1.7 "Ποιητές της απραξίας"
Γυρίζοντας το κλειδί στην κλειδαριά της πόρτας ένιωθε σε κάθε του συναίσθημα να παρουσιάζεται και να το συνοδεύει μια κρύα κενότητα. Το διαμέρισμα του ήταν πάντα έτσι, μοναχικό.
Η μόνη παρουσία εκεί ήταν αυτός και ίσως τα θεατρικά έργα που σκαρφιζοταν κοντά στο τζάκι ή στο μπαλκόνι όταν δεν έκανε το κρύο την εμφάνιση του. Ο Erek περπάτησε ως το σαλόνι -ή καλυτερα- τους δύο καναπέδες που διαχωριζαν την μικρή κουζίνα από το υπνοδωμάτιο νιώθοντας βαρύς, ήταν πλέον τούτη η στιγμή της ημέρας που έμενε αντιμέτωπος με τον εαυτό του.
Άφησε το σακάκι και πλέον ελεύθερος από τα πράγματα του έμεινε να κοιτάζει τον καθρέπτη που υπήρχε στον τοίχο.
Τρομακτικά μοναχικός, τόσο που η απομόνωση έμοιαζε να γίνεται ολοένα και περισσότερο εσωτερική.
Η εμφάνιση του για εκείνον θύμιζε κάτι ξένο, αδυνατούσε να συνδέσει τις σκέψεις του με το άτομο που αντικρίζε απέναντι του. Ίσως για αυτό να ευθυνόταν η συνηθισμένη άρνηση του να κοιτάζει τους καθρέπτες. Σήμερα όμως δεν ήταν μια συνηθισμένη μέρα.
Ο Erek Gérard αισθανόταν περίεργα μετά την συνάντησή του με την Vera- Lauren καθώς παράτηρουσε κάθε φορά που μιλούσε μαζί της ότι το θέατρο για εκείνην ήταν κάτι περισσότερο από απλή έκφραση και δημιουργική απασχόληση.
Η Vera Novoyelle, δημιουργούσε εαυτούς ως καταφύγιο από τον άγνωστο δικό της. Έμοιαζε σαν μια σκιά ντυμένη με χιλιάδες προσωπεία και σαν τούτα εξαφανιζόνται, μένει μονάχα η άγνοια, εκείνο το δεν ξέρω που αναταράσσει την ύπαρξη της.
Θα ήταν ψεύτης αν δεν παραδεχοταν στον εαυτό του πως την πλησιάζει διότι ταυτίζεται μαζί της, σαν ένα κομμάτι του παρελθόντος του να εμφανίστηκε ενσαρκωμένο στον διάβα του παρόντος του.
Η νεαρή, θύμιζε ένα μονοπάτι που εκείνος είχε περάσει και ίσως πότε του δεν κατάφερε να αφήσει ολότελα στο σκοτάδι.
Περπατοντας ως το μπαλκόνι,αφήνει για λίγο την σκέψη της Vera Novoyelle και κοιτάζει όλο ανάγκη για αισθήματα την θεά της πολιτείας, καλυμμένης με ένα ελαφρύ σκοτάδι.
Αν ήταν ποιητής, ίσως να έγραφε κάτι για την σπάνια ομορφιά που αποπνέει το τοπίο, μια ομορφιά που αναζητά γύρω του και τον αποστρεφει απ'την μετριότητα του κόσμου, αλλά δεν είναι.
Ίσως και να είναι. Βέβαια, και να ήταν δεν θα το γνώριζε καθώς άφηνε πολλά αδοκιμαστα στην ζωή του. Φαινεται, προτιμούσε τον σίγουρο δρόμο -κάτι εκ φύσεως αντιποιητικό.
Το σκοτάδι ήταν μια αφορμή και για την Vera Novoyelle να θαυμάσει την ήρεμη θέα από το παραθυρο της. Ίσως εκείνη να ήταν ποιήτρια αν το τολμούσε, βέβαια προτιμούσε το τίποτε ή τουλάχιστον φοβόταν όχι μόνο το νέο μα και τον σίγουρο δρόμο.
Τα μάτια της έκλειναν ελαφρά με κάθε βροχοσταλιδα που έπεφτε στο τζάμι της και δημιουργούσε έναν απαλό, μελωδικό ήχο.
Σκεφτοταν την ημέρα της, είχε ξεχάσει κιόλας την Λόρεν ή τουλάχιστον δεν επιθυμούσε να την ενθυμείται. Την μοναξιά της συνόδευε ένα μικρό φως, εκείνο του φακού που της είχε χαρίσει ο Erek τις προάλλες.
Θα ήταν ψέμα αν η ίδια δεν παραδεχοταν στον εαυτό της πως αν και ανεξήγητο, τον εμπιστεύοταν πολύ.
Ξαφνικα, τα γκρίζα μάτια της παρατήρησαν πως το φως εκείνο καθώς έπεφτε στον σκούρο τοίχο πίσω της, δημιουργούσε κάποια σχήματα με τις αντανάκλασεις των πραγμάτων πάνω στα οποία έφεγγε.
Ίσως αυτή, να ήταν η πιο προσωπική της παρατήρηση ως τώρα. Μια ασήμαντη παρατήρηση της Vera. Άνευ ρόλου.
Ίσως, αν ήταν ποιήτρια να έβρισκε λίγο θάρρος για να εξελθει από την καμάρα της, να κοιτάξει το σκοτάδι κατάματα.
Δεν ήταν όμως. Μα και να ήταν δεν θα το γνώριζε διότι το δεν ξέρω είχε γίνει κάτι σαν "στάση" για το πρόσωπό της.
Ίσως αν ο Erek Gérard και η Vera Novoyelle ήταν ποιητές να τηλεφωνούσαν ο ένας στον άλλον, ήταν όμως; Ακόμη και αν ήταν, δεν ήταν έγκαιρα καθώς μόλις σχεδόν ταυτόχρονα, σαν ένα άτομο, σχηματισαν τους αντίστοιχους αριθμούς και ύψωσαν το ακουστικό του τηλεφώνου με αγωνία στο αυτί τους, η γραμμή, η αιώνια γραμμή δίχως σχήμα των ποιητών της απραξίας, έμοιαζε κατειλημμένη.
Υπάρχουν λίγο αργές ανανεώσεις, βέβαια το βιβλίο θα συνεχίζεται.
-Α
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro