Κεφάλαιο δεύτερο: Ο προστατευόμενος
Είχα κουραστεί κι όμως το έκρυβα, πρώτα από τον εαυτό μου κι ύστερα από τους άλλους. Με κυνηγούσε μια συναισθηματική και ηθική κατάπτωση που όμοιά της είχα καιρό να νιώσω. Ο ήλιος σχημάτιζε μια πύρινη λίμνη στην επιφάνεια της θάλασσας απ' όποια πλευρά κι αν κοιτούσα τον ορίζοντα. Είχαμε σαλπάρει τα ξημερώματα και τώρα ο άνεμος έσπρωχνε το πλοίο μπροστά χωρίς κόπο.
Ο ατμός του φουγάρου, κατάμαυρος κι αποπνικτικός απλωνόταν από πάνω μας σαν ένα τεράστιο σύννεφο κατασκευασμένο από άνθρωπο κι όχι από τη φύση. Κάποιος φώναξε στον καπετάνιο και προσπάθησε να του αρπάξει το πηδάλιο από τα χέρια. Στην αρχή, δεν έδωσα καμία σημασία. Αργότερα, όμως, το πλοίο ξεκίνησε να κάνει παράξενες μανούβρες για να αποφύγει – δήθεν – μια επικείμενη κακοκαιρία που θα βρίσκαμε μπροστά μας.
«Άσε το πηδάλιο και πιάσε πόστο μπροστά!», φώναξε ο καπετάνιος έξαλλος.
Έριξα στους δυο τους μια λοξή ματιά. Ο καπετάνιος ήταν ένας μικροσκοπικός ανθρωπάκος με τεράστια μπράτσα, δυσανάλογα ανεπτυγμένα σε σχέση με το υπόλοιπο σώμα του, και χοντρό πρόσωπο με γενειάδα. Ο καμαρότος που είχε αρπάξει το πηδάλιο ήταν ένας θρασύς νεαρός που, πιθανότατα, ένιωθε επαναστάτης μέσα του.
«Είσαι τρελός; Θα μας σκοτώσεις όλους!», φώναξε πάλι ο καπετάνιος.
Έβγαλα από την τσέπη μου μια βαριά μεταλλική πυξίδα και έλεγξα την πορεία του πλοίου. Μερικοί από τους επιβάτες που ήταν μαζί μου στο κατάστρωμα με κοίταξαν διακριτικά, προσπαθώντας να κρύψουν τα αμήχανα ή ανήσυχα βλέμματά τους. Είχε δίκιο. Το πλοίο είχε ξεφύγει κατά πολύ από την πορεία του. Ξεφύσησα ηχηρά κι ύστερα πήρα τα πόδια μου για να πάω προς τον καπετάνιο και τον καμαρότο.
«Μειώστε ταχύτητα και στρίψτε το αριστερά. Θα βρούμε σε ύφαλο», τους είπα ήρεμα. Προφανώς και είχα κάνει πολλές φορές αυτή τη διαδρομή στο παρελθόν.
«Και ποιος είσαι εσύ που θα μας πεις τι να κάνουμε;», ρώτησε δύσπιστα ο καμαρότος.
«Κάποιος ο οποίος γνωρίζει αυτές τις θάλασσες πολύ καλύτερα απ' ότι εσύ», ισχυρίστηκα.
Ο καπετάνιος με κοίταξε κατάματα προσπαθώντας να ζυγιάσει αν έλεγα την αλήθεια ή όχι, αλλά το βλέμμα μου δεν άφηνε περιθώρια αμφισβήτησης. Με το που τον είδε να μειώνει ταχύτητα, ο καμαρότος ξέσπασε με θυμό.
«Μα τι στο καλό κάνεις; Θα ακούσεις αυτό τον ξένο;», φώναξε.
«Άνοιξε τα μάτια σου Πιέτρο! Κοίταξε το χάρτη και θα δεις πως έχει δίκιο! Χάσαμε τελείως την πορεία μας», απάντησε εκείνος.
Πέρασαν μερικές ακόμα βασανιστικές ώρες μέχρι να δέσουμε στο λιμάνι της Βενετίας. Φόρτωσα ένα σάκο με τα ρούχα μου στην πλάτη και κατέβηκα από τους τελευταίους, λίγο πριν κατέβει το πλήρωμα. Πάντα θα καταλήγω στην Ιταλία, σκέφτηκα και δάγκωσα την άκρη των χειλιών μου.
Ο καιρός ήταν ζεστός, όμως είχε απίστευτη υγρασία κι αυτό έκανε τα σγουρά μαλλιά μου να φουντώνουν. Φύσηξα δυνατά για να απομακρύνω μια μαύρη μπούκλα από το πρόσωπό μου και βάλθηκα να περπατάω ευθεία, ακολουθώντας τον πέτρινο δρόμο προς το κοντινότερο πανδοχείο. Ο λαιμός μου ήταν πιο ξηρός κι από την έρημο.
Κάθισα στο τέλος της αίθουσας και πήρα ένα ποτήρι κρασί. Η ξινίλα στην άκρη της γλώσσας μου με έκανε να μορφάσω έντονα. Ο πανδοχέας κατάλαβε αμέσως τι πήγαινε στραβά... Και ότι είχε να κάνει με έναν παράξενο πελάτη.
«Με συγχωρείς. Έπρεπε να σου έχω ζητήσει ακριβώς το κρασί που ήθελα κι όχι να σου πω απλά ότι θέλω ένα "vino rosso"΄. Δικό μου το λάθος» παραδέχτηκα.
«Έπρεπε να το έχω καταλάβει ότι ξέρεις από κρασιά. Οι περισσότεροι διαλέγουν λευκό αντί για κόκκινο εδώ πέρα», είπε ο πανδοχέας καθώς έτεινε το χέρι του να πιάσει ένα μπουκάλι από τα ψηλότερα ράφια.
Μόλις το ποτήρι μου γέμισε ξανά – αυτή τη φορά με ένα πολύ καλύτερο και ακριβότερο κρασί – βολεύτηκα ξανά στη θέση μου και παρακολούθησα ένα ψηλόλιγνο άντρα με κοντοκουρεμένα μαλλιά. Φαινόταν νεαρός στην όψη, αλλά το ντύσιμό του τον αδικούσε – ήταν παλιομοδίτικο από την κορυφή μέχρι τα νύχια, σε αντίθεση με τη σημερινή όψη του Ντάμιεν με τα βαμμένα κόκκινα μαλλιά και τον κρίκο στη μύτη.
«Ντάμιεν, ψάξε για έναν άντρα με μαύρες μπούκλες, λευκό δέρμα και...»
«Δεν χρειάζεται», μουρμούρισα.
Ο αδερφός μου γύρισε αστραπιαία το κεφάλι του προς τη μεριά μου και μου έσκασε ένα πλατύ χαμόγελο.
«Τα μεγάλα πνεύματα συναντούν το ένα το άλλο πάνω από μια γεμάτη κούπα με αλκοόλ, υποθέτω», αστειεύτηκε.
«Ίσως... Αδερφική συμβουλή, Κόλ: ζήτα ακριβώς το κρασί που θέλεις να πιεις κι όχι απλά 'ένα κόκκινο κρασί' όπως έκανα πριν. Ο τύπος είναι τσιγκούνης όσο δεν παίρνει», μουρμούρισα για να μην ακουστούν τα λόγια μου παραέξω.
Εκείνος ακολούθησε τη συμβουλή μου και παράγγειλε το ίδιο κρασί με το δικό μου. Έγνεψα προς εκείνον με την απορία να διαγράφεται ξεκάθαρα στο βλέμμα μου.
«Αυτός είναι ο Ντάμιεν. Είναι προστατευόμενός μου», απάντησε ο Κολ.
«Από πότε; Κι από πού κι ως πού;», ανασήκωσα τα φρύδια μου με το που διατύπωσα την ερώτηση.
«Από τη μέρα που με καταδίκασαν σε θάνατο για κάτι που δεν έκανα! Εσύ τι πρόβλημα έχεις;», φώναξε ο Ντάμιεν κάνοντας κάποια κεφάλια να γυρίσουν προς τη μεριά μου.
Αυτό που διάβαζα στις σκέψεις του Ντάμιεν ήταν πως με θεωρούσε «πολύ μικρό» για να θέτω τέτοια ερωτήματα, ενώ τα καταγάλανα μάτια του με κάρφωναν επίμονα. Ξεφύσησα παραδεχόμενος την επίδραση που το νεανικό μου πρόσωπο εξακολουθούσε να έχει στους άλλους.
«Πόσα πράγματα σου έχει πει για τον εαυτό του; Και πόσα σου έχει πει για μένα;», ρώτησα κοιτώντας τον μέσα στα μάτια.
«Αρκετά», απάντησε ανασηκώνοντας τους ώμους του σαν να μην τον ένοιαζε πως συναναστρεφόταν με δυο θανάσιμα επικίνδυνα πλάσματα σαν και του λόγου μας, αν κι ήταν ακόμα θνητός.
«Και δεν σε ενοχλεί να ξέρεις τι είμαστε; Δεν νιώθεις απειλή;», επέμεινα.
Ο Κολ μου έριξε ένα αποτρεπτικό βλέμμα για να μου γνωστοποιήσει ότι δεν ήθελε να συνεχίσω εκείνη τη συζήτηση. Εγώ τον αγνόησα, όμως επέλεξα να παραμείνω σιωπηλός για δικούς μου λόγους. Ο Ντάμιεν έγνεψε αρνητικά. Είτε είχε τάσεις αυτοκτονίας είτε δεν ήξερε ακριβώς πού πήγαινε να μπλέξει.
Σε αντίθεση με εμένα και τον αδερφό μου, εκείνος παρήγγειλε μια μπύρα και την κατέβασε σχεδόν μονορούφι. Είχα μάθει να είμαι λιγάκι καχύποπτος με εκείνους που κατέβαζαν τόσο εύκολα οποιοδήποτε αλκοολούχο. Το είχα δει παλιότερα στον εαυτό μου: μεγάλες ποσότητες κι αβίαστες γουλιές σήμαιναν μπελάδες. Κατέβασα αργά την κούπα μου και την άφησα να χτυπήσει με δύναμη στο ξύλινο τραπέζι.
«Πού νομίζεις ότι πηγαίνεις;», ρώτησε ο Κολ. «Δεν τελειώσαμε».
«Είμαι ένας πολύ μεθυσμένος βρικόλακας και θα πάω να ξαπλώσω στο δωμάτιο που έχω πληρώσει. Αν θες να μου κάνεις επίσκεψη, περίμενε να βραδιάσει», του είπα καθώς ανέλυα στο μυαλό μου τις αντιδράσεις και τη συμπεριφορά του Ντάμιεν.
Ο Κολ με άφησε να φύγω χωρίς να πει κάτι παραπάνω και παραβλέποντας το ψέμα περί μεθυσιού. Η επίδραση του αλκοόλ σε ένα βρικόλακα κρατούσε, κατά προσέγγιση, είκοσι με είκοσι δύο λεπτά. Όσο κι αν είχα πιεί πριν φτάσει εκείνος με τον Ντάμιεν, ήξερε πως δεν θα ήταν αρκετό να με κρατήσει σε κατάσταση μέθης.
Έπεσα προς τα πίσω στο κρεβάτι κι έκλεισα τα μάτια μου ανασαίνοντας βαριά. Ευχόμουν να μπορούσα να κοιμηθώ φυσιολογικά, χωρίς να πρέπει να επιβάλλομαι στο ίδιο μου το σώμα για να αναγκαστεί να πέσει για ύπνο. Οι σκέψεις μου οργίαζαν με το χειρότερο δυνατό τρόπο. Τα βήματα του νεοφερμένου ακούγονταν στο διάδρομο και πλησίαζαν προς την πόρτα μου. Για μερικά δευτερόλεπτα, κράτησα την ανάσα μου και περίμενα να δω τι θα κάνει. Εκείνος γύρισε αργά το πόμολο και μπήκε διστακτικά στο χώρο, υποθέτοντας ότι κοιμόμουν.
Έκλεισα τα μάτια μου το τελευταίο δευτερόλεπτο. Ο Ντάμιεν με πλησίασε γεμάτος περιέργεια. Στο μυαλό του αναρωτιόταν κατά πόσο έμοιαζα στον αδερφό μου κι αν ήμουν τόσο επικίνδυνος όσο του είχε πει. Δεν τόλμησα να κουνηθώ. Ήμουν σχεδόν όσο περίεργος ήταν κι εκείνος. Έτεινε τα δάχτυλά του προς το μέρος μου όμως, τότε, είχε μια ξαφνική αναλαμπή. Θυμήθηκε την υπερφυσική μας ακοή και κατάλαβε ότι κατά πάσα πιθανότητα τον είχα ακούσει να μπαίνει. Ψιθύρισε μια συγνώμη και βγήκε απομακρύνθηκε αργά στις μύτες των ποδιών του.
Ξέρω ότι δεν κοιμάσαι, σκεφτόταν.
Το επόμενο πρωί, ο Κολ εκπαίδευε τον Ντάμιεν σε ένα χωράφι αρκετά έξω από την πόλη. Τα σημάδια εγκατάλειψης ήταν εμφανή τόσο στα σπαρτά όσο και στο μικρό καλύβι και στην αποθήκη που ήταν στριμωγμένα σε μια γωνία του ξύλινου φράχτη.
«Ο δρόμος που περνάει από εδώ ήταν η παλιά εμπορική οδός. Τώρα πια δεν τη χρησιμοποιεί κανείς, οπότε δεν θα μας ενοχλήσουν», μου είπε.
Δάγκωσα τα χείλη μου ακούγοντας στις σκέψεις του αυτό που θα ερχόταν μετά. Ο Κολ θα μου ζητούσε να βοηθήσω στην εκπαίδευση του νεαρού. Προσποιήθηκα ότι το σκεφτόμουν, ενώ ήξερα πως θα απαντούσα αρνητικά. Εκείνος το κατάλαβε.
«Ω, έλα τώρα. Δώσε του μια ευκαιρία. Είναι πανέξυπνος», αντέτεινε κι εγώ παραιτήθηκα.
«Εντάξει, ας δούμε τι μπορεί να κάνει», αποφάνθηκα.
Ο Ντάμιεν ήταν πράγματι ικανός στην πράξη. Η μάχη μαζί του ήταν σαν ένας έντονος χορός κόντρα σε θυελλώδη άνεμο. Εκεί που σταματούσαν οι κινήσεις του ενός, ξεκινούσαν οι κινήσεις του άλλου. Προφανώς και δεν συγκρινόταν μαζί μου, όμως ήταν αρκετά καλός.
Πρέπει να του αποδείξω ότι μπορώ να κερδίσω και μόνος μου μάχες. Πρέπει να τον πετάξω κάτω, σκεφτόταν σφίγγοντας τα δόντια του.
«Αντιμετώπισέ με σαν μελλοντικό βρικόλακα και χτύπα με κανονικά!», μου φώναξε.
Σήκωσα τα φρύδια μου και του έριξα ένα βλέμμα που αμφισβητούσε τη νοημοσύνη του.
«Αν το κάνω αυτό, δεν θα προλάβεις την αλλαγή», του είπα.
Ο αδερφός μου τον αποθάρρυνε φωνάζοντάς του να πάψει να λέει ασυναρτησίες. Ύστερα, γύρισε προς εμένα και μου έριξε ένα προειδοποιητικό βλέμμα. Ανασήκωσα αδιάφορα τους ώμους. Λες και θα προσπαθούσα ποτέ να αφήσω τη γροθιά μου ελεύθερη να χτυπήσει άνθρωπο. Αν το έκανα αυτό, εκείνος δεν θα έχανε απλά την κάτω γνάθο του...
Ο Ντάμιεν εξακολουθούσε να επιμένει και να κολλάει πάνω μου σαν να ήταν μικρό παιδί που επιζητούσε την προσοχή του πατέρα του. Όσες φορές κι αν τον απωθούσα, εκείνος επέστρεφε δριμύτερος.
«Δεν θέλω καν να φανταστώ πώς ήσουν όταν ήσουν μικρός. Οι γονείς σου θα πρέπει να σε παρομοίαζαν με ζωντανό εφιάλτη», μουρμούρισα.
«Δεν ξέρεις τίποτα για τους γονείς μου!», είπε με μια κραυγή σαν γρύλισμα και μου έριξε μια γονατιά στο στομάχι, την οποία με το ζόρι ένιωσα.
Έπιασα τη γροθιά του στον αέρα την ώρα που κινούνταν προς το πρόσωπό μου και τον αγριοκοίταξα.
«Φτάνει! Γίνεσαι απρόσεκτος κι αυτό θα σου στοιχίσει μελλοντικά», του είπα.
Εγώ το είπα κι εγώ το άκουσα. Ο Ντάμιεν μου ρίχτηκε με φόρα κι εγώ έκανα ένα βήμα αριστερά με αποτέλεσμα εκείνος να πέσει κάτω με τα μούτρα.
«Ω ναι, είχες δίκιο. Είναι πανέξυπνος», ειρωνεύτηκα κοιτάζοντας τον αδερφό μου κι εξαφανίστηκα χωρίς να του δώσω χρόνο να απαντήσει.
Έφτασα τρέχοντας μέχρι τη λίμνη Κόμο κι έκλεισα τα μάτια αφήνοντας τη μυρωδιά του πράσινου να εισβάλει στη μύτη μου. Ήμουν ολομόναχος και το νερό με προσκαλούσε να βουλιάξω μέσα του. Πέταξα τα ρούχα μου σε μια γωνία – ναι, όλα – και το έκανα.
Το μυαλό μου ξέφυγε από τα όρια του σώματός μου και πλανήθηκε ελεύθερο σε παλιές αναμνήσεις – κυρίως ευχάριστες αυτή τη φορά. Μερικές φορές, εγώ κι η Κριστίνα κολυμπούσαμε κάτω από το φεγγαρόφωτο και κλεινόμασταν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου ακούγοντας τον παφλασμό της θάλασσας ή της λίμνης γύρω μας. Βύθιζα τα δάχτυλά μου στα ξανθά μαλλιά της και τη χάιδευα απαλά. Τότε το σώμα της γινόταν πιο ζεστό και κολλούσε πάνω στο παγωμένο δέρμα μου με έναν απίστευτα ευχάριστο τρόπο.
Τα μάτια της μου έλεγαν όσα χρειαζόταν να ξέρω κι εγώ δεν έπαιρνα το ρίσκο να γίνω ο πρώτος που θα έσπαγε τη σιωπή. Ήταν μια ιερή σιωπή γεμάτη συναισθήματα. Κι όλο αυτό είχε αρχίσει να μου λείπει.
Ο αέρας με φυσούσε στο πρόσωπο κι εγώ επέπλεα στην επιφάνεια. Δεν έδινα δεκάρα για το ποιος με κοιτούσε και με ποιο τρόπο. Εκείνη τη στιγμή το γλυκό νερό τραγουδούσε ένα μακρόσυρτο μοιρολόι που μόνο εγώ μπορούσα ν' ακούσω. Κούνησα τα χέρια μου πάνω κάτω και μετακινήθηκα πιο μακριά από την ακτή. Όταν άνοιξα τα μάτια μου το νερό με είχε παρασύρει από μόνο του προς τα δεξιά.
Κολύμπησα περιμετρικά της λίμνης κι έκανα μερικά μακροβούτια, καθένα από τα οποία χρησίμευε στο να πνίξει κάποια δυσάρεστη υπενθύμιση της κατάστασής μου. Από μέσα μου επαναλάμβανα το ρεφρέν ενός παλιού ιταλικού τραγουδιού, η πρώτη εκδοχή του οποίου ήταν στα λατινικά. Δεν είχα τραγουδήσει ξανά από τη μέρα που την έχασα. Είχα καταφέρει να πείσω τον εαυτό μου να αποσυρθεί από πολλά πράγματα που συνδέονταν με την κοινή μας ζωή και πλέον συνειδητοποιούσα πόσο λάθος έκανα.
Το ίδιο τραγούδι με συνόδευσε μέχρι την ακτή, όπου ντύθηκα βιαστικά κι έστυψα τα μαλλιά μου για να μην είναι πολύ βαριά από το νερό. Ο Κολ με περίμενε μερικά χιλιόμετρα πιο κάτω. Είχε βγει να κυνηγήσει, είπε, αλλά αυτό ήταν αρκετά μακριά από την αλήθεια.
«Και ο "προστατευόμενός" σου;», ρώτησα ανασηκώνοντας το δεξί μου φρύδι.
«Τον άφησα να κοιμηθεί. Μεταξύ μας... Δεν σε συμπαθεί και πολύ»
«Για νέο μου το λες;»
«Όχι. Ωστόσο, μην είσαι τόσο σκληρός μαζί του. Ξέρω ότι δεν είσαι και στην καλύτερη φάση της ζωής σου...»
«Δεν ξέρεις τίποτα!», φώναξα νιώθοντας το θυμό μέσα μου να αγγίζει τρελά επίπεδα.
Τι ήξερε ο αδερφός μου για τη ζωή μου τα τελευταία χρόνια πέρα από όσα ήθελα εγώ να μάθει; Θα σας πω εγώ τι ήξερε: ότι ήμουν ένα κινούμενο ερείπιο που αδυνατούσε να λάβει πρωτοβουλίες και ντρόπιαζε όλο το είδος μας με την αδυναμία του. Στο μεταξύ, ήταν η πρώτη φορά που είχα προσπαθήσει με τόσο σθένος να ελέγξω τον εαυτό μου για να μην καταλήξω να σκοτώνω όποιον βρω όπου τον βρω ή να κάνω κι άλλες αντίστοιχα καλές πράξεις.
Μουρμούρισα μια βρισιά κι ο αέρας τη μετέφερε προς εκείνον. Δεν ήθελα να τσακωθώ, δεν ήταν ανάγκη. Έγειρα το κεφάλι μπροστά για να δείξω στον Κολ ότι παραιτούμαι κι εκείνος το δέχτηκε.
«Πάμε να δούμε τι κάνει ο Ντάμιεν;», πρότεινε.
Σήκωσα τα μάτια μου και συνάντησα τα δικά του.
«Ναι», μουρμούρισα.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro