Κεφάλαιο 16: Ethan
Ήθελα να την σκοτώσω. Το είχα συνηθίσει αλλά αυτό που δεν είχα συνηθίσει ήταν ότι ήθελα να την φιλήσω. Θα το έκανα, ήμουν τόσο κοντά, τόσο κοντά στο να χάσω.
Όσο και αν ήθελα να ανακαλύψω αν τα χείλη της ήταν τόσο απαλά όσο το δέρμα της, τόσο πολύ ήθελα μην ενδώσω στον πειρασμό, να μην της δώσω την ευχαρίστηση πως νίκησε ενώ εγώ έχασα. Δεν μου άρεσε να χάνω, δεν ήθελα να χάνω, ποτέ δεν το έκανα. Όχι τουλάχιστον πριν μπει στη ζωή μου. Αν ήταν όσο τυχερή έλεγε, τότε και εγώ ήμουν όσο άτυχος ένιωθα πως ήμουν όσο εκείνη ήταν κοντά μου.
Ήταν απλά ένας πειρασμός στον οποίο έπρεπε να αντισταθώ για το καλό μου. Αλλά ποτέ δεν φανταζόμουν πως δύο ζαφειρένια μάτια και σγουρά ξανθά μαλλιά, θα με έκαναν να χάσω το μυαλό μου.
Ήταν γελοίο, πριν μπει στην ζωή μου είχα τα πάντα σε τάξη. Τώρα το αυτοκίνητο μου μύριζε ακόμη το άρωμα της και όπου κοιτούσες έβρισκες μια ξανθιά μπούκλα. Τα αντικείμενα στο γραφείο μου ήταν πάντα στο ίδιο ακριβώς σημείο αλλά τώρα το πληκτρολόγιο μου ήταν πιο κοντά στον υπολογιστή μου τουλάχιστον πέντε εκατοστά σε σχέση με πριν, αλλά το χειρότερο δεν ήταν αυτό. Το χειρότερο ήταν πως δεν το τοποθέτησα ξανά πίσω στην θέση του, πως δεν κάλυψα την μυρωδιά του γιασεμιού στο αυτοκίνητο μου από ένα οποιοδήποτε άλλο άρωμα, ούτε το ότι δεν καθάρισα το αυτοκίνητο μου από τα μαλλιά της-το χειρότερο ήταν πως δεν με πείραζε να μείνουν όλα έτσι όπως μου τα έκανε, βασικά δεν ήθελα να αλλάξω τίποτα.
"Είναι εξαιρετικό το γεύμα κυρία Dalia, δεν είχα ιδέα πως είστε τόσο καλή μαγείρισσα." Η Lia έτρωγε την δεύτερη μερίδα της, λέγοντας μας για χιλιοστή φορά πόσο της αρέσει το γεύμα που μας έφτιαξε η μητέρα μου. Είχα βαρεθεί να την ακούω. Η γαριδομακαρονάδα της μητέρας μου ήταν όντως πεντανόστιμη όπως και όλα της τα πιάτα, αλλά αν το έλεγε μόνο μια φορά θα ήταν αρκετή, δεν χρειαζόταν να το πει τουλάχιστον πέντε φορές. Το καταλάβαμε από την πρώτη. "Αλήθεια, πως μάθατε να μαγειρεύεται τόσο καλά;" Αν δεν ήταν η Lia, το τραπέζι θα ήταν πολύ ήσυχο, σιωπηλό. Ο πατέρας μου πάντα ακόμη και την ώρα του φαγητού ήταν απορροφημένος με την επιχείρηση του, εγώ απλά δεν ήθελα ποτέ να κάνω συζητήσεις οι οποίες δεν ήταν απόλυτα απαραίτητες, και η μητέρα μου είχε συνηθίσει πλέον να τρώει μόνη της όλα αυτά τα χρόνια γι' αυτό δεν την ένοιαζε τόσο να μιλάει για να γεμίζει την σιωπή.
Τα περισσότερα χρόνια τρώγαμε μαζί στην τραπεζαρία αφού ο πατέρας μου πάντα έλειπε, αλλά μεγαλώνοντας είχα μάθει να λείπω και εγώ. Είχα το πανεπιστήμιο, τις προπονήσεις, την δουλειά και άλλες φορές έλειπα γιατί απλά είχα βαρεθεί να προσποιούμε πως ήμαστε μια δεμένη οικογένεια. Δεν ήμασταν ποτέ.
"Από όταν παντρεύτηκα μου άρεσε στον ελεύθερο μου χρόνο να πειραματίζομαι στην κουζίνα." Η μητέρα μου ήταν όμορφη-καφέ ίσια μαλλιά μέχρι τους ώμους και σκούρα καφέ μάτια με ένα ζεστό χαμόγελο-αλλά με τα χρόνια η μοναξιά άρχισε σιγά-σιγά να δείχνει στο πρόσωπο της. Δεν ήταν η κούραση της δουλειάς, ήταν η κούραση του να είναι μόνη. Ίσως ήταν και αυτός ένας από τους λόγους που έφυγα από το σπίτι μόλις έκλεισα τα δεκαοκτώ. Για να μην βλέπω πως ήταν η μητέρα μου εξαιτίας της αδιαφορίας του πατέρα μου. Αλλά έτσι την άφησα τελείως μόνη μέσα σε ένα ατελείωτο σπίτι που δεν ήταν ποτέ ζεστό γιατί πολύ απλά ήταν μόνο ένα κτήριο. Και αύριο να γκρεμιζόταν, να έπαιρνε φωτιά, δεν θα ένιωθα τίποτα γιατί δεν είχα καμία ανάμνηση από εκείνο το σπίτι που να άξιζε να την κρατήσω.
Γέλασα. Αληθινό δυνατό γέλιο. Όχι από χαρά, από ειρωνεία. Έξι μάτια γύρισαν πάνω μου, η Lia πιο σαστισμένη από όλους. Είμαι σίγουρος πως πίστευε ότι είμαι σαν ρομπότ, αγέλαστος και ακούνητος. Σίγουρα είχε βάλει και κάποιο στοίχημα με τον εαυτό της γι' αυτό. "Πες την αλήθεια μητέρα," ο πατέρας μου με κοιτούσε με περιέργεια. "είχες άπλετο ελεύθερο χρόνο τον οποίο όμως θα προτιμούσες να περνάς αλλού και όχι μέσα στην κουζίνα, μαγειρεύοντας για τον εαυτό σου ή και για μένα όσο ήμουν ακόμη σπίτι."
"Ethan." Ο τόνος της μητέρας μου ήταν σοβαρός, ήξερε τι θα έλεγα και δεν της άρεσε αλλά ήταν η αλήθεια. Είχα βαρεθεί να προσποιούμε πως όλα ήταν φυσιολογικά.
"Αν ο άντρας σου έμενε σπίτι του, με την οικογένεια του για να περνάει χρόνο μαζί μας και όχι μόνο για να κοιμάται και το επόμενο πρωί να φεύγει και να γυρνάει αργά το βράδυ, θα έκανες κι άλλα πράγματα στον ελεύθερο σου χρόνο." Η Lia δεν είχε ιδέα τι γινόταν, δεν ήξερε τίποτα από όλα αυτά. Ποτέ δεν μιλούσα σε τρίτους για τα θέματα της οικογένειας μου αλλά τώρα δεν με ένοιαζε.
"Αρκετά! Αν θέλεις να μου πεις κάτι Ethan, να μου το πεις όταν θα ήμαστε οι δύο μας." Ο τόνος της φωνής του πατέρα μου δεν ήταν έντονος αλλά ήταν σοβαρός. Δεν νομίζω να τον ένοιαζε που παραμελούσε την γυναίκα και τον γιό του, περισσότερο τον πείραζε που τα έλεγα μπροστά στην Lia.
"Ότι είχα να πω το είπα." Σηκώθηκα από την καρέκλα μου, όλα τα βλέμματα ήταν ακόμη πάνω μου σοκαρισμένα. Μάλλον τους χάλασα την γιορτινή ατμόσφαιρα, λες και κάναμε ποτέ Χριστούγεννα και οι τρεις μαζί σαν οικογένεια.
Σηκώθηκε η μητέρα μου από την καρέκλα της λίγα δευτερόλεπτα μετά.
"Έκανα και γλυκό, το αγαπημε-"
"Χόρτασα." Δεν γύρισα πίσω, πήγα απλά στο δωμάτιο μου. Ήθελα να ηρεμήσω αλλά εκείνος ο πειρασμός που λέγαμε πριν δεν θα με άφηνε σε ησυχία.
Στεκόταν έξω από την πόρτα, σαν να αμφιταλαντευόταν αν θα μπει μέσα ή όχι. "Τι ήταν όλο αυτό;"
"Η απόδειξη πως δεν ήμαστε η τέλεια οικογένεια που πιστεύουν πολλοί." Μπήκε διστακτικά μέσα και έκατσε στην άλλη άκρη του κρεβατιού.
"Δεν υπάρχουν τέλειες οικογένειες." Άφησε μια ανάσα κοιτώντας τον τοίχο μπροστά της. "Ξέρεις," γύρισε το κεφάλι της προς εμένα αλλά δεν συνάντησα τα μάτια της. "αν θες να μιλήσεις σε κάποιον, μπορώ να σε ακούσω. Όταν δεν μιλάω συνήθως δίνω σημασία σε αυτά που μου λένε."
Μου ξέφυγε ένα μικρό χαμόγελο και ήλπιζα να μην το είδε. Ένιωσα τα δάχτυλα της να ακουμπούν το πάνω μέρος της παλάμης μου που ήταν ακουμπημένο στο κρεβάτι.
Γύρισα προς το μέρος της, με κοιτούσε ήδη, πιο μαλακά από όλες τις άλλες φορές. "Αν θέλω να μιλήσω σε κάποιον, αυτός ο κάποιος δεν θα είσαι σίγουρα εσύ." Απομάκρυνα το χέρι μου από το δικό της. Δεν ήθελα την λύπηση της, ούτε κανενός άλλου και δεν με ενδιέφερε να το συζητήσω. Δεν είχα τίποτα να συζητήσω εξάλλου.
Σηκώθηκε απότομα από το κρεβάτι, φανερά ενοχλημένη. "Σε ποια πλευρά κοιμάσαι;"
Περίμενα να με βρίσει, να με προσβάλει, έστω να φωνάξει αλλά δεν έκανε τίποτα από αυτά. Αντίθετα, με ρώτησε το πιο άκυρο πράγμα που θα περίμενα να ακούσω αυτή την στιγμή. "Δεξιά."
"Και εγώ. Από σήμερα κοιμάσαι αριστερά." Μπήκε μέσα στο μπάνιο του δωματίου και έκλεισε την πόρτα πίσω της με δύναμη.
Κανονικά έπρεπε να χαίρομαι που την νεύριασα, αυτό ήθελα εξάλλου πάντα, αλλά τώρα; Τώρα ένιωθα κάτι άλλο. Κάτι που δεν μου άρεσε ποτέ να νιώθω.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro