Κεφάλαιο 19: Ethan
Δεν ήξερα τι με είχε πιάσει. Από την μέρα που μπήκε στη ζωή μου έκανα το ένα λάθος μετά το άλλο.
Δεν ήξερα πως ήταν η ζωή της πριν την γνωρίσω. Δεν ήξερα ούτε τώρα πως ήταν η ζωή της. Ήξερα μόνο όσα με άφηνε να δω και όσα κατάφερνα να καταλάβω μόνος μου όταν νόμιζε πως τα κρύβει αρκετά καλά από εμένα.
Ήμουν φορτισμένος, δεν ήταν δικαιολογία αλλά δεν ξέρω τι με είχε πιάσει. Της μίλησα για την οικογένεια μου, δεν είχα μιλήσει για αυτό ποτέ και σε κανέναν. Και μίλησα σε εκείνην, στον τελευταίο άνθρωπο που θα φανταζόμουν πως θα μιλούσα για κάτι τόσο προσωπικό, στον άνθρωπο που μέχρι πριν λίγες μέρες έβλεπα και ήθελα να πνίξω αλλά τώρα κάθε φορά που την σκεφτόμουν ήθελα να κάνω όχι μόνο αυτό, αλλά και να την φιλήσω. Ήταν η sfortuna μου, εκείνη που κατέστρεψε την ζωή μου με την ατυχία της.
Δεν της άρεσε το ότι ήθελα να πάρω εκδίκηση από τον πατέρα μου, αλλά θα το έκανα. Τίποτα και κανείς δεν θα μου άλλαζε γνώμη, μόνο εγώ ήξερα τι σημαίνει για εμένα αυτή η εκδίκηση.
Όταν συνειδητοποίησα ότι την πλήγωσα με τα λόγια μου, ήξερα πως κάτι είχε αλλάξει μεταξύ μας. Αν δεν την ένοιαζα δεν θα πληγωνόταν και αν δεν την νοιαζόμουν δεν θα με ένοιαζε που πληγώθηκε.
Έκανα αυτό που ήταν στο μυαλό μου διαρκώς τις τελευταίες μέρες. Την φίλησα. Δεν ήταν απλά ένα φιλί, το ξέραμε και οι δύο. Ήξερε πως αν την φιλούσα θα έχανα το στοίχημα, το ήξερα και εγώ αλλά για πρώτη φορά στην ζωή μου δεν με ένοιαζε ο εγωισμός μου.
Έστριψα το κεφάλι μου στην θέση του συνοδηγού, κοιτούσε έξω από το παράθυρο όπως συνήθως αλλά αυτή την φορά μπορούσα να δω το χαμόγελο στα χείλη της. Δεν πήγαμε σπίτι χθες το βράδυ, ήμασταν μαζί για πρώτη φορά ο εαυτός μας. Ακόμη θυμόμουν πως ένιωθε το δέρμα της κάτω από τα χέρια μου. Απαλό και εύθραυστο. Μπορούσα να μυρίσω ακόμη το γιασεμί, ένιωθα ακόμη τα φιλιά της στον λαιμό μου, και τα χέρια της στα μαλλιά μου.
Όταν με κοίταξε, την κοιτούσα ήδη. Θεέ μου, είχε τα ωραιότερα μάτια που είχα δει ποτέ. Έμοιαζε σαν άγγελος που είχε σταλεί από τον ίδιο τον διάβολο στη γη για να με κολάσει, για να με καταστρέψει ολοκληρωτικά καιανεπανόρθωτα αλλά δεν είχα καμία διάθεση να σωθώ. Ήμουν παραδομένος στο έλεος της.
Αφού επιστρέψαμε πίσω στο εξοχικό, είχε ήδη μεσημεριάσει. "Πεινάς;"
"Σαν λύκος." Έπιασα το χέρι της και του έδωσα ένα φιλί.
"Θα φτιάξω Lasagna." Ύψωσε τα φρύδια της σαν να μην το περίμενε. Η μητέρα μου δεν ήταν η μόνη που κατέφευγε στην μαγειρική για να σκοτώνει την μοναξιά της. Συχνά μαγειρεύαμε μαζί.
"Θα σε βοηθήσω." Ξεκίνησε να κατευθύνεται προς την κουζίνα. Οι γονείς μου μάλλον θα ήταν πάνω γιατί δεν τους είδαμε όταν μπήκαμε σπίτι.
Ακολούθησα και εγώ, κλείνοντας την πόρτα της κουζίνας πίσω μου.
"Ξέρεις;"
"Όχι, αλλά μαθαίνω γρήγορα." Δεν ήξερα κατά πόσο ίσχυε αλλά μου αρκούσε να είναι μαζί μου. Δεν χρειαζόταν να κάνει απολύτως τίποτα. Ήθελα απλά να υπάρχει μέσα στον χώρο για να μπορώ να την κοιτάζω.
Ξεκίνησα να φτιάχνω την σάλτσα βάζοντας ντομάτες και πιπεριές.
Συνέχισα κόβοντας τα κρεμμύδια και η Lia έβραζε τα μακαρόνια ή έτσι πίστευα μέχρι που ένιωσα τα χέρια της γύρω από την μέση μου. Τα δάκτυλα της ακουμπούσαν τους μύες των χεριών μου και μπορούσα να μυρίσω το άρωμα της.
"Δεν φοβάσαι μην παραψηθούν τα μακαρόνια;" Είπα χαϊδευτικά.
Συνέχισε να αφήνει φιλιά σε όλο το μάκρος του λαιμού μου και είχα ξεχάσει πως έκοβα τα κρεμμύδια.
Όσο την μισούσα, άλλο τόσο την ήθελα. Την ήθελα όσο δεν θέλησα καμιά. Όσο δεν θέλησα τίποτα ποτέ.
"Έχεις δίκιο. Μετά δεν θα τρώγονται." Ήξερα πως δεν την ένοιαζαν τα μακαρόνια, ήθελε απλά να με προκαλέσει, να απαντήσει σε αυτό που της είπα. Όταν δεν είχα πια την αίσθηση των φιλιών και των ζεστών της χεριών πάνω μου, άφησα το μαχαίρι και την άρπαξα από τον αγκώνα γυρνώντας το σώμα της προς το μέρος μου.
Την φίλησα δυνατά, πρόθυμα, αχόρταγα. Δεν άργησε να περάσει τα χέρια της στα μαλλιά μου και γύρω από τον λαιμό μου. Πιάνοντας την από την μέση, σήκωσα το σώμα της ώστε να καθίσει πάνω στον πάγκο της κουζίνας. Άνοιξα τα μάτια μου και σαν να το ήξερε, λίγα δευτερόλεπτα μετά άνοιξε και αυτή τα δικά της χωρίς να σπάσουμε το φιλί. Τα ζαφειρένια της μάτια ήταν ακόμη πιο μαγικά από τέτοια απόσταση, όπως και όλα πάνω της. Το απαλό της δέρμα, το ροζ χρώμα που είχε διαρκώς στα μάγουλα και γύρω από την μύτη της-λες και το σώμα της από μόνο του ήξερε να της προσφέρει το χρώμα που τόσο αγαπούσε-και τα χείλη της είχαν το ίδιο απαλό ροζ χρώμα, όσο απαλό ήταν και το δέρμα της και μόνο με ένα τους φιλί, με ένα τόσο δα μικρό τους χάδι, πήγαινες στην κόλαση όχι στον παράδεισο, γιατί μπορεί να έμοιαζε σαν να την έπλασαν άγγελοι αλλά τίποτα πάνω της δεν ήταν αθώο.
Μόνο ο ίδιος ο διάβολος θα μπορούσε να την πλάσει έτσι, για να σε ξεγελά και εσύ να παρασύρεσαι από εκείνην στα βάθη της κολάσεως, ξέροντας πως δεν υπάρχει πλέον επιστροφή αλλά δεν σε νοιάζει γιατί απλά δεν θέλεις να επιστρέψεις.
Τύλιξα τα μαλλιά της δύο φορές μέσα στην παλάμη μου, τραβώντας τα χείλη της μακριά μου. Ήταν μισάνοικτα και το κεφάλι της γερμένο πίσω από την δύναμη που ασκούσα στα μαλλιά της και έτσι φαινόταν ο μακρύς της λαιμός.
Είδε με την άκρια των ματιών της περισσότερο καπνό να βγαίνει από την κατσαρόλα με τα μακαρόνια και κατέβηκε από τον πάγκο κλείνοντας την φωτιά. "Ίσως να είναι λίγο πιο ψημένα." Είπε ανακατεύοντας τα μακαρόνια.
"Δεν στο είπα; Είσαι η sfortuna μου." Ποτέ δεν ήμουν αφηρημένος, αλλά με είχε παρασύρει που ξέχασα τελείως τα μακαρόνια. Όχι ότι με ένοιαζε. Θα πήγαινα μαζί της και στην κόλαση.
Χαμογέλασε. "Πρακτικά, εγώ έβραζα τα μακαρόνια. Ίσως να μου φέρνεις και εσύ ατυχία τελικά." Ένωσα ακόμη μια φορά τα χείλη μας και συνεχίσαμε να μαγειρεύουμε.
___
"Είστε πολύ ταιριαστό ζευγάρι." Κοίταξα την μητέρα μου. "Δεν συμφωνείς Elliot;" Ο πατέρας μου απομάκρυνε τα μάτια μου από την εφημερίδα και κοίταξε την μητέρα μου.
"Ναι, ναι." Κοίταξε ξανά την εφημερίδα του. Φαινόταν χαμένος, ίσως να μην άκουσε καν τι του είπε η μητέρα μου. Τέλος πάντων το είχα συνηθίσει, δεν περίμενα να αλλάξει τώρα.
"Ίσως κάποια στιγμή να γνωρίσουμε και τους γονείς σου γλυκιά μου, τι λες;" Η Lia άφησε το πιρούνι στο πιάτο της και κοίταξε την μητέρα μου. Δεν φάνηκε να της άρεσε η ιδέα της μητέρας μου αλλά προσπάθησε να το κρύψει με ένα χαμόγελο. Δεν ήξερα ούτε τα ονόματα των γονιών της, ούτε αν έχει αδέρφια ή άλλους στενούς συγγενείς.
"Ναι ίσως. Κάποια στιγμή." Με κοίταξε για λίγο αμήχανα και συνέχισε να τρώει τα μακαρόνια.
"Τι επαγγέλματα κάνουν οι γονείς σου;" Η μητέρα μου έβαλε μια καφέ τούφα από τα μαλλιά της πίσω από το αυτί της. Έφταναν μέχρι τους ώμους της.
"Η μητέρα μου—η Lidia, εργάζεται πωλήτρια σε ένα κατάστημα με ρούχα." Η μητέρα μου χαμογέλασε ευγενικά, αλλά ήξερα πως δεν της άρεσε η απάντηση. Ο πατέρας της μητέρας μου-ο παππούς-μου ήταν πλοιοκτήτης και η γιαγιά μου καταγόταν από πλούσια οικογένεια. Δεν ήξερα τίποτα για την οικογένεια της Lia's ή για την παιδική της ηλικία, δεν με ένοιαζε η δουλειά των γονιών της, ήθελα να μάθω περισσότερα για εκείνην. Ήθελα να μάθω τα πάντα.
"Και ο πατέρας σου;" Συνέχισε η μητέρα μου.
Φαινόταν πως η Lia δεν ήταν πρόθυμη να συζητήσει για την οικογένεια της και δεν ήθελα να την φέρνει η μητέρα μου σε άβολη θέση, έστω και αν ήξερα πως δεν το έκανε με πρόθεση. "Εντάξει, φτάνει με την ανάκριση. Ας πούμε κάτι άλλο."
Με κοίταξε η μητέρα μου ανήσυχα, έτοιμη να μιλήσει αλλά την πρόλαβε η Lia. "Δεν έχω επικοινωνία με τον πατέρα μου. Δεν ξέρω που είναι ούτε τι δουλειά κάνει."
"Συγγνώμη γλυκιά μου, δεν είχα ιδέα."
"Δεν πειράζει." Κοίταξα την Lia, δεν φαινόταν λυπημένη για την σχέση της με τον πατέρα της. Ίσως να μην τον γνώρισε ποτέ. "Έχω μια αδερφή, την Valent i na. Είναι τέσσερα χρόνια μεγαλύτερη μου και εργάζεται ως σερβιτόρα σε ένα καζίνο στην Ιταλία. Ζει με την μητέρα μου στην Ιταλία εδώ και μερικά χρόνια."
"Σε ποιο καζίνο εργάζεται η αδερφή σου;" Ο πατέρας μου για πρώτη φορά έδειξε ενδιαφέρον στην συζήτηση μας. Άφησε κάτω μέχρι και την εφημερίδα του.
"Impero dei Casino αν θυμάμαι σωστά, στην Ρώμη." Το ήξερα αυτό το καζίνο. Δεν είχα πάει ποτέ αλλά ήταν το διασημότερο καζίνο της Ιταλίας. Ήταν ευρέως γνωστό και αρκετά κερδοφόρο από όσο ήξερα.
"Α μα φυσικά, είναι ένα από τα καλύτερα καζίνο σε όλο τον κόσμο." Απάντησε ο πατέρας μου. Δεν είχε συνεργαστεί ποτέ με τον ιδιοκτήτη αλλά ήξερα πως το προσπαθούσε χρόνια.
Μερικές ώρες μετά, οι γονείς μου είχαν πάει ήδη να ξαπλώσουν έτσι είχα αναλάβει με την Lia να τακτοποιήσουμε την κουζίνα. "Συγγνώμη για την αδιακρισία της μητέρας μου."
"Δεν ήταν αδιακρισία. Απλά ήθελε να με γνωρίσει καλύτερα, είναι φυσιολογικό."
"Να γνωρίσει εσένα ήθελε ή την οικογένεια σου;" Χαμογέλασε και συνέχιζε να μεταφέρνει τα πιάτα από την τραπεζαρία στην κουζίνα. "Δεν ήξερα ότι οι γονείς σου μένουν στην Ιταλία."
Με κοίταξε σκεπτικά πριν απαντήσει. "Ναι, ήρθαμε εδώ όταν ήμουν δέκα και όταν έκλεισα τα δεκαοκτώ επέστρεψαν πίσω. Εγώ ήθελα να μείνω εδώ."
"Τι σας έκανε να μετακομίσετε από την Ιταλία." Ξεροκατάπιε και κοίταξε τα άδεια πιάτα στα χέρια της πριν συνεχίσει να τα τοποθετεί στον νεροχύτη χωρίς να με κοιτάξει.
"Οικογενειακές υποχρεώσεις."
"Δηλαδή;"
Άφησε τα πιάτα και με πλησίασε. "Για αυτά θα μιλάμε τώρα;" Ψήλωσε στις μύτες των ποδιών της και ένωσε τα χείλη μας. Ήξερα πως αποφεύγει την συζήτηση αλλά αφού δεν ήθελε να μου πει, έπρεπε να το σεβαστώ μέχρι να νιώσει έτοιμη.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro