1.2 "Κύματα "
Η κοπέλα περπατούσε στον πολυσύχναστο δρόμο έχοντας χάσει το λεωφορείο, προσπαθώντας να φτάσει στο σπίτι όσο πιο γρήγορα μπορούσε.
Μπερδεμένες εικόνες και ορισμένα σκιρτήματα, τρεμοπαιζαν στην όραση της καθώς οι βηματισμοι της άρχιζαν να εγειρονται από την ανάγκη της για αποφυγή του τοπίου που της προκαλούσε φόβο και δέος.
Μια εσωτερική ανάγκη, ανίκανη να δαμαστει, που ωθεί τον άνθρωπο στην εξερεύνηση αλλά και τον τρόμο για το νέο.
Το σώμα της νεαρής επέπλεε στα κύματα του φόβου της που την κρατούσαν ασφαλή και απραγη.
Τα βαριά βήματά της έμοιαζαν να συνοδεύονται από μια εξίσου βαριά και σταθερή μελωδία, τόσο σίγουρη για το πριν και τόσο ανασφαλή για το τώρα.
Η αμάθεια της την οδηγήσε στο να πέσει πάνω σε δύο περαστικούς, οι οποίοι την κοίταξαν με βλέμματα απόδοκιμασίας καθώς την έσπρωξαν από πάνω τους.
Ο έξω κόσμος έμοιαζε για την Vera ως κάτι τρομακτικό και άγνωστο. Χανοταν συχνά σε κάθε του σημείο και για αυτό έτρεχε πάντα προσπαθώντας να τον αποφύγει με δειλία.
Ξαφνικά η πόρτα του μικρού της διαμερίσματος φάνηκε μπροστά της σαν το έσχατο καταφύγιο από την πραγματικότητα.
Έχοντας αφήσει τα τελευταία κουρασμένα της βήματα στην πόρτα, εισήλθε στον χώρο και μπερδεμένη έπεσε στο κρύο και πλακόστρωτο πάτωμα.
Κοιτούσε το ταβάνι, ήταν λευκό και εκείνο όπως τα περισσότερα που είχε ποτέ παρατηρήσει.
Ένας ακόμη τοίχος που διαχωρίζει το πραγματικό από το νοητό και το ανούσιο από το ουσιώδες.
Ένας ακόμη τοίχος που έχτισε ανάμεσα σε εκείνη και σε οτι αδυνατούσε ακόμη να ξεπεράσει.
Και άραγε θα προσπαθούσε πότε αρκετά να ξεπεράσει εκείνα τα κύματα; Η θα έμενε πάντα ναυαγός σε σκέψεις και μη υπαρκτές εικόνες;
Και τότε ο ύπνος ήρθε διστακτικά να την προσεγγίσει σε εκείνο το σημείο, χαμένη σε σκέψεις ως συνήθως μέχρι να την βρει το φως που ανακλάται στον τοίχο από το ανοιχτό, κάθημερινα, παραθυρο του χωλ.
(...)
Η επόμενη ημέρα ήρθε σαν καπνός, γρήγορη και ανεμποδιστη να πλησιάσει την Vera, η οποία είχε ξυπνήσει με την πρώτη ημιχρυση αχτίδα φωτός που άγγιξε το τζάμι της.
Θύμιζε έναν μαγευτικό λαβύρινθο, ο τρόπος που κοιτούσε τον εαυτό της στον μικρό, σπασμενο καθρέπτη του δωματίου της καθώς φορούσε το πράσινο φόρεμα της. Θα έλεγε κανείς πως το όμορφο περίβλημα της συμβαδιζε με την εσωτερική της πανδαισία,
μα η νεαρή δεν είχε αφήσει τον κόσμο, ούτε τον εαυτό της ακόμη, να γνωρίσει τούτο το πολυπόθητο εσωτερικό.
Τα μικρά της βήματα αντηχησαν για τελευταία φορά στο πάτωμα όταν έκλεισε βιαστικά την πόρτα του διαμερίσματος της και πήρε τον δρόμο της για το θεατράκι.
Ήταν περίεργη η αίσθηση που την περιέβαλε όταν δεν βρισκόταν σε κάποιον ρόλο, όταν ήταν αναγκασμένη να εκπροσωπεί την δική της σάρκα και οστά.
Θύμιζε δυσκολότερο από την ενσάρκωση χαρακτήρων και αισθημάτων, δυσκολότερο από οτιδήποτε έκανε και απέφευγε.
Θυμιζοντας απλά ένα σώμα δίχως τίτλο, ιδέες και φωνή εισήλθε στο λεωφορείο που οδηγούσε στην πλατεία κοντά στο άγνωστο θέατρο.
Επέλεξε δίχως δεύτερη σκέψη να καθίσει σε μια θέση στο βάθος, μια από έκεινες που έμοιαζαν ανεγγιχτες και απροσαρμοστες στην δήθεν ομαδικότητα του υπόλοιπου λεωφορείου, κάτι σαν τα πρώτα φθινοπωρινά φύλλα και την ξαφνική βροχή στη μέση του Αυγούστου.
Κάτι ολιγον αταίριαστο.
Τοποθέτησε τα χέρια της στο χερούλι της μπροστινής θέσης και τα μάτια της καρφώθηκαν στο διάφανο τζάμι που αντικατοπτριζε κάποιες ταχύτατες εικόνες, απλές και φαινομενικά κοινές.
Καθώς οι δρόμοι άρχισαν να μοιάζουν με καταρράκτες ασφάλτου και ανέμου, οι σκέψεις σε τι θα μεταμορφωνονταν κάτω από γρήγορους ρυθμούς; Ίσως σε απλό ανούσιο αγέρα ή μάλλον σε κάτι που θα ομοιάζει την ύλη που φέρουν. Όχι, σίγουρα δεν μπορώ να ξέρω.
Θα έπρεπε όμως να υπάρχει ένας διαχωρισμός για την κάθε μία ώστε να μην λησμονουνται. Ίσως θα έπρεπε να γίνονται μορφές.
Μορφές που η κάθε μία θα φέρει το χρώμα του συναισθηματος που προκαλούν. Μπλε ή γκρι για την θλίψη; Πορτοκαλί για την χαρά και κίτρινο για κάτι ευχάριστο.
Μα τι χρώμα θα συμβολίζει την άγνοια;
Ίσως το ενδιάμεσο και μπερδεμένο πράσινο.
Και ξάφνου ο προορισμός της εμφανίστηκε σαν κάτι αστραπιαίο, καθώς παρατήρησε με την άκρη του ματιού της τους περισσότερους ανθρώπους να κατεβαίνουν από το όχημα.
Σηκώθηκε σαν ελαφρύς άνεμος από την θέση της και αποχαιρέτησε το λεωφορείο για τώρα.
Η μικρή πλατεία έμοιαζε με ένα πίνακα ενός καλλιτέχνη που αγαπούσε τα άχρωμα. Η Vera δεν ξεχώριζε την διαφορά των γραφικών μαγαζιών από το γκρίζο πλακάκι που στολίζει τα πατήματά της.
Πλησιάζοντας ολοένα και περισσότερο τον μικροσκοπικό χώρο που γέμιζε την ζωή της με κάποιο ενδιαφέρον, αναγνώρισε από μακριά μια γνώριμη στα μάτια της μορφή,
γνώριμη και άγνωστη ταυτόχρονα καθώς της έμοιαζε αρκετά.
Παρατήρησε από μακριά τα καστανοξανθα μαλλιά της και εκείνο το πράσινο φόρεμα, την αμηχανία στα βήματα της και το κατάλευκο δέρμα, που θαρρείς πως θα σπάσει.
Έβλεπε κάτι σαν αντανάκλαση του εαυτού της, μα ο καθρέπτης ήταν ανύπαρκτος.
Έτρεξε. Τα βήματά της έγιναν γρήγορα και ασφυκτικά, γέμισαν αγωνία και απορία καθώς πλησίαζε την απεικόνιση του εαυτού της ολοένα και περισσότερο.
Η άλλη Vera, ασαλευτη έστεκε σε εκείνο το σημείο ώσπου η νεαρή να προσπαθήσει να την αγγίξει για να αποδειχθεί μια απλή και σύνθετη ταυτόχρονα οφθαλμαπάτη.
Η απεικόνιση χάθηκε σαν καπνός και η κοπέλα οδηγήσε τον εαυτό της μέσα στο θέατρο προσπαθώντας να αφήσει πίσω τούτο το περίεργο περιστατικό, το οποίο της προξενεί πλήθος αποριών.
Η ομάδα είχε ήδη αρχίσει να συγκεντωνεται σε έναν συνηθισμένο κύκλο, όταν η Vera έκανε την εμφάνισή της για να αντίκρισει ένα από τα πιο ποιητικά θεάματα που ίσως θα αντικριζε πότε της.
Η φωνή εκείνου κάλυπτε τον χώρο και οι λέξεις του της προξένησαν ένα αίσθημα έντονου ενδιαφέροντος:
"Προσπαθώντας να γνωρίσω καλύτερα τον κάθε ένα από εσάς αλλά έχοντας ως σκοπό να γνωριστείτε και εσείς οι ίδιοι μεταξύ σας, σήμερα θα έχουμε ως δραστηριοτητα κάτι σαν παιχνίδι ρόλων."
Γειά σας💜
Ελπίζω να σας άρεσε.
-Α
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro