Κεφάλαιο 13: Ethan
Ο πατέρας μου είχε δει τις φωτογραφίες από τον καυγά στην εκδήλωση της Publishing House από την πρώτη κιόλας μέρα που κυκλοφόρησαν.
Εννοείται πως με είχε πάρει αμέσως τηλέφωνο όσο η Cecilia κοιμόταν στο αυτοκίνητο μου. Ήθελε να μάθει λεπτομέρειες τις οποίες δεν του έδωσα με την ίδια δικαιολογία που χρησιμοποιούσα τις επόμενες τρεις μέρες—ότι είχα δουλειά.
Αφότου η Cecilia δέχτηκε την πρόταση μου του εξήγησα τι έγινε. Δήθεν ότι ήμαστε ζευγάρι εδώ και περίπου πέντε μήνες, πριν προσληφθεί στο Cafe η Cecilia. Δεν του φάνηκε περίεργο που δεν του είχα πει τίποτα τόσους μήνες γιατί ποτέ δεν συζητάω με την οικογένεια μου για την ερωτική μου ζωή.
Δικαιολόγησα το περιστατικό που είδε μεταξύ εμένα και της Cecilias την πρώτη της μέρα στη δουλειά ως μια πλάκα που μου έκανε. Ήξερε ο πατέρας μου πως δεν μου αρέσουν οι πλάκες γι' αυτό δεν του φάνηκε τόσο περίεργη η αντίδραση μου εκείνη την μέρα.
Δεν είπε κάτι για όσα είπα που να έδειχνε πως δεν με πιστεύει, όμως φαίνονταν οι αμφιβολίες στο πρόσωπο του. Του είπα πως βλέπω σοβαρά την σχέση μου μαζί της γι' αυτό αποφάσισα και να του μιλήσω γι' αυτήν. Μου ζήτησε να έρθει μαζί μου για δείπνο στο σπίτι των γονιών μου απόψε. Δεν ήθελα για κανέναν λόγο να την πάω σε οικογενειακό τραπέζι μαζί τους, ούτε να περάσω άλλο χρόνο μαζί της αλλά ήξερα πως ήταν αναπόφευκτο.
Μπορούσα να αντέξω μέχρι και εκείνην αν αυτό θα σήμαινε πως θα έπαιρνα επιτέλους την εκδίκηση μου.
Προχώρησα προς το μέρος της στο cafe. "Θα έρθεις μαζί μου για δείπνο απόψε με τους γονείς μου." Υψώθηκαν τα φρύδια της και η δυσαρέσκεια στο πρόσωπο της ήταν εμφανής. Δεν με ένοιαζε καθόλου.
Της είχα πει προηγουμένως όλα όσα είπα στον πατέρα μου για την δήθεν σχέση μας, και της έστειλα την λίστα με τα τελείως απαραίτητα που πρέπει να γνωρίζει για εμένα. Δεν ήταν πολλά. Περίμενα πως θα έκανε το ίδιο, αλλά δεν το έκανε.
"Βιάζεσαι ήδη να με γνωρίσεις στους γονείς σου;" Είπε ειρωνικά αλλά ήξερε πως δεν ήταν δικιά μου απόφαση, όπως επίσης ήξερε πως θα ακολουθήσει, αλλά της άρεσε να μου κάνει την ζωή λίγο πιο δύσκολη. Μόνο που δεν ήξερε πως έτσι έκανε και την δικιά της ακόμη δυσκολότερη.
Άρπαξα από τα χέρια της το φλιτζάνι που κρατούσε και το άφησα στον πάγκο πίσω μου. Με κοίταξε ενοχλημένα. "Όταν θα είσαι μπροστά τους, θα φροντίσεις να καταπιείς οποιεσδήποτε έξυπνες λέξεις προσπαθούν να βγουν από το στόμα σου." Δεν της άρεσε ο τόνος μου, αλλά αυτόν είχα και καλό θα ήταν να τον συνηθίσει.
"Μάλιστα αφεντικό." Είχε τόσο εύκολη την ειρωνεία.
"Θα είμαι έξω από το σπίτι σου στις οκτώ. Μην αργήσεις λεπτό." Δεν είπε κάτι, απλά με κοιτούσε να φεύγω αλλά μπορούσα να φανταστώ τι έλεγε από μέσα της.
___
Είχε πάει οκτώ και είκοσι και ακόμη περίμενα να κατέβει από το σπίτι της. Κάθε λεπτό που περνούσε όλο και μεγάλωνε η επιθυμία μου να ανέβω πάνω και να την φέρω κάτω με το ζόρι.
Άνοιξε η πόρτα του αυτοκινήτου, κατευθείαν το γιασεμί επισκίασε την ελάχιστη μυρωδιά του δέρματος των θέσεων του αυτοκινήτου που είχε απομείνει πριν μπει στο αυτοκίνητο μου την προηγούμενη φορά.
Της έριξα μια ματιά πριν αρχίσω να οδηγώ. Οι ξανθές της μπούκλες ήταν κάτω αγκαλιάζοντας την πλάτη της, τα χείλη της ροζ όπως και εκείνο το eyeliner που δεν παρέλειπε ούτε μια μέρα να βάζει. Φορούσε πάλι ένα φόρεμα ροζ που έφτανε λίγο πιο πάνω από τα γόνατα της. Πάνω ήταν στενό και λίγο κάτω από την μέση άνοιγε περισσότερο.
"Πυγμαχία." Η φωνή της έσπασε την σιωπή που επικρατούσε. "Από όλα πάνω στην λίστα σου, αυτό ήταν το μόνο που δεν περίμενα να διαβάσω." Η λίστα μου περιλάμβανε το όνομα της μητέρας μου—καθώς του πατέρα μου το γνώριζε ήδη και δεν είχα αδέρφια ή άλλους στενούς συγγενείς για να της αναφέρω—το πανεπιστήμιο και τον τίτλο σπουδών μου, μερικά φαγητά που σιχαίνομαι όπως την σοκολατόπιτα και γενικά οτιδήποτε περιλαμβάνει σοκολάτα και τα ενδιαφέροντα μου—την πυγμαχία.
"Μάλλον δεν είμαι τόσο προβλέψιμος τελικά." Είδα με την άκρια του ματιού μου να γυρίζει σε αγανάκτηση τα μάτια της. Λίγο μετά ένιωσα το βλέμμα της στο χέρι μου πάνω στο τιμόνι. Ασυναίσθητα έβαλα περισσότερη ένταση στο χέρι μου και σαν να το κατάλαβε, κοίταξε από την άλλη πλευρά, έξω από το παράθυρο της. Παρόλα αυτά εκτίμησα την προσπάθεια της να κάνει συζήτηση, ή απλά έπρεπε να φροντίσω πως τουλάχιστον για απόψε θα συμπεριφερόταν σωστά και έτσι συνέχισα να μιλώ. "Κάνω προπονήσεις κάθε μέρα από τα δέκα μου." Γύρισα το κεφάλι μου για να συναντήσω το βλέμμα της. "Εσύ, έχεις ενδιαφέροντα;" Αν μου έστελνε μια λίστα με όσα θα έπρεπε να ξέρω δεν θα χρειαζόταν να την ρωτήσω. Δεν με ένοιαζε να μάθω, αλλά καλό θα ήταν να ξέρω έστω και κάτι για την υποτιθέμενη κοπέλα μου.
"Όπως ξέρεις γράφω ένα βιβλίο. Ένα διήγημα." Ακόμη μου φαινόταν περίεργο πως από όλα που θα μπορούσε να διαλέξει, διάλεξε αυτό.
"Είναι το πρώτο σου;" Ήταν ερώτηση αλλά ήμουν σίγουρος για την απάντηση.
Δεν μίλησε, κούνησε το κεφάλι συμφωνώντας. Αν με ένοιαζε θα την ρωτούσα περισσότερα για το βιβλίο, αλλά δεν με ένοιαζε στο ελάχιστο. Ήμουν σίγουρος πως θα ήταν ένα ρομαντικό χαζό βιβλίο, με ένα και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα που δεν θα είχε καμία σχέση με την πραγματικότητα.
Δεν είμαι ρομαντικός, δεν υπήρξα ποτέ. Πιο παλιά είχα σκεφτεί αν υπήρχε κάτι λάθος μαζί μου και στα τριάντα μου δεν είχα ερωτευτεί ποτέ, αλλά τελικά καταλάβαινα πως το λάθος δεν ήταν δικό μου αλλά των γονιών μου. Αν ο γάμος τους δεν έμοιαζε πάντα με μια αγγαρεία, τότε η εικόνα που είχα για τον έρωτα, θα μπορούσε να είναι διαφορετική.
Μια ώρα μετά φτάσαμε στον προορισμό μας. Θα της άνοιγα την πόρτα αλλά με είχε προλάβει. Βάζω στοίχημα πως το έκανε επίτηδες για να μην το κάνω εγώ.
Σταθήκαμε έξω από την μεγάλη άσπρη πόρτα. Το σπίτι των γονιών μου ήταν πολύ μεγαλύτερο από ένα συνηθισμένο σπίτι. Η επιχείρηση του πατέρα μου δεν άργησε καθόλου να γίνει κερδοφόρα και έτσι είχαμε πάντα μεγάλη οικονομική άνεση. Όσο όμως και αν έλεγε πως δούλευε τόσο πολύ για να μην μας λείψει ποτέ τίποτα, ήξερα πως δούλευε τόσο πολύ κυρίως γιατί ήταν απλά αυτό που αγαπούσε. Αγαπούσε την δουλειά του περισσότερο από την ίδια του την οικογένεια. Αν μας ένοιωσε ποτέ δηλαδή οικογένεια. Έπαψα όμως να νοιάζομαι για αυτό πολλά χρόνια πριν.
Δεν ήθελε να το δείξει αλλά ήξερα πως ήταν λίγο αγχωμένη. Αν έλεγα πως δεν μου άρεσε που αναγκαζόταν να βρίσκεται εδώ, θα ήταν ψέμα.
"Cecilia θε—"
"Με λένε Lia." Ο τρόπος της ήταν απότομος. Ακόμη δεν είχαμε μπει μέσα και είχαμε αρχίσει να εκνευρίζουμε ο ένας τον άλλον. Ήξερα πως δεν ήθελε να την αποκαλώ με ολόκληρο το όνομα της, αλλά αυτός ήταν και ο λόγος που το έκανα εξαρχής και δεν θα σταματούσα τώρα.
Κτύπησα το κουδούνι, λίγο πριν ανοίξει η πόρτα, ένιωσα τον ώμο της να ακουμπάει ελάχιστα τον δικό μου και σαν να το κατάλαβε, απομακρύνθηκε. Έπιασα το χέρι της και το τράβηξε μακριά αλλά όταν την κοίταξα, λίγα δευτερόλεπτα μετά κούνησε το χέρι της ελάχιστα προς το δικό μου, αυτό ήταν το σημάδι μου να πιάσω το χέρι της. Κοιτούσαμε και οι δύο μπροστά, περιμένοντας την πόρτα να ανοίξει, όσο η Cecilia έσφιγγε το χέρι μου και δεν ήταν από το άγχος.
Δεν είχαμε αρχίσει καλά.
Λίγα δευτερόλεπτα μετά οι γονείς μου στέκονταν με χαμόγελο πίσω από την πόρτα. Έκανα το πρώτο βήμα, τραβώντας περισσότερο το χέρι της Cecilia's όταν κατάλαβα πως προσπαθούσε να κάνει το αντίθετο. Τελικά ακολούθησε με ένα ψεύτικο χαμόγελο που όμως έμοιαζε αρκετά αληθινό.
"Ethan," η μητέρα μου κοίταξε την Cecilia χαμογελώντας. "δεν περίμενα ποτέ πως θα ήσουν με μια τόσο όμορφη κοπέλα. Ονομάζομαι Dalia." Ένιωσα το χέρι της ξανά να σφίγγει το δικό μου λίγο πριν το αφήσει για να δεχτεί την αγκαλιά της μητέρας μου.
"Lia Armani. Ο γιός σας που είχε πει πως έχει μια τόσο κομψή μητέρα αλλά οι περιγραφές του δεν μπόρεσαν να περιγράψουν το πόσο κομψή είστε πραγματικά." Αν και έμοιαζε πειστική η χαρά της, δεν παρέλειψε να βάλει λόγια στο στόμα μου, τα οποία δεν θα έλεγα πως με κολάκευαν ιδιαίτερα.
"Αχ," ακούστηκε με παράπονο από το στόμα της μητέρας μου. "Δυστυχώς ο Ethan δεν ήταν ποτέ ιδιαίτερα δημιουργικός." Συμφώνησε η μαμά μου στρώνοντας με τα χέρια της το μπλε της φόρεμα που έφτανε μέχρι τους αστραγάλους
"Κύριε Elliot." Προς έκπληξη μου, ο πατέρας μου έδωσε μια σύντομη αγκαλιά στη Cecilia.
Λίγα λεπτά μετά καθίσαμε στο τραπέζι για το δείπνο. Ο πατέρας μου όπως πάντα στην κεφαλή του τραπεζιού—αφού του άρεσε τόσο να νιώθει πως έχει την δύναμη στην οικογένεια αλλά και γενικότερα—και η μητέρα μου απέναντι από εμένα και τη Cecilia που καθόμασταν δίπλα-δίπλα.
Η συζήτηση προς έκπληξη μου κυλούσε ευκολά και η μαμά μου είχε σίγουρα λατρέψει την Cecilia. Μακάρι να μπορούσα να πω το ίδιο και για μένα, αλλά τα συναισθήματα μου για αυτήν απείχαν πάρα πολύ από την συμπάθεια πόσο μάλλον από την λατρεία.
"Λοιπόν, πως γνωριστήκατε;" Ρώτησε με ενθουσιασμό η μητέρα μου. Η Cecilia με κοίταξε δήθεν με χαμόγελο.
"Έβρεχε, έβρεχε αφάνταστα πολύ και δεν είχα ομπρέλα. Είχα γίνει μούσκεμα και δεν είχα αυτοκίνητο." Η μητέρα μου ήταν προσηλωμένη στην ιστορία της Cecilia's σε αντίθεση με τον πατέρα μου που έστελνε μηνύματα στο κινητό του τα οποία ήμουν σίγουρος πως αφορούσαν την δουλειά του. Όπως πάντα εξάλλου.
"Ξαφνικά εμφανίστηκε ο Ethan μπροστά μου και με πλησίασε με την ομπρέλα του. Εκεί μέσα στην βροχή αρχίσαμε να μιλάμε καθώς με έπαιρνε με τα πόδια στο σπίτι μου." Έπρεπε να μην γυρίσω τα μάτια μου από δυσφορία αλλά ήταν τόσο δύσκολο να αντισταθώ στον πειρασμό.
"Χωρίς να το περιμένω με φίλησε...και τα υπόλοιπα είναι ιστορία." Η μητέρα μου έμοιαζε σχεδόν σαν να είχε συγκινηθεί. "Αλλά για να πω την αλήθεια τον άφησα να με φιλήσει κυρίως γιατί το σπίτι μου ήταν ακόμη δέκα λεπτά δρόμος και αν τον απέριττα, πιθανώς να έπρεπε να περπατήσω στην βροχή χωρίς ομπρέλα." Η μαμά μου είχε ξεκαρδιστεί στα γέλια, όπως και η Cecilia η οποία με κοίταξε χαμογελώντας, ξέροντας πως ήθελα να την σκοτώσω.
Η μαμά μου άρχισε να συζητά με τον πατέρα μου ο οποίος της έδινε ελάχιστη σημασία αφού ακόμη ήταν απασχολημένος με το τηλέφωνο του.
Έφερα τα χείλη μου κοντά στο αυτί της Cecilia's ψιθυρίζοντας. "Αν νομίζεις πως είσαι έξυπνη, προτείνω να κρατήσεις το στόμα σου κλειστό πριν αναγκαστώ να το κάνω εγώ." Με ένα χαμόγελο ικανοποίησης όταν είδα το βλέμμα της που ήταν ξεκάθαρα ενοχλημένο, συνέχισα να απολαμβάνω το κοτόπουλο με τις πατάτες και τα βραστά λαχανικά μου, μέχρι που ένιωσα το πόδι της να πατά το δικό μου κάτω από το τραπέζι.
Δεν θα τα πηγαίναμε καλά. Καθόλου καλά.
Είχαν περάσει σχεδόν δύο ώρες. Αφότου φάγαμε και το επιδόρπιο, καθίσαμε στο σαλόνι συζητώντας διάφορα. Η Cecilia είχε πει πως θα χρησιμοποιούσε το μπάνιο αλλά έλειπε εδώ και είκοσι λεπτά—δεκαεννιά λεπτά και εξήντα οκτώ δευτερόλεπτα για την ακρίβεια.
Πήγα να την βρω, όχι γιατί ανησύχησα μην έπαθε τίποτα, αλλά γιατί ήξερα πως θα την έβρισκα οπουδήποτε αλλού εκτός από την τουαλέτα.
Δυστυχώς για αυτήν, τα μαλλιά της ήταν τόσα πολλά που δεν κρύβονταν εύκολα πουθενά. Στεκόταν στο δωμάτιο της βιβλιοθήκης, μπροστά από μερικά ράφια στα οποία ήξερα πως ήταν τα μυθιστορήματα. "Εκτός από μεγάλη φαντασία, η οποία χρειάζεται εντωμεταξύ βελτίωση, σου αρέσει και να ψαχουλεύεις τα σπίτια των άλλων." Το βιβλίο σχεδόν πετάχτηκε από το χέρι της αφού δεν περίμενε να με δει εδώ. Έπεσε το βλέμμα μου στα μισάνοιχτα της χείλη για ελάχιστα δευτερόλεπτα πριν επιστρέψει ξανά στα μάτια της.
"Παραδέξου το πως σου άρεσε η ιστορία μου. Ειδικά το σημείο στο οποίο προτιμώ την ομπρέλα σου παρά εσένα." Γελούσαν και τα μάτια της, τόσο πολύ το διασκέδαζε. Εγώ από την άλλη καθόλου.
Πήγα κοντά της, τόσο ξαφνικά που δεν το περίμενε. Το βιβλίο κόντεψε να πέσει ξανά από τα χέρια της όταν το έσπρωξα με την κοιλία μου καθώς μίκραινα την απόσταση μεταξύ μας, έχοντας το βιβλίο ανάμεσα μας. "Κανόνας νούμερο 2: Πρέπει να έχουμε απόσταση μεγαλύτερη των δέκα εκατοστών."
Δεν είχα ξεχάσει τους ηλίθιους κανόνες της, δυστυχώς ήταν τόσο κακογραμμένοι που όταν τους θυμόμουν μου φαίνονταν όλο και πιο ηλίθιοι. Δεν είχαν ούτε την ίδια πρώτη λέξη, ούτε την ίδια σύνταξη και γενικώς, από όποια πλευρά και αν το έβλεπες, ήταν λάθος γραμμένοι.
Δεν έσπασα τον δεύτερο κανόνα, το βιβλίο ήταν σίγουρα μεγαλύτερο από δέκα εκατοστά.
Ακόμη και με το βιβλίο ανάμεσα μας, ήμουν πολύ κοντά της. Το άρωμα της μου έσπαγε τα νεύρα, δεν μου άρεσε το γιασεμί, ούτε το ροζ που φορούσε συχνά, ούτε τα μακριά της μαλλιά που έπεφταν διαρκώς μπροστά στο πρόσωπο της. Ασυναίσθητα κούνησα με το δάχτυλο μου μια από τις μπούκλες της, βάζοντας την πίσω από το αυτί της.
Τα ζαφειρένια της μάτια ακολούθησαν το δάκτυλο μου. "Κανόνας νούμερο 1: Δεν μπορείς να με ακουμπήσεις πουθενά εκτός από το χέρι και τη μέση." Ήθελα να γελάσω που είχε αποστηθίσει τους κανόνες κατά γράμμα, αλλά για μια στιγμή είχα παγιδευτεί στο βλέμμα της το οποίο ήταν καρφωμένο στο δικό μου.
Θέλοντας να την εκνευρίσω περισσότερο, έφερα την παλάμη μου κοντά στον λαιμό της. Αλλά μόλις το χέρι μου ακούμπησε το μαλακό δέρμα του λαιμού της, το μετάνιωσα κατευθείαν. Όμως δεν το έφυγα. Η παλάμη μου κάλυπτε όλο της τον λαιμό και αυτή την φορά δεν κοιτούσε το χέρι μου όπως πριν αλλά τα μάτια μου όπως και εγώ.
Ξαφνικά είχα ξεχάσει τι ήρθα εδώ να της πω. Είχα ξεχάσει να της πω να επιστρέψει πίσω στο σαλόνι με τους υπόλοιπους.
Ένιωσα την παλάμη μου να πηγαίνει όλο και πιο πίσω στο λαιμό της. Η παλάμη μου βρισκόταν στο πλάι του λαιμού της, όσο ο αντίχειρας μου ακουμπούσε το πηγούνι της. Αν κουνούσα τον αντίχειρα μου λίγο πιο πάνω, μόνο μερικά χιλιοστά, θα ήξερα αν τα χείλη της είναι το ίδιο απαλά όπως το δέρμα της. Αλλά δεν το έκανα. Κατέβασα το χέρι μου, ξαφνικά ήταν πιο κρύο από πριν.
Της έριξα ένα τελευταίο βλέμμα, δεν έδειχνε μπερδεμένη από αυτό που μόλις έγινε. Δεν έγινε και κάτι εξάλλου. Το έκανα επίτηδες απλά γιατί ο λαιμός δεν ήταν μέσα στα σημεία που έλεγε ο χαζός κανόνας της πως μπορώ να ακουμπήσω. "Έλα πίσω στο σαλόνι."
Δεν περίμενα πως θα μιλήσει αλλά το έκανε. "Έσπασες τον κανόνα." Είπε χωρίς ανάσα.
Σταμάτησα να περπατώ αλλά δεν γύρισα πίσω. Ένα μικρό χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπο μου και συνέχισα να περπατώ μέχρι που σταμάτησα ξανά.
Γύρισα πίσω πηγαίνοντας προς το μέρος της, όχι πολύ κοντά της αλλά αρκετά ώστε να με ακούσει χωρίς να χρειάζεται να φωνάξω. "Πως λένε την κακοτυχία στα ιταλικά;" Δεν μου είχε πριν πως είναι Ιταλίδα αλλά μια ματιά στο βιογραφικό της την πρώτη μέρα στην δουλειά, ήταν αρκετό για να το μάθω. Αν και δεν ήταν δύσκολο να το καταλάβεις αν ήξερες το όνομα και το επίθετο της.
Σούφρωσε ελαφρώς τα φρύδια αλλά απάντησε. "Sfortuna." Ήξερα πως ήθελε να ρωτήσει γιατί την ρώτησα, αλλά ήξερε πως δεν θα της απαντούσα ούτως ή άλλως.
Ένα ακόμη μικρό χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη μου και άρχισα να επιστρέφω ξανά στο σαλόνι. Λίγο μετά άκουσα και τα δικά της βήματα.
Sfortuna...
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro