στο οπτικό της πεδίο, πήρε στα χέρια της το γράμμα. Μόλις το άνοιξε, η καρδιά της βάλθηκε να χτυπά ξέφρενα εξαιτίας του φόβου. Είχε πέσει σε ξένα χέρια! Τα μάτια της σφάλισαν σφιχτά από το άγχος, μέχρι που πήρε την απόφαση να το διαβάσει.

΄΄Φίλιππος΄΄ σκέφτηκε.

Σύμφωνα με το γράμμα, το οποίο είχε αρκετά ορθογραφικά λάθη, ο νεαρός, αν της έλεγε την αλήθεια, είχε μεγαλώσει δίχως γονείς. Με τα μακριά, λεπτά της δάχτυλα, χάιδεψε νευρικά το χαρτί, μην γνωρίζοντας τι θα μπορούσε να κάνει. Παίρνοντας αγκαλιά τον μικρό, αποσύρθηκε πάνω στην ώρα, καθώς δέκα λεπτά αργότερα, επέστρεψαν οι δύο αξιωματικοί. Ο καιρός είχε ζεστάνει και το αλκοόλ δυσχέραινε κατά πολύ την κατάσταση. Ο Φίλιμπερτ είχε απομείνει μονάχα με το παντελόνι και όντας ιδρωμένος, άνοιξε την πόρτα του με προορισμό την αυλή. Το βραδινό αεράκι τον αναζωογόνησε, όταν είδε την πόρτα να ανοίγει και εκείνη να εξέρχεται συγκρατημένα. Άξαφνα, ένιωσε τόσο γυμνός, σαν να μην φορούσε τίποτε. Η ντροπή έβαψε το πρόσωπό του, κυρίως γιατί είχε μάθει να την αντιμετωπίζει σαν κάτι εύθραυστο, σαν έναν άνθρωπο που βρισκόταν κλεισμένος σε μία γυάλα προστασίας.

«Με..Συγχωρείτε δεσποινίς. Δεν το ήθελα να...ζεσταινόμουν τρομερά και δεν μπορούσα να..»

«Φεύγω...»ψέλλισε εκείνη.

«Μισό λεπτό. Θα φύγω εγώ και...» την είδε να κρύβεται σαν κάτι να την απειλούσε. Το ένστικτό του, του ψιθύριζε πως πίσω από αυτή τη συμπεριφορά, κρυβόταν ένα δράμα. Ένα  φρικτό δράμα.

«Πώς σας λένε;» τη ρώτησε.

«Γιατί σας νοιάζει;» του αντιμίλησε «Είσαστε Γερμανός αξιωματικός. Είναι άλλη η δουλειά σας εδώ»

«Είμαι και άνθρωπος. Βλέπω πως είστε πολύ φοβισμένη. Αν είμαι εγώ η αιτία, τότε αύριο κιόλας θα ψάξω ένα νέο κατάλυμα»

«Όπως πιστεύετε κύριε»

Κρυβόταν.

«Είμαι ο Φίλιμπερτ και θα ήθελα απλώς να μου πείτε, αν είμαι η αιτία όλου αυτού του φόβου. Αν ναι, τουλάχιστον μπορώ να σας βεβαιώσω πως εγώ και ο Κάσπαρ δεν θα σας κάναμε ποτέ κακό. Δεν είμαστε τέτοιοι άνθρωποι. Ο Κάσπαρ έχει κατάθλιψη. Δεν θέλει να το παραδεχτεί, μα όπως και εσείς, είναι διαρκώς θλιμμένος. Δεν έχει στο μυαλό του το κακό το δικό σας και μάλιστα, σκόπευα να βοηθήσω τον πατέρα σας στην ανεύρεση εργασίας. Έμαθα πως θα πουλήσει το μαγαζί»

Η Αφροδίτη έκανε ένα μονάχα βήμα μπροστά. Από το πρόσωπό της δεν έφυγε ποτέ η θλίψη.

«Γιατί νοιάζεστε; Τι όφελος έχετε από εμάς;»

«Δεν μπορώ να σας το πω, γιατί απλώς δεν υπάρχει. Νοιάζομαι όμως γιατί αναγνωρίζω και εκτιμώ την καλοσύνη του πατέρα σας»

«Νόμιζα πως οι Γερμανοί ενδιαφέρονται μονάχα για τις κατακτήσεις»

«Ναι. Οι πλείστοι ναι. Όχι μόνο για τις κατακτήσεις. Είναι κάτι πολύ χειρότερο από απλοί κατακτητές. Ο λαός ωστόσο ο δικός μου έζησε περίεργες συνθήκες. Ήταν τόση η πίεση του ανήκειν σε μία ομάδα, που αν βρισκόσουν εκτός, θα υπέγραφες το θάνατό σου και τον κοινωνικό αποκλεισμό. Ο φόβος και η ανάγκη του να μην διαφέρεις, σε κάνουν να ανέχεσαι τον ρατσισμό του Χίτλερ. Η ανοχή οδηγεί στη συμμετοχή και αυτή στην αποκτήνωση» έκανε παύση «Μίλησα πολύ, ε;»

«Μιλάτε πολύ καλά τη γλώσσα μου. Γιατί;»

«Αυτό είναι μυστικό. Ίσως στο μέλλον, αν μιλήσουμε ξανά,να σας το αποκαλύψω με αντάλλαγμα να μου πείτε και εσείς κάτι για εσάς. Όχι απαραίτητα μυστικό»

«Και αν δεν θέλω;»

«Δεν υπάρχει πρόβλημα»

Τα μάτια της τόση ώρα είχανκολλήσει στα δικά του. Δεν κατηφόρισαν ποτέ στο ημίγυμνο κορμί του, το οποίοήταν γεμάτο παλαιές αμυχές. Τον είδε να αποχωρεί και εκείνη έμεινε για πρώτηφορά πίσω, δίχως να τρέχει να κρυφτεί στη φυλακή που είχε χτίσει η ίδια για τοκορμί και την ψυχή της. Το ένστικτο της ψιθύριζε πως δεν κινδύνευε, όπως την είχε προειδοποιήσει και εκείνο το βράδυ. Κοίταξε τα άστρα. Φαίνονταν ολοκάθαρα και απόψε, ίσως για πρώτη φορά, κάθισε λίγο παραπάνω για να αποτυπώσει την εικόνα τους στο μυαλό της.

* Χάινριχ Λούιτπολντ Χίμλερ: ήταν από τους γνωστότερους Γερμανούς Εθνικοσοσιαλιστές πολιτικούς και από τους πιο σημαντικούς διαμορφωτές της ναζιστικής πολιτικής. Θεωρείται ο ιθύνων νους και ηθικός αυτουργός του Ολοκαυτώματος

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro