Κεφάλαιο 40: Viviana
"Mamma, mamma!" το κεφάλι μου έμπαινε και έβγαινε μέσα στο νερό. Προσπαθούσα να κρατήσω την ανάσα μου, αλλά όλο και περισσότερο νερό έμπαινε στην μύτη και στο στόμα μου. Η αλμυρή του γεύση πονούσε τον λαιμό μου και έκαιγε τα μάτια μου που είχαν γεμίσει με δάκρυα που πια δεν ξεχώριζαν από το νερό που είχε καλύψει το υπόλοιπο μου πρόσωπο. Δεν ήξερα να κολυμπώ. Με κρατούσε η mamma μου που εκείνη προσπαθούσε να μην πέσει ολόκληρη μέσα στο νερό, αλλά την έβλεπα να πνίγεται. Έβηχα και έβγαζα νερό από το στόμα μου αλλά άλλο τόσο έμπαινε ξανά μέσα. Πνιγόμουν.
"Mi batte forte il cuore!" Κράτα γερά καρδιά μου!
Αλλά δεν μπορούσα. Η mamma μου δεν μπορούσε να με κρατά για πολλή ακόμα ώρα. Την έβλεπα και αυτή να πνίγεται. Φοβόμουν.
Είδα τον papa μου να επιπλέει στο νερό. Τα μάτια του ήταν ανοικτά αλλά δεν ήταν κοντά μας. Τον παρέσερνε το νερό μακριά. Δεν ήξερα τι γινόταν. Ήξερα μόνο ότι πνιγόμουν.
Οι αναμνήσεις πια δεν ήταν απρόσωπες. Ήξερα ότι ήταν δικές μου.
Σκούπισα τα τελευταία μου δάκρυα. Είχε δίκιο ο Lorenzo, δεν θα έβγαινα από εδώ ζωντανή. Αν δεν με σκότωνε εκείνος, θα πέθαινα από αφυδάτωση. Το προτιμούσα. Έτσι δεν θα το ευχαριστιόταν το ίδιο.
Μου εξομολογήθηκε τα πάντα. Όλα τα απαίσια πράγματα που έκανε, ήταν ένα τέρας, σκότωσε τον ίδιο του τον αδερφό και την οικογένεια του μόνο για να γίνει βασιλιάς. Ήταν άρρωστος.
Λαχταρούσε την δόξα. Αυτό ήταν που θα τον σκότωνε.
Δεν μπορούσα να πιστέψω όσα έμαθα. Η οικογένεια μου...ήταν τόσο παράξενο. Ήταν όμως ειρωνικό. Είμαι πριγκίπισσα, αυτό που ο Dominic ήθελε για τον γιό του αλλά δεν ήμουν. Τώρα που όμως είμαι, είναι αργά για εμάς.
Είδα από το παραθυράκι τα φώτα ενός αυτοκινήτου. Είπε πως θα ερχόταν το πρωί, ακόμη έξω ήταν σκοτεινά. Ήθελε να με σκοτώσει γρηγορότερα. Δεν μπορούσε να περιμένει. Και εγώ δεν μπορούσα να κάνω τίποτα από το να περιμένω να το κάνει.
Ξαφνικά όμως δεν ένιωθα την ανάγκη να παλέψω. Μάλλον γιατί ήξερα πως θα χάσω. Είχα χάσει ήδη. Ο άντρας που αγαπούσα, εκείνος που ορκιζόταν πως θα έκανε τα πάντα για μένα, πια δεν με αγαπούσε. Τόσο απλά. Σαν να υπήρχε τελικά εκείνος ο μαγικός διακόπτης που ανοίγεις και κλείνεις όποτε θες.
Τινάχθηκα από το χτύπημα στην πόρτα. Σαν να προσπαθούσε να την ανοίξει αλλά δεν άνοιγε. Θα είχε κολλήσει.
Άρχισε ξανά να την κτυπά, ακόμη πιο δυνατά και λίγα λεπτά μετά έπεσε η πόρτα μπροστά μου.
Μου κόπηκε η ανάσα. Πράσινα μάτια, ζεστό χαμόγελο που τώρα ήταν φοβισμένο.
Όταν με είδε πάγωσε, είδα τον τρόμο στα μάτια του και έτρεξε μπροστά μου. Έκατσε στα γόνατα και έβγαλε αμέσως την ταινία από το στόμα μου. Είχε τελείως μουδιάσει.
Με κοιτούσε πανικοβλημένος. Εγώ είχα απλά κοκαλώσει. Δεν πίστευα πως θα ερχόταν να με βρει. Νόμιζα...
Εξέταζε με τα μάτια του το σώμα μου "Σε κτύπησε;"
Κούνησα το κεφάλι μου αρνητικά και τον ένιωσα να ησυχάζει για λίγο. Ήξερε για τον Lorenzo; "Πως με βρήκες;"
"Δεν έχουμε χρόνο για εξηγήσεις τώρα. Πρέπει να φύγουμε από εδώ" Άρχισε να τραβά τα σχοινιά, έψαχνε τρόπο να λύσει τον κόμπο.
"Σκότωσε την οικογένεια μου" άφησε τα σχοινιά και με κοίταξε με απορία πριν ξανά αρχίσει. "Μου είπε για τον αδερφό του. Ο αδερφός του είναι ο πατέρας μου και ο Lorenzo προσπάθησε να σκοτώσει εμάς και την μητέρα μου για να γίνει εκείνος βασιλιάς. Το αεροπορικό δυστύχημα εκείνος το είχε κάνει. Αλλά με κάποιο τρόπο επιβίωσα και τώρα θέλει να με σκοτώσει" Συνέχισε να προσπαθεί με τα σχοινιά.
Φαινόταν αδύνατο.
Έβλεπα στο βλέμμα του πως ήταν μπερδεμένος. Δεν μπορούσα να του εξηγήσω περισσότερα τώρα.
"Έτσι εξηγούνται όλα" τον άκουσα να λέει κάτω από την ανάσα του, περισσότερο στον εαυτό του. Ένιωσα τα πόδια μου να χαλαρώνουν. Κοίταξα κάτω και είχαν λυθεί. Ένιωσα την ελπίδα πως θα προλαβαίναμε να φύγουμε πριν γυρίσει. Συνέχισε με το σχοινί που ήταν δεμένο στα χέρια μου "Όταν είπα να σε συλλάβουν...δεν το εννοούσα. Πίστευα πως έτσι θα φεύγαμε πιο εύκολα. Ποτέ δεν πίστεψα πως το έκανες, σου το ορκίζομαι" Ένιωσα λίγο το σχοινί στα χέρια μου να χαλαρώνει "Εγώ φταίω για όλα" Ένιωσα σαν να κέρδισα πίσω ένα κομμάτι από την καρδιά μου. Το ήξερα πως δεν γινόταν να έπεφτα τόσο έξω. Απλά δεν γινόταν.
"Δεν φταις εσύ. Αν δεν γινόταν τώρα, αργά ή γρήγορα θα το έκανε" Τα λόγια μου δεν ήταν πολύ παρηγορητικά, αλλά αυτή ήταν η αλήθεια. Δεν θα με άφηνε ελεύθερη ενώ ήξερε την αλήθεια για εμένα. Φοβόταν πως θα την μάθαινα και εγώ. "Πρέπει να βιαστούμε. Είπε πως θα ερχόταν το πρωί. Ξέρεις τι ώρα είναι;"
"Τρείς και-" κοίταξε το ρολόι του "33. Κάνε μια ευχή" Παγώσαμε και οι δύο όταν ακούσαμε την φωνή του. Η πόρτα ήταν σπασμένη, γι' αυτό δεν τον ακούσαμε. Αλλά πως δεν ακούσαμε ούτε το αυτοκίνητο του;
Ο Nicholas σηκώθηκε στα πόδια του. Εγώ κουνούσα τα χέρια μου για να λύσω το σχοινί. Ο κόμπος είχε χαλαρώσει από πριν.
Μπορούσα να το κάνω.
"Κοίτα να δεις που τελικά ήρθε ο πρίγκιπας με το άσπρο άλογο να σε σώσει. Το άλογο μόνο δεν είδα έξω"
"Νομίζεις πως θα γλιτώσεις; Θα σαπίσεις στην φυλακή" είπε ο Nicholas θυμωμένα, προκαλώντας τον.
"Μην ανησυχείς, θα σας θάψω δίπλα, δίπλα. Θα είστε μαζί και στην επόμενη ζωή" Κοιτούσε ειρωνικά τον Nicholas "Αλήθεια, εσύ πιστεύεις στην μετά θάνατο ζωή;" Είπε ειρωνικά.
Ο Nicholas άρχισε να τον πλησιάζει. Έκανε γροθιά την παλάμη του "Nicholas!" σταμάτησε όταν άκουσε το όνομα του από τα χείλη μου. Ο χώρος ήταν αποπνικτικός αλλά ξαφνικά δεν με ένοιαζε η δική μου η ζωή.
"Τι θέλεις από την Viviana; Δεν της έκανες ήδη αρκετά;"
"Είναι ζωντανή. Δεν το είχα σχεδιάσει έτσι. Όπως δεν είχα σχεδιάσει να έρθεις να την σώσεις. Μου το σφύριξε όμως ένα πουλάκι"
"Και ζωντανή θα παραμείνει. Για σένα όμως δεν είμαι τόσο σίγουρος" ο Lorenzo γέλασε ειρωνικά.
Τινάχθηκα από τον ήχο των χεριών του. "Μπράβο. Πολύ συγκινητικό, θέλεις να σώσεις την καλή σου. Μπράβο" έβγαλε το όπλο από το σακάκι του. Ο Nicholas γέλασε στραβά. Το όπλο τον σημάδευε. Είχα τρομάξει, η καρδιά μου κτυπούσε δυνατά, όχι όμως για εμένα.
Συνέχισα να κουνώ τα χέρια μου, έπρεπε να λυθώ. Πρέπει να λυθώ.
"Θα με σκοτώσεις; Κάν' το" τον προκαλούσε. Αλλά εκείνος θα το έκανε. Θα τον σκότωνε
"Nicholas, σταμάτα!" ένιωσα τα δάκρυα να φτάνουν στα μάτια μου.
Δεν έπρεπε να κλάψω. Έπρεπε μόνο να λυθώ. Πρέπει να λυθώ.
Κοίταξα τον Lorenzo. Αυτό που έβλεπα όμως δεν ήταν άνθρωπος. Ήταν ένα κτήνος, κρυμμένο κάτω από ακριβά ρούχα "Εμένα θες"
"Έχεις δίκιο, εσένα θέλω. Αλλά ο καλός σου αποφάσισε να μπλεχτεί και αυτός. Δεν μπορώ να τον αφήσω ζωντανό. Ξέρει πολλά, δεν συμφωνείς;" Το απολάμβανε. Ένιωθα να ανακατεύεται το στομάχι μου. Νόμιζα πως θα αρρωστήσω.
"Δεν θα πάρεις αυτήν, αν δεν πάρεις πρώτα εμένα" Έκανε μερικά βήματα μπροστά. Μερικά βήματα πιο κοντά στο όπλο που τον σημάδευε. Δεν μπορούσα να αναπνεύσω. Έσφιξα τα μάτια.
Έπρεπε να κρατήσω τα δάκρυα.
Γύρισε τα μάτια και έκανε έκφραση αϊδίας. "Αν παντρευόσουν την κόρη μου, όπως είχα σχεδιάσει, δεν θα κινδύνευε και η δική σου ζωή"
Ο Nicholas γέλασε. Πραγματικό γέλιο. Είχα κοκαλώσει "Νομίζεις πως με τρομάζει ο θάνατος; Κάν' το. Τράβα την σκανδάλη" ήταν σαν να τον ικέτευε να τον σκοτώσει. Κύλησε ένα δάκρυ στο μάγουλο μου. Έσπασε η καρδιά μου.
"Ωραία η αυτοθυσία, αλλά εγώ αποφασίζω πότε θα σε σκοτώσω. Που είχα μείνει;" Έκανε πως σκέφτεται "Α ναι! Δεν πειράζει, εξάλλου η κόρη μου ήταν πολύ καλή για σένα. Το μόνο που ήθελα ήταν την δύναμη του παλατιού σου. Ο αδερφός σου εξάλλου της ταιριάζει καλύτερα, δεν συμφωνείς;"
Ο Nicholas τον πλησίασε θυμωμένα. Το όπλο ακόμη πάνω του. Τα δάκρυα μου άρχισαν να αυξάνονται, δεν μπορούσα άλλο να τα συγκρατήσω "Άφησε τον αδερφό μου έξω από τα αρρωστημένα σου παιχνίδια" είπε κάτω από τα δόντια του.
"Και αν δεν το κάνω;" Προκάλεσε ο Lorenzo.
Κοιτιόντουσαν στα μάτια σαν να πάλευαν.
Γύρισε το όπλο του ξαφνικά σε μένα. Ένιωσα όμως ανακούφιση αντί τρόμο. Εμένα ήθελε, εμένα έπρεπε να πάρει.
Εξάλλου πως θα μπορούσα να ζήσω μια μέρα χωρίς εκείνον, τώρα που ήξερα πως είναι να ζω μαζί του; Η ζωή θα ήταν μεγαλύτερο μαρτύριο από τον θάνατο.
"Δεν είναι και πολύ έξυπνο αυτό. Εκείνη είναι δεμένη. Δεν μπορεί να πάει πουθενά. Εγώ όμως μπορώ"
"Nicholas σταμάτα" προσπαθούσε να τον πείσει να σκοτώσει εκείνον. Εμένα ήθελε, εμένα έπρεπε να πάρει. Δεν μπορώ να τον χάσω.
"Ξέρεις τι;" Γύρισε το όπλο ξανά στον Nicholas. "Έχεις δίκιο. Θα σκοτώσω πρώτα εσένα και μετά την κοκκινομάλλα φιλενάδα σου. Θα έχει περισσότερη πλάκα. Ελπίζω μόνο το κλάμα σου να μην είναι το ίδιο άσχημο με τις φωνές σου από νωρίτερα" είπε κοιτώντας εμένα αυτή την φορά.
Ο Nicholas κοίταξε το ρολόι στο χέρι του σαν να βαριέται "Τελείωσες με τον μονόλογο; Είχες ήδη αρκετούς"
Ο Lorenzo γέλασε. Εγώ δεν μπορούσα ούτε να αναπνεύσω. Όχι όσο το όπλο σημάδευε εκείνον.
"Εγώ τελείωσα. Εσύ έχεις να προσθέσεις κάτι τελευταίο;"
Κοίταξα τον Lorenzo "Εμένα θες. Εμένα να πάρεις!" Τα δάκρυα μου ήταν πια ασταμάτητα. Πονούσε ο λαιμός μου από τις φωνές. Η καρδιά μου όμως παραπάνω. Κουνούσα μανιωδώς το σώμα μου για να λυθώ.
Ο Nicholas με κοίταξε. Η ζέστη των ματιών του έδωσε λίγη και στα δικά μου που τον παρακαλούσαν να μην το κάνει. Μου χαμογέλασε. Έβλεπα τον πόνο στο στραβό του χαμόγελο. Όσο και αν ήθελε να τον κρύψει.
Κούνησα το κεφάλι μου δεξιά και αριστερά. Τα δάκρυα θόλωναν την όραση μου. Η δίψα μου μεγάλωνε από τον πόνο στον λαιμό. Ήξερα αυτό το βλέμμα. Μου έλεγε αντίο. Το δικό μου τον παρακαλούσε να μην το κάνει. Δεν με έβλεπε όμως τώρα. Κοιτούσε το όπλο που τον σημάδευε.
Έφυγαν από τον λαιμό μου μερικοί λυγμοί που δεν κατάφερα να κρατήσω. Κουνούσα τα χέρια μου. Έπρεπε να λυθώ. Πρέπει να λυθώ.
"Κράτα γερά καρδιά μου." Η φωνή της μητέρας μου στα αυτιά μου. Την γυναίκα που εξαιτίας του κτήνους μπροστά μου δεν θυμόμουν.
Κουνούσα τα χέρια,
λυγμοί,
θολά μάτια,
δύο σπασμένες καρδιές.
Έγιναν ένα.
Μπαμ.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro