Κεφάλαιο 20: Lia
Σήμερα ξύπνησα νωρίτερα από τον Ethan. Βασικά δεν μπορούσα να κοιμηθώ, ένιωθα ανήσυχη δεν ήξερα γιατί.
Κοίταξα τον άντρα που ξάπλωνε δίπλα, τον άντρα που από την πρώτη στιγμή που τον γνώρισα είχα ορκιστεί να τον μισώ, αλλά τώρα…τώρα δεν τον μισούσα—καλά ίσως λίγο—αλλά ένιωθα ότι τον νοιάζομαι. Δεν ήξερα αν τον αγαπούσα, ποτέ δεν αγάπησα κάποιον άντρα, ποτέ δεν ερωτεύτηκα πραγματικά. Βασικά δεν ήξερα τι ήταν ο έρωτας. Μπορεί να έγραφα στα βιβλία μου για αυτόν αλλά δεν ήμουν σίγουρη τι πραγματικά ήταν. Ίσως όσα έγραφα να ήταν βλακείες, αλλά έτσι φανταζόμουν τον έρωτα. Να θέλεις να περνάς μαζί του κάθε σου λεπτό, να σου λείπει ακόμη και όταν είναι μαζί σου και να σε κάνει να νιώθεις πως όσο είσαι μαζί του δεν χρειάζεσαι τίποτα άλλο. Δεν ξέρω αν ένιωθα έτσι για τον Ethan. Μου ξυπνούσε πρωτόγνωρα συναισθήματα, όπως μίσος, πάθος, προστασία.
Δεν ήθελα όμως να του μιλήσω για τους γονείς μου, για το παρελθόν μου.
Δεν ήμουν περήφανη για την ζωή που είχα στην Ιταλία. Αν του μιλούσα, θα του εξομολογούμουν το μεγαλύτερο μου μυστικό. Το μεγαλύτερο μου λάθος. Θα καταλάβαινε ποια πραγματικά είμαι. Θα έβλεπε τον ασχημότερο μου εαυτό και θα με μισούσε πραγματικά. Δεν ήθελα να με μισήσει γιατί τώρα θα ήταν αλλιώς. Τώρα δεν ήμασταν απλά συνάδελφοι που δεν άντεχαν ο ένας η παρουσία του άλλου. Τώρα ήμασταν κάτι παραπάνω, αν με μισούσε τώρα— απλά δεν θα το άντεχα. Δεν θα το ήθελα.
Κτύπησε το κινητό μου. Κοίταξα την οθόνη αλλά δεν ήξερα ποιος με καλεί.
Δεν έγραφε το νούμερο, ήταν από απόκρυψη.
Ένιωσα τους παλμούς μου να αυξάνονται. Μη ξέροντας τι να κάνω, έβαλα το τηλέφωνο στο αθόρυβο για να μην ξυπνήσω τον Ethan. Κοιτούσα πανικόβλητη την οθόνη του κινητού μου. Νόμιζα έστω και για λίγο πως είχα απαλλαγεί από την σκιά μου. Δεν μου είχε στείλει μηνύματα τις τελευταίες μέρες και δεν ήμουν σπίτι για να ξέρω αν μου είχε αφήσει γράμματα ή άλλο μήνυμα στον καθρέφτη του μπάνιου μου. Όποιος όμως και αν με παρακολουθούσε θα ήξερε ότι έλειπα από το σπίτι, σίγουρα θα ήξερε και που ήμουν τώρα εξάλλου μου το θύμιζε διαρκώς πως με παρακολουθεί λέγοντας μου πως με βλέπει.
Ο άγνωστος αριθμός συνέχιζε να με καλεί και τα χέρια μου γινόντουσαν όλο και πιο υγρά όσο περνούσε η ώρα αλλά ήταν περίεργο γιατί έξω έβρεχε, δεν έπρεπε να ιδρώνω.
Σταμάτησα να αναπνέω όταν έκλεισε η οθόνη του κινητού μου. Πήρα μερικές σταθερές ανάσες κοιτώντας δίπλα μου θέλοντας να βεβαιωθώ πως δεν ξύπνησε ακόμη ο Ethan, αλλά ευτυχώς ακόμη κοιμόταν. Δεν άργησε όμως να φωτιστεί ξανά η οθόνη του κινητού μου με το άγνωστο νούμερο που με καλούσε.
Δεν ήξερα γιατί το έκανα, ήξερα μόνο πως το δάκτυλο μου με μια κίνηση από τα αριστερά στα δεξιά, με σύνδεσε με την σκιά μου. Έβαλα το κινητό δίπλα στο αυτί μου με κομμένη την ανάσα, λες και δεν ήθελα να με ακούσει ούτε να αναπνέω.
Υπήρχε η απόλυτη σιωπή για λίγα δευτερόλεπτα και μετά άκουσα κάποιον να αναπνέει βαριά. Εγώ ακόμη είχα κομμένη την ανάσα.
“Αν μέχρι το μεσημέρι δεν είσαι σπίτι σου,” δεν μπορούσα να αναγνωρίσω την φωνή, ήταν παραμορφωμένη, ήταν βαριά. “θα φροντίσω το μικρό σου μυστικό να αποκαλυφθεί.” Υπήρχε ξανά ησυχία και μερικά δευτερόλεπτα μετά τερμάτισε την κλήση.
Κοιτούσα την μαύρη οθόνη του κινητού μου πανικόβλητη, δεν ήξερα τι να κάνω. Πλέον δεν χωρούσαν αμφιβολίες. Ήταν ο πατέρας μου. Δεν ξέρω πως, ήξερα όμως το γιατί. Ήθελε να με τιμωρήσει για εκείνο το βράδυ που κάλεσα την αστυνομία.
Δεν ήξερα αν έλεγε αλήθεια, αλλά αν μια στο εκατομμύριο εννοούσε όσα είπε, δεν θα μπορούσα να το ρισκάρω. Δεν θα τον άφηνα να μου καταστρέψει για ακόμα μια φορά την ζωή. Αν αποκάλυπτε τι έκανα τότε, θα μου κατέστρεφε την ζωή μια για πάντα, δεν θα το ρίσκαρα. Έπρεπε να πάω πίσω σπίτι.
Άρχισα να ψάχνω στο δωμάτιο για τα κλειδιά του αυτοκινήτου του Ethan.
Ήρθαμε με το δικό του και δεν ήξερα αν έρχονταν ταξί εδώ. Το εξοχικό τους ήταν σε βουνό και περίπου τρεις ώρες έξω από την Dreamland. Ήταν μόλις οκτώ το πρωί αλλά δεν θα μπορούσα να ρισκάρω να καθυστερήσω. Ήξερα για τι ήταν ικανός.
Κοίταζα μέσα στα συρτάρια, πάνω στο κομοδίνο, μέχρι και κάτω από τα πεταμένα ρούχα στο πάτωμα και κάτω από το κρεβάτι κοίταξα.
“Lia;” Γύρισα πίσω μου απότομα. Είχε σηκώσει το σώμα του και με κοιτούσε με απορία. Θα ξύπνησε από την φασαρία που έκανα.
“Χρειάζομαι τα κλειδιά του αυτοκινήτου σου.” Σηκώθηκε από το κρεβάτι και με κοίταξε με σουφρωμένα φρύδια.
“Να τα κάνεις τι;” Προχώρησε προς την πολυθρόνα εκεί που υπήρχαν διπλωμένα ρούχα και έβγαλε από την τσέπη του μαύρου του τζιν τα κλειδιά.
“Πρέπει να επιστρέψω σπίτι.” Προσπαθούσα να ακουστώ χαλαρή αλλά δεν φαινόταν να πετύχαινε. Συνέχιζε να με κοιτά με απορία. “Έχει προκύψει κάτι…οικογενειακό. Θα σου εξηγήσω κάποια άλλη στιγμή, τώρα πρέπει να πάω σπίτι.”
Πήγα κοντά του για να πιάσω τα κλειδιά αλλά τα έκλεισε στην παλάμη του δείχνοντας να μην με πιστεύει. “Θα μου πεις τι έγινε;”
Είχα αρχίσει να απελπίζομαι, δεν μπορούσα να που το την αλήθεια αλλά έβλεπα στο πρόσωπο του πως ένιωθε προδοσία που δεν του έλεγα. Εκείνος μου εκμυστηρεύτηκε την ιστορία του με τον πατέρα του, για την εκδίκηση που θέλει να πάρει, ξέροντας πως αν έλεγα στον πατέρα του την αλήθεια ή αν διέλυα την συμφωνία μας, θα έχανε την ευκαιρία του να πάρει την εκδίκηση που τόσο ήθελε. Αλλά εκείνος με εμπιστεύτηκε, μου άνοιξε την καρδιά του και εγώ τον απέκοπτα τελείως. Αλλά δεν μπορούσα να του πω, θα με σιχαινόταν και δεν θα το άντεχα.
“Θα σου πω αλλά όχι τώρα. Τώρα πρέπει να πάω σπίτι είναι επείγον!” Η φωνή μου ήταν πιο δυνατή από όσο περίμενα, είχα αρχίσει να φωνάζω και μετά δεν μιλούσε κανείς. Απόλυτη ησυχία. “Σε παρακαλώ Ethan.” Τώρα η φωνή μου ήταν σιγανή, απελπισμένη.
Με κοίταξε για μερικά δευτερόλεπτα, εξέτασε το πρόσωπο μου. “Θα σε πάω εγώ.” Άρχισε να αλλάζει βιαστικά ρούχα χωρίς να περιμένει απάντηση.
Προτιμούσα να πάω μόνη, αλλά ήξερα πόσο πεισματάρης ήταν και δεν είχα χρόνο για πείσματα.
Άρχισα να ρίχνω μέσα στην βαλίτσα μου τα ρούχα μου και ότι άλλο έφερα μαζί μου. Το ίδιο έκανε και ο Ethan. Λίγα λεπτά μετά ήμασταν στο αυτοκίνητο. Αν ξεχάσαμε κάτι θα μας το έφερναν οι γονείς του όταν θα επέστρεφαν. Δεν ήξεραν ότι φύγαμε, κοιμόντουσαν και ήταν ακόμη νωρίς, αλλά θα τους έπαιρνε ο Ethan τηλέφωνο όταν θα φτάναμε για να τους ενημερώσει.
Δεν μιλούσαμε σε όλη την διαδρομή. Εγώ ήμουν απασχολημένη να κοιτάω χαμένη έξω από το παράθυρο και να σκέφτομαι τι θα κάνω αν αποκαλύψει το μυστικό μου. Θα έμπαινα στην φυλακή, δεν ξέρω για πόσα χρόνια αλλά θα ήταν αρκετά για να καταστρέψουν την ζωή μου και ψυχολογικά αλλά και επαγγελματικά.
Ο Ethan φαινόταν ταραγμένος. Το καταλάβαινα από τον τρόπο που έσφιγγε το τιμόνι και το στόμα του. Ένιωθα πως τον απογοήτευσα. Πως δεν τον εμπιστεύτηκα. Ήξερα πως ένιωθε προδομένος.
Σταμάτησε έξω από το σπίτι μου. Άρχισα να κατεβαίνω από το αυτοκίνητο βιαστικά αλλά σταμάτησα όταν τον είδα να βγάζει την ζώνη του. Δεν μπορούσα να τον αφήσω να ανέβει πάνω στο σπίτι μου. “Πήγαινε σπίτι σου. Θα σου τηλεφωνήσω εγώ αργότερα.”
“Το υπόσχεσαι;” Άφησε την ζώνη, κοιτώντας με στα μάτια.
“Το υπόσχομαι.” Του έδωσα ένα μικρό φιλί στα χείλη και έκλεισα την πόρτα πίσω μου χωρίς να τον κοιτάξω. Δεν άντεχα να βλέπω το βλέμμα της προδοσίας στα μάτια του.
Άνοιξα την πόρτα του σπιτιού μου σιγά, δεν ήξερα τι θα αντικρίσω.
Μπήκα μέσα αθόρυβα και βρήκα την Mia να ξαπλώνει στον καναπέ ως συνήθως. Συνέχισα να περπατώ κοιτώντας γύρω μου. Όταν μπήκα στην κουζίνα έπιασα ένα μαχαίρι και το έκρυψα πίσω μου κρατώντας το σφικτά. Δεν ήταν πολύ μεγάλο αλλά ήταν κοφτερό.
Όταν άνοιξα την πόρτα του υπνοδωματίου μου, μπορούσα να μυρίσω κάτι διαφορετικό στον χώρο. Δεν ήταν γιασεμί. Ήταν αλκοόλ. Ένιωσα να ανατριχιάζω. Ήξερα πως ήταν εδώ.
Πετάχτηκα όταν ένα σκληρό χέρι από πίσω μου κάλυψε το στόμα μου.
Δεν φώναξα. Έπιασε το μαχαίρι από το χέρι μου και το έριξε στο πάτωμα μακριά μας. Τότε άφησε το στόμα μου και στάθηκε μπροστά μου.
Κράτησα την ανάσα μου αλλά δεν απομάκρυνα τα μάτια μου από πάνω του. Είχε αλλάξει. Τα μαλλιά του τώρα ήταν γκρίζα και άπλυτα αλλά το σώμα του είχε παραμείνει σχεδόν το ίδιο. Ήταν μεγαλόσωμος, τρομακτικός.
Χαμογέλασε στραβά, πονηρά. Ήξερε πως πέτυχε αυτό που ήθελε. “Τι γίνεται Cecilia, δεν χαίρεσαι που βλέπεις τον μπαμπά σου μετά από τόσα χρόνια;” Cecilia…το μισούσα αυτό το όνομα γιατί έτσι με αποκαλούσε πάντα.
“Τι θες;” Η φωνή μου ήταν δυνατή και σταθερή. Δεν ήθελα να δείχνω τρομαγμένη.
“Έτσι χαιρετάς τον μπαμπά σου μετά από τόσα χρόνια;” Η φωνή του δεν είχε αλλάξει, ήταν ακόμη βαριά και βραχνή από το τσιγάρο και τα ναρκωτικά.
Ασυνείδητα άρχισα με μικρά βήματα να πηγαίνω πιο μακριά του. “Πως βγήκες από την φυλακή; Το έσκασες;”
Με κοίταξε με ένα δήθεν προδομένο ύφος και ακούμπησε την καρδιά του σαν να τον πρόσβαλα που υπέθεσα κάτι τέτοιο για εκείνον.
“Φυσικά και δεν το έσκασα. Για ποιον με πέρασες;” Έκατσε στην άκρια του κρεβατιού μου. Όταν θα έφευγε θα έκαιγα τα σεντόνια μου.
Είχε καταδικαστεί για δεκαπέντε χρόνια, του είχαν μείνει ακόμη τρία. Δεν ήξερα ποιος πλήρωσε για να τον ελευθερώσει, αλλά εύχομαι να μην το έκανε ποτέ.
“Πες μου τι θες.” Δεν ήθελα να μένει κοντά μου ούτε λεπτό παραπάνω.
“Εξαιτίας σου πέρασα τόσα χρόνια στην φυλακή. Τώρα ήρθε η στιγμή να πληρώσεις. Και μεταφορικά και κυριολεκτικά.” Γέλασε μόνος του. Ο ήχος ήταν βασανιστικός, αηδιαστικός. Δεν του άξιζαν 12 χρόνια στη φυλακή, έπρεπε να σαπίσει εκεί μέσα για πάντα. Σηκώθηκε από το κρεβάτι και με πλησίασε. “Θέλω 100 χιλιάδες ευρώ.”
Είχα μείνει με το στόμα ανοιχτό, δυστυχώς δεν κατάφερα να κρύψω την έκφραση μου. 100 χιλιάδες ήταν πάρα πολλά λεφτά, δεν τα είχα αλλά ούτε είχα σκοπό να του δώσω έστω και ένα σεντ, πόσο μάλλον 100 χιλιάδες.
“Δεν σου χρωστάω τίποτα.” Γέλασε ειρωνικά και με κοίταξε με εκείνο το νεκρό βλέμμα που είχε πάντα. Ακόμη τα μάτια του ήταν κόκκινα από τις ουσίες.
“Αν δεν το κάνεις, θα χρειαστεί να επισκεφθώ την μητέρα και την αδερφή σου.” Δάγκωνα το μέσα μέρος του στόματος μου, θέλοντας να καλύψω τον θυμό μου. Δάγκωνα τόσο δυνατά που μπορούσα να γευτώ αίμα.
“Δεν θα τολμήσεις να τις πλησιάσεις.” Γέλασε ξανά και μετά με κοίταξε σκληρά, προσπαθώντας να με τρομάξει.
“Ποιος θα με σταματήσει; Εσύ;” Ερχόταν πιο κοντά μου αλλά δεν έκανα πίσω. Δεν θα του έδειχνα πως μπορεί να με επηρεάσει.
“Θα πάω στην αστυνομία.”
“Πήγαινε. Αλλά αν το κάνεις δεν θα περάσουν μόνο σε εμένα τις χειροπέδες και το ξέρεις.” Ξεροκατάπια.
“Δεν υπάρχουν αποδείξεις για τίποτα. Κανείς δεν πρόκειται να πιστέψει λέξη από εσένα.” Ήταν αλήθεια και το ξέραμε και οι δύο αλλά ακόμη και έτσι δεν ήθελα να μαθαινόταν η αλήθεια, ίσως να υπήρχε κάποια απόδειξη που δεν γνωρίζαμε ή ίσως να είχε βρει εκείνος αποδείξεις και γι’ αυτό να με απειλούσε.
Έβγαλε ένα κινητό από την τσέπη του παντελονιού του. “Και τότε αυτό τι είναι;” Γύρισε το τηλέφωνο μπροστά μου. Ήταν μια φωτογραφία, δεν φαίνονταν πολύ καθαρά τα πρόσωπα αλλά μπορούσα να με αναγνωρίσω.
Φορούσα μαύρα ρούχα, ήμουν περίπου δέκα χρονών και στεκόμουν μέσα σε ένα σπίτι χωρίς σχεδόν καθόλου έπιπλα και λερωμένους άσπρους τοίχους.
Απέναντι μου ήταν ένα κορίτσι, δεν ήξερα τότε το όνομα της αλλά την θυμόμουν καλά. Φαινόταν το μισό πρόσωπο της από το πλάι και τα μαύρα της μαλλιά, ήταν πιο πάνω από του ώμους της.
Ήξερα πως εκείνη την μέρα ήταν εκεί και ο πατέρας μου, ο άνθρωπος που μου κατάστρεψε την ζωή, αλλά δεν φαινόταν στην φωτογραφία. Θα μπορούσε να την έβγαλε αυτός και γι’ αυτό να φρόντισε να μην φαίνεται εκείνος.
Δεν ήξερα ότι υπήρχε αυτή η φωτογραφία. Θα φαινόταν φυσιολογική αν στο χέρι μου δεν κρατούσα ένα σακουλάκι με καφέ σκόνη. Νικοτίνη. Το χέρι μου ήταν τεντωμένο προς εκείνο το κορίτσι, δίνοντας της το ναρκωτικό και το δικό της χέρι κρατούσε το μισό σακουλάκι, παίρνοντας το από τα χέρια μου.
Αν έβλεπε κάποιος αυτή την φωτογραφία θα ήξερε πως της πουλούσα ναρκωτικά. Στο κάτω μέρος της φωτογραφίας φαινόταν η ημερομηνία που τραβήχτηκε. 18/10/2010.
Έκλεισε το τηλέφωνο και με κοιτούσε με ικανοποίηση. “Λοιπόν; Σου φαίνεται αυτή η φωτογραφία ως αρκετή απόδειξη;” Έτρεμαν τα χέρια μου γι’ αυτό τα ένωσα μεταξύ τους κρατώντας τα σφικτά, λέγοντας τους να σταματήσουν. “Πόσα χρόνια πιστεύεις ότι θα μπεις στην φυλακή για κατοχή, πώληση ναρκωτικών και για φόνο ανήλικης;”
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro