Κεφάλαιο 4
Επιστρέφω στην καμπίνα με κακή διάθεση. Ξέρω ότι όλο αυτό θα πάρει αρκετό καιρό, όμως είμαι απελπισμένη. Δεν σκοπεύω να μείνω κλεισμένη εδώ χωρίς να κάνω τίποτα. Η άλλη επιλογή που έχω είναι να πάω στο πάρτι στη λίμνη που ο Μάνος ανάφερε. Τουλάχιστον θα με βοηθήσει στο να γνωρίσω περισσότερα άτομα και να λάβω κάποια σημαντική πληροφορία.
Την στιγμή που η νύχτα φτάνει, τελειώνω με το μακιγιάζ και αλλάζω ρούχα, επιλέγοντας κάτι πιο κατάλληλο για την περίσταση. Ο Μάνος και η Λυδία με παρατηρούν έκπληκτοι όταν τους συναντώ στο σαλόνι.
«Πες μου ότι άλλαξες γνώμη» ο Μάνος χαμογελάει.
Ανασηκώνω τους ώμους.
«Ναι άλλαξα, και ελπίζω να μην το μετανιώσω».
Εκείνος περνάει αργά την γλώσσα απ' τα χείλη του.
«Φαίνεσαι καταπληκτική».
Κοκκινίζω.
«Ευχαριστώ».
Η Λυδία προσποιείται πως ενοχλείται και σταυρώνει τα χέρια κάτω απ' το στήθος.
«Είμαι και εγώ εδώ αν δεν το ξέρετε» Κοιτάει τον Μάνο «Δεν θα πεις τίποτα για την εμφάνισή μου;»
Εκείνος ανασηκώνει τους ώμους.
«Σου θυμίζω κάθε μέρα πως είσαι όμορφη, όμως δεν σε ένοιαξε ποτέ μέχρι σήμερα».
Αυτό έχει γίνει άβολο.
«Θα πάμε με το αυτοκίνητο μου;» Λέω, προσπαθώντας να σπάσω τον πάγο.
«Έχω ένα ημιφορτηγό». Ο Μάνος κάνει λες και δεν συνέβη τίποτα «Πάμε;»
«Φυσικά» Απαντάω.
Μετά κατευθυνόμαστε στην διάσημη φωτιά κατασκήνωσης. Καθώς ο Μάνος οδηγεί, κοιτάω μέσα απ' το παράθυρο του οχήματος και χάνομαι στις σκέψεις μου. Είχα την ευκαιρία να ζήσω και να ξεχάσω το παρελθόν, όμως η συνείδησή μου δεν θα με αφήσει ποτέ ήσυχη. Έχω ανάγκη να κρατηθώ απ' την ιδέα πως ο αδερφός μου ίσως είναι ζωντανός και πως θα τον βρω.
Λίγα λεπτά αργότερα σταματάμε κοντά από ένα καλλιεργημένο χωράφι με καλαμπόκια δίπλα στην λίμνη. Τεράστια δέματα σανού καλύπτουν την περισσότερη έκταση του τοπίου όσο μπορώ να δω. Σχεδόν όλα τα κορίτσια φοράνε μαγιό μπικίνι, καθισμένες στα πόδια των αγοριών καθώς πίνουν. Μπορώ να αισθανθώ την μυρωδιά μπύρας αναμεμειγμένη με τον σανό και τον καπνό της φωτιάς.
Κάποιος σταθμεύει το αυτοκίνητο του και ανάβει τα στερεοφωνικά. Μπορώ να αναγνωρίσω το τραγούδι του The Weekend με τίτλο The Hills. Για μια στιγμή αισθάνομαι λες και είμαι ένα φυσιολογικό κορίτσι που θα περάσει υπέροχα με τους φίλους της.
«Πάμε για εκείνα τα ποτά». Ο Μάνος μας ανοίγει την πόρτα.
Η Λυδία γελάει και με αρπάζει απ' το μπράτσο.
«Θα σου συστήσω τα κορίτσια».
Για μια στιγμή διστάζω.
«Δεν νομίζω να είναι καλή ιδέα».
«Έλα τώρα, μην είσαι ντροπαλή» επιμένει.
Ο Μάνος πηγαίνει για να πάρει τα ποτά μας καθώς εγώ συνεχίζω να κοιτάω κάθε λεπτομέρεια. Οι λύκοι θα συχνάζουν σ' αυτό το μέρος; Υπάρχει ένα μεγάλο πλήθος συγκεντρωμένο γύρω απ' τη φωτιά, αρκετοί από εκείνους τραγουδούν και χορεύουν. Μερικά κορίτσια με κοιτάνε δυσαρεστημένες όταν η Λυδία με συστήνει.
«Αυτή είναι η Σόφη» ανακοινώνει η Λυδία.
«Χαίρετε» Λέω απλά.
«Είσαι καινούργια;» ρωτάει ένα από τα κορίτσια.
«Ναι».
«Από πού έρχεσαι;» ρωτάει λίγο αργότερα. Φαίνεται ότι η κοπέλα είναι γεμάτη περιέργεια.
«Από το Σικάγο».
Κοιτούν ο ένας τον άλλο και όλοι ταυτοχρόνως αρχίζουν να γελάνε κοροϊδευτικά. Τι σκατά είναι τόσο αστείο;
«Έρχεσαι από το Σικάγο για να μείνεις στο DreamLand;» Ακούγεται ξαφνιασμένη.
«Οποιαδήποτε έχοντας τα λογικά της δεν θα το έκανε αυτό» προσθέσει άλλη κοπέλα.
«Ξέρεις την φήμη που έχει αυτό το μέρος;» συνέχισε η Σόφη.
Δεν κάνω πίσω.
«Αυτό το κάνει πιο ενδιαφέρον, έτσι; Λυκάνθρωποι που τρώνε τους ανθρώπους».
Σιωπή.
Οι περισσότεροι με κοιτάζουν λες και είμαι κάποιο είδος εξωγήινου.
«Τι ξέρεις γι' αυτό;» Ένα ξανθό με ψηλή κορμοστασιά αγόρι εμφανίζεται μπροστά μου.
Ανασηκώνω τους ώμους.
«Διαδίκτυο».
Προσπαθεί να πει κάτι περισσότερο, όμως η Σόφη σφίγγει το μπράτσο του.
«Ηρέμησε, Ντάρεν».
Εκείνος γνέφει απότομα. Δέχεται την μπύρα που του προσφέρει ένα αγόρι καθώς η Λυδία χαμογελάει κάπως ταραγμένη και με απομακρύνει από την παρέα.
«Τι ήταν αυτό;» ρώτησε μέσα απ' τα δόντια της.
«Απλά είπα την αλήθεια».
Κουνάει το κεφάλι αρνητικά.
«Στο διαδίκτυο δεν ανάφεραν ποτέ τους λυκάνθρωπους». Η φωνή της ακούγεται σιγανή και γεμάτη τρόμο «Εδώ κανείς δεν αναφέρει τους λυκάνθρωπους».
Τι γίνεται με όλο τον κόσμο; Γιατί αυτό το θέμα είναι τόσο λεπτό;
«Γιατί;»
Αρπάζει το χέρι μου, και αρχίζουμε να περπατάμε.
«Να θυμάσαι την συμβουλή μου και θα είσαι μια χαρά» ψιθυρίζει.
Το αίσθημα δυσφορίας εγκαθίσταται στο στομάχι μου και αναγκάζομαι να δαγκώσω απαλά την γλώσσα μου για να μην πω κάποια ανοησία.
«Εντάξει» δέχομαι, ενοχλημένη. Το υπόλοιπο της νύχτας περνάει κανονικά. Υπάρχουν αρκετοί μεθυσμένοι νεαροί και κοπέλες που δεν ντρέπονται για τίποτα τριγύρω μου.
Βλέποντας τον Μάνο και την Λυδία να φιλιούνται με κάνει να στροβιλίσω τα μάτια. Φαίνεται πως είμαι η μόνη που βαριέμαι. Νιώθω να είμαι εκτός τόπου, κανείς δεν καταδέχτηκε να μου μιλήσει. Δεν είναι ότι με ενδιαφέρει κιόλας. Ήρθα εδώ για να βρω κάποια στοιχείο, αλλά, όπως φαίνεται, δεν δουλεύει.
«Μετανιώνεις που ήρθες, έτσι δεν είναι;» Η Λυδία επιτέλους σταματάει να φιλάει τον Μάνο και βολεύεται στα πόδια του.
Σταυρώνω τα χέρια κάτω απ' το στήθος ενώ ένα χαμόγελο χαράσσεται στα χείλη μου. Όμως γρήγορα μετατρέπεται σε ένα μορφασμό όταν η μουσική αλλάζει σε μία με άσεμνους στίχους. Το μισώ αυτό.
«Δεν είμαι συνηθισμένη μ' αυτά τα πράγματα» ομολογώ.
«Δεν σε περιμένει κανένα αγόρι στο Σικάγο;» Ζητάει να μάθει, με ευχάριστη διάθεση.
«Όχι» απαντά. «Προτιμώ να είμαι μόνη».
Σε αυτό είμαι ειλικρινής. Δεν είμαι η νεαρή που θα ενδιαφερθεί πολύ για ένα αγόρι. Είμαι αρκετά απασχολημένη προσπαθώντας να καταστρέψω τις ενοχές μου και δεν ενδιαφέρομαι να παίξω το ευτυχισμένο ζευγάρι με ένα ηλίθιο.
«Ελπίζω να αλλάξεις γνώμη» εκφράζει η Λυδία. «Θα ήταν πολύ λυπητερό να μείνεις στο ράφι».
«Πιθανότατα θα ήταν το καλύτερο» ψιθυρίζω. Δεν έχω δικαίωμα να ευτυχήσω ούτε να ζήσω την ζωή μου στο έπακρο όταν ο αδερφός μου συνεχίζει να αγνοείται. Οι πιθανότητες να είναι νεκρός είναι πολύ μεγάλες, όμως δεν χάνω την πίστη. Η ενοχή δεν είναι καλή παρέα.
«Θες να χορέψεις;» επιμένει η Λυδία. «Θα σε κάνω να αλλάξεις γνώμη σ' αυτό που είπες προηγουμένως. Θα σου γνωρίσω κάποιον, Ζαΐρα».
Κουνάω το κεφάλι.
«Πηγαίνετε εσείς».
Ο Μάνος δεν φαίνεται να πείθεται.
«Θα είσαι καλά;»
Εξετάζω τριγύρω μου.
«Μην σταματάτε να διασκεδάζετε για μένα, παιδιά. Θα είμαι μια χαρά».
«Θα φύγουμε σε λίγο αν νιώθεις άβολα». Εκείνος αρπάζει το χέρι της Λυδίας για να κατευθυνθεί στην αυτοσχέδια πίστα χορού.
«Ευχαριστώ».
Σηκώνομαι όρθια και αρχίζω να απομακρύνομαι. Οι περισσότεροι παρευρισκόμενοι είναι αρκετά απασχολημένοι για να με προσέξουν. Μακριά μπορώ να διακρίνω πως υπάρχει μία προβλήτα δίπλα στη λίμνη, κοντά στο δάσος. Πλησιάζω, αγκαλιάζοντας τον εαυτό μου, νιώθω τον αέρα μετά βίας να χαϊδεύει το δέρμα μου. Όλα φαίνονται ήρεμα και δεν υπάρχει τίποτα το παράξενο σ' αυτά που βλέπω, όμως είναι μία απατηλή εμφάνιση. Το DreamLand δεν θα αργήσει να μου δείξει ποιο στην πραγματικότητα είναι. Κάθομαι στην άκρη της προβλήτας χωρίς τα πόδια μου να αγγίξουν το νερό.
Ο αέρας που φυσάει ανακατεύει τα μαλλιά μου. Νιώθω να χαλαρώνω όταν το φρέσκο άρωμα εισέρχεται από τα ρουθούνια μου. Τι είναι αυτή η μυρωδιά;»
«Ποια είσαι εσύ;» ρωτάει ξαφνικά μία βραχνή φωνή. «Τι κάνεις εδώ;»
Σηκώνω το βλέμμα και τα μάτια μου συναντούν ένα ψηλό, γεροδεμένο αγόρι. Η λάμψη στα μάτια του με αποσυντονίζει. Είναι φουντουκί με λεπτομέρειες καφέ χρώματος. Με χτυπάει επίσης κατακούτελα η μυρωδιά που εκπέμπει: αντρική κολόνια και κάτι άλλο που δεν μπορώ να εξηγήσω.
«Είμαι η Ζαΐρα» απαντάω με σιγουριά. Τα μάτια του ταξιδεύουν σε όλο το κορμί μου, μένοντας για λίγα λεπτά στάσιμα στο φυλακτό που κρέμεται στον λαιμό μου.
«Ζαΐρα» επαναλαμβάνει εκείνος. «Πολύ όμορφη. Τι κάνεις εδώ μόνη;»
Σηκώνομαι όρθια και σταυρώνω τα χέρια σε μία προσπάθεια να φανώ τρομακτική.
«Απολαμβάνω τον φρέσκο αέρα». Με το ζόρι χαμογελάω «Μήπως δεν μπορώ;»
«Είναι επικίνδυνο» λέει εκείνος. Προσπαθώ να επικεντρωθώ στα μάτια του, όμως ο ήχος της φωνής μου με αποσυντονίζει. «Είσαι καινούργια στο χωριό;»
Γιατί δεν μπορώ να σταματήσω να τον κοιτάω; Φαίνεται να είναι γύρω στα είκοσι κάτι χρόνια. Τα μάτια του λάμπουν με μία λάμψη που σε αφήνει σαστισμένο. Το πρόσωπό του δεν είναι αυτό που οι άνθρωποι θεωρούν κλασική ομορφιά, είναι αρκετά αρρενωπό. Είμαι σίγουρη ότι η λέξη "όμορφος" θα τον πρόσβαλλε. Είναι ψηλός, πιθανόν γύρω στο 1.80. Τα μαλλιά του είναι κατάμαυρα σαν τα φτερά ενός κορακιού και μερικές τούφες πέφτουν στο πρόσωπό του. Φαίνεται ατημέλητος, ένα βάναυσο αγόρι με ζωικό πνεύμα. Αισθάνομαι να ελκύομαι και ταυτοχρόνως νιώθω τρομαγμένη ενόψει της σκοτεινής αύρας που εκπέμπει. Αντιλαμβάνομαι το άρωμά του να εισβάλλει στο χώρο.
Νιώθω υπνωτισμένη.
Εκείνος πλησιάζει και εγώ οπισθοχωρώ. Όταν επρόκειτο να πέσω στο νερό, το μπράτσο του στην μέση μου με σταματάει. Αμέσως προσπαθώ να πνίξω ένα αναστεναγμό. Κάνω μια προσπάθεια να υποκρύψω το τρέμουλο του σώματός μου, όμως δεν μπορώ.
«Είμαι καινούργια» τραυλίζω. Μισώ τον εαυτό μου γι' αυτό. «Έφτασα στο χωριό το απόγευμα».
Απομακρύνομαι. Χρειάζομαι να βάλω μία κατάλληλη απόσταση μεταξύ μας.
«Το βλέπω» λέει και τείνει το χέρι του για μια χειραψία. «Είμαι ο Απόλλων Ντέσμοντ».
Για μια στιγμή διστάζω, όμως δέχομαι τον χαιρετισμό. Το δέρμα μου φλέγεται με την επαφή μας και δεν παύω να τον κοιτάω στα μάτια.
«Ζαΐρα Κέιν» μουρμουρίζω αυτή την φορά πιο σίγουρη.
Το χαμόγελο του σβήστηκε μόλις ανάφερα το όνομά μου και το βλέμμα του σκοτεινιάζει σε μια αντίδραση που δεν μπορώ να καταλάβω.
«Κέιν;» για λίγα δευτερόλεπτα μένει άναυδος. Όταν όμως ανακτά την φωνή του, συνεχίζει: «Όπως ο Σαμουέλ Κέιν;»
Όλα γύρω μου σταματάνε.
«Πώς ξέρεις το όνομα του πατέρα μου;» απαιτώ να μάθω. Εκείνος με αναλύει, συνοφρυωμένος λες και θέλει να καταλάβει κάτι.
«Ζαΐρα!» Η φωνή της Λυδίας μας διακόπτει. Κρατάει το χέρι του Μάνου καθώς πλησιάζει προς το μέρος μας. Ένα χαμόγελο εξαπλώνεται στα χείλη της όταν αντιλαμβάνεται την παρέα μου. «Σε ψάχναμε».
Κουνήθηκα άβολα χωρίς να μετακινηθώ απ' την θέση μου και καθάρισα τον λαιμό του.
«Θέλησα να περπατήσω» εκφράζω με ένα χαμόγελο. «Και είχα την χαρά να γνωρίσω τον Απόλλων Ντέσμοντ».
Το στόμα της Λυδίας άνοιξε ελαφρά.
«Ω που να πάρει...» Η Λυδία έπαψε να της τρέχουν τα σάλια και άφησε το χέρι του Μάνου. «Άκουσα τόσα πολλά για σένα. Είμαι η Λυδία».
Η σαγηνευτική της φωνή με ενοχλεί λίγο και νιώθω άσχημα για το πονεμένο βλέμμα που ο Μάνος της ρίχνει.
«Χαίρομαι που σε γνώρισα, πρέπει να επιστρέψω στο πάρτι» Ο Απόλλων απομακρύνεται, όμως πριν μου ρίχνει ένα βλέμμα επάνω απ' τον ώμο του. «Τα λέμε σύντομα, Ζαΐρα» χαιρετάει.
Η φωνή του προκαλεί μία φλεγόμενη αίσθηση στο στομάχι μου. Αυτό δεν είναι φυσιολογικό.
«Ξέρεις ποιος είναι αυτός;» ρωτάει η συγκάτοικος μου.
«Λέγεται Απόλλων» Ανασηκώνω τους ώμους.
«Ακριβώς» μουρμουρίζει εκείνη. «Το πιο σέξι αγόρι του χωριού».
Ο Μάνος στροβιλίζει τα μάτια.
«Συνεχίζεις να είσαι ερωτευμένη μαζί του;» ξεφυσάει ο Μάνος.
«Δεν φταίω εγώ. Πάντα με έλκυαν τα κακιά αγόρια».
«Τέλος πάντων» μουγκρίζει εκείνος. Φαίνεται ενοχλημένος από την συμπεριφορά της Λυδίας «Θα ήταν καλύτερα να επιστρέφαμε στο πάρτι».
Μαζευτήκαμε με τους υπόλοιπους στην φωτιά. Όταν μου πρόσφεραν μία μπουκάλα μπύρα, δεν αρνήθηκα. Τα μάτια μου ασυναίσθητα ψάχνουν τον Απόλλων μέχρι να τον βρουν. Εκείνος φαίνεται άνετος με μία ξανθιά κοπέλα.
Ξαφνικά η προσοχή του πέφτει σε μένα. Κοκκαλώνω, ανίκανη να στρέψω το βλέμμα από τα μάτια του που με υπνωτίζουν. Το χαμόγελο του είναι παιχνιδιάρικο και ταυτοχρόνως μοχθηρό. Είναι ένας μεθυστικός συνδυασμός για κάποιον του οποίου το όνομα είναι συνώνυμο με προβλήματα.
«Δεν θες να στρέψεις την προσοχή σου σ' αυτόν» προειδοποίησε ο Μάνος, βγάζοντας με από τις σκέψεις.
Καθαρίζω τον λαιμό μου και παύω να έχω την προσοχή μου στον Απόλλων.
«Γιατί;» Ρωτάω με περιέργεια.
«Έχει μία φήμη που τρομάζει τον καθένα» σαρκάζει η Λυδία. «Μόνο η Τζένη του κολλάει σαν τσιμπούρι».
«Η Τζένη;» θέτω το ερώτημα, συνοφρυωμένη.
Η συγκάτοικος μου δείχνει την ξανθιά με το πηγούνι της.
«Είναι αχώριστοι καλύτεροι φίλοι. Δεν έχω δει ποτέ τον Απόλλων χωρίς την Τζένη».
Βλεφαρίζω αργά.
«Αλλά για ποια φήμη μιλάς;»
«Αγαπητή μου». Η Λυδία αυτή την φορά με κοιτάει σοβαρή «Οι πέντε φιλενάδες που είχε στο DreamLand κατέληξαν νεκρές».
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro