Έναν τόνο πιο σκοτεινό/ part 1
Ελλάδα, Μάρτιος 1936
Ποτέ της δεν κατόρθωσε να καταλάβει πώς κατρακύλησε η ζωή της αργά και μεθοδικά στην άβυσσο. Η Αφροδίτη για κάποιον λόγο αντιπαθούσε τις αλλαγές. Η ρουτίνα της ήταν γνώριμη, ωστόσο είχε ευχαριστηθεί την ημέρα που τους μετέφεραν στα νέα τους σχολεία, με τις μεγάλες αίθουσες, τα καθαρά αποχωρητήρια, το νερό και φυσικά την αυλή γεμάτη με λουλούδια. Μαζί με την Ανδριανή ένιωθαν πλέον πως η μέρα τους ανήκε, ειδικά με το γυμναστήριο που είχε ανοίξει ακριβώς απέναντι, ωθώντας τες να μένουν εκεί μέχρι σχεδόν την δύση. Αγαπούσε πολύ τα αθλήματα και είχε ένα κορμί θαρρείς φτιαγμένο από λάστιχο. Πλέον, βρισκόταν στα δεκατέσσερα και είχε ξεκινήσει η ελαφριά γκρίνια της εφηβείας αν και ο Στέφανος ήταν χειρότερος, πνιγμένος στις ανασφάλειες του εφηβικού έρωτα. Λίγο πριν να φύγει από το σχολείο, βούρτσιζε τα καστανά της μαλλιά χιλιάδες φορές. Αναρωτιόταν αν η μελαμψή της επιδερμίδα ήταν στοιχείο ομορφιάς, μα όπως συνήθιζε να της λέει η μητέρα της, τα νιάτα της και μόνο, ήταν αρκετά.
«Έτοιμη;» η ελαφρώς βαριά φωνή του Στέφανου, την τίναξε από την ονειροπώλησή της.
«Έρχομαι» του απάντησε όταν έστρεψε το κεφάλι προς την μεριά της μητέρας της «Είσαι καλά; Μου φαίνεσαι χλωμή» της είπε χαϊδεύοντάς την τρυφερά «Ο μπαμπάς σε είδε;»
«Μου έθεσε ακριβώς την ίδια λίστα με τις ερωτήσεις. Εντάξει είμαι. Του ζήτησα και εκείνου να πάει στη δουλειά. Δεν χρειάζεται να ανησυχείτε για εμένα»
Η Αφροδίτη την φίλησε μία φορά και αρπάζοντας το μπράτσο του ξαδέρφου της, ξεκίνησαν να πραγματοποιούν στάσεις στα σπίτια της γειτονιάς για να μαζέψουν και την υπόλοιπη παρέα. Η Ανδριανή, ήταν ήδη έτοιμη και κατευθυνόταν προς την μεριά τους χασκογελώντας, παρέα με τον Ιωσήφ, τον οποίο είχε γνωρίσει μέσω του Στέφανου. Ο Σάββας και ο Κυριάκος έμεναν πιο κάτω και έτσι η παρέα των τεσσάρων κατευθύνθηκε προς το τέλος σχεδόν του δρόμου. Ήταν χρόνια ανέμελα και ανέφελα θα έλεγε κανείς. Ο Κυριάκος είχε πάντοτε την διεισδυτική του ματιά καρφωμένη επάνω της, ενώ ο Σάββας ευθύς αντιλήφθηκε την υποβόσκουσα ανησυχία της εξαιτίας της κατάστασης της μητέρας της. Σε αντίθεση με τα άλλα δυο αγόρια που είχαν την ηλικία του ξαδέρφου της, όντας συμμαθητές, ο Σάββας ανήκε στην δική της ηλικία, ωστόσο είχε ταιριάξει σχεδόν ευθύς αμέσως με τον Στέφανο.
«Δεν σε βλέπω καλά» της ψιθύρισε σαν έφτασε δίπλα της «Εμένα μπορείς να μου πεις, ξέρεις πως δεν λέω λέξη σε κανέναν».
Η Αφροδίτη πήρε μία βαθιά ανάσα, νιώθοντας το πρόσωπό της να θερμαίνεται. Δεν είχε ιδέα από έρωτες ακόμη, μα δίπλα στον Σάββα αισθανόταν ασφάλεια.
«Δεν είδα την μητέρα μου και πολύ καλά. Το ένστικτό μου, μου ψιθυρίζει άσχημα προμηνύματα. Δεν έπρεπε να την αφήσω μόνη»
«Θα ήθελες να στείλω τη μαμά μου για παρέα; Γνωρίζω πως έχει την κυρία Δέσποινα δίπλα της, μα ακόμη δύο χέρια βοήθειας δεν θα ήταν άσχημη ιδέα. Ας αφήσει για μία μέρα τις δουλειές του σπιτιού» της χαμογέλασε.
Η νεαρή κοπέλα τύλιξε τα χέρια της γύρω από τον λαιμό του.
«Σε ευχαριστώ πολύ και μόνο για την σκέψη σου»
Στην τάξη της σήμερα, στην συνέλευση που έκαναν, πήραν την απόφαση ως παιδιά γυμνασίου, να δημιουργήσουν την δική τους εφημερίδα και φυσικά η Ανδριανή με την Αφροδίτη, αποφασίστηκε παμψηφεί να ανήκουν στην συντακτική ομάδα, καθώς και ο Σάββας που ήταν υπερπρόθυμος να τις βοηθήσει. Οι περισσότεροι στο γυμνάσιο εξάλλου ήταν πλέον γνωστοί από τον Βύρωνα και την Καισαριανή, παιδιά προσφύγων από την Μικρά Ασία και αυτός ήταν και ο λόγος που ήταν δεμένοι μεταξύ τους. Η εφημερίδα ονομάστηκε ΄΄Τα νιάτα μας΄΄ και ο νεαρός Σάββας θα έτρωγε όλη του την ημέρα, προκειμένου να τις βοηθήσει με την μακέτα της πρώτης σελίδας. Κατόπιν, θα την τύπωναν σε ένα τυπογραφείο και είχαν αποφασίσει να την πουλάνε για μία δραχμή. Σύντομα φυσικά, η νεολαία τους αγάπησε και ο δάσκαλός τους ο κύριος Τσιριγώτης, τους υποστήριξε μέχρι το τέλος. Μονάχα ο Κυριάκος τον σχολίαζε κάποτε αρνητικά, μα όχι στο σημείο να κινήσει υποψίες. Επιστρέφοντας εκείνο το απόγευμα στο σπίτι τους, είχαν μπόλικη δουλειά να κάνουν. Η Μαργαρίτα, εξακολουθούσε να είναι χλωμή και ο γιατρός τους είχε πει πως επρόκειτο για μία εποχιακή, ανοιξιάτικη ίωση. Το λιόγερμα, χρυσαφένιο τρύπωνε μέσα από τα παράθυρα και η Αφροδίτη βρισκόταν όπως πάντα στο αγαπημένο της σημείο κοντά στο παράθυρο. Συνήθως η μητέρα της καθόταν έξω τα απογεύματα, παρέα με την Δέσποινα και ο Σοφοκλής με τον Παύλο βρίσκονταν στο καφενείο. Απόψε τίποτε δεν έμοιαζε ίδιο. Επικρατούσε μία αμήχανη σιωπή στο σπίτι.
Ο πατέρας της ήταν προβληματισμένος, η μητέρα της βρισκόταν ξαπλωμένη, ενώ από το παράθυρο εμφανίστηκε η φιγούρα του Στέφανου, μαζί με εκείνη της μητέρας του.
«Καλησπέρα Αφροδιτάκι μου, σας φέραμε κάτι να φάτε, τώρα που η Μαργαρίτα είναι λιγάκι αδιάθετη»
Η Αφροδίτη ευχαρίστησε την θεία της που πάντοτε έστεκε δίπλα τους, σαν δεύτερη μητέρα.
«Ευχαριστώ, μα μην ανησυχείς. Έχω μαγειρέψει και εγώ μαζί με τον μπαμπά»
«Ο θείος είναι σεφ;» τους πείραξε ο Στέφανος προσπαθώντας μάταια να ελαφρύνει το κλίμα.
«Είμαι ανιψιέ. Αμφιβάλεις; Πάνω από όλα η ισότητα στον γάμο και εγώ υποσχέθηκα σε Θεό και ανθρώπους πως θα την προσέχω. Είναι καθήκον μου λοιπόν η φροντίδα της. Καθίστε» τους έδειξε το μικροσκοπικό σαλόνι.
«Πάω λίγο μέσα να δω τη θεία» χαμογέλασε ο Στέφανος, ξέγνοιαστα σχετικά, όταν αντίκρυσε την Μαργαρίτα πλαγιασμένη στο κρεβάτι να κοιμάται. Για λίγο στάθηκε κοντά της ξεροβήχοντας ελαφρώς αμήχανα.
«Θεία, ο Στέφανος είμαι. Ήρθαμε να σε δούμε» της ψιθύρισε όταν αγγίζοντας το χέρι της, συνειδητοποίησε πως ήταν παγωμένο, κρύσταλλο.
Η καρδιά του ξεκίνησε να βροντοχτυπά και οι κινήσεις του να γίνονται πιο γρήγορες, όταν την πλησίασε περισσότερο ερχόμενος σε επαφή με το παγωμένο της πρόσωπο. Ήταν τότε που ο πανικός έκανε αληθινή κατάληψη στην ψυχή του και βουβά δάκρυα άρχισαν να κυλούν αβίαστα από τα μάτια του. Αγαπούσε πολύ τη θεία του. Σαν οικογένειες ήταν τρομερά δεμένες. Το ίδιο όμως λάτρευε και την ξαδέρφη του και τον θείο του, οι οποίοι κουβέντιαζαν στο μικρό σαλόνι, μην έχοντας την παραμικρή ιδέα για τον θάνατό της. Τα χέρια του ξεκίνησαν να τρέμουν και με την ανάστροφή τους προσπάθησε να σκουπίσει άτσαλα τα αλμυρά ρυάκια, ενώ παράλληλα έψαξε μέσα στην χαώδη ματαιότητα των σκέψεών του, τα κατάλληλα λόγια. Σαν τον είδαν οι υπόλοιποι, τινάχτηκαν επάνω, ακούγοντάς τον απλώς να ψελλίζει ένα λυπάμαι.
«Τι συνέβη; Τι έπαθε η Μαργαρίτα;» τσίριξε σχεδόν ο Παύλος, ο οποίος ούτε κατάλαβε για πότε βρέθηκε στο πλάι της νεκρής πλέον γυναίκας του. Πίσω του έτρεξε η Αφροδίτη, ενώ η Δέσποινα είχε καταρρεύσει στην αγκαλιά του γιού της.
«Μαργαρώ μου! Σήκω!» ούρλιαζε ο φτωχός ο πατέρας της Αφροδίτης που είχε γονατίσει δίπλα του, βλέποντάς τον να σπαράζει. Με όποια δύναμη της είχε απομείνει, προσπάθησε να τον παρηγορήσει.
«Σώπα πατέρα...» τον έκρυψε στην αγκαλιά της ενώ εκείνος με τα δύο του χέρια ήταν έτοιμος να ξεριζώσει τους γκρίζους κροτάφους του.
«Η Μαργαρίτα μου, Θεέ μου η Μαργαρίτα μου...» μονολογούσε ξανά και ξανά, σχεδόν μέχρι τα μεσάνυχτα.
Σύντομα ήρθε και ο Σοφοκλής με μάτια παραδομένα στη συγκίνηση και τον πόνο. Λόγια δεν έβρισκε για να πει, μονάχα την αγκαλιά του άνοιξε στον επιστήθιο φίλο του. Γιατί φίλο και αδερφό τον θεωρούσε.Από εκείνο το βράδυ άλλαξαν όλα. Η Αφροδίτη έχασε τον πατέρα που θυμόταν. Ο Παύλος για μερικές μέρες δεν πήγε στην δουλειά του, μονάχα καθόταν στο δωμάτιο ολομόναχος, ατενίζοντας τις φωτογραφίες τους και κάνοντας μία αναδρομή στο νεανικό του παρελθόν, τότε που ακόμη κατοικούσαν στα Βουρλά. Γιατί μέλλον άξαφνα δεν έβλεπε και ας είχε την Αφροδίτη δίπλα του. Εκείνη πάλι μαραζωμένη, πήγαινε στο σχολείο, με την Ανδριανή να αποτελεί το στήριγμά της. Είχαν για λίγο πάψει να ανταλλάζουν γράμματα, καθώς εκείνη πλέον κρατούσε τις σκέψεις της απομονωμένες. Ως και ο κύριος Τσιριγώτης στάθηκε στο πλευρό της θέλοντας να την στηρίξει. Φωτισμένος άνθρωπος, ο οποίος ωστόσο είχε άθελά του μπει στο στόχαστρο της οικογένειας του Κυριάκου.
«Νεαρέ Σαδόκ» φώναξε τον Σάββα ο οποίος θα την γυρνούσε στο σπίτι της «Να την προσέχεις. Περνά δύσκολα» τον συμβούλεψε για να τον δει να γνέφει θετικά.
«Πώς είναι ο κύριος Παύλος; Χρειάζεστε κάτι;» την ρώτησε, ενώ η Ανδριανή ερχόταν μαζί της τα απογεύματα για να την βοηθά σε ορισμένες δουλειές του σπιτιού.
«Είστε οι καλύτεροι φίλοι που θα μπορούσα να έχω» τους αγκάλιασε, όταν είδαν από μακριά τον Ιωσήφ και τον Κυριάκο.
«Αφροδίτη πώς είσαι; Ο Στέφανος ίσα που στέκεται» πρόφερε μαγκωμένος ο Ιωσήφ για να δουν τον Κυριάκο να κοιτάζει πλαγίως το Σάββα.
«Όλα καλά Σαδόκ;» τον ρώτησε με μία χροιά ειρωνείας.
«Κόψτο!» τον αποπήρε ο Ιωσήφ.
«Αφροδιτούλα, θα ήθελες να πάμε βόλτα; Το προτείνω για να νιώσεις εσύ καλύτερα» ήχησε η μελιστάλακτη φωνή του Κυριάκου.
«Προτιμώ να μείνω δίπλα στον μπαμπά. Με έχει ανάγκη, σε ευχαριστώ» απάντησε εκείνη ελαφρώς ψυχρά.
«Μην του δίνεις σημασία» τον στραβοκοίταξε η Ανδριανή στο τέλος, βαδίζοντας στο γνωστό μονοπάτι προς το σπίτι.
«Ο μπαμπάς έχει χάσει τον εαυτό του. Μπορώ να τον καταλάβω καθώς πέρασε μονάχα μία εβδομάδα, απλώς μου λείπει. Μου λείπουν τα αστεία μας, μου λείπει το χαμόγελό του και το κενό της μαμάς το κάνει χειρότερο» τους εκμυστηρεύτηκε εκείνη.
«Κάνε υπομονή. Πόσες φορές μετά τη βροχή έχουμε δει το ουράνιο τόξο;» χαμογέλασε η Ανδριανή.
«Πλησιάζει και το Πάσχα. Αυτή τη φορά η μαμά θα λείπει»
«Αν θα ήθελες πάντως, μπορώ να σου μιλήσω για το εβραϊκό Πάσχα. Συνήθως πηγαίνουμε στην Συναγωγή βέβαια, στην Ετς Χαγίμ, ωστόσο αν θέλεις να ξεχαστείς, μπορώ να σου αφηγηθώ έθιμα» χαμογέλασε ο Σάββας.
Η φιλία για εκείνη ήταν ο βράχος της. Στην ζωή της δεν έμεινε ποτέ μόνη, απλώς από ένα σημείο και μετά, είχε να παλέψει με τα δικά της θεριά, τα οποία θα την απομόνωναν αργά ή γρήγορα από όλους. Φτάνοντας στο σπίτι της, βρήκε τον πατέρα της να καρτερά, παραδομένο όπως κάθε μέρα στην συγκίνηση. Στη θέα της άνοιξε τα χέρια του διάπλατα, κλείνοντάς την μέσα.
«Λυπάμαι που εδώ και μία βδομάδα, μοιάζει σαν να απουσιάζω. Η μητέρα σου, ήταν εκείνος ο κρίκος, χάρη στον οποίο στεκόταν το ολόχρυσο βραχιόλι της ζωής μας. Εύχομαι μία μέρα να βρεις έναν άνδρα, που θα σε αγαπά δυνατά και γι'αυτό που είσαι, που θα σε σέβεται και που στα δύσκολα θα είναι πάντοτε εκεί για να σου βρίσκει λύσεις και να σε ανακουφίζει. Τίποτε άλλο μην κοιτάξεις στην ζωή σου, μονάχα την καρδιά του. Αν εκείνη σε χωρά ολόκληρη, τότε θα ζήσεις μία ζωή χαρισάμενη»
Κάπου μέσα από τις στάχτες του πόνου, είδε δειλά για ακόμη μία φορά να σχηματίζεται εκείνο το γνώριμο χαμόγελο, παρά την επικάλυψη της θλίψης. Έπρεπε να σταθούν δυνατοί. Είχαν ο ένας τον άλλο, είχαν τους θείους και αρκετούς καλούς φίλους. Την ανηφόρα ωστόσο σαν την διαβαίνεις, συνήθως δεν έχεις καθαρή θέα για την κορυφή της. Ούτε εκείνη είχε.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro