Κεφάλαιο 9
Απόλλων.
Χάνω την συγκέντρωση μου καθώς την αναλύω. Η πλάτη της συνεχίζει να βρίσκεται ακουμπισμένη επάνω στο δέντρο. Παρατηρεί τον ουρανό. Η μυρωδιά της σε χαλαρώνει και το δέρμα της εκπέμπει ένα άρωμα λουλουδιών που δεν καταφέρνω να θυμηθώ.
Η Ζαΐρα έχει χαμένο το βλέμμα, μοιάζε απίστευτα αθώα. Εκείνη δεν έχει ιδέα πόσο μακριά μπορεί να φτάσει η δύναμή της. Υπάρχουν πολλές δρυΐδες στον κόσμο, αλλά ισχυρές όπως η Ζαΐρα είναι πολλοί λίγες.
«Αυτό είναι πολύ συγκεχυμένο» ψιθυρίζει, βγάζοντας με απ' τις σκέψεις. «Γιατί θα με βοηθούσες;»
Χαμογελάω.
«Νιώθω την ανάγκη να σε προστατεύσω από την στιγμή που σε γνώρισα, δεν μπορώ να σταματήσω να σε σκέφτομαι».
Τα φρύδια μου για μια στιγμή σουφρώνουν, ξαφνικά κουνάω το κεφάλι. Λίγες φορές ένιωσα έτσι, δεν καταλαβαίνω γιατί. Αν η Ζαΐρα ήταν η το ταίρι μου, θα το ήξερα από την πρώτη στιγμή που συναντηθήκαμε, όμως το άρωμά της με μπερδεύει. Γιατί έχει τόσο περίεργη μυρωδιά;
Η Ζαΐρα σηκώνεται όρθια και σταυρώνει τα χέρια. Προσπαθεί να φανεί τρομαχτική, αλλά εγώ την βλέπω σαν ένα αξιολάτρευτο πλάσμα.
«Δεν σου έχω εμπιστοσύνη, Ντέσμοντ».
«Α, αν ήμουν εσύ, ούτε εγώ θα με εμπιστευόμουν» ξεκαθαρίζω. «Έχω πολύ κακή φήμη».
Μου χαρίζει ένα ύπουλο χαμόγελο και δαγκώνει το κάτω χείλος της. Δεν μπορώ να πάψω να την βλέπω, ανά πάσα στιγμή θα αρχίσουν να μου τρέχουν τα σάλια σαν ένας σκύλος. Είναι πανέμορφη.
«Μου είπαν πως πέντε από τις φιλενάδες σου πέθαναν» σχολιάζει. «Σε αυτό αναφέρεσαι;»
«Τι περισσότερα έχεις ακούσει για μένα, Ζαΐρα;»
Η απάντησή της είναι γρήγορη.
«Πως είσαι ένας ηλίθιος».
Η πλάτης της πιέζεται ακόμη περισσότερο επάνω στο δέντρο όταν κάνω ένα βήμα προς το μέρος της.
Εκεί είναι πάλι εκείνη η καταραμένη μυρωδιά.
Ποτέ δεν γνώρισα κάποιον που να εκπέμπει το άρωμά της. Τι στο διάολο είναι; Δεν θα ηρεμήσω μέχρι να το ανακαλύψω.
«Αυτό σε τρομάζει;» ρωτάω.
Η μικρή της μύτη ζαρώνει.
«Έχω δει χειρότερα πράγματα» ισχυρίζεται. «Νομίζεις ότι με τρομάζεις;»
Μένω να την κοιτάω επίμονα, χωρίς να καταλαβαίνω πώς τολμάει να μου μιλάει μ' αυτό τον τρόπο. Μονάχα η οικογένεια μου, μού συμπεριφέρεται με τόση οικειότητα. Η Ζαΐρα Κέιν είναι θαρραλέα. Οι θώρακες μας πιέζονται όταν πλησιάζω ακόμη περισσότερο και τοποθετώ τις παλάμες μου επάνω στο δέντρο για να την φυλακίσω.
«Θα έπρεπε» ψιθυρίζω. «Μπορώ να σε καταβροχθίσω τώρα αμέσως και κανείς δεν θα με σταματήσει. Ούτε καν εσύ».
Τα πράσινα της μάτια λάμπουν γεμάτα πρόκληση, σηκώνει το πηγούνι δείχνοντας μου πως δεν με φοβάται.
«Ξέρεις τι σημαίνει προσωπικός χώρος;» ρωτάει, εκνευρισμένη. «Απομακρύνσου, Απόλλων».
Εκείνη η πρόκληση της με γοητεύει. Μπορώ να επιβεβαιώνω πως είναι το πιο θαρραλέο κορίτσι που έχω γνωρίσει, δεν αμφιβάλλω ότι είναι πρόθυμη να κάνει το οτιδήποτε για να πάρει πίσω τον αδερφό της. Αυτό το γεγονός με παρακινεί να θέλω να την βοηθήσω.
«Ανάγκασέ με». Γλείφω τα χείλη μου.
Τα χέρια της Ζαΐρα τοποθετούνται επάνω στο στέρνο μου. Με σπρώχνει απότομα.
«Έχεις αποδείξει πως είσαι πιο δυνατός από μένα, λυκάκι» λέει με κοροϊδευτικό τόνο. «Ίσως με σκοτώσεις ακριβώς εδώ, αλλά τα γεννητικά σου όργανα δεν θα βγουν άθικτα. Απλά απομακρύνσου».
Μου γυρνάει την πλάτη και αρχίζει να περπατάει για να κατευθυνθεί πάλι προς το σπίτι μου. Μου φαίνεται ηλίθιο που συνεχίζει να προσπαθεί να ξεφύγει όταν σε δύο λεπτά μπορώ να την κυνηγήσω. Το ένστικτο του λύκου μου είναι πάντα σε εγρήγορση και γι' αυτό προαισθάνθηκα την στιγμή που το έσκασε.
Όταν βρίσκομαι στην μορφή λύκου μου ακόμη μπορώ να συλλογιστώ σαν να είμαι άνθρωπος. Οι αισθήσεις μου είναι πολύ καλύτερες, αλλά όχι τόσο καλές όσο η ακοή και η όσφρησή μου. Μπορώ να μυρίσω την Ζαΐρα από χιλιάδες μίλια μακριά. Είναι δύσκολο να μην το κάνω όταν μυρίζει τόσο παράξενα.
«Πώς υποτίθεται ότι θα με βοηθήσεις;» ρωτάει το κορίτσι, καθώς περπατάμε. «Οι γονείς σου θα είναι σύμφωνοι μ' αυτό;»
«Οι γονείς μου δεν αποφασίζουν για μένα» ξεστομίζω. «Γνωρίζω άτομα που εσύ όχι».
«Τι είδους άτομα;»
«Άτομα που ήταν εδώ για χρόνια». Απομακρύνω μερικά κλαδιά που βρίσκονται εμπόδιο μπροστά μου. «Μάντεις, ακόμη και σοφοί άνθρωποι».
Η Ζαΐρα σταματάει να περπατάει για να με κοιτάξει.
«Αυτό είναι απίστευτο».
Μπορώ να δω την ελπίδα να λάμπει στα πράσινα της μάτια και είναι το μόνο που χρειάζομαι για να μάθω πως αξίζει τον κόπο να την βοηθήσω. Κατά κάποιο τρόπο νιώθω προστατευτικός, δεν θέλω να κάνει καμιά τρέλα στην αναζήτησή της. Εκείνη δεν γνωρίζει αυτό τον κόσμο, όμως εγώ ναι, και θα γίνω ο οδηγός της.
«Αν θα το κάνω αυτό, πρέπει να γίνει σύμφωνα με τους δικούς μου όρους. Εγώ είμαι ο υπεύθυνος, εσύ όχι».
Γνέφει καταφατικά.
«Καλά, εντάξει».
«Οι διαταγές μου είναι νόμος από τώρα κι στο έξης» συνεχίζω. «Αν σου πω να κάνεις κάτι, θα το κάνεις, καταλαβαίνεις; Πάνω απ' όλα, αν σου πω να κρατήσει εκείνο το στόμα κλειστό».
«Το να κρατήσω το στόμα κλειστό μπορούμε να το διαπραγματευτούμε;»
Στα χείλη μου εμφανίζεται ένα χαμόγελο.
«Δεν είμαι άτομο που διαπραγματεύσει».
Σταματάει μπροστά μου.
«Όταν πήγα να σε βρω στην αίθουσα ξιφασκίας δέχτηκες να μου μιλήσεις. Γιατί;»
«Γιατί ξέρω ποια είσαι».
«Όλοι με γνωρίζουν, εκτός εγώ» ξεφυσάει. «Έχω ικανότητες, όμως δεν ξέρω πώς λειτουργούν».
«Μπορείς να μάθεις» εξηγώ. «Η μητέρα σου μπορεί να σε βοηθήσει».
Ένα μικρό γελάκι ξεφεύγει απ' το στόμα της.
«Εκείνη είναι σαν μία χρηματοθυρίδα. Θα είναι δύσκολο να μου ανοιχτεί».
Μου φαίνεται ενδιαφέρον αυτό. Ποια μητέρα θα έστελνε την κόρη της σε ένα μέρος όπου στην πορεία μπορεί να δολοφονηθεί; Η Ζαΐρα είναι τυχερή που έπεσε τα χέρια μου. Αν την έβλεπαν πρώτοι άλλοι λύκοι, δεν θα ήταν πια εδώ.
«Πριν να έρθω, η μητέρα μου αναφέρθηκε σε "Εκείνη"».
Τα φρύδια μου σουφρώνουν.
«Εκείνη;»
«Μου ζήτησε να προσέχω από εκείνη».
Αυτό δεν πρέπει να είναι καλό.
«Η μητέρα σου μπορεί να είναι η απάντηση σε αρκετές ερωτήσεις» πετάω. «Πρέπει να μιλήσουμε μαζί της».
«Πρέπει;»
«Θα πάμε μαζί στο Σικάγο για να την βρούμε».
«Απόλλων...»
Αρπάζω την μέση της και την πλησιάζω στο σώμα μου για να σωπάσω ό,τι θέλει να μου πει. Η Ζαΐρα νιώθει τόσο έκπληκτη από την επαφή όσο εγώ.
«Υπάρχει κάτι που δεν κολλάει και δεν σκοπεύω να σε αφήσω μόνη».
Με παρατηρεί λες και εγώ είμαι που χρειάζεται να γίνει κατανοητός. Θέλω να την ρωτήσω πολλά πράγματα, αλλά δεν το κάνω. Ακόμη υπάρχει μια σιγανή κι δύσπιστη φωνή στο κεφάλι μου που με ικετεύει να κρατήσω μερικά στοιχεία για τον εαυτό μου. Ο πατέρας μου δεν θα είναι χαρούμενος όταν μάθει πως θα την βοηθήσω. Δεν μπλέκουμε με άλλα είδη πλασμάτων και πιθανόν να είναι το χειρότερο λάθος που μπορώ να κάνω, αλλά δεν θέλω να κάνω πίσω. Εξάλλου, νιώθω την απίστευτη ανάγκη να είμαι δίπλα της.
«Ο πατέρας μου θα είναι εδώ μέσα σε λίγες μέρες» ψιθυρίζει. «Ίσως προσπαθήσει να με σταματήσει».
«Αύριο θα φύγουμε. Γνωρίζω κάποιον που μπορεί να μας ξεκαθαρίσει ορισμένες αμφιβολίες».
«Ποιος;»
«Ένας από τους καλύτερους ιερείς βουντού που έχω γνωρίσει».
Αφήνει ένα αναστεναγμό έκπληξης και γνέφει θετικά.
«Δεν μπορώ να πιστεύω ότι θα το κάνω αυτό».
«Τι πράγμα;»
«Ότι θα εμπιστευτώ ένα βλάκα σαν εσένα».
Χωρίς να μπορέσω να το αποτρέψω, γελάω. Το γέλιο μου κάνει ηχώ στο δάσος και το κορίτσι σταυρώνει τα χέρια για ακόμη μια φορά.
«Αυτός ο βλάκας θα σε βοηθήσει, όμορφη».
Ζαΐρα.
Ο Απόλλων μου απαγόρευσε να αναφέρω την συμφωνία μας στην οικογένειά του. Αναρωτιέμαι για ποιο λόγο θέλει να με βοηθήσει. Είναι παράξενο, όμως δεν χάνω τίποτα να τον εμπιστευτώ. Είναι η καλύτερη επιλογή που μου πρόσφεραν μέχρι τώρα.
Το πρωί ο Αντριέν πήγε στο σπιτάκι που μοιράζομαι με τον Μάνο και την Λυδία για να πάρει τα πράγματά μου. Δεν μου έδωσαν καν την ευκαιρία να τους αποχαιρετίσω. Με ενόχλησε αρκετά, αν και το μόνο που μου μένει είναι να παραμείνω ήρεμη και να περιμένω.
Είμαι τόσο θυμωμένη με την μαμά. Μπορούσε να αποφύγει πολλά προβλήματα αν μου το είχε πει από την αρχή ποια ήταν η πραγματική μου ταυτότητα. Μπορεί να είναι το κλειδί για να βρω τον Νικηφόρο!
Τελειώνω το μπάνιο μου και τυλίγω μια πετσέτα γύρω απ' το κορμί μου. Οι σταγόνες νερού πέφτουν από τα μαλλιά μου καθώς περνάω απ' το δωμάτιο μου για να πάω να ντυθώ. Είμαι έτοιμη να ανοίξω την ταξιδιωτική μου βαλίτσα όταν μια βραχνή φωνή μου μιλάει.
«Θα φύγουμε σε πέντε λεπτά».
Μια πνιγμένη κραυγή φεύγει απ' τα χείλη μου και κρατάω σφικτά την πετσέτα. Ο Απόλλων βρίσκεται σε μια γωνιά του δωματίου με τα χέρια σταυρωμένα και με κοιτάει επίμονα. Τα μάτια του εξετάζουν χωρίς ντροπή τα πόδια μου. Ξαφνικά θέλω να του δώσω ένα χαστούκι που είναι τόσο πονηρός.
«Τι κάνεις εδώ;» ρωτάω, ενοχλημένη. «Δεν ξέρεις μήπως να χτυπάς την πόρτα;»
Η πονηρή έκφρασή του δεν εξαφανίζεται απ' το πρόσωπό του.
«Μπήκα απ' το παράθυρο». Λέει σαν να είναι το πιο φυσιολογικό πράγμα στον κόσμο. «Δεν έχουμε πολύ χρόνο».
«Μπορείς να καλύψεις τα μάτια ή να γυρίσεις απ' την άλλη;»
«Γιατί; Απολαμβάνω το θέαμα».
Ηλίθιε.
Του γυρνάω πλάτη και ψάχνω στην βαλίτσα μου. Δεν θα καταφέρει να με κάνει να νιώσω άβολα. Όταν βρίσκω αυτό που θέλω, κατευθύνομαι στο δωμάτιο μπάνιου στον ρυθμό του γέλιου του Απόλλων. Τι έχει πάθει;
Κουνάω το κεφάλι αρνητικά και ντύνομαι βιαστικά. Σιγουρεύομαι ότι είμαι καλά χτενισμένη και πως δεν έχω άσχημη αναπνοή. Δένω τα κορδόνια των παπουτσιών και μετά συναντιέμαι με εκείνον. Θα με πάρει να δω τον ιερέα βουντού; Έχω αρχίσει να αγχώνομαι σε τέτοιο σημείο που είμαι έτοιμη σε χρόνο ρεκόρ.
«Ο ιερέας βρίσκεται στο δάσος;» Τον ρωτάω.
Κουνάει το κεφάλι αρνητικά.
«Όχι, εκείνος ζει στην αγορά του χωριού».
Ανοίγει την πόρτα του δωματίου για να βγούμε. Όταν πλησιάζουμε στο σαλόνι, βλέπω δύο αγόρια. Μοιάζουν να είναι στην ηλικία μου και ξαφνικά συνειδητοποιώ πως είναι τα αδέρφια του Απόλλων. Χωρίς αμφιβολία η οικογένεια Ντέσμοντ έχει καλά γονίδια.
«Λοιπόν, λοιπόν» σχολιάζει ένας απ' αυτούς δίχως να πάψει να με παρατηρεί. «Χαίρομαι πολύ που σε γνωρίζω, sweetie».
Αυτό το αγόρι είναι ξανθό, όμως τα μαλλιά του δεν είναι λευκόχρυσα σαν αυτά του Αντριέν και τα μάτια του είναι φουντουκί. Αυτός που παραμένει σιωπηλός έχει σκουρόχρωμα μαλλιά και γαλανά μάτια. Ω Θεέ μου, νιώθω να ζαλίζομαι όταν τους κοιτάω επίμονα. Είναι πολύ γοητευτικοί.
«Δεν σκοπεύεις να με συστήσεις;» Συνεχίζει να πειράζει ο ξανθός.
«Είμαι η Ζαΐρα».
«Είμαι ο Άαρον και αυτός είναι ο αδερφός μου ο Άστορ».
Χαμογελάω.
«Βλέπω πως οι γονείς σου λατρεύουν την λέξη "Α"» σχολιάζω.
Ο Άαρον μου κλείνει το ένα μάτι. Από την άλλη, ο Άστορ, παραμένει σιωπηλός. Με εξετάζει με τέτοιο τρόπο που νιώθω άβολα.
«Πού είναι ο Αντριέν;» ρωτάει ο Απόλλων.
«Περιπλανιέται αναζητώντας φαγητό». Ο Άαρον σηκώνει το ένα φρύδι. «Η μαμά και ο μπαμπάς πήγαν στην φυλή των Έδεβαν».
Φυλή; Αναφέρεται σε άλλους λύκους;
«Γιατί;» Ο Απόλλων φαίνεται τσιτωμένος. «Τι έγινε;»
Ένα ρίγος διαπερνά την ραχοκοκαλιά μου όταν ο Άαρον απαντάει:
«Ένας θνητός βρέθηκε νεκρός».
«Πάλι;» ρωτάει ο Απόλλων. «Ποιες είναι οι αιτίες του θανάτου του αυτή την φορά».
Ο Άαρον ανασηκώνει τους ώμους.
«Δολοφονημένος από ένα άγριο ζώο. Ξέρεις ήδη, κάτι φυσιολογικό εδώ».
Κάθε μέρος του σώματός μου παγώνει. Είμαι σίγουρη ότι είναι η τυπική δικαιολογία που χρησιμοποιούν για να καλύψουν τα πραγματικά αίτια. Θέλω να συνεχίσω να ρωτάω, όμως ο Απόλλων αρπάζει το χέρι μου για να μας κατευθύνει στην έξοδο.
«Πάμε» διατάζει.
«Δεν μπορεί να βγει έξω» λέει ο Άαρον πίσω μας.
«Ποιος θα με σταματήσει;» ξεφυσάει ο Απόλλων.
Ακούω τον Άαρον να βρίζει, όμως δεν κάνει τίποτα για να αποτρέψει την έξοδο του αδερφού του. Το χέρι μου φαίνεται μικρό ανάμεσα στο δικό του. Το οικείο γαργαλητό κατακλύζει το στομάχι μου.
«Φέρατε το αμάξι μου» χαμογελάω όταν το βλέπω σταθμευμένο δίπλα στην μοτοσυκλέτα του Απόλλων, σε άριστη κατάσταση».
«Ο Αντριέν το έφερε το προηγούμενο βράδυ».
«Είναι πολύ ευγενικό εκ μέρους του» σχολιάζω καθώς δέχομαι το κράνος που εκείνος μου δίνει.
«Ανέβα» διατάζει.
Κάνω ότι μου ζητάει και τυλίγω τα μπράτσα γύρω από το στομάχι του, σφικτά. Αναστενάζω όταν η μυρωδιά του κατακλύζει τα ρουθούνια μου. Πλησιάζω λίγο περισσότερο την μύτη στον λαιμό του και δεν μπορώ να αποτρέψω τον εαυτό μου από το να τον μυρίζει. Ο Απόλλων με κοιτάει πάνω απ' τον ώμο του.
«Μόλις με μύρισες;» ρωτάει με διασκεδαστικό ύφος.
Παλεύω για να μην κοκκινίσω.
«Η μυρωδιά σου...»
«Τι έχει η μυρωδιά μου;»
«Μυρίζεις σαν σκύλος» αστειεύομαι, αλλά είναι ψέματα. Μυρίζει υπέροχα.
Στα χείλη του αργά χαράσσεται ένα χαμόγελο.
«Ας είναι, όμορφη. Κρατήσου».
Μετά επιταχύνει και απομακρυνόμαστε από το δάσος.
«Ποιοι είναι αυτοί της φυλής Έδεβαν;» ρωτάω, σχεδόν φωνάζοντας για να μπορεί να με ακούσει.
Ο Απόλλων αναριγεί.
«Δεν θες να μπλέξεις μαζί τους».
«Γιατί;»
«Επειδή είναι επικίνδυνοι» ξεστομίζει. «Δεν έχουμε αποδείξεις, αλλά η οικογένειά μου υποψιάζεται πως εκείνοι σκοτώνουν θνητούς στο χωριό».
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro