Κεφάλαιο 1
Ζαΐρα.
Περπατάω αργά κατευθυνόμενη προς το δωμάτιο του. Το χέρι μου τυλίγει το κρύο μεταλλικό πόμολο της πόρτας καθώς εμφανιζόταν μέσω της χαραμάδας. Μένω σιωπηλή και την παρατηρώ να αγκαλιάζει ένα αρκουδάκι που ανήκε στον Νικηφόρο. Το κλάμα της είναι διαπεραστικό, ένα δάκρυ γλιστράει αργά στο μάγουλό της. Και εμένα μου λείπει πολύ.
«Μαμά;» ρωτάω.
Εκείνη σκουπίζει τα δάκρυα της και αφήνει το αρκουδάκι του Νικηφόρου επάνω στο κρεβάτι.
«Δεν σε άκουσα που έφτασες, αγάπη μου».
«Τι συμβαίνει, μαμά;»
Βάζει μία τούφα μαλλιών πίσω από το αυτί της καθώς με παρατηρεί με κόκκινα κι ερεθισμένα μάτια.
«Ξέρεις ότι είμαι πολύ αισθηματική» Ακούω το κλάμα στην φωνή της και βλεφαρίζω για να κρατήσω τα δάκρυα μου «Μου λείπει».
«Και εμένα μου λείπει» παραδέχομαι «Αν μπορούσα να γυρίσω τον χρόνο πίσω, ορκίζομαι πως θα έπαιρνα την θέση του. Το ξέρεις, έτσι; Θα έκανα το οτιδήποτε αν αυτό σήμαινε να έχω τον Νικηφόρο πίσω».
Οι ώμοι της μαμάς χαμηλώνουν και αφήνει ένα αναστεναγμό να ξεφύγει από το στόμα της. Μονάχα υπάρχει πόνος στο πρόσωπό της.
«Τίποτα από όλα αυτά είναι δικό σου φταίξιμο, Ζαΐρα».
Εισέρχομαι στο δωμάτιο και κλείνω την πόρτα. Κάθομαι δίπλα στην μαμά επάνω στο κρεβάτι και σφίγγω το χέρι της. Η ανάμνηση εκείνης της μέρας μου προκαλεί μία πίεση στο στήθος που μου είναι δύσκολο να την αντέξω. Ξέρω πολύ καλά πως είναι λόγω του συναισθήματος ενοχής που έχω. Ο Νικηφόρος ήταν ο ήλιος που φώτιζε τις ζωές μας. Τώρα, όλα είναι ζοφερά λόγω της απουσίας του.
«Υποσχέθηκα να τον προστατεύσω και απέτυχα» Η φωνή μου ακούγεται πνιγμένη «Απογοήτευσα τον Νικηφόρο και ποτέ δεν θα συγχωρέσω τον εαυτό μου».
Η μαμά μου αγγίζει το μάγουλο και κλείνω τα μάτια. Η ψυχή μου είναι κατεστραμμένη, κανείς δεν θα μπορέσει να την φτιάξει. Κλαίω με λυγμούς καθώς ακουμπάω στο χέρι της.
«Ήσουν ένα μικρό κορίτσι» λέει λυπημένα «Ποιο κορίτσι 14 ετών θα μπορούσε να αντιμετωπίσει ένα άγριο λύκο ανίκανο να λογικευτεί; Σε ξεπερνούσε σε δύναμη και σε μέγεθος».
«Εγώ έπρεπε να κάνω ό,τι ήταν αναγκαίο για να τον σώσω. Έπρεπε να ορμήσω επάνω στον λύκο, όμως δεν κουνήθηκα από την θέση μου. Ήμουν δειλή, μαμά».
Όταν με αγκαλιάζει, κλαίω στον ώμο της. Η θερμότητα του σώματος της με παρηγοράει, κρατιέμαι από εκείνη με όλες μου τις δυνάμεις. Είναι ένα καλό αίσθημα να ξέρω πως συνεχίζει να με αγαπάει μετά απ' όλα αυτά. Δεν θα άντεχα να κουβαλάω και το μίσος της.
«Ήσουν τρομοκρατημένη, γλυκιά μου» ψιθυρίζει «Ο οποιοσδήποτε θα ήταν τρομοκρατημένος σ' αυτή την κατάσταση».
«Πάψε να με δικαιολογείς».
Απομακρύνεται από το σώμα μου και με αναγκάζει να την κοιτάξω κατευθείαν στα μάτια.
«Εσύ δεν φταις» λέει με σιγουριά αυτή την φορά «Εμπιστεύσου με, Ζαΐρα».
Εκείνη μιλάει λες και γνωρίζει τον πραγματικό ένοχο. Και όταν κοιτάω τα μάτια της, βλέπω μυστικά. Μυστικά που θα μου άρεσε να ανακαλύψω.
Πέρασαν πέντε χρόνια από την τραγωδία που συντάραξε όλο μου την ζωή και δεν μπόρεσα να προχωρήσω. Όλο το συναισθηματικό στρες βαράει επάνω στους ώμους μου. Κάποιοι πιστεύουν πως έπρεπε να το ξεπεράσω, όμως η πληγή στην καρδιά μου αρνείται να επουλωθεί.
Ο αδερφός μου ήταν μονάχα οκτώ ετών όταν έσωσε την ζωή μου. Δέχτηκε επίθεση από ένα ζώο και το πτώμα του δεν βρέθηκε ποτέ. Προσπάθησαν να με πείσουν πως εν μέρει καταβροχθίστηκε, αλλά αρνήθηκα να πιστέψω σε αυτό το απαίσιο ψέμα. Υπάρχει κάτι άλλο πίσω από τον θάνατο του, δεν θα ηρεμήσω μέχρι να το ανακαλύψω.
Ο επόμενος μου προορισμός;
Να επιστρέψω στην πόλη όπου η ζωή μου πήρε μια δραστική στροφή.
DreamLand.
Το όνομα του σε κάνει να σκέφτεσαι αρκετές σημασίες: όνειρα, καλή ζωή, ηρεμία. Μερικά άτομα το θεωρούν μία ακόμη πόλη με τους ανιαρούς κατοίκους της, ωστόσο, μόλις ξεκινήσει η ανασκαφή, θα καταλάβουν πως υπάρχει κάτι δυσοίωνο, ένα σκότος.
Ποτέ δεν λείπουν οι πληροφορίες στις εφημερίδες σχετικά με τις μυστηριώδεις εξαφανίσεις: οι άνθρωποι εξαφανίζονται χωρίς να αφήσουν κανένα είδους ίχνος. Εντοπίζονται παραμορφωμένα σώματα και όλος ο κόσμος υποθέτουν ότι ήταν άγρια ζώα: ένας λύκος, λύκος της Βόρειας Αμερικής, ακόμη και τίγρης. Φαίνεται πως υπάρχουν αρκετοί απ' αυτούς στο DreamLand. Ειδικά κατά την διάρκεια της νύχτας πανσελήνου.
Η Λένα Νόρμαν βρέθηκε νεκρή στο δάσος του DreamLand την δέκατη τέταρτη μέρα του Οκτώβρη του 2016. Έκαναν την αυτοψία και οι ιατροδικαστές είπαν ότι δολοφονήθηκε βάναυσα από ένα άγριο λύκο.
Η Ρόουζ Κλάρκ, Μάντισον Άνταμς, Γουίλιαμ Φόστερ και ο Τζόναθαν Μπλάκγουτ είχαν την ίδια μοίρα. Το χειρότερο; Η λίστα είναι απίστευτα μεγάλη. Νεκροί στις ίδιες συνθήκες και μέρες όπου υπάρχει πανσέληνος. Σύμπτωση; Το αμφιβάλλω. Συνεχίζω να παρατηρώ εκατοντάδες αναφορές, τα στοιχεία είναι πειστικά.
Η Μάγκι Ντίκεν ήταν μάρτυρας στο πώς καταβρόχθισαν την φίλη της, Λάουρα, όμως το περίεργο αυτής της κατάστασης είναι πως εκείνη ισχυρίζεται ότι δεν είχε να κάνει με απλά ζώα. Σύμφωνα με εκείνη, ήταν λυκάνθρωποι. Την έβγαλαν τρελή, την υπέβαλαν σε ψυχολογικές θεραπείες. Η καημένη η Μάγκι ζει ένα μαρτύριο δίχως κανείς να πιστεύει στα λόγια της. Ξέρω ότι υπάρχει κάτι πιο σοβαρό πίσω απ' αυτό, πρέπει να το ανακαλύψω.
Τα φρύδια μου σούφρωσαν και κάνω κλικ σε άλλη σελίδα: Λύκοι στο DreamLand.
Πριν αυτή η πόλη ήταν μονάχα δάση κατοικημένα από ζώα. Οι άνθρωποι έφτασαν για να τα κυνηγήσουν και να αρπάξουν τα εδάφη τους. Το DreamLand πάντοτε ήταν το μέρος των θηρίων. Η δολοφονία του αδερφού μου δεν είναι η μόνη τραγωδία σχετιζόμενη με το θέμα, όμως υπάρχει μία διαφορά με τα υπόλοιπα θύματα. Δεν βρήκαν ποτέ το πτώμα του Νικηφόρου, ούτε ελάχιστα υπολείμματα. Τι συνέβη στην πραγματικότητα; Η μητέρα μου δεν θα συμφωνήσει, αλλά ήρθε η ώρα να πάρω μια απόφαση.
Δεν μπορώ να ζω με αυτή την αμφιβολία, θα τρελαθώ. Το DreamLand δεν είναι μία φυσιολογική πόλη, και αυτό θα το αποδείξω.
«Ζαΐρα;» Η μαμά χτυπάει την πόρτα και αμέσως κρύβω τον φορητό υπολογιστή μου κάτω από ένα μαξιλάρι «Σου έφερα κάτι να φας».
«Πέρασε, μαμά» λέω.
Εισέρχεται στο δωμάτιο, κρατώντας ένα δίσκο με μπισκότα και ένα φλιτζάνι γάλα. Ξέρει πώς να με καλομαθαίνει, την λατρεύω γι' αυτό. Πάντα ήμασταν εκείνη, ο Νικηφόρος και εγώ. Ο βιολογικός μου πατέρας ήταν μονάχα ένας δότης σπέρματος και ποτέ δεν τον γνώρισα. Τον μισώ από τότε που θυμάμαι. Για χρόνια σκέφτηκα χιλιάδες ιστορίες σχετικά με την εγκατάλειψη του. Πέρασε ακόμη και η ιδέα από το μυαλό μου πως μπορεί να είναι νεκρός. Αναρωτιόμουν πώς μοιάζει, με τι ασχολείται ή αν νοιάστηκε ποτέ για εμάς. Αμφιβάλλω αν αγαπάει την οικογένεια του. Αν ήταν έτσι, θα βρισκόταν εδώ δίνοντας την υποστήριξη του σε όλα. Μας εγκατέλειψε, για μένα είναι νεκρός.
«Νιώθεις καλύτερα;» ρωτάει η μαμά με ένα αχνό χαμόγελο. Γνέφω θετικά καθώς τρώω τα μπισκότα με κομματάκια σοκολάτας. Είναι πολύ νόστιμα. Το φαγητό της μαμάς είναι το αγαπημένο μου. Σ' αυτό τον κόσμο δεν υπάρχει κανείς σαν εκείνη.
«Εσύ με κάνεις να νιώθω καλύτερα» Της χαμογελάω. Το βλέμμα της μετατοπίζεται από το πρόσωπο μου και κάθεται στην άκρη του κρεβατιού. Τα πράσινα της μάτια είναι ίδια με τα δικά μου, αν και πάντοτε φαίνονται κουρασμένα. Το δέρμα της ήταν πολύ χλωμό. Από την τραγωδία έχει αλλάξει αρκετά και δεν μπορώ να την κατηγορήσω. Βρίσκει καταφύγιο στον πόνο και στην δουλειά της. Εγώ από την άλλη έψαξα ψυχολογική βοήθεια, αλλά ήταν ανώφελο. Δεν μπορεί να με βοηθήσει κανείς.
«Έχω πάρει μια σημαντική απόφαση και ελπίζω να με υποστηρίξεις» λέει η μαμά και εγώ αμέσως αρχίζω να ανησυχώ.
Σταματάω να τρώω.
«Τι είδους απόφαση;» διερευνώ.
Με εξετάζει προσεχτικά σαν να φοβάται την αντίδραση μου.
«Να αρχίσουμε από το μηδέν σε άλλη πόλη» απαντάει εκείνη, εγώ μένω ακίνητη «Δεν μπορούσε να συνεχίσουμε εδώ».
Το μπισκότο μένει στο στόμα της.
«Γιατί να φύγουμε;»
Το κάτω χείλος της τρέμει.
«Ξέρω ότι έχεις ακόμη ελπίδες να φέρουμε πίσω τον Νικηφόρο. Δεν είναι καλό για την υγεία σου, αγάπη μου. Εσύ είσαι η πιο επηρεασμένη και πονάω να σε βλέπω να βυθίζεσαι κάθε μέρα όλο και περισσότερο στο σκοτάδι».
Τα δάκρυα απειλούν να κυλήσουν και βλεφαρίζω σε μια προσπάθεια να τα συγκρατήσω.
«Και νομίζεις πως αν φύγουμε σε άλλη πόλη θα αλλάξει κάτι;»
Σφίγγει το χέρι μου.
«Άκουσε με, Ζαΐρα» παρακαλεί «Είναι ώρα να κάνουμε μία νέα αρχή. Δεν θέλω να σε χάσω και εσένα. Έχουμε πενθήσει αρκετά για τον Νικηφόρο. Είναι ο γιος μου και τον αγαπώ, όμως πρέπει να συνεχίσουμε με τις ζωές μας».
«Και το λες μετά από πέντε χρόνια;»
«Ήμουν στην ίδια κατάσταση με σένα, δεν επιθυμώ πια να συνεχίσω σ' αυτό το σκοτάδι».
Η πίεση στο στήθος μου γίνεται πιο μεγάλη. Γλιστράει από τον λαιμό μου και τυλίγεται εκεί, σαν ένα φίδι το οποίο με εμποδίζει να καταπιώ.
«Ξέρω ότι ακόμη υπάρχουν ελπίδες...»
«Ελπίδες για ποιο πράγμα;» διακόπτει, με παρατηρεί λες και είμαι τρελή «Ο Νικηφόρος είναι νεκρός, Ζαΐρα».
«Δεν είναι νεκρός!» φωνάζω δακρύζοντας. Ο πρώτος λυγμός εγκαταλείπει τα χείλη μου «Δεν κατάφερε κανείς να βρει το πτώμα του μετά που εκείνος ο λύκος τον έσυρε μακριά μου. Ούτε εμφανίστηκε κάποιο μέρος του, ούτε στοιχεία πως εκείνο το ζώο καταβρόχθισε μέχρι κι το τελευταίο οστό του. Ο Νικηφόρος είναι κάπου στο DreamLand και θα τον βρω».
Η μαμά χλομιάζει.
«Λες πολλές ανοησίες».
Αφήνω το φλιτζάνι με το γάλα επάνω στο κομοδίνο και σηκώνομαι όρθια. Κοιτάω την μαμά με μισόκλειστα μάτια και με χιλιάδες υποψίες μέσα στο κεφάλι μου. Πάντα μου φάνηκε περίεργο το γεγονός πως είχε παραιτηθεί τόσο γρήγορα. Υπέθεσε ότι ο Νικηφόρος ήταν νεκρός και δέχτηκε η αστυνομία να σταματήσει να τον ψάχνει.
«Γιατί δεν θέλεις να τον βρω;» Την ρωτάω «Τι μου κρύβεις;» Εκείνη ανοίγει το στόμα για να πει κάτι, όμως κανένας ήχος δεν βγαίνει «Αν σκοπεύεις η ζωή μας να είναι φυσιολογική όπως πριν, σε προειδοποιώ πως αυτό δεν θα συμβεί. Δεν θα είμαστε ποτέ ξανά οι ίδιοι».
Χαμηλώνει το κεφάλι.
«Το ξέρω, αλλά προσπαθώ να το αλλάξω αυτό. Άφησες το πανεπιστήμιο, Ζαΐρα, και περνάς αρκετό χρόνο ψάχνοντας πληροφορίες για το DreamLand. Στην ηλικία σου, αυτό δεν είναι καλό. Ζήσε τώρα που είσαι μικρή ακόμη».
Τα δάκρυα αρχίζουν να κυλάνε από το μάγουλο μου χωρίς εγώ να μπορώ να κάνω κάτι για να τα σταματήσω.
«Περισσότερα από πενήντα άτομα πέθαναν εξαιτίας των λύκων. Κυρίως μικρά παιδιά σαν το Νικηφόρο. Δυσκολεύομαι να πιστέψω ότι εκείνα τα θηρία βρίσκονται ακόμη ελεύθερα και σκοτώνουν τον οποιοδήποτε. Γιατί δεν κάνουν κάτι γι' αυτό;»
Η μαμά σφίγγει τους ώμους μου απελπισμένη, κάτι που με πονάει.
«Χάνεις το μυαλό σου».
Την παρατηρώ με μία ανάμειξη οργής και πόνου.
«Δεν είμαι τρελή, μαμά!» κραυγάζω «Ξέρεις τι; Θα επιστρέψω στο DreamLand και θα αποδείξω στον κόσμο πως δεν είναι μία φυσιολογική πόλη».
Με βλέπει τρομοκρατημένη.
«Δεν μπορείς να το κάνεις αυτό, Ζαΐρα» λέει, απελπισμένη «Δεν μπορείς να επιστρέψεις στο DreamLand. Σου το απαγορεύω».
«Σου θυμίζω ότι είμαι δεκαεννιά χρονών. Δεν μπορείς να μου απαγορεύεις τίποτα πια. Αντίθετα με σένα, εμένα με ενδιαφέρει να μάθω τι συνέβη στο Νικηφόρο. Μπορεί να είναι νεκρός, όμως θα βρω τον ένοχο».
Αναστενάζει.
«Ένοχος; Ήταν ένα ζώο!»
«Εγώ δεν πιστεύω πως είναι απλά ένα ζώο!»
Η μαμά σκουπίζει τα δάκρυα και κατευθύνεται στην πόρτα.
«Κάνεις ένα μεγάλο λάθος, Ζαΐρα. Ελπίζω να το καταλάβεις. Ο Νικηφόρος δεν θα επιστρέψει πια».
Εγκαταλείπει το δωμάτιο και εγώ ξαπλώνω επάνω στο κρεβάτι καθώς ανεξέλεγκτα κλαίω με λυγμούς. Δεν με νοιάζει αν εκείνη με δει σαν μία τρελή που δεν δέχεται τον θάνατο του αδερφού της. Κανένα ζωντανό ον σε αυτόν τον κόσμο δεν θα με εμποδίσει από το να φτάσω στο βάθος της αλήθειας.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro