Κεφάλαιο 25: Viviana
Δεν θα μπορούσα ποτέ να φανταστώ πως κάτι τόσο απαίσιο είχε συμβεί στην μαμά του. Τώρα καταλάβαινα γιατί δεν ήθελε να μου μιλήσει για εκείνην. Ήταν επίπονο και μόνο στη σκέψη του.
Δεν ήξερα αν η δική του ιστορία ήταν καλύτερη η χειρότερη από την δική μου. Να χάνεις τους γονείς που περνούσες κάθε μέρα της ζωής σου μαζί τους ή να χάνεις τους γονείς που δεν γνώρισες ποτέ;
"Αρκετά για μένα" αλλά δεν ήταν αρκετό, ήθελα να μάθω κι' άλλα, ήθελα να μάθω τα πάντα για αυτόν. Έβαλε τα μαλλιά μου πίσω από το αυτί μου και το χάιδεψε. Έκλεισα τα μάτια μου από την ζέστη του αγγίγματος του. Πόσο που είχε λείψει. Αλλά ήταν σαν να μην πέρασε μια μέρα.
Κοίταξα τα μάτια του, τα χείλη του και ξανά τα μάτια του πριν πλησιάσω το κεφάλι μου. Χαμογέλασε όταν τα στόματα μας απείχαν μόνο μερικές αναπνοές μακριά και ένωσα τα χείλη μας. Δεν κουνήθηκε κανείς. Τα χείλη μας ήταν ενωμένα χωρίς να κινούνται.
Κοιταζόμασταν στα μάτια. Πόσο μου είχε λείψει. Πήρε μια ανάσα και κούνησε τα χείλη του πάνω στα δικά μου, διατακτικά στην αρχή αλλά μετά γρήγορα. Δάγκωσε το κάτω χείλος μου και έφυγε από τα χείλη μου μια ανάσα πόνου και ηδονής.
Άρχισε να φιλά και να δαγκώνει τον λαιμό μου, σε όλο του το μάκρος. Αργά και αισθησιακά. Έγειρα πίσω τα κεφάλι μου, δίνοντας του καλύτερη πρόσβαση και ξεροκατάπια κάτω από το φιλί του στο κέντρο του λαιμού μου. Η αίσθηση του πάνω μου ήταν τόσο ωραία που δεν ήθελα να φανταστώ την μέρα που δεν θα την ένιωθα ξανά.
Φιλούσε τον γυμνό μου ώμο.
"Είσαι δικιά μου" Ακουγόταν τόσο ωραίο από τα χείλη του, τα χείλη που διέσχιζαν όλο μου το σώμα και έστελναν φωτιές. "Πες το" είπε απαιτητικά και δεν μπορούσα παρά να κάνω ότι μου λέει. Τα μάτια του έστελναν φωτιά σε κάθε σημείο που κοιτούσαν και η βαθιά του φωνή έστελνε ρίγος σε όλο μου το σώμα.
"Είμαι δικιά σου" είπα χωρίς ανάσα και χαμογέλασε ικανοποιημένος από την απάντηση μου. Με το ένα του χέρι έβαλε τα δικά μου πάνω από το κεφάλι μου στην άμμο όσο οι φτέρνες μου βρεχόντουσαν από το παγωμένο νερό της θάλασσας μπροστά μας.
Ξαπλώναμε στο σημείο που η άμμος συναντούσε το νερό. Το νερό ήταν κρύο σε αντίθεση με την ζέστη του σώματος μας. Δεν ήταν όμως αρκετό για να σβήσει την φωτιά μας.
Έξω είχε σκοτεινιάσει εντελώς.
Ξάπλωνα πάνω στο στήθος του και άκουγα την καρδιά του που κτυπούσε γρήγορα. Άραγε να έκανε έτσι για μένα;
Έπιασε το χέρι μου και άνοιξε την παλάμη μου αφήνοντας κάτι πάνω. Τον κοίταξα με απορία "Ήταν της μητέρας μου" μου κόπηκε η ανάσα. Ένα χρυσό κολιέ με ένα μικρό κόκκινο τριαντάφυλλο. Ήταν πανέμορφο. "Πριν πεθάνει μου το έδωσε και είπε να το δώσω στη κοπέλα μου θα..." ερωτευτώ. Αυτή πρέπει να ήταν η λέξη που δίστασε να πει.
Είχα σοκαριστεί, η καρδιά μου κάθε δευτερόλεπτο έχανε ένα της κτύπο. "Θέλω να το έχεις εσύ" εγώ. Τον κοιτούσα μη μπορώντας να το πιστέψω. Το έπιασε από το χέρι μου και με κοίταξε στα μάτια σαν να περιμένε την έγκριση μου. Χαμογέλασα, παλεύοντας ένα δάκρυ και κούνησα λίγο το κεφάλι. Τόσο αδύναμα που ίσως να μην το είδε.
Είδα την ανακούφιση στα μάτια του, σαν να φοβόταν πως θα το αρνούμουν. Δεν θα μπορούσα να τον αρνηθώ ποτέ.
Έβαλε τα μαλλιά μου μπροστά και άρχισε να κουμπώνει το κολιέ στο λαιμό μου. Ένιωθα το βλέμμα και τα δάχτυλα του να καίνε. Ακούμπησα το κολιέ στον λαιμό μου, την ίδια στιγμή που ένιωσα τα δάχτυλα του στο πίσω μέρος του λαιμού μου. Σε εκείνο το σημείο που είχα το σημάδι. Έμοιαζε αρκετά με τριαντάφυλλο. Σαν αυτό στο κολιέ της μητέρας του.
"Είναι πανέμορφο" δεν ήξερα τι άλλο να πω εκτός από το προφανές. Φίλησε το σημάδι μου και μετά τα χείλη μου. Αργά. Παίρνοντας τον χρόνο του. Σαν να μην ήθελε να τελειώσει αλλά σαν να μην ήθελε να πούμε περισσότερα.
"Πρέπει να επιστρέψω στο παλάτι"
Τι;
Όχι.
"Νόμιζα πως θα περνούσαμε το βράδυ εδώ" Πάνω στην άμμο, μπροστά στην κρύα θάλασσα και κάτω από τον απέραντο ουρανό. Έπιασε την μπλούζα του από την άμμο δίπλα μας και την πέρασε στο κεφάλι του.
"Μακάρι να γινόταν," ακούμπησε με τον αντίχειρα του το πηγούνι μου και έγειρα το κεφάλι μου προς το άγγιγμα του κλείνοντας τα μάτια μου "αλλά είπα στον πατέρα μου πως ήρθα για δουλειές. Αν δεν επιστρέψω θα στείλει να με ψάξουν" Σηκώθηκε από την άμμο. Ακόμη καθόμουν και τον κοιτούσα "Μια μέρα θα έρθουμε ξανά εδώ ή σε όποια άλλη παραλία θες και θα μείνουμε για όσο θέλεις" τέντωσε το χέρι του για να το πιάσω. Δεν ήθελα να τελειώσει τόσο γρήγορα η μέρα μας. Είχε όμως δίκιο "Σου το υπόσχομαι." Και τον πίστεψα.
Δεν είχε περάσει ούτε μια ώρα και ήθελα να τον ξανά δω. Σύντομα θα ήμουν ξανά στο παλάτι, αυτό έλεγα συνεχώς στον εαυτό μου για να αντέξω την απουσία του.
Ήταν τρελό.
Ήταν τρελό να νιώθεις έτσι για κάποιον. Κάτι όμως σήμερα έμοιαζε λάθος. Δεν έμοιαζε σαν μια απλή συνάντηση μετά από εβδομάδες. Έμοιαζε με κάτι σαν αποχαιρετισμό. Αλλά θα ήταν η ιδέα μου. Μόλις είχαμε ξανά βρεθεί, δεν γίνεται να αποχαιρετιζόμασταν.
Μου έδωσε το κολιέ της μαμάς του. Του είπε να το δώσει σε εκείνην που θα ερωτευτεί.
Το έδωσε σε εμένα.
Με είχε ερωτευτεί.
Και εγώ το ίδιο. Δεν θα μπορούσε να ήταν αποχαιρετισμός. Δεν γινόταν να ήταν. Ίσως να ήταν ένα καινούριο ξεκίνημα για εμάς.
Σταμάτησα έξω από την πόρτα του σπιτιού μου. Τα κλειδιά μου παραλίγο να πέσουν στο πάτωμα. Είχα μείνει άφωνη.
Τριαντάφυλλα.
Κόκκινα τριαντάφυλλα σε όλο μου τον κήπο.
Ήταν τόσα πολλά και τόσο όμορφα.
Ήξερα ποιος τα έφερε, δεν θα μπορούσε να ήταν άλλος. Αλλά πότε; Πως;
Έπιασα την ανθοδέσμη μπροστά από την πόρτα, ήταν μεγαλύτερη από τις υπόλοιπες. Είχε μέσα μια μαύρη κάρτα.
Δικός σου,
Nicholas.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro