Το Ημερολόγιο της Joséphine (2)
Απόσπασμα από το βράδυ που ο Mateo έσπασε τα δάχτυλά του, σύμφωνα με το Άσπρο Ημερολόγιο:
Θα μιλήσω σαν να μην το έζησα. Ίσως έτσι θα μπορέσω να αναπνεύσω καλύτερα όσο γράφω.
Θα γράψω όπως θα έγραφα για ένα ζευγάρι ξένων, άμα τολμούσα να γράψω για κάτι πέρα από εμένα.
Τα φώτα είχαν κλείσει νωρίς εκείνο το βράδυ. Έβρεχε ασταμάτητα από το πρωί και ο ουρανός ούρλιαζε κάθε σημάδι του σε όποιον ήθελε να ακούσει. Και υπήρχαν πολλοί που στην σιωπή είχαν παραδοθεί, όπως απαιτούσε η στιγμή.
Όταν το ρολόι χτύπησε δώδεκα, και εκείνος ο ήχος σαν καμπάνα σφύριξε από την μεριά τής θάλασσας, δύο ζευγάρια πόδια άγγιξαν το πάτωμα. Οι πατούσες ήταν ζεστές και εχθρικές σχεδόν μπροστά στον πάγο που στόλιζε τα πατώματα τού κάστρου. Τα ξένα αφτιά έκαναν τα κουφά και το σιγανό ψιθύρισμα των ποδιών που έτρεχαν παρέμεινε αχνά ένα μυστικό.
Στο σκοτάδι, δύο ανάσες, σε μία μακρινή αίθουσα τού κάστρου ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα που τους ένωνε. Η μία ανάγκη που υπήρχε ήταν αυτή της επαφής.
Και η ανάσα που έπεσε στις πλάτες της άλλης, σώπασε πλάι σε εκείνη που έχανε το κουράγιο της. Το ένα σώμα γερμένο στο άλλο ήταν μια στιγμή που χανόταν εξαιτίας μιας συναίσθησης. Από τα παράθυρα δίχως κουρτίνες, το φεγγάρι μπορούσε να δει την αλήθεια πεντακάθαρα. Το μόνο φως που χρειαζόταν ήταν στην πραγματικότητα αυτή η λάμψη, που άφηνε η ματιά δυο που άφηναν την ψυχή τους στο στήθος τού άλλου.
Ο Mateo βρισκόταν στον πάτωμα, τα χέρια του γεμάτα επιδέσμους. Φαινόταν παγωμένος, η προσοχή του καρφωμένη στο δάχτυλά του. Οι κινήσεις που έκανε ήταν αργές και μονάχα η θλίψη κρυβόταν σε κάθε αργόσυρτη απόπειρα που ζωγράφιζε το δωμάτιο με περισσότερο φως από όσο άξιζε. Ίσως γιατί το συναίσθημα φαινόταν περισσότερο από το κρύο τίποτα.
Η Joséphine τον κρατούσε, η πλάτη του στο στήθος της, τα χέρια της πίεζαν τους ώμους του και η φωνή της μιλούσε για το τέλος του κόσμου του.
Κανένας δεν το ήξερε αλλά εκείνη η στιγμή ήταν η χειρότερη τής ζωής του. Η αποδοχή τής καταστροφής ήταν σχεδόν ισότιμη αν όχι χειρότερη με την ίδια την στιγμή που έχασε τα πάντα.
«Τελείωσαν όλα.»
«Πάρε μια ανάσα Mateo, μια ανάσα μονάχα αγάπη μου.» του ζητούσε ευγενικά.
Η ανάσα που ήλπιζε ήταν ανέφικτη. Δεν την ήθελε. Η καλύτερη ιδέα στο κεφάλι του ήταν να βυθιστεί σε αυτήν.
«Τελείωσαν όλα. Τελείωσαν όλα. Τελείωσαν όλα. Τελείωσαν όλα. Τελείωσαν όλα Joséphine!»
Και μια σιωπηλή κραυγή βοήθειας αργότερα, τίποτα δεν ήταν αρκετό. Απλά ο πανικός ήταν η φυσική αντίδραση σε όσα γίνονταν.
Στο μυαλό της Joséphine οι χορδές της ήταν βαμμένοι κόκκινες, το χρώμα που είχε τώρα ο φόβος της κρατώντας τον Mateo όσο πάθαινε την κρίση πανικού του.
Την ίδια στιγμή την είχαν ξαναζήσει αρκετές φορές. Πίσω από κουρτίνες πριν από παραστάσεις, στα παρασκήνια, σε τουαλέτες, στις αίθουσες τού κάστρου, στο κρεβάτι. Κάθε φορά ένας από τους δύο καθοδηγεί τον άλλον πίσω. Το χαμένο παζλ μιας δυάδας ήταν αυτός που πνιγόταν και χρειαζόταν το άλλο μισό για να γυρίσει πίσω.
Τούτη την στιγμή ο Mateo δεν μπορεί να αναπνεύσει και το κάψιμο στον λαιμό του ίσως να τον τρομάζει περισσότερο από τον πόνο στα δάχτυλά του.
«Μην μου κλαις άλλο, θα τα φτιάξουμε όλα.» Ένας ήχος βγαίνει από τον λαιμό της αλλά συνεχίζει αμέσως. "Mateo βρες μου πέντε πράγματα που μπορείς να δεις."
«Joséphine-»
Του σφίγγει τα χέρια τώρα, τα χέρια της μακριά από τους λεπτούς ώμους του.
«Δες το φεγγάρι που στο δείχνω. Ακολούθησε το χέρι μου Mateo, έλα.»
Για λίγο σκέφτεται πως ο Mateo δεν την άκουσε γιατί βήχει, και ρουφάει αέρα και ρουφάει και δεν είναι ποτέ αρκετός. «Το φεγγάρι Mateo!»
Το βλέπει γιατί τα μάτια του ξαφνικά λάμπουν με κάτι άλλο πέρα από την θλίψη. Η κίνηση τον ξυπνάει και αρχίζει να φτύνει λέξεις.
Φεγγάρι.
Παράθυρο.
Πόρτα.
Αστέρια.
Joséphine
«Τέσσερα πράγματα που μπορείς να αγγίξεις.»
Το πάτωμα.
Τα ρούχα του.
Τα μαλλιά της.
Τα χέρια της.
«Τρία που μπορείς να ακούσεις.»
Την θάλασσα.
Τα σκυλιά.
Την ανάσα της.
«Δύο πράγματα που μπορείς να μυρίσεις.»
Την φρέσκια μπογιά στο δωμάτιο.
Την αλμύρα.
«Ενα πράγμα που μπορείς να γευτείς.»
Τα δάκρυα του.
Και η κρίση για λίγο μονάχα σώπασε. Το καυτό ποτάμι δεν σταμάτησε να σημαδεύει τα μάγουλά του μα η ανάσα του έμοιαζε με κουδούνισμα και η Joséphine μπορούσε μονάχα να τον αγκαλιάσει ανακουφισμένη. Καλύτερα αυτό το κλάμα του πάρα ο πόνος που ένιωθαν νωρίτερα.
«Πόσο πονάς αγάπη;» Του ψιθυρίζει μετά από λίγο και εκείνος κάνει πως δεν την ακούει.
Για τον Mateo η άρνηση ήταν η μόνη ασπίδα που είχε. Και η άρνηση ήταν αυτή που τον πονούσε περισσότερο.
Εκείνο το απόγευμα οι δυο τους, όπως και κάθε κάτοικος τής Ακαδημίας τού κάστρου, είχαν έρθει από τα σπίτια των γονιών τους για ένα μικρό διάλειμμα πριν από τις επικείμενες παραστάσεις που θα έπαιρναν μέρος μέσα στα Χριστούγεννα.
Αυτός είχε επιστρέψει με την καρδιά του συντρίμμια, το κεφάλι του μια τρικυμία και με 6 σπασμένα δάχτυλα.
Και τώρα έτρεμε δίπλα στην Joséphine λες και η τριβή θα έδινε ζωή σε καθετί νόμιζε νεκρό.
Η καριέρα του φαινόταν νεκρή αυτήν την στιγμή. Και μονάχα η σκέψη έκανε περισσότερη ζημιά από την φυσική αδυναμία του.
Ο πανικός φαίνεται να έχει την δικιά του μυρωδιά και τούτοι οι δύο την φορούσαν σαν άρωμα τυλιγμένο στο δέρμα τους με κάτι πιο τσουχτερό, κάτι που έλαμπε μπλε και ταίριαζε με την λύπη και την βροχή και το φεγγάρι περισσότερο από ότι την θάλασσα και τη κλάση της.
Έξω φυσούσε, έβρεχε και όσοι άκουγαν έξω έτρεμαν. Το χωριό ήταν άδειο πέρα από την γωνία τού Mateo και τής Joséphine. Και τίποτα στον τρόπο που έτρεμαν δεν έλεγε πως όλα θα πήγαιναν καλά.
Για ποιο μέλλον να ελπίσω εγώ μετά;
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro