Κεφάλαιο 7: Θρόισμα
Η Θάλεια έκλεισε ευλαβικά το ημερολόγιο της γιαγιάς της. Αυτά που είχε διαβάσει, είχε ζήσει, είχε νιώσει, της έδιναν την αίσθηση πως είχαν περάσει πάρα πολλά χρόνια από πάνω της μέσα σε μια νύχτα. Ήξερε ότι κρατούσε στα χέρια της την στερνή διαθήκη της γιαγιάς.
Πήρε το ημερολόγιο στην αγκαλιά της. Το κράτησε σφιχτά να το ενώσει με τους δυνατούς χτύπους της καρδιάς της που πάλλονταν από συναισθήματα. Άφησε το βλέμμα της να μείνει πάνω στο βλέμμα της Ευθαλίας στην φωτογραφία απέναντι. Η Ευθαλία έφυγε στα 69 της χρόνια. Η καρδιά της δεν άντεξε παραπάνω χρόνο σε αυτά που κουβαλούσε. Η Θάλεια, για έναν ανεξήγητο λόγο, την πόνεσε, τη λάτρεψε πιο πολύ, την κατάλαβε. Δεν είχε λόγο κριτή και κατήγορου, αλλά λόγο ανθρώπου, που γίνεται μια σπιθαμή ύλης μέσα στην αντάρα του έρωτα και του πόθου. Αυτής της ανίκητης δύναμης που διαμορφώνει τις ζωές μας.
Σηκώθηκε. Περπάτησε στο μπαλκόνι. Άφησε πάλι τον κρύο αγέρα να τη χαϊδέψει. Τι θα έκανε; Θα μιλούσε στον πατέρα της; Θα του έλεγε την αλήθεια; Συλλογίστηκε ότι ήταν ήδη στα 80 του. Ποιο θα ήταν το νόημα να ζήσει τώρα ένα τρομερό σοκ; Ένα σοκ με απρόβλεπτες συνέπειες για τη ζωή του. Και γιατί θα έπρεπε να αλλάξει κάτι; Ίσως να δηλητηρίαζε το μυαλό του με αρνητικές σκέψεις για την ίδια τη μητέρα του.
Η Θάλεια σκέφτηκε ότι η ίδια η ζωή φρόντισε να είναι αυτή, η εγγονή της Ευθαλίας, που θα κληρονομούσε την εξομολόγησή της. Έτσι, η αλήθεια της γυναίκας αυτής έφτασε στα σωστά χέρια.
Ο κύκλος έπρεπε πια να κλείσει. Πήρε την απόφασή της.
Γύρισε στο γραφείο. Πήρε στα χέρια της το ημερολόγιο. Δίπλα του ήταν η μάσκα εκείνης της βραδιάς. Φίλησε με σεβασμό τη διαθήκη της γιαγιάς της. Πήρε στα χέρια της τη μάσκα. Το πέρασμα του χρόνου μπορεί να είχε ξεθωριάσει τα χρώματά της, όμως εξακολουθούσε να νιώθει την δερμάτινη υφή της στα χέρια της. Και τα παλιά εκείνα στρας να λάμπουν. Μια μάσκα. Σκέφτηκε ότι αυτή η μάσκα συμβόλιζε την κρυφή αλήθεια. Τα μεγάλα μυστικά. Ύστερα πήρε μια μεγάλη ανάσα.
Το τζάκι έκαιγε για τα καλά εδώ και ώρες. Οι κορμοί της ελιάς είχαν ανταριάσει στη μεγάλη σάλα. Πήρε την πολυθρόνα της γιαγιάς Ευθαλίας και την έσυρε κοντά. Ένιωθε την αψάδα της φωτιάς να της καίει το πρόσωπο. Έσκισε την πρώτη σελίδα από το ημερολόγιο και την πέταξε στα αναμμένα ξύλα. Είδε τις λέξεις να γίνονται στάχτη και να χάνονται στο άπειρο. Ύστερα τη δεύτερη, την τρίτη. Με δάκρυα και συγκίνηση στα μάτια της.
Και εκεί, μέσα σε αυτό το συνεχές φυλλομέτρημα και την πυρπόληση, σαν να το ένιωσε. Ένα τρεμόπαιγμα στο φως των κεριών. Ένα θρόισμα. Μια ανατριχίλα. Ήταν η αύρα της παρουσίας της έντονη στη μεγάλη σάλα. Και στον μεγάλο καθρέφτη πάνω απ το τζάκι σαν να είδε τη μορφή της. Εκείνης!
Η Ευθαλία επέστρεφε! Ήταν εδώ! Παρούσα! Έκανε το διάβα της μέσα στα χρόνια και ήρθε να ακουμπήσει στην εγγονή της. Η Θάλεια ήταν κάπου ανάμεσα στην οπτασία και την πραγματικότητα. Και τότε, μέσα στο τρίξιμο της φωτιάς και στο κάψιμο των σελίδων ακούστηκε η φωνή της, μακρινή, τρυφερή, γαλήνια:
"Σε ευχαριστώ, κόρη μου! Τόσα χρόνια περίμενα το λυτρωμό. Τα χέρια και την καρδιά που θα κρατούσαν τα μυστικά και την αλήθεια μου... Το ημερολόγιό μου διαβάστηκε από τα σωστά χέρια. Θάλεια μου! Σε ευχαριστώ! Τώρα μπορώ να είμαι γαλήνια και ήρεμη. Η αλήθεια βρίσκει τη λύτρωσή της. Το είδα στην καρδιά σου. Στη συγχώρεσή σου ..."
Η Θάλεια ένιωθε εκστατική σ' αυτά τα λόγια. Έβλεπε τα μάτια της, τη μορφή της, την ομορφιά της. Πόσο γαλήνιο, Θεέ μου, ήταν το πρόσωπό της! Και πόσο τρυφερά τα χέρια εκείνα που άγγιξαν τα μαλλιά της, σαν απόκοσμο χάδι πίσω από δεκαετίες...
"Γιαγιά!" είπε με συγκίνηση, σπονδή στην αίσθηση εκείνης...
Μια παρουσία που έμεινε εκεί, ως την τελευταία σελίδα του ημερολογίου που λαμπάδιασε μαζί με το εξώφυλλό του, τελευταίο απομεινάρι της αλήθειας.
Και τα χέρια της Θάλειας έμειναν άδεια, κενά, να αιωρούνται πάνω απ τη φωτιά, με την αίσθηση της απώλειας δυνατότερη από ποτέ.
Τότε ένα ύστατο δυνατό θρόισμα ενός παράξενου αγέρα ήρθε να αναταράξει την όμορφη πολυκαιρισμένη πια μάσκα. Της έδωσε ένα ακανόνιστο πέταγμα. Κάτι σαν αποχαιρετισμό. Στροβιλίστηκε μπροστά στα μάτια της Θάλειας. Σηκώθηκε λίγο ψηλότερα προς το ταβάνι. Στάθηκε αναποφάσιστη για λίγο πάνω απ το φως, έκανε μια παράξενη υπόκλιση και ύστερα έπεσε ίσια στο κέντρο της φωτιάς. Η Θάλεια την έβλεπε για μια στιγμή να στέκεται εκεί. Είδε και το πρόσωπο της Ευθαλίας να αντιφεγγίζει στη φλόγα. Και μετά η μάσκα άρχισε να παραμορφώνεται. Να σιγοκαίγεται στην αρχή και ύστερα να λαμπαδιάζει, να γίνεται στάχτη, απομεινάρι. Και στον καθρέφτη, πάντα εκεί ένα διάφανο πρόσωπο με ένα πικρό χαμόγελο που το σφράγιζε ένα διαμαντένιο δάκρυ.
Η Θάλεια έστρεψε απότομα το κεφάλι πίσω της. Απόλυτη σιωπή σκέπαζε το μεγάλο σαλόνι. Όλα ήταν σε τάξη. Σε γαλήνη και αρμονία. Τα μάτια της έκαναν ένα αργό εξεταστικό κύκλο στη σάλα. Το φεγγαρόφωτο είχε πια φύγει από το μεγάλο παράθυρο. Τα κεριά στα κηροπήγια έκαιγαν εκεί. Και το μεγάλο ξύλινο γραφείο ήταν απόλυτα τακτοποιημένο και άδειο στην γυαλιστερή του επιφάνεια με το συρτάρι του άδειο από κάθε μυστικό.
(Συνεχίζεται...)
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro