Κεφάλαιο 5
Ζαΐρα.
Πού είμαι; Τι συνέβη; Ξυπνάω στην μέση του δάσους με το κεφάλι μου να γυρίζει σαν καρουζέλ και το αίμα να λερώνει τα ρούχα μου. Υπάρχει μονάχα πόνος σε κάθε μέρος του σώματός μου, τα μάτια μου είναι γεμάτα δάκρυα. Το φως του φεγγαριού ακόμη λάμπει στον ουρανό. Δυσκολεύομαι να δω. Προσπαθώ να αναπνεύσω κανονικά, αλλά οι χτύποι της καρδιάς μου δεν θέλουν να ηρεμήσουν. Είμαι τρομαγμένη μέχρι εξαντλήσεως, η φωνή μου ακούγεται σαν ένα αδύνατο αναστεναγμό.
«Νικηφόρε;» ρωτάω.
Η σιωπή του δάσους μου δίνει την απάντηση.
Τα μάτια μου ψάχνουν ξέφρενα παντού, όμως δεν βλέπω τίποτα. Δεν υπάρχουν ούτε φωνές ούτε λύκοι να σέρνουν τον αδερφό μου. Τίποτα.
Μονάχα κενό και πόνος.
Τον έχω χάσει.
Κλαίω όταν ξυπνάω. Προσπαθώ να αναπνεύσω, όμως δεν μπορώ. Το μαξιλάρι είναι βρεγμένο λόγω των δακρύων. Οι λυγμοί μου είναι αξιολύπητοι.
«Νικηφόρε...» κλαίω, αγκαλιάζοντας τον εαυτό μου. «Νικηφόρε».
Κάποιος χτυπάει την πόρτα και αμέσως ακούω την αναστατωμένη φωνή του Μάνου.
«Τι έπαθες, Ζαΐρα;» ρωτάει, ανήσυχος. «Μπορώ να περάσω;»
«Ναι» εκφράζω, καθώς σκουπίζω τα δάκρυά μου με την άκρη της ζακέτας μου.
Ο συγκάτοικος εισέρχεται και με κοιτάει, μπερδεμένος όταν αντιλαμβάνεται την κατάστασή μου.
«Είσαι καλά;»
«Όχι» ομολογώ. «Είχα ένα εφιάλτη».
«Οι καταραμένοι εφιάλτες είναι ότι χειρότερο. Θες να μιλήσεις γι' αυτό;» προσφέρει εκείνος.
Το στομάχι μου σφίγγεται. Δεν θέλω να μιλήσω γι' αυτό το θέμα μαζί του, ούτε για κανένα άλλο προσωπικό θέμα.
«Όχι, μονάχα θέλω να το ξεχάσω».
«Αν χρειαστείς κάτι, μπορείς να μου πεις». Το χαμόγελο του είναι αγνό, φιλικό. «Είμαστε φίλοι από τώρα κι στο εξής».
Ένα μικρό χαμόγελο γλιστράει από τα χείλη μου.
«Ευχαριστώ, Μάνο».
«Θα πάω σε μία καφετέρια για πρωινό» μουρμουρίζει. «Θες να έρθεις;»
Γνέφω θετικά.
«Θα μου άρεσε, όμως πριν απ' αυτό θέλω να σου ζητήσω μια χάρη».
«Φυσικά».
«Πού μπορώ να βρω τον Απόλλων Ντέσμοντ;»
Η φιλική έκφραση του αλλάζει σε μία πικρίας.
«Βλέπω ότι ενδιαφέρεσαι γι' αυτόν».
Έχει δίκαιο. Ο Απόλλων με κάποιο τρόπο μου προκαλεί πάρα πολλά συναισθήματα και δεν καταλαβαίνω το γιατί. Η εμφάνισή του δεν είναι το σημαντικό θέμα. Αυτός γνωρίζει τον πατέρα μου και πρέπει να μου δώσει απαντήσεις.
«Είναι όμορφος» λέω με ένα χαμόγελο. «Και ευχάριτος τύπος».
«Ο Απόλλων ευχάριστος;» ξεφυσάει. «Το αμφιβάλλω».
«Βλέπω πως δεν είσαι κι ο καλύτερος του θαυμαστής».
«Δεν μ' αρέσει η συμπεριφορά του με τους υπόλοιπους. Είναι αλαζόνας και απερίσκεπτος. Αν συμβεί κάποια καταστροφή στο DreamLand, ο Απόλλων πάντοτε είναι μπλεγμένος».
Ενδιαφέρον.
«Φαντάζομαι» μουρμουρίζω. «Έχει μια μεγάλη φήμη».
«Η οικογένεια του είναι πολύ σεβαστή στο χωριό. Ειδικά, επειδή ο πατέρας του Απόλλων είναι ο δήμαρχος. Έχουν πολλά χρήματα».
«Απίστευτο...»
Ο Μάνος χαμογελάει.
«Έχει γοητευμένα όλα τα κορίτσια, συμπεριλαμβανομένου της Λυδίας. Δεν καταλαβαίνω τι ξεχωριστό έχει. Σκότωσε τις πέντε φιλενάδες του».
Ταράζομαι. Γιατί οι πέντε φιλενάδες του πέθαναν; Ο Απόλλων μπορεί να είναι ένας...; Κουνάω το κεφάλι αρνητικά. Τώρα περισσότερο από ποτέ πρέπει να μιλήσω μαζί του. Είναι πιο σημαντικός απ' ότι νόμιζα.
«Εσύ δεν της είσαι αδιάφορος της Λυδίας». Του κλείνω το ένα μάτι. «Ίσως χρειάζεται λίγο χρόνο. Παρεμπιπτόντως, πού είναι;»
«Κάνει μαθήματα καλών τεχνών για να κάνει αίτηση στο Tisch School of the Arts» Εξηγεί.
«Ω, τι μαθήματα;»
«Πιάνο. Είναι ένας άγγελος παίζοντας το πιάνο».
Το βλέμμα του μου λέει πως είναι πολύ ερωτευμένος. Ο Μάνος είναι ένα γλυκό παιδί και το όνειρο οποιασδήποτε κοπέλας. Αναρωτιέμαι γιατί η Λυδία δεν θέλει να τον πάρει στα σοβαρά.
«Αυτό είναι υπέροχο» χαμογελώ. «Και εσύ;»
Ανασηκώνει τους ώμους.
«Αποφάσισα να ξεκουραστώ για ένα χρόνο. Τον επόμενο χρόνο θα στείλω μία αίτηση στο Barnard College».
«Θα πάρεις μια θέση. Είμαι σίγουρη γι' αυτό».
«Και εσύ, Ζαΐρα;» ρωτάει. «Τι σκέφτεσαι να σπουδάσεις;»
«Εγώ...δεν ξέρω. Να σπουδάσω δεν είναι αυτό που έχω στο μυαλό μου αυτή την στιγμή».
Άφησα το πανεπιστήμιο πριν καν αρχίσω. Δεν έχω όνειρα, μονάχα ένα στόχο και αυτός είναι να μάθω τι πραγματικά συνέβη με τον μικρό μου αδερφό.
«Α μάλιστα» Ο Μάνος καθαρίζει τον λαιμό του. «Και η οικογένεια σου;»
«Η μητέρα μου είναι στο Σικάγο» Ο τόνος της φωνής μου ακούγεται κοφτός, δεν μου αρέσει να μιλάω για την οικογένεια μου. «Θα μου πεις πού μπορώ να βρω τον Απόλλων;»
Στροβιλίζει τα μάτια.
«Υπάρχει ένα αθλητικό κέντρο στο κέντρο του χωριού. Ο Απόλλων κάνει εξάσκηση στην ξιφασκία, ένα άθλημα πολύ βαρετό, σχεδόν κάθε μέρα».
Χαμογελώ και αφήνω ένα φιλί στο μάγουλό του.
«Ευχαριστώ».
Μετά που προγευματίζω με τον Μάνο, ψάχνω το αθλητικό κέντρο. Δεν δυσκολεύομαι κι πολύ να το βρω αφού είναι το μοναδικό που υπάρχει. Ελπίζω να δω τον Απόλλων και να λάβω απαντήσεις. Η επιθυμία με καταβροχθίζει. Το αγόρι έχει πληροφορίες για τον πατέρα μου, ναι, όμως θέλω κι να τον δω επίσης. Αυτή η ανάγκη που νιώθω να είμαι κοντά του, μου προκαλεί αρκετή περιέργεια.
Το κινητό χτυπάει και ξαφνιάζομαι όταν αντιλαμβάνομαι πως είναι η μητέρα μου. Νόμιζα ότι ποτέ δεν θα μου μιλούσε ξανά μετά από τον αποχαιρετισμό μας.
Απαντάω στην κλήση.
«Γεια σου, μαμά».
«Γεια σου, αγάπη μου, πώς πάνε όλα εκεί;»
Ακούγεται πιο ήρεμη από την τελευταία φορά που βρεθήκαμε.
«Η καμπίνα όπου μένω είναι πολύ όμορφη» ψιθυρίζω. «Το DreamLand δεν άλλαξε καθόλου».
«Βρήκες αυτό που έψαχνες;» ρωτάει.
Δαγκώνω το κάτω μου χείλος, νευρική.
«Όχι ακόμη, αλλά είμαι σίγουρη ότι σύντομα θα το βρω».
Εκείνη αφήνει ένα βαθύ αναστεναγμό να ξεφύγει απ' το στόμα της.
«Χάνεις τον χρόνο σου, Ζαΐρα. Καλύτερα να επιστρέψεις».
«Δεν θα τα παρατήσω τόσο εύκολα. Όλα τα πράγματα παίρνουν τον χρόνο τους».
«Ζαΐρα...»
«Γιατί μου τηλεφώνησες, μαμά; Δεν θα με πείσεις να επιστρέψω».
Η καρδιά μου ραγίζει όταν ακούω τους λυγμούς της.
«Θα το πω για ακόμη μια φορά: κάνεις ένα σοβαρό λάθος» επιμένει εκείνη.
Πιέζω τα δόντια μου.
«Γιατί δεν με ευκολύνεις με το να μου πεις επιτέλους τι συμβαίνει;»
«Δεν θες να το μάθεις» λέει με λυγμούς. «Πρόσεχε και μην βγάλεις ποτέ το φυλακτό».
Ο ήχος που η κλήση διακόπτεται ακούγεται και νιώθω πιο μπερδεμένη από πριν. Η φωνή της μητέρας μου ήταν γεμάτη φόβο, ένας ιδιαίτερος φόβος, αλλά σε τι;
Μετά από ένα κούνημα του κεφαλιού, φυλάω το κινητό στην τσέπη καθώς τα μάτια μου καρφώνονται στην πινακίδα του κλαμπ ξιφασκίας. Αναρωτιέμαι αν θα έχω την τύχη να δω τον Απόλλων και να μιλήσω μαζί του σχετικά με τον πατέρα μου. Χωρίς δεύτερη σκέψη, πλησιάζω στην υποδοχή. Εκεί με υποδέχεται ένας σκυφτός άντρας.
«Γεια σας» χαιρετάω τον υπεύθυνο υποδοχής, πιο απελπισμένη απ' όσο σκοπεύω. Εκείνος σηκώνει το βλέμμα από τον φορητό υπολογιστή για να με παρατηρήσει. «Ψάχνω τον Απόλλων Ντέσμοντ, μου είπαν ότι μπορώ να τον βρω εδώ».
«Ποια τον ψάχνει;»
Αν του πω το όνομά μου, ο Απόλλων θα δεχτεί να με δει;
«Ζαΐρα Κέιν» λέω σιγανά χωρίς να το σκεφτώ. «Πρέπει να τον δω, είναι επείγον».
«Ο κύριος Ντέσμοντ είναι σε μία μάχη αυτή την στιγμή».
«Μπορώ να τον περιμένω;» ικετεύω, βλεφαρίζοντας. «Σας παρακαλώ».
Ο άντρας σουφρώνει τα φρύδια, όμως δέχεται.
«Μπορείς να δεις την μάχη».
«Τέλεια, ευχαριστώ».
«Δεύτερος όροφος». Είναι όλα όσα λέει.
Θαυμάζω την αθλητική εγκατάσταση όταν κατευθύνομαι προς τον καθορισμένο προορισμό μου. Τεράστια χαλιά διακοσμούν το δάπεδο καθώς ένα σκούρο ξύλο καλύπτει τα σκαλοπάτια και όλα τα έπιπλα. Η ταπετσαρία διακρίνεται σε σκούρα χρώματα όπως καφέ, πράσινο του δάσους, μαύρο και μπλε. Το μέρος είναι παλαιάς κατασκευής, όμως είναι πολύ κομψό. Εκτιμώ τον μεγάλο θόλο στην οροφή που αφήνει εκτεθειμένο τον ουρανό.
Όταν είμαι κοντά στην αίθουσα όπου εξασκείται η ξιφασκία, βλέπω δύο αντίπαλους με την σπάθη τους από το κατώφλι. Θα στοιχημάτιζα ότι ο πιο ψηλός τύπος είναι ο Απόλλων Ντέσμοντ. Κινείται με μία εκπληκτική επιδεξιότητα και αγγίζει τον άλλο ξιφομάχο, αρπάζοντας το όπλο του. Μετά βγάζει την μάσκα από το πρόσωπο, έχοντας ένα χαμόγελο χαραγμένο στα χείλη.
«Πολύ καλά, Ντέσμοντ». Ο εκπαιδευτής του δίνει μερικά απαλά φιλικά χτυπήματα στην πλάτη. Οι παρατηρητές, όπως κι εγώ, αρχίζουν να μουρμουρίζουν.
Εκμεταλλεύομαι για να πλησιάσω τον Απόλλων ενώ εκείνος παίρνει μια μπουκάλα νερού από το σακίδιο του.
«Γεια» ψιθυρίζω. Εκείνος χαμογελάει όταν με βλέπει. «Ήταν μία σπουδαία μάχη. Είσαι καλός σε αυτό που κάνεις».
«Ευχαριστώ» λέει πριν πιει την πρώτη γουλιά. Τα μάτια μου καρφώνομαι στον λαιμό του και βλέπω πώς το μήλο του Αδάμ κινείται καθώς καταπίνει. Γλείφει μία σταγόνα από τα χείλη του και κλείνει την μπουκάλα. «Σε τι οφείλεται η τιμή της παρουσίας σου;»
«Ήρθα για απαντήσεις» ξεστομίζω.
Τα χείλη του κύρτωσαν σε ένα χαμόγελο.
«Το φανταζόμουν».
«Μπορώ να σε καλέσω για ένα ποτό» λέω χωρίς να το σκεφτώ. «Και...ίσως θα μπορούσαμε να μιλήσουμε».
Το χαμόγελο του αυξάνεται και περνάει το χέρι του μέσα απ' τα μαλλιά του.
«Με καλείς για να βγούμε;»
«Είναι ακριβώς όπως ακούγεται» επιμένω με αποφασιστικότητα «Και μπορείς να μου πεις τι γνωρίζεις για τον δότη σπέρματος που είναι ο πατέρας μου».
Σηκώνει το ένα φρύδι και κρεμάει το σακίδιο πάνω στον ώμο του.
«Αμέσως τώρα θα πάω να αλλάξω και μετά θα είμαι απασχολημένος όλη την μέρα».
«Είναι ένα όχι;»
«Είναι ακριβώς όπως ακούγεται».
Είναι σειρά μου να γελάσω.
«Με αποστόμωσες».
Ο Απόλλων αρχίζει να περπατάει. Τον ακολουθώ όπως ένα σκυλί τον ιδιοκτήτη του.
«Δεν θα επέμενα αν δεν ήταν σημαντικό» ψιθυρίζω. «Ούτε ξέρω καν πώς είναι σε εμφάνιση ο πατέρας μου».
Πλησιάζουμε την πόρτα. Ο Απόλλων την ανοίγει.
«Αυτά είναι τα αποδυτήρια των αγοριών» ξεκαθαρίζει με κοφτό τόνο.
Ανασηκώνω τους ώμους και εισέρχομαι μαζί του, κλείνοντας την πόρτα πίσω μου.
«Δεν θα φύγω μέχρι να δεχτείς την πρόσκλησή μου».
Η αναπνοή μου επιταχύνεται όταν μου χαρίζει ένα σέξι χαμόγελο.
«Είσαι πολύ πεισματάρα». Πλησιάζει το πρόσωπό του στο δικό μου «Μ' αρέσεις, Ζαΐρα».
Κοιταζόμαστε με αμφιβολία, έντονα, δίχως κανείς από τους δυο να σκοπεύει να χαμηλώσει το βλέμμα.
«Είναι ένα ναι;»
«Θα το ήθελες».
Λες και είναι το πιο φυσιολογικό πράγμα στον κόσμο, μου γυρνάει την πλάτη και αρχίζει να βγαίνει από την στολή του.
«Τι κάνεις;» ρωτάω.
Με παρατηρεί πάνω απ' τον ώμο.
«Είσαι στα αποδυτήρια των αγοριών και βλέπω πως θέλεις να απολαύσεις το θέαμα» με πειράζει.
Ευτυχώς, δεν υπάρχει κανείς άλλος εδώ μέσα. Το στήθος μου ανεβοκατεβαίνει καθώς βλέπω την στολή του να πέφτει στο δάπεδο. Νιώθω σαν μία ανήθικη παρατηρώντας τα γυμνά του οπίσθια. Σχεδόν πνίγομαι. Εκείνος ψάχνει στο σακίδιο του για να πάρει ένα σετ ρούχα και, όταν γυρίζει προς το μέρος, καλύπτω τα μάτια με τις παλάμες μου. Δεν φοράει ανδρικό εσώρουχο! Τι στο διάολο;
«Αλήθεια τώρα;»
Ακούω το γέλιο του.
«Σε κάνω να νιώθεις άβολα;»
Ω, ναι. Όμως μένω σιωπηλή. Γύρω στο ένα λεπτό μετά ακούω τον ήχο ενός φερμουάρ να κλείνει. Όταν απομακρύνω τα χέρια από τα μάτια μου μπορώ να δω πως φοράει την κοντομάνικη μπλούζα του. Ακόμη εκθέτει μέρος του τονισμένου και μυώδη κορμού του. Αυτό που μου τραβάει περισσότερο την προσοχή είναι μερικά από τα τατουάζ που καλύπτουν τα πλευρά του. Είναι σύμβολα Σέλτικ, ακριβώς όπως το σύμβολο που έχει το φυλακτό μου.
Η φωνή του Απόλλων με βγάζει απ' την ονειροπόληση.
«Σου αρέσει αυτό που βλέπεις;»
Νιώθω το πρόσωπό μου απίστευτα ζεστό.
«Μην είσαι αλαζόνας, έχω δει κι καλύτερα».
Με ένα βλεφάρισμα, εκείνος κινείται και καταλήγει τόσο κοντά μου που μπορώ να νιώσω την ζεστή ανάσα του στο πρόσωπό μου. Προσπαθώ απελπισμένα να μην φανώ νευρική, όμως δεν μπορώ. Τα μάτια του εκτοπίζονται στα στήθη μου και μετά συναντιόνται με το βλέμμα μου. Κοκκαλώνω.
«Έχω λίγο χρόνο, Ζαΐρα» ξεστομίζει. «Θα σου δώσω πληροφορίες για τον πατέρα σου, όμως εσύ θα μου πεις γιατί έχεις ένα φυλακτό Σέλτικ».
Η καρδιά μου φαίνεται πως θα πάθει καρδιακή προσβολή από στιγμή σε στιγμή.
«Έγινε».
Ο Απόλλων χαμογελάει.
«Υπέροχα» Ανοίγει την πόρτα και με σπρώχνει έξω από τα αποδυτήρια. «Δώσε μου ένα λεπτό».
Κλείνει την πόρτα και εγώ στηρίζω την πλάτη μου επάνω σε αυτή. Τα μάτια μου καρφώνονται στο ηλίθιο φυλακτό και αναρωτιέμαι γιατί στο διάολο είναι τόσο σημαντικό.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro