Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Κεφάλαιο 38: Viviana

Άνοιξα αργά τα μάτια μου. Δεν μπορούσαν να κρατηθούν όμως ανοιχτά. Ανοιγόκλειναν βιαστικά. Η όραση μου είχε αρχίσει να ξεθολώνει. Δεν ήξερα όμως που βρισκόμουν.

Η πρώτη μου κίνηση ήταν να σηκωθώ από την καρέκλα που καθόμουν, τα χέρια μου όμως δεν κινούνταν. Ήμουν δεμένη πάνω σε μια ξύλινη καρέκλα.

Άρχισα να πανικοβάλλομαι όταν συνειδητοποίησα πως το στόμα μου ήταν και αυτό κλειστό με μια γκρίζα ταινία. Τα πόδια μου ήταν και αυτά δεμένα με σχοινιά.

Έμοιαζε με ένα παλιό χώρο. Δεν είχε έπιπλα εκτός από την καρέκλα στην οποία ήμουν δεμένη. Δεν έμοιαζε με μπουντρούμι, ούτε με φυλακή. Εκεί δεν νομίζω πως σε δένουν σαν να-

Ω Θεέ μου.

Όταν με κουβαλούσαν οι φρουροί λιποθύμησα γιατί κάτι μου είχανε κάνει. Γι' αυτό και ο πόνος στο χέρι. Ίσως ένεση με υπνωτικό ή κάτι χειρότερο για να με φέρουν εδώ. Και νομίζω πως ήξερα ποιανού διαταγή ήταν. Έκανε όλο το θέατρο με το κλεμμένο κολιέ για να με απαγάγει.

Η καρδιά μου άρχισε να κτυπάει πιο γρήγορα. Έπρεπε να φύγω από εδώ, αλλά πως θα το έκανα;

Κουνούσα τους ώμους μου όσο μπορούσα για να λυθώ, αλλά το σχοινί ήταν πολύ δυνατό, όπως και εκείνο στα πόδια μου.

Τα μάτια μου έψαχναν τον χώρο απεγνωσμένα για ένα αιχμηρό αντικείμενο, οτιδήποτε θα μπορούσε να με βοηθήσει να λυθώ. Όμως όσο και να έψαχνα ήταν μάταιο, ο χώρος ήταν άδειος, γεμάτος χώματα και σκουπίδια.

Κράτησα την ανάσα μου όταν άκουσα ένα αυτοκίνητο να σταματάει από έξω. Υπήρχε μέσα στο δωμάτιο ένα μικρό παραθυράκι με μια σκισμένη κουρτίνα από μπροστά και είδα από μέσα της τα φώτα του αυτοκινήτου να κλείνουν.

Συνέχισα να προσπαθώ να λυθώ, ήξερα πως δεν θα τα κατάφερνα αλλά ήθελα να προσπαθήσω. Έπρεπε.

Το τρίξιμο της σκουριασμένης πόρτας στο βρώμικο πάτωμα με έκανε να ανατριχιάσω. Δεν ξαφνιάστηκα όμως με το πρόσωπο που μπήκε μέσα και κλείδωσε την πόρτα πίσω του.

Όταν έβαλε το κλειδί στην τσέπη του παντελονιού του, σταμάτησε μπροστά μου και με κοίταξε. Το βλέμμα του ήταν κενό. Το δικό μου θυμωμένο. Απλά κοιτιόμασταν μέχρι που άρχισε να με πλησιάζει και εγώ προσπαθούσα ξανά πανικόβλητα να λυθώ.

Ύψωσε τα φρύδια του σαν να ξαφνιάστηκε και άρχισε να γελά.
Δυνατά. "Μην μου πεις πως πιστεύεις ότι μπορείς να λυθείς" Ήρθε πιο κοντά μου και έκατσε στις μύτες των ποδιών του ώστε το κεφάλι του να είναι στο ίδιο ύψος με το δικό μου.

Συνέχισα να παλεύω με τα σχοινιά. Αυτή την φορά όχι για να λυθώ. Γιατί ήμουν θυμωμένη. Γύρισε τα μάτια του και κούνησε απογοητευμένος το κεφάλι του. Έτσι όπως έκανε κάποιες ώρες πριν στην κόρη του. "Τς, τς. Περίμενα να είσαι πιο έξυπνη" Συνέχισα να παλεύω με τα σχοινιά. Δεν άντεχα να ακούω την φωνή του και κάτι μου έλεγε πως αυτή ήταν ακόμα η αρχή "Τελικά δεν έμοιασες στους γονείς σου. Δεν συμφωνείς;" Σταμάτησα να κουνιέμαι.

Γέλασε ξανά, αυτή την φορά από ικανοποίηση. Τους γονείς μου; πως ξέρει τους γονείς μου; "Με συγχωρείς, ξέχασα, δεν μπορείς να μιλήσεις" Τράβηξε δυνατά την ταινία από το στόμα μου. Δεν ένιωθα όμως πόνο. Σαν το σώμα μου να είχε ναρκωθεί.

"Τι θέλεις από εμένα;" Φώναξα στο πρόσωπο του. Ήθελα να με ακούσει κάποιος για να με βοηθήσει. Έπρεπε να φύγω.

"Όσο και να φωνάζεις, δεν θα σε ακούσει κανείς. Τώρα το τι θέλω από εσένα," έκανε παύση. Το αίμα μου έκαιγε όσο καθυστερούσε να μιλήσει. Το διασκέδαζε, ήθελε να πάρει τον χρόνο του και εγώ ούτε που ήξερα γιατί είμαι εδώ. "είναι απλό" σηκώθηκε ξανά στα πόδια του. Έβαλε το χέρι του μέσα στο μπλε του κουστούμι. Σταμάτησα να αναπνέω όταν έβγαλε ένα όπλο από μέσα.

Κατάλαβε τον φόβο μου και γέλασε ξανά. "Δεν θα σε σκοτώσω, μην φοβάσαι. Ακόμα" Άρχισα ξανά να προσπαθώ να λυθώ.

Έπρεπε να φύγω από εδώ, έπρεπε να φύγω. Έπρεπε να φύγω ζωντανή.

"Πρώτα έχουμε να συζητήσουμε. Πάνε 20 χρόνια από την τελευταία φορά. Δεν συμφωνείς;" Ήταν τρελός. Δεν υπήρχε άλλη εξήγηση γι' αυτό που γινόταν. Άφησε το όπλο κάτω στο πάτωμα.
"Ανηψούλα" Τι;

"Είσαι τρελός. Άσε με να φύγω!" έκλεισε τα αυτιά του και έκανε μια ψεύτικη έκφραση πόνου από τον δυνατό τόνο τα φωνής μου.

Έπρεπε να φύγω, έπρεπε να φύγω.

Είχα αρχίσει να ζαλίζομαι και να ιδρώνω. Ήμουν φοβισμένη αλλά έπρεπε να μείνω δυνατή. Δεν πρέπει να το δείξω, δεν πρ-

"Και εσύ μεγάλος μπελάς" κοίταξε το ρολόι στον καρπό του. "Κοίτα, δεν έχω όλη την μέρα μπροστά μου, γι' αυτό κλείσε το στόμα σου και άσε με να μιλήσω, να σε σκοτώσω και να ξεμπερδεύουμε μαζί σου. Αυτή την φορά στα αλήθεια"

Έπρεπε να λυθώ. Έπρεπε να λυθώ.

Πρέπει να ηρεμήσω. Να είμαι ψύχραιμη. Τόσο εύκολο να το λες, αλλά τόσο δύσκολο να το κάνεις. Η καρδιά μου κτυπούσε σαν τρελή.

"Είσαι τρελός. Ούτε που σε ξέρω. Άσε με να φύγω"

"Μάλλον πρέπει να σου κλείσω εγώ το στόμα τελικά" γούρλωσαν τα μάτια μου όταν άρχισε να με πλησιάζει με την γκρίζα ταινία. Κουνούσα το κεφάλι μου, η καρδιά μου σύντομα θα έβγαινε από το στήθος μου. Τα μάτια μου άρχισαν να με καίνε και ο λαιμός μου το ίδιο. Ήταν δύσκολο πλέον να καταπιώ.

Τα παγωμένα του χέρια έπιασαν με δύναμη το πηγούνι μου για να σταματήσουν το πρόσωπο μου. Τόσο δυνατά που θα άφησαν σημάδι. Το στόμα μου ήταν ξανά κλειστό. Και ο τρόμος μου ακόμη παρόν. Όσο περνούσε η ώρα μεγάλωνε.

"Τώρα μπορούμε να μιλήσουμε ήρεμα" γέλασε με το δικό του αστείο. Αν δηλαδή μπορούσε να θεωρηθεί αστείο.

Τον απεχθανόμουν και ούτε καν τον ήξερα. Αυτός όμως ισχυρίζεται πως είμαι ανιψιά του. Οι γονείς μου όμως δεν έχουν αδέρφια.

Ξεροκατάπια. Αποκλείεται. Αποκλείεται να εννοεί τους βιολογικούς μου γονείς. Έπρεπε να πάρω αέρα. Ήθελα αέρα. Έπρ-

"Μην φοβάσαι αγαπητή μου, κατανοώ πως είσαι μπερδεμένη. Γι' αυτό είμαι εγώ εδώ" Φορούσε όλα αυτά τα ακριβά κοστούμια, καθόταν πάνω σε έναν θρόνο και φορούσε στο κεφάλι του ένα στέμμα. Κρυβόταν πίσω από την πολυτελή αυτή ζωή. Τώρα όμως τον έβλεπα γι' αυτό που ήταν. Γι' αυτό που έκρυβε. Ένα τέρας. Ένα τέρας ικανό να απαγάγει και να σκοτώσει.

"Θα σου πω ένα παραμύθι. Μια φορά και έναν καιρό, στο παλάτι της Ιταλίας στην Βερόνα κυβερνούσε ο βασιλιάς Antonio. Έχετε συστηθεί. Ξέρεις, ο κύριος με τα άσπρα μαλλιά γύρω στα εβδομήντα. Εκείνον που η Ana αποκαλεί παππού. Ή nonno αν προτιμάς" Ήξερε πως θυμόμουν ποιος ήταν ο Antonio, ήθελε μόνο να με εκνευρίσει και τα κατάφερνε. Ξανά.

Έπρεπε να ηρεμήσω. Πρέπει να ηρεμήσω.

"Ο Antonio λοιπόν μαζί με την Luciana, απέκτησε δύο γιούς. Τον έναν τον γνωρίζεις σίγουρα" Είπε δείχνονταν τον εαυτό του "Και τον Emiliano. Μόνο που ο Emiliano είχε την τιμή να γεννηθεί πρώτος. Κατά έξι λεπτά" Δίδυμοι.

Συνέχισε να μιλά. "Άρα εκείνος μετά από χρόνια έγινε βασιλιάς. Γνώρισε αργότερα την Isabella ή Bella αν προτιμάς και απέκτησαν μια κόρη, την Andrea. Την πολύτιμη εγγονή του Antonio, αν κρίνουμε με πόση συγκίνηση και χαρά πίστευε πως εκείνη ήσουν εσύ" Τα πόδια μου κτυπούσαν νευρικά στο πάτωμα. Τι σχέση έχω εγώ με όλη αυτή την ιστορία;

Ήρθε πιο κοντά και κατέβασε το κεφάλι του κοντά στο δικό μου. Η παρουσία του μου φαινόταν ανυπόφορη, ήθελα να κλείσω τα μάτια μου και όταν τα ανοίξω να ήταν όλα ένας εφιάλτης που θα είχε επιτέλους τελειώσει. "Κρατάς μυστικό;" Είπε ψιθυριστά με ένα ύπουλο χαμόγελο. "Σωστά πίστευε" Έπαιζε με το μυαλό μου, έπρεπε να το καταλάβω από την αρχή. "Εσύ είσαι η κόρη του αδερφού μου. Η Andrea που πέθανε πριν είκοσι χρόνια" προσπαθούσα να φωνάξω κάτω από την ταινία. Τίποτα δεν έβγαινε εκτός από πνιχτούς ήχους θυμού και πανικού. "Τι; Μην μου πεις πως δεν με πιστεύεις;" Άφησε έναν αναστεναγμό αγανάκτησης και έβγαλε το κινητό του από την τσέπη του παντελονιού του. Το έφερε μπροστά μου. Ξεροκατάπια.

Μια φωτογραφία ενός πορτρέτου με μια οικογένεια. Ένας άντρας γύρω στα τριάντα με μαύρα μαλλιά, δίπλα του μια γυναίκα γύρω στην ίδια ηλικία με κόκκινα μαλλιά, λίγο πιο ανοιχτά από τα δικά μου. Στην αγκαλιά της είχε ένα μωρό με κόκκινα σκούρα μαλλιά. Ήθελε να με πείσει πως ήμουν εγώ; Κάτω από το πορτραίτο έγραφε "Βασιλική οικογένεια Alvera της Ιταλίας, 2002" Ένα χρόνο πριν την υιοθεσία μου. Αποκλείεται να ήταν αυτό.

"Τέλος πάντων," έκλεισε το τηλέφωνο. "έναν χρόνο μετά, μέσα στον Απρίλιο είχαν την ωραία ιδέα να πάνε ταξίδι με το ιδιωτικό τους αεροπλάνο στην Αγγλία. Όταν το έμαθα, θεώρησα και εγώ πως ήταν υπέροχη ιδέα, έτσι πλήρωσα-" σκέφτηκε κάτι "εκβίασα τον πιλότο τους να ρίξει το αεροπλάνο στη μέση της θάλασσας" όσο περνούσε η ώρα γινόμουν όλο και πιο σίγουρη ότι ήταν τρελός. Και όλο και περισσότερο φοβόμουν.

Άρχισε να σκοτεινιάζει, δεν θα έβγαινα από εδώ μέσα ποτέ. Τουλάχιστον όχι ζωντανή. "Ο πιλότος έκανε αυτό που του είπα, έριξε το αεροπλάνο και εκείνος γλίτωσε με ένα αλεξίπτωτο. Αποδείχθηκε όμως πως δεν ήταν ο μόνος" η Andrea ήταν η άλλη. "Αν ο πατέρας μου δεν σε αναγνώριζε, δεν θα το καταλάβαινα ποτέ. Όχι τουλάχιστον αν δεν έβλεπα το σημάδι στον λαιμό σου" άρα εκείνο έψαχνε τελικά. "Έπρεπε να είχες πεθάνει μαζί τους. Πνίγηκαν στην θάλασσα. Τα σώματα τους μπορεί να μην βρέθηκαν, αλλά ξέρουμε πως είναι νεκροί" Αυτό πίστευαν και για την Andrea- εμένα, αν όντως όσα λέει είναι αλήθεια. Ίσως ούτε εκείνοι να είναι νεκροί. "Τώρα το μόνο που θέλω από εσένα, είναι να τελειώσω αυτό που κάποτε άρχισα" να με σκοτώσει. "Σειρά σου τώρα" Έβγαλε ξανά την ταινία από το στόμα μου με ένα δυνατό τράβηγμα. "Ερωτήσεις;"

"Είσαι τρελός!" άραγε να ήξερε η οικογένεια του ποιος είναι πραγματικά;

Άφησε ξανά ένα ήχο αγανάκτησης "Αυτό το έχουμε πει αγαπητή μου. Κάτι καινούριο έχεις να προσθέσεις; Όπως για παράδειγμα πως επιβίωσες; Έμαθα πως είσαι υιοθετημένη. Εκείνοι σε έσωσαν;" Οι γονείς μου με βρήκαν στο αυτοκίνητο των βιολογικών μου γονιών. Μου έλεγε ψέματα, δεν με βρήκαν στην θάλασσα, με βρήκαν στο αμάξι. Δεν πέθαναν από αεροπορικό δυστύχημα αλλά από αυτοκινητιστικό. Το στομάχι μου άρχισε ξανά να ανακατεύεται.

Και αν όντως λέει την αλήθεια; Αν άλλοι μου είπαν ψέματα; Οι γονείς μου. Αλλά γιατί να το κάνουν αυτό; Το κεφάλι μου με πονούσε φριχτά, ήθελα αέρα. Αλλά γιατί ο Lorenzo να λέει πως εγώ είμαι εκείνη αν ξέρει πως δεν είμαι; Δεν έχει λόγο να το κάνει αυτό.

"Και γιατί να πιστέψω την ιστορία σου;"

"Γιατί είναι η αλήθεια" Είπε σαν να ήταν φανερό. "Είχε βουίξει ο τόπος μετά το "δυστύχημα" έψαχναν παντού την βασιλική οικογένεια. Πόσες οικογένειες νομίζεις ότι υπάρχουν με τέτοιο χρώμα μαλλιών και ένα μωρό με σημάδι σε σχήμα τριαντάφυλλου στον σβέρκο; Το μυαλό σου με απογοητεύει. Ξύπνα," τινάχθηκα όταν φώναξε την τελευταία λέξη "είσαι πριγκίπισσα. Κρίμα που δεν θα προλάβεις να το πεις σε κανέναν" αυτή η εκδοχή έμοιαζε πιο πειστική από το να μου λέει τόση ώρα ψέματα. Δεν θα έμπαινε σε τόπο κόπο να σχεδιάσει πως έκλεψα το κολιέ και να με απαγάγει αν δεν ήξερε πως η Andrea ήταν το ίδιο άτομο με εμένα. Κάτι όμως ακόμη δεν έβγαζε νόημα.

"Γιατί να θέλεις να σκοτώσεις την οικογένεια του αδερφού σου;"

"Δεν είναι φανερό; Ήθελα να γίνω βασιλιάς" Εκείνος γεννήθηκε δεύτερος και βασιλιάς γίνεται ο πιο μεγάλος. "Και μετά ήθελα να γίνει η κόρη μου βασίλισσα. Αν ο πατέρας σου ακόμα ήταν ζωντανός, η επόμενη που θα καθόταν στον θρόνο θα ήσουν εσύ-"

"Αλλά αν μας έβγαζες από την μέση θα ήταν η Ana" με κοίταξε με ικανοποίηση και άρχισε να κτυπάει τα χέρια του σε χειροκρότημα. Δεν είχα μισήσει ποτέ κάποιον ήχο όσο τώρα αυτόν.

"Τελικά μπορείς να σκέφτεσαι"

Τα έκανε όλα αυτά για έναν θρόνο; Για έναν τίτλο; Για δύναμη; Ήταν όντως τρελός. "Εσύ από την άλλη, όχι και τόσο. Μόλις παραδέχτηκες τον φόνο που διέπραξες"

"Και; Δεν θα βγεις από εδώ μέσα ζωντανή για να το πεις σε κάποιον" άρχισε ξανά να γελά.

"Θα με βρουν και θα φτάσουν σε σένα. Δεν πρόκειται να γλιτώσεις" ή τουλάχιστον έτσι ήθελα να πιστεύω πως θα γινόταν.

"Ποιος νομίζεις πως θα έρθει να σε ψάξει; Όλοι πιστεύουν ότι είσαι στο μπουντρούμι. Όπως αξίζει σε μια κλέφτρα" Δεν γινόταν να το πιστέψω αυτό. Θα έρχονταν να με βρουν. Θα ερχόταν να με ψάξει. Δεν γίνεται να έπεσα τόσο έξω. Απλά δεν γίνεται.

Με κοίταξε ξαφνιασμένος, σαν να διάβασε τις σκέψεις μου και είπε γελώντας "Μην μου πεις ότι πιστεύεις πως θα σε ψάξει ο καλός σου. Εκείνος διέταξε να σε συλλάβουν. Το ξέχασες;" Δεν ήθελα να το θυμάμαι. Δεν ήθελα να το πιστέψω. Δεν με είχε ξανά κοιτάξει τόσο παγωμένα. Δεν γίνεται να πίστευε πως έκλεψα όντως. Με ξέρει. Μπορεί όμως να έπεσα όντως έξω. "Με εξέπληξε δεν θα στο κρύψω. Αλλά με διευκόλυνε" ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους.

"Τέλος πάντων, μακάρι να μπορούσα να πω πως χάρηκα που τα είπαμε μετά από τόσα χρόνια, αλλά θα ήταν ψέμα"

"Σίγουρα όχι το μόνο" Με κοίταξε ξαφνιασμένος, σαν να μην περίμενε πως δεν θα τον φοβόμουν. Η αλήθεια ήταν πως έτρεμα. Δεν ήθελα όμως να το δείξω.

Έκοψε άλλο ένα κομμάτι ταινία και έπιασε σφικτά τα μάγουλα μου και την κόλλησε στο στόμα μου "Έμοιασες στον πατέρα σου. Ήταν και εκείνος το ίδιο αλαζόνας και είδες πως κατέληξε. Θα τα πούμε αύριο το πρωί. Δυστυχώς είμαι πολυάσχολος άντρας και δεν μπορώ να μείνω άλλο μαζί σου"

Όταν απομακρύνθηκε μπόρεσα να αναπνεύσω κανονικά. Σταμάτησε στην πόρτα "Ελπίζω να μην σου λείψω πολύ"

Τινάχθηκα από τον θόρυβο του ξύλου. Κλείδωσε την πόρτα πίσω του, έφυγε και εγώ καθόμουν εδώ, κλεισμένη σε ένα άγνωστο χώρο, μόνη, χωρίς να μπορώ να κουνηθώ.

Και αύριο θα πέθαινα.

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro