Η διάσωση
Ξάπλωσε δίπλα του ενώνοντας τα χείλη της με τα δικά του. Μπορεί να μην κατάλαβε το φιλί αφού ήταν αναίσθητος, μα η Ελισάβετ δεν μετάνιωσε στιγμή για την κίνηση της. «Πέτρο ξύπνα, σε ικετεύω.» Σχεδόν ούρλιαξε, μα το αγόρι δεν συνήλθε. «Πέτρο, μη φύγεις, σε παρακαλώ, μην πετάξεις μακριά μας. Σε χρειαζόμαστε.» Συνέχισε αλλά και πάλι καμιά αντίδραση. «Σε παρακαλώ.» Ψιθύρισε μια τελευταία φορά και ύστερα φίλησε το μέτωπο του, νιώθοντας τη θερμότητα του σώματος του να δραπετεύει και να αντικαθίσταται από την ψυχρή αύρα του θανάτου. «Σε αγαπώ.» Είπε βγάζοντας μια πνικτή κραυγή ενώ τα ατελείωτα ορμητικά δάκρυα της μούσκευαν το επάνω μέρος της φανέλας του.
Έγειρε προς τα πίσω, θάβοντας το κεφάλι στα σχεδόν παραλυμένα γόνατα της δίχως να σταματήσει να κλαίει. Ένιωθε τόσο αδικημένη από τη ζωή λες και γεννήθηκε για να υποφέρει. Πρώτα ο θάνατος της μητέρας της και τώρα ο Πέτρος. Ό,τι αγαπούσε, πέταγε μακριά σε ένα ταξίδι χωρίς επιστροφή, εγκαταλείποντας τη στη γη με ένα αβάσταχτο πόνο που δεν μπορούσε να διαχειριστεί.
Ανασήκωσε και πάλι το λυπημένο βλέμμα της προς το αναίσθητο αγόρι παρατηρώντας την χλωμάδα που είχε σκεπάσει το ροδαλό δέρμα του και τους μαύρους κύκλους κάτω από τα εξαντλημένα μάτια του, τα σχεδόν λευκά χείλη του, την χαμένη ζωντάνια του προσώπου του. Δεν ήταν σίγουρη πόσος χρόνος είχε περάσει από τη στιγμή που κοντοστάθηκε πλάι του, μα ο Πέτρος ήταν πλέον αγνώριστος, σαν άλλος άνθρωπος. Σαν κάποιος να τον είχε αλλάξει με ένα εντελώς άγνωστο άτομο.
«Θεέ μου, αν με ακούς, μην τον αφήσεις να έρθει κοντά σου. Αν πρέπει κάποιος από τους δυο μας να πεθάνει, πάρε εμένα. Σε παρακαλώ μην καταστρέψεις το μέλλον του και τα όνειρα του. Πάρε εμένα στον κήπο σου, το μαύρο ρόδο σου.
Η προσευχή της διακόπηκε από ένα διάτορο θόρυβο που προερχόταν από τη μοναδική τους έξοδο, εκείνη την τεράστια πράσινη γκαραζόπορτα που τους χώριζε από τον εξωτερικό κόσμο και της οποίας το άνοιγμα δεν ήταν καλός οιωνός. Η Ελισάβετ αμέσως πλάγιασε δίπλα στον τραυματισμένο Πέτρο, αγκαλιάζοντας τον κορμό του σε ένδειξη προστασίας. Σε καμιά περίπτωση, δεν ήθελε να κινδυνεύσει κι άλλο η ζωή του. Εάν ο Ιβόρ είχε επιστρέψει και τον έβλεπε σε αυτή την κατάσταση, ίσως τελείωνε τη δουλειά για την οποία είχε προσληφθεί εξ' αρχής. Συνεπώς έμεινε εκεί μαζί του, παρακαλώντας τον Παντοδύναμο να μην ανοίξει η πόρτα. Ο σαματάς όμως δεν έλεγε να καταλαγιάσει. Ο άνθρωπος στο εξωτερικό, φαινόταν να έχει πεισμώσει και δεν θα απομακρυνόταν αν δεν πραγματοποιούσε τον σκοπό του.
«Ελισάβετ...» Μια φωνή ξεχύθηκε στο δωμάτιο, τόσο γνώριμη που αμέσως διαβεβαιώθηκε πως είχαν σωθεί. «Ελισάβετ, Πέτρο.» Μια δεύτερη φωνή ακούστηκε.
«Γεράσιμε, Λουκά.» Το κορίτσι φώναξε στην πηγή του ηχητικών κυμάτων. Προτού προλάβει να βγάλει άλλη λέξη, η πόρτα άνοιξε αποκαλύπτοντας έναν όχλο από αστυνομικούς, διασώστες και συγγενικά άτομα, οι οποίοι έτρεξε αμέσως προς το μέρος τους.
«Ελισάβετ μου είσαι καλά;» Αισθάνθηκε τα χέρια του πατέρα της επάνω στο ράσο.
«Ο Πέτρος...» Μουρμούρισε δίχως να ξεκολλήσει από πάνω του, παρόλο που ο Λουκάς μαζί με τους διασώστες τον είχαν ήδη περικυκλώσει. «Μην τον αφήσετε να πεθάνει.»
«Κανείς δεν θα πεθάνει.» Είπε ο Λευτέρης και την τράβηξε προς τα πίσω με στοργή, καθίζοντας και εκείνος στο έδαφος για παρηγοριά. «Όλα θα πάνε καλά, εντάξει Αννούλα μου;»
Έδωσε ένα νεύμα κατάφασης παρόλο που βαθιά μέσα της γνώριζε τη σοβαρότητα της κατάστασης και χώθηκε στην αγκαλιά του πατέρα της, δίχως καμία διόρθωση στο όνομα της, απλώς αναζητούσε μια ζεστή φωλιά.
«Ελισάβετ, είσαι καλά;» Άκουσε τον Λουκά να καλεί το όνομα της και έστρεψε το κεφάλι προς το μέρος του όμως δεν απάντησε. Ήταν αδύνατο να ξεκολλήσει τη ματιά της από το φορείο που είχαν τοποθετήσει τον Πέτρο.
«Θέλω να πάω μαζί του.» Αποκρίθηκε.
«Ίσως είναι καλύτερα να γυρίσουμε στο μοναστήρι.» Πετάχτηκε ο Γεράσιμος. Ούτε που είχε προσέξει την παρουσία του στο χώρο από την είσοδο του και έπειτα. «Θα είσαι ασφαλής εκεί.»
«Όχι, ο Πέτρος με χρειάζεται.»
«Ελισάβετ, δεν βλέπεις ότι είναι με την οικογένεια του τώρα;»
«Αν θέλει να πάει, δεν θα τη εμποδίσεις.» Ο Λευτέρης φώναξε.
«Η κοπέλα θα πρέπει να έρθει μαζί μας για προληπτικές εξετάσεις.» Ένας άγνωστος άνδρας είπε πλησιάζοντας τους, γονατίζοντας στο μέρος της νεαρής μοναχής. Από το ντύσιμο του μπορούσε να καταλάβει ότι ήταν ένας από τους διασώστες που έφτασαν μαζί με το ασθενοφόρο.
Η Ελισάβετ, σπάζοντας την αγκαλιά που την ένωνε με τον πατέρα της, σηκώθηκε με τη βοήθεια του άνδρα. «Όπως θέλετε.» Απάντησε και τον ακολούθησε.
Οι αχτίδες του ηλίου την τύφλωσαν καθώς πέρασε για τελευταία φορά την πόρτα που τους χώριζε από τον υπόλοιπο κόσμο, καθώς επιτέλους έφυγε από την επίγεια κόλαση τους. Σταμάτησε ένα λεπτό να καλύψει τα μάτια της αφού ήταν δύσκολο να προσαρμοστούν στην νέα κατάσταση και ύστερα εισέβαλε στο ασθενοφόρο πλάι στον αγαπημένο της.
Λοιπόν αρχικά να πω ότι θα έγραφα μόνο το πρώτο κεφάλαιο και θα σταματούσα εκεί. Αλλά το θέλατε και σας ήρθε. Θα ακολουθήσει και τρίτο σκηνές από το νοσοκομείο. Επίσης το κεφάλαιο έχει κάποιες ανακρίβειες συγκριτικά με αυτά που έγιναν ή θα γίνουν στα επεισόδια αλλά η ιστορία εξελίσσεται όπως την φανταζόμουν από την αρχή εγώ. Οπότε συγχωρέστε με αν δεν σας αρέσει κάτι. Ευχαριστώ για τις αναγνώσεις, τα like και τα comments. Τα λέμε στο τρίτο κεφάλαιο!
~JoannaTorresLuiz~
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro