Κεφάλαιο 8: Πατέρας και κόρη
Ένας χρόνος μετά στο αρχοντικό στην Πάτρα
"Στην υγειά σου πατέρα, πολύχρονος!"
"Στην υγειά σας παιδιά μου, ευχαριστώ πολύ!"
Τα ποτήρια όλων των παρισταμένων σηκώθηκαν συμβολικά στον αέρα και έσμιξαν μεταξύ τους σε μια πρόποση φορτωμένη με χαρά και λαμπερά χαμόγελα.
Οι ευχές όλων συνόδευσαν τον Ευάγγελο, που γηραιός αλλά και επιβλητικός γιόρταζε σήμερα τα 82 του χρόνια. Ήταν όλοι εκεί, κοντά του, να μοιραστούν τη χαρά και την ζεστασιά της παρουσίας του.
Η Θάλεια η μονάκριβη κόρη του, ο Νίκος, ο άντρας της και γαμπρός του. Τα δύο τους παιδιά, η Ελεονώρα, ολάκερη γυναικάρα πια και ο νεαρότερος Βαγγέλης. Και κάποιοι ακόμα στενοί φίλοι της οικογένειας.
Ήταν Ιούλης και η βραδιά ήταν πολύ ζεστή. Στην καρδιά του καλοκαιριού.
"Πατέρα να σβήσεις τα κεράκια στην τούρτα", ακούστηκε πιο πέρα η Θάλεια.
"Έλα ας σοβαρευτούμε!", απάντησε εκείνος με ένα συγκρατημένο πειραχτικό χαμόγελο στα χείλη και συνέχισε: "Θα με βάλετε τώρα να σβήνω και κεριά, έλα φέρε μου να την κόψω άντε για να μην σας χαλάσω το χατήρι".
Ήταν τόσο όμορφη αυτή η γιορτή. Με πρόσωπα φωτεινά, χαμόγελα πολλά, πειράγματα, γλυκό αλλά και καλό κρασί.
"Τελικά το σπίτι το ανέστησες Βαγγέλη!", ακούστηκε η φωνή του Ηλία, ενός παλιού φίλου του.
"Ήταν κάτι που με βάραινε καιρό Ηλία μου", ξέρεις τι είναι το σπίτι αυτό για μένα, απάντησε με ένα πρόσωπο γεμάτο φως.
Η Θάλεια από δίπλα τους στάθηκε στην τελευταία κουβέντα του πατέρα της. Δεν μίλησε. Στη σκέψη της επανήλθαν τα γεγονότα εκείνης της νύχτας. Τότε που το γραφείο του πατέρα της άνοιξε τα δικά του μυστικά.
"Εδώ μέσα Ηλία, αναστήθηκε η συγχωρεμένη η μάνα μου η Ευθαλία αλλά και εγώ. Δεν θα μπορούσα να το αφήσω έτσι να μαραζώσει. Τώρα ξέρω ότι είναι σε καλά χέρια", είπε και έριξε μια ματιά στην κόρη του. Εκείνη πλησίασε, την αγκάλιασε τρυφερά μαζί με τον άντρα της από την άλλη μεριά. Όλη η παρέα μοιραζόταν ζεστές στιγμές.
Το φεγγάρι έλαμπε ψηλά στον ξάστερο νυχτερινό ουρανό. Η Ατμόσφαιρα στον κήπο στη μεγάλη βεράντα ήταν πολύ ζεστή και υγρή. Από τα δέντρα του κήπου ερχόταν το τραγούδι από κάποια ανήσυχα τριζόνια.
"Τούτο το σπίτι κρύβει μεγάλη αγάπη!" συνέχισε αγέρωχος ο γηραιός Βαγγέλης,
"Ε κόρη μου;" γύρισε προς το μέρος της Θάλειας απέναντί του. Τα μάτια της έπαιξαν κάποια στιγμή, χαμογέλασε και απάντησε:
"Κρύβει τη δημιουργία των ανθρώπων του Πατέρα".
"Λοιπόν όχι που να το παινευτώ Νίκο μου για τη κόρη μου αλλά η γυναίκα σου πήρε το οργανωτικό μου κομμάτι"
Ο γαμπρός του γέλασε δίπλα του.
"Α όλα κι όλα. Δεν έχω λόγο να το αρνηθώ. Σε αυτά είναι εξαίρετη, προσωπικά της έχω αναθέσει τα πάντα" αποκρίθηκε στον πεθερό του με ένα αβίαστο πλούσιο γέλιο στο πρόσωπό του.
"Και χαμένος δεν βγήκες", προσέθεσε εκείνη πειράζοντάς τον.
Η βραδιά συνεχίστηκε μέσα σε αυτήν την όμορφη και χαλαρή διάθεση. Κρασί, όμορφη διακριτική μουσική, κουβεντούλα, αναμνήσεις των φίλων.
Κάποια στιγμή οι άλλοι είχαν απορροφηθεί σε μια κουβέντα για τα τοπικά δρώμενα στην Πάτρα. Η Θάλεια ήρθε και έκατσε στον καναπέ δίπλα στον πατέρα της. Εκείνος την κοίταξε με ένα χαμόγελο στο πρόσωπό του.
"Πως το βλέπεις;"
"Ποιο πατέρα;"
"Το σπίτι κόρη μου"
"Πήρε ζωή! Είναι τόσο όμορφο. Τελικά ήταν πολύ καλή η ιδέα σου να το φτιάξεις, άξιζε κάθε κόπο"
Την κοίταξε ίσια στα μάτια.
"Έβαλες την προσωπική σου σφραγίδα Θάλεια μου"
"Εγώ;"
"Ναι, εσύ! Μπορεί τεχνικά το σπίτι να το μάζεψαν οι επισκευές αλλά το δικό σου χέρι είναι αυτό που έβαλε την τελευταία πινελιά"
"Για τι πράγμα μιλάς;"
"Μιλάω για την τακτοποίηση και τη διακόσμηση παιδί μου. Όλα έχουν την υπογραφή σου. Οι χώροι, ακόμα και αυτό το γραφείο μου, που ήταν στα χάλια του. Άσε τα χαρτιά του"
"Εντάξει με βοήθησαν δεν τα έκανα όλα μόνη μου..."
"Ακόμα και τα συρτάρια του νοικοκυρεμένα", της είπε με καλή διάθεση.
Η Θάλεια ένιωσε κάτι στο βάθος του μυαλού της να χτυπάει ένα ανεπαίσθητο καμπανάκι. Δεν ήξερε ακριβώς το λόγο.
"Τώρα όλα είναι όμορφα όπως τα θέλεις", του απάντησε χτυπώντας τον στον ώμο πειραχτικά.
"Ε εσείς εκεί πέρα πατέρας και κόρη, αφήστε τις τρυφεράδες και ελάτε στη βεράντα έξω", ακούστηκε η φωνή του γαμπρού του από το βάθος.
"Καλά λέει πατέρα σήκω πάμε"
Τον τράβηξε ελαφρά απ το μανίκι. Ο Ευάγγελος σηκώθηκε. Τράβηξε στη βεράντα. Πίσω του η Θάλεια τον ακολούθησε διακριτικά. Λίγα μέτρα πίσω του έριξε μια ματιά προς την πόρτα του γραφείου, όπου έστεκε στο βάθος επιβλητική και κλειστή. Λες και κάποια δύναμη την ώθησε να το κάνει.
Η Νύχτα είχε προχωρήσει αρκετά. Η παρέα είχε πλέον μεταφερθεί εδώ και ώρα στη βεράντα. Η ζέστη ήταν εμφανής. Ένα αίσθημα γαλήνης και γλυκιάς κούρασης είχε περάσει σε όλους.
"Λοιπόν λέω να το διαλύσουμε!", ακούστηκε η φωνή του Ηλία του φίλου τους. Συμφώνησαν και οι άλλοι. Σιγά-σιγά οι καλεσμένοι έφυγαν. Στο σπίτι έμειναν ο Ευάγγελος, η Θάλεια και ο άντρας της ο Νίκος. Τα παιδιά είχαν φύγει έτσι κι αλλιώς νωρίτερα.
"Θάλεια, εγώ αποσύρομαι, δεν αντέχω άλλο. Αύριο έχω πρωινό ξύπνημα και δεν θα σηκώνομαι. Τι θα κάνετε;" ρώτησε ο Νίκος.
Η Θάλεια κοίταξε τον πατέρα της.
"Τι θα κάνεις πατέρα;"
"Πήγαινε Νίκο παιδί μου, εγώ λέω να μείνω λίγο ακόμα. Είναι τόσο όμορφη η βραδιά που λυπάμαι να την αποχωριστώ"
"Αεικίνητος πάντα. Θα κάτσω λίγο να σου κάνω παρέα", αποκρίθηκε η κόρη του.
"Εμένα θα μου επιτρέψετε, καλή σας νύχτα. Θα τα πούμε αύριο", είπε ο Νίκος και έφυγε διακριτικά ανεβαίνοντας τις σκάλες για τις κρεβατοκάμαρες στο πάνω πάτωμα.
Έμειναν δυό τους στη βεράντα. Η ηρεμία της νύχτας ήταν ονειρική. Η μυρωδιά των δέντρων και των λουλουδιών του κήπου έπεφτε αρωματικό υφάδι παντού. Το φεγγαρόφωτο έστελνε το δικό του φωτοπόταμο με ασημένιες ανταύγειες στα πόδια τους.
Εκείνος πήρε το ποτήρι του στα χέρια του, στράφηκε στην κόρη του.
"Θα μου βάλεις ακόμα ένα ποτηράκι;"
"Πατέρα όχι! Το παράκανες απόψε!"
Την κοίταξε ήρεμα
"Λίγο μόνο. Το τελευταίο. Έτσι να το πιούμε παρέα εδώ, όπως κάποτε σαν ήσουνα νέα. Τότε που μας έλεγες για τα πρώτα σου όνειρα στη ζωή σου..."
"Νοσταλγικό σε βλέπω απόψε", του είπε εκείνη, "Θα στο κάνω το χατήρι αλλά μισό ποτηράκι. Σηκώθηκε, πήρε το μπουκάλι με το κόκκινο κρασί, γέμισε τα ποτήρια τους μέχρι τη μέση. Εκείνος το πήρε.
"Στην υγειά σου παιδί μου!", της είπε ήρεμα. Άπλωσε νωχελικά το κορμί του στη μεγάλη ξύλινη πολυθρόνα του κήπου.
"Σε βλέπω λίγο νοσταλγικό απόψε, ή είναι ιδέα μου;" τον ρώτησε.
"Όχι δεν είναι ιδέα σου", απάντησε ήρεμα.
"Συμβαίνει κάτι;", τον ρώτησε με αγωνία.
"Απόψε το σπίτι αυτό επανήλθε στην κανονική ζωή. Θέλω να πω βγήκε από το παρελθόν. Ζωντάνεψε ξανά"
"Μα νομίζω ήταν κάτι που αποζητούσες, έτσι δεν είναι;"
"Ναι! Το ήθελα. Για μένα ειδικά είναι πολύ σημαντικό. Σε ευχαριστώ που το φρόντισες Θάλεια"
"Έλα πατέρα! Δεν έκανα κάτι, έτοιμα τα βρήκα όλα", του απάντησε.
"Έκανα πολύ καλά που σε έστειλα τότε να το αναλάβεις", της είπε και την κοίταξε στα μάτια.
Η Θάλεια ένιωσε σαν ο πατέρας της να προσπαθούσε να της πει κάτι και έψαχνε τον τρόπο με αγωνία.
"Δεν έκανα τίποτα παραπάνω παρά να τακτοποιήσω το γραφείο και τα πράγματα στο εσωτερικό".
Ακολούθησε ένα μικρό διάστημα απόλυτης σιωπής. Σαν να κρατούσαν και οι δύο τις ανάσες τους.
Ο Πατέρας της ήπιε μια γουλιά κρασί. Άπλωσε το βλέμμα του ψηλά στον ουρανό, στο φεγγάρι που έλαμπε. Ξαφνικά είπε:
"Το βρήκες λοιπόν Θάλεια!"
Ο Απόλυτος αιφνιδιασμός!
"Τι να βρω;" τον ρώτησε.
"Το ημερολόγιο της μητέρας μου παιδί μου. Της γιαγιάς σου της Ευθαλίας! Στο κρυφό συρτάρι του γραφείου..."
(Συνεχίζεται...)
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro