Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Κεφάλαιο 18: Lia

"Παραδέξου το," είχε αρχίσει να βρέχει και είχε ήδη νυχτώσει. "οδηγώ καλά."

"Δεν είπα ποτέ πως οδηγείς χάλια." Ήταν ζεστά μέσα στο αμάξι και οι μόνοι ήχοι ήταν από την βροχή που κτυπούσε στα τζάμια και ελάχιστα το τραγούδι που ακουγόταν στο ράδιο.

"Ναι, ναι απλά δεν σου αρέσει να δίνεις τα πράγματα σου ξέρω." Είπα αναφερόμενη στα λόγια του από όταν του ζήτησα τα κλειδιά. Το ύφος μου όμως δεν ήταν ειρωνικό, ήταν απλά...χιουμοριστικό.

Συνειδητοποίησα πως οι φορές που ο τρόπος που του μιλούσα δεν ήταν ειρωνικός ήταν μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού. Αλλά επίσης συνειδητοποίησα πως ο ήχος που ακουγόταν ήταν το γέλιο του. Γελούσε με αυτό που είπα αλλά όχι ειρωνικά όπως πάντα. Ήταν αληθινό, βαθύ, γοητευτικό γέλιο. Και τότε συνειδητοποίησα πως χαμογελούσα και εγώ. Χαμογελούσα όχι ειρωνικά ως συνήθως αλλά γιατί το γέλιο του μου έφερνε χαμόγελο. Επίσης συνειδητοποίησα πόσο ρομαντικό και σαχλό ακουγόταν αυτό που μόλις σκέφτηκα, αλλά δεν με ένοιαζε τόσο. Βασικά δεν με ένοιαζε καθόλου. Εξάλλου ήταν οι σκέψεις μου, μπορούσα να σκεφτώ ότι θέλω.

Πριν το καταλάβω κοιταζόμασταν στα μάτια χωρίς γέλια και χαμόγελα, χωρίς όμως ειρωνεία και θυμό.

"Ο πατέρας μου ποτέ δεν μας έδινε σημασία." Δεν με κοιτούσε τώρα, κοιτούσε μπροστά. "Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου πάντα ήμασταν οι δύο μας. Εγώ και η μητέρα μου. Εκείνος δούλευε συνεχώς, από το πρωί μέχρι αργά το βράδυ. Πολλές φορές δεν ερχόταν καν σπίτι." Είχα σταματήσει να αναπνέω, σκέφτηκα πως αν έκανα οτιδήποτε θα θυμόταν ότι μιλούσε σε εμένα και θα σταματούσε. Δεν ήθελα να σταματήσει. "Έβαζε την δουλειά του πάνω από την οικογένεια του. Δημιούργησε την επιχείρηση-το cafe μόνος του από το μηδέν. Κάποτε τον θαύμαζα για αυτό αλλά όχι όταν κατάλαβα πως ήταν πιο σημαντικό από εμάς." Δεν έμοιαζε λυπημένος, το βλέμμα του ήταν σχεδόν κενό. "Επέκτεινε την επιχείρηση του σε αρκετές πόλεις και ήταν όλες εξίσου κερδοφόρες. Είχα τα πάντα, τα πάντα εκτός από τον πατέρα μου. Πάντα με πείραζε μέχρι που σταμάτησα να νοιάζομαι. Η μητέρα μου ένιωθε
και αυτή παραμελημένη, δεν μου το έλεγε αλλά το έβλεπα. Το ήξερε σίγουρα και ο πατέρας μου, απλά δεν τον ένοιαξε ποτέ αρκετά για να το αλλάξει."

Γύρισε το βλέμμα του σε μένα. "Ethan-"

"Τα Χριστούγεννα τα περνούσα με την μητέρα μου, φέτος είναι τα πρώτα Χριστούγεννα που περνάω με τον πατέρα μου-δεν έλειπε κάθε Χριστούγεννα αλλά έλειπε αρκετές ώρες ή ήταν πολύ απασχολημένος με την δουλειά του, που ήταν σαν να μην είναι μαζί μας." Γέλασε. "Μάλλον τον πίεσε πολύ η μητέρα μου φέτος να αφήσει την δουλειά του για να έρθουμε στο εξοχικό ή ήθελε τόσο πολύ να δει αν η σχέση μας είναι αληθινή." Γέλασε ξανά. "Ερχόμασταν πολύ σπάνια εδώ και οι τρεις μαζί αλλά είχε φροντίσει να υπάρχει γραφείο στο σπίτι για να μπορεί να δουλεύει." Για αυτό ήταν σαν να θύμωσε όταν μου είπε πως πίσω από την άλλη πόρτα ήταν το γραφείο του πατέρα του.

Η ιστορία του δεν ήταν ίδια με την δικιά μου, αλλά μπορούσα να νιώσω πως ένιωθε. Σαν να μην άξιζε την αγάπη και τον χρόνο του πατέρα του, σαν να ήταν μόνο ένα πρόβλημα το οποίο όμως ο πατέρας του βαριόταν μέχρι και να λύσει.

"Τον μισείς;" Με κοίταξε σκληρά σαν να ήταν έτοιμος να μιλήσει αλλά δεν το έκανε. Το σκέφτηκε για λίγο πρώτα και το βλέμμα του χαλάρωσε ελάχιστα.

"Δεν ξέρω αν τον μισώ. Ξέρω όμως ότι πολλές φορές ευχόμουν να μην είχα πατέρα, τουλάχιστον έτσι δεν θα χρειαζόταν να βλέπω πως μας θεωρεί εμπόδιο στη ζωή του. Θα ήξερα πως με εγκατέλειψε για αυτό τον λόγο, δεν θα το έβλεπα όμως κάθε μέρα στα μάτια του, στην συμπεριφορά του."

"Γιατί θέλεις να γίνεις τόσο πολύ CEO;" Η φωνή μου ήταν χαμηλή σαν να μην έπρεπε να ρωτήσω γιατί μέσα μου ήξερα. Αν μισούσε τόσο το ότι ο πατέρας του ήταν πάντα τόσο απορροφημένος από την δουλειά του, γιατί να ήθελε να αποκτήσει μια τέτοια θέση με περισσότερη δουλειά και καθήκοντα; Γιατί να μπει στον κόπο να προσποιείται πως είναι σε σχέση μαζί μου για να πείσει τον πατέρα του; Γιατί να με μισεί τόσο που έχασε αυτή την θέση εξαιτίας μου;

Χαμογέλασε ειρωνικά. "Για να την καταστρέψω." Άφησα μια κοφτή ανάσα. Τα έκανε όλα αυτά για να πάρει εκδίκηση; "Για να καταστρέψω όλα όσα δημιούργησε με τόσο κόπο, όλα όσα αγαπά."

"Γιατί δεν το συζητάς μαζί του;"

Με κοίταξε λες και είπα την μεγαλύτερη ανοησία που είχε ακούσει στη ζωή του. "Και που είναι η πλάκα σε μια συζήτηση;"

"Αν καταστρέψεις μέσα σε ένα βράδυ τους κόπους μιας ζωής για μια εκδίκηση θα έχει περισσότερη πλάκα δηλαδή;" Ήξερα πως άρχισε να θυμώνει αλλά δεν με ένοιαζε. Ήταν τυφλωμένος από οργή αλλά δεν άξιζε να εκδικηθεί έτσι τον πατέρα του.

"Για σένα μπορεί να μην έχει πλάκα, αλλά εγώ το περιμένω σε όλη μου την ζωή."

"Ίσως να έπρεπε να το σκεφτείς καλύτερα." Δεν το έλεγα γλυκά και συμβουλευτικά, το έλεγα απότομα και απαιτητικά. Πριν μου είπε πως δεν ξέρει αν τον μισεί, αν ήθελε όμως να πάρει εκδίκηση τότε σήμαινε πως τον μισούσε. Ή απλά δεν έβλεπε καθαρά και θα έκανε κάτι που θα μετάνιωνε.

"Δεν έχω να σκεφτώ τίποτα. Την πήρα την απόφαση μου εδώ και πολλή καιρό."

"Δεν μπορείς να καταστρέψεις έτσι απλά όλα για όσα κάποιος δούλεψε σκληρά για να αποκτήσει!" Ο τόνος της φωνής μου είχε ανέβει. Είχα αρχίσει να ζεσταίνομε, ή απλά να θυμώνω περισσότερο από όσο θα έπρεπε. Δεν έπρεπε να με νοιάζει τι θα έκανε ή πως θα επηρέαζε τον πατέρα του, αλλά με ένοιαζε.

Με την ίδια ένταση είπε "Και τι ξέρεις εσύ από σκληρή δουλειά;" Για λίγα δευτερόλεπτα υπήρχε σιωπή, ακουγόταν μόνο η βροχή που όλο και δυνάμωνε. Ένιωσα τους παλμούς μου να αυξάνονται. "Έχεις δουλέψει ποτέ για τίποτα στην ζωή σου, ή τα είχες όλα έτοιμα; Ξέρεις πως είναι να ζεις στον πραγματικό κόσμο ή ζούσες πάντα στο ροζ συννεφάκι σου όπου παίρνεις πάντα ότι θέλεις χωρίς να χρειάζεται να κουνάς ούτε το μικρό σου δαχτυλάκι;"

Ένιωθα τα μάγουλα μου να κοκκινίζουν από την ζέστη ή τον θυμό, δεν ήμουν σίγουρη. Ξαφνικά η επιλογή του πουλόβερ έμοιαζε λάθος, ένιωθα να μου σφίγγει τον λαιμό.

Δεν ήξερε τίποτα για την ζωή μου, τίποτα. Ούτε καν στην Viviana δεν τα είχα πει όλα που ήταν σαν αδερφή μου. Αλλά ποτέ δεν μου χαρίστηκε κάτι στην ζωή. Δούλευα από μικρή για να μπορέσω να συντηρήσω τον εαυτό μου και να βοηθώ την οικογένεια μου.

Ήμουν κοντά στην μητέρα μου όταν ο πατέρας μου την κτυπούσε τόσο που δεν μπορούσε ούτε να κουνηθεί. Είχα αναλάβει με την αδερφή μου την φροντίδα του σπιτιού ενώ θα έπρεπε να παίζω με τις κούκλες μου όπως όλα τα κορίτσια της ηλικίας μου.

Έπρεπε να κάνω την αδερφή μου να χαμογελά όταν έκλεγε κρυφά τα βράδια αλλά εγώ πάντα την άκουγα και πήγαινα να την βρω.

Έκανα πράγματα για τα οποία δεν είμαι περήφανη για να βοηθήσω την μητέρα και την αδερφή μου. Για να βοηθήσω εμένα. Πράγματα τα οποία δεν γνωρίζει κανείς. Ή τουλάχιστον σχεδόν κανείς. Αλλά δεν παραπονέθηκα ποτέ. Ναι πάντα ήλπιζα να ζούσα μια άλλη ζωή, μια ζωή φυσιολογική, αλλά ποτέ δεν σταμάτησα να προσπαθώ, να παλεύω. Να ελπίζω. Ποτέ.

Δεν έκλαψα, είχα χρόνια να το κάνω αλλά ένιωθα σαν να είχα ένα μαχαίρι στην καρδιά. Άνοιξα την πόρτα του αυτοκινήτου και άρχισα να περπατώ, μέχρι που περπατούσα πιο γρήγορα και πιο γρήγορα και μετά έτρεχα προς έναν άγνωστο προορισμό. Δεν με πείραζε η βροχή, τουλάχιστον έτσι μπορούσα να καλύψω το ότι δεν μπορούσα να χύσω ούτε ένα δάκρυ. Όχι γιατί δεν ήθελα, απλά δεν μπορούσα. Λες και το σώμα μου είχε ξεχάσει πως να το κάνει.

Κάποια στιγμή σταμάτησα να τρέχω και χαμήλωσα το σώμα μου στηρίζοντας το πάνω στις μύτες των ποδιών μου. Δεν είχα ιδέα που βρισκόμουν αλλά μου άρεσε εδώ. Καθόμουν στην μέση ενός παλιού δρόμου, δεν περνούσαν αυτοκίνητα και η βροχή όλο και δυνάμωνε.

Δεν ήξερα γιατί με πονούσε τόσο, δεν ήταν πως με ένοιαζε τόσο το παρελθόν, είχα προχωρήσει και ας ήξερα πως δεν θα το ξεχνούσα ποτέ και δεν θα άλλαζε ποτέ. Μάλλον για κάποιο περίεργο λόγο δεν περίμενα-δεν ήθελα να τα ακούσω όλα αυτά από το στόμα του Ethan. Ήξερα πως με μισούσε, δεν μου είχε πει ποτέ κάτι καλό άρα γιατί δεν το περίμενα; Γιατί με ένοιαζε η γνώμη του για εμένα;

Δεν είχε όμως ιδέα ποια πραγματικά είμαι.

Άρπαξε το τηλέφωνο από το χέρι μου και πάτησε εκείνο το κόκκινο κουμπί που τερματίζει την κλίση και το έριξε πίσω του.

Κάλυψα τα μάτια μου με τα χέρια μου περιμένοντας να με κτυπήσει αλλά δεν το έκανε, μόνο γέλασε. Ήταν ο χειρότερος ήχος που άκουσα ποτέ.

Τότε ακούστηκε ένα κλάμα από την ντουλάπα δίπλα. Η αδερφή μου. Την πλησίασε και την τράβηξε έξω από το χέρι. Έκλαιγε όλο και πιο δυνατά. Εγώ δεν έκλαιγα αλλά ήθελα.

"Assomigliate a vostra madre." Μοιάζετε στην μητέρα σας. Είπε κοιτώντας μια εμένα και μια την Valent i na. "Sfortunatamente, voi due avrete lo stesso dest i no di vostra madre" Δυστυχώς εσείς οι δύο θα έχετε την ίδια τύχη με την μητέρα σας.

Τράβηξε την αδερφή μου από το χέρι φέρνοντας την δίπλα μου, δεν μιλούσε μόνο έκλαιγε. Ύψωσε το χέρι του, έτοιμος να με κτυπήσει αλλά κοίταξε πίσω του εκεί που έριξε το τηλέφωνο όταν άκουσε μια γυναικεία φωνή να έρχεται από εκεί. "Non siete in pericolo ora, non aver paura." Δεν κινδυνεύετε τώρα, μην φοβάστε.

Ο πατέρας μου γύρισε οργισμένος ξανά σε εμάς, αλλά είχαν μπει ήδη μέσα στο δωμάτιο τρεις αστυνομικοί με τα όπλα στραμμένα πάνω του.

Όταν άρπαξε το τηλέφωνο από τα χέρια μου νόμιζε πως τερμάτισε την κλήση αλλά δεν πάτησε τελικά ποτέ το κουμπί, έτσι κατάφερε η αστυνομία να εντοπίσει την διεύθυνση μας αφού δεν πρόλαβα να τους την δώσω εγώ.

Η αδερφή μου ήρθε πιο κοντά που κρατώντας σφικτά το μπράτσο μου.
Οι δύο αστυνομικοί του έβαλαν χειροπέδες ενώ ο άλλος πήγε κοντά στο αναίσθητο σώμα της μητέρας μου να ελέγξει τους σφυγμούς της.

Ο πατέρας μου προσπαθούσε να αντισταθεί στους αστυνομικούς αλλά ήταν ανώφελο, δεν ήταν δυνατός πίστευε πως ήταν.

Πριν βγει από το δωμάτιο με τις χειροπέδες στα χέρια, με κοίταξε θυμωμένα στα μάτια. "Tu sei uno su un milione." Είσαι μια στο εκατομμύριο. Κοίταξα το σκουριασμένο χρυσό ρολόι απέναντι μου, οπουδήποτε αλλού εκτός από τα μάτια του. Ο μεγάλος δείκτης του ρολογιού είχε πάει εκείνη την στιγμή σε εκείνη την μια την γραμμή που σήμαινε πως η ώρα ήταν μια τα χαράματα.

Πριν το καταλάβω ο Ethan με πλησίαζε φωνάζοντας. "Lia! Lia!"

Δεν τον έβλεπα πολύ γιατί ήταν σκοτεινά και η βροχή θόλωνε την όραση μου όμως τον άκουα καθαρά.

Όταν τον είδα να πλησιάζει άρχισα να απομακρύνομαι και άκουσα τα βήματα του πιο γρήγορα να κτυπούν κάτω στον βρεγμένο δρόμο. "Περίμενε!" Έπιασε το χέρι μου σταματώντας με. Προσπαθούσα να λυθώ από το κράτημα του αλλά ήταν πιο δυνατός. Κρατούσε μια μαύρη ομπρέλα στο άλλο του χέρι αλλά ήταν κλειστή, δεν την είχε χρησιμοποιήσει.

Την άφησε να πέσει κάτω και έπιασε με το ελεύθερο του χέρι τον άλλο μου αγκώνα. "Συγγνώμη!" Φώναζε, ίσως για να τον ακούσω αφού έκανε τόση φασαρία η βροχή. "Δεν έπρεπε ποτέ να πω όσα είπα, δεν ξέρω τι με έπιασε δεν-δεν τα εννοούσα!" Έμοιαζε ταραγμένος, πρώτη φορά δεν είχε εκείνο το ενοχλητικό βλέμμα της αυτοπεποίθησης. Τώρα έβλεπα κάτι άλλο, κάτι πιο βαθύ και εύθραυστο.

"Μην παίρνεις πίσω όσα είπες." Δεν φώναζα, απλά μιλούσα. "Δεν ξέρεις τίποτα για εμένα. Δεν ξέρεις ποια πραγματικά είμαι. Τι έζησα. Αλλά αυτό δεν σου δίνει το δικαίωμα να με κρίνεις."

"Το ξέρω! Τα έκανα όλα λάθος." Κρατούσε ακόμη τα χέρια μου, τόσο σφικτά λες και θα με έπαιρνε μαζί της η βροχή.

Δεν του είπα ποτέ κάτι για εμένα. Πίστευε πως είχα μια ωραία και φυσιολογική ζωή όπως θα έπρεπε, γιατί έκρυβα όσα έζησα πίσω από χαμόγελα και γλυκές ειρωνείες. Δεν ήταν όμως έτσι. "Δεν με ξέρεις! Έζησα περισσότερα από όσα θα μπορούσες να φανταστείς. Από όσα θα άντεχες εσύ να ζήσεις!"

"Κάνεις λάθος." Ακούμπησε και με τα δύο του χέρια τα μάγουλα μου.
Ήταν ζεστό το άγγιγμα του και ας έβρεχε. "Μπορεί να μην ξέρω την ζωή σου ή όλα τα μυστικά σου, αλλά ξέρω τι κρύβεται εδώ." Έβαλε το χέρι του εκεί που βρίσκεται η καρδιά μου. Είμαι σίγουρη πως μπορούσε να αισθανθεί πόσο γρήγορα κτυπούσε. "Ξέρω πως σου αρέσει να με ειρωνεύεσαι για να με βλέπεις να θυμώνω. Ξέρω πως κάποιες φορές γελάς κρυφά στις ειρωνείες μου, πως σου αρέσει να κάνεις άνω-κάτω την ζωή μου με το να λερώνεις το αυτοκίνητο μου ή να μετακινήσεις τα αντικείμενα στο γραφείο μου." Η καρδιά μου χτυπούσε όλο και πιο γρήγορα και ασυναίσθητα έβαλα το χέρι μου πάνω στο δικό του που βρισκόταν ακόμη πάνω στην καρδιά μου. "Ξέρω πως πάντα φοράς κάτι ροζ πάνω σου, οτιδήποτε και αν είναι αυτό. Ότι σου αρέσει να με προκαλείς." Πήρε μια ανάσα. "Ξέρω για σένα περισσότερα από όσα νομίζεις. Δεν ξέρω αν για σένα έχουν κάποια σημασία, αλλά για μένα σημαίνουν τα πάντα."

Έφερε το χέρι του κοντά στο πρόσωπο μου, βάζοντας μια βρεγμένη τούφα από τα μαλλιά μου πίσω από το αυτί μου. "Με κατασκοπεύεις ή είναι η ιδέα μου;" Είπα αφήνοντας ένα μικρό χαμόγελο και έτσι έκανε και εκείνος.

Ήξερε όντως περισσότερα για μένα από όσα πίστευα. Μικρές λεπτομέρειες που νόμιζα πως ήξερα μόνο εγώ.

Δεν μιλούσε, μόνο με κοιτούσε και μετά χαμογέλασε παραδομένα. "Σε θέλω. Σε θέλω απελπισμένα."

Νόμιζα πως είχε μπει νερό στα αυτιά μου από την βροχή και δεν άκουγα καλά. Όταν είδα το ύφος του, πιο σοβαρό και ηττημένο από ποτέ, κράτησα την ανάσα μου. "Νόμιζα ότι με μισείς." Είπα σιγανά.

Μείωσε κι άλλο την απόσταση μεταξύ μας, αλλά κρατούσα ακόμη την αναπνοή μου. "Φυσικά και σε μισώ." Ξεροκατάπια αλλά συνέχισα να τον κοιτώ. "Όσο δεν έχω μισήσει ποτέ κανέναν."

Η φωνή μου ακούστηκε σαν ψίθυρος. "Απέδειξε μου πόσο με μισείς.
Μόνο έτσι θα σε πιστέψω." Χαμογέλασε στραβά και παρά την βροχή, εγώ ζεσταινόμουν.

Δεν του ζητούσα απλά ένα φιλί και το ξέραμε και οι δύο. Αν με φιλούσε θα έχανε το στοίχημα. Αν έχανε το στοίχημα θα ήταν ο χαμένος και αυτό σήμαινε πως θα έβαζε πίσω τον εγωισμό και το πείσμα του. Ότι θα υποχωρούσε και εγώ θα κέρδιζα. Με πλησίασε απειλητικά πολύ και βάζοντας το χέρι του στο πίσω μέρος του λαιμού μου ένωσε τα χείλη μας, κοιτώντας με. Με φιλούσε βαθιά και θυμωμένα, αποδεικνύοντας ότι με μισεί όπως του ζήτησα.

Έβαλα το χέρι μου στα μαλλιά του και χαμογέλασα όταν επιτέλους μπορούσα να χαλάσω τα μαλλιά του όπως ήθελα από καιρό να κάνω.

Δάγκωσε ελάχιστα το κάτω μου χείλος για να σβήσει το χαμόγελο μου.

Έχασε το στοίχημα για να με φιλήσει. Δεν πίστευα πως έχανε εύκολα στοιχήματα, ίσως τελικά να είχε δίκιο. Ήμουν όντως η sfortuna του.

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro