Κεφάλαιο 4: Ερωτικό πάθος απ' το παρελθόν 🔞🔞
(Το κεφάλαιο περιέχει ερωτικές σκηνές)
Η Ευθαλία ξαπλωμένη στην αγκαλιά του, άφησε το βλέμμα της να ταξιδέψει έξω από το μεγάλο παράθυρο της σάλας. Το νυχτερινό φεγγάρι ολόγιομο έριχνε το φως του σαν μια απόκοσμη δέσμη από τον ουρανό.
"Τι σκέφτεσαι;" την ρώτησε εκείνος.
"Εμάς! Πού πάμε, το αύριο..." του είπε αργά.
"Άφησε επιτέλους το αύριο, Ευθαλία", της είπε και την έκλεισε στην αγκαλιά του. Τα χείλη του έψαξαν τα δικά της αργά, αλλά εκφραστικά. Η νεαρή γυναίκα αφέθηκε στο φιλί του. Ένα φιλί που την απογείωσε στο κόσμο των συναισθημάτων, αλλά και του πόθου που φούντωνε μέσα τους πάλι, χωρίς σταματημό.
Έκλεισε το πρόσωπό του στα δύο της χέρια, σαν να κρατούσε ένα φως που την έκαιγε σύγκορμη κάθε φορά που τα κορμιά τους ξεκινούσαν το ταξίδι της ένωσής τους.
Τα χείλη του ταξίδεψαν στο λαιμό της, στους γυμνούς της ώμους, ενώ τα χέρια του άρχισαν να απλώνονται καυτά στο στήθος της.
Οι ανάσες τους πρόσκαιρα σταμάτησαν. Ήθελαν τόσο να αφιερωθούν στις στιγμές. Το σμίξιμό τους γινόταν όλο και πιο τολμηρό, όλο και πιο ηδονικό. Τον άφησε να ταξιδέψει με τα φιλιά του στο γυμνό της στήθος. Ένιωθε τα υγρά του χείλη να σκορπούν κύματα φωτιάς παντού. Τα χείλη με τη γλώσσα του πυρπολούσαν τις ορθωμένες σκληρές άκρες από τα στήθη της. Τα χέρια του έγιναν κτητικά στην καυτή της σάρκα που άρχισε να σπαρταρά. Απλώθηκαν στο γυμνό της κορμί χωρίς αναστολές. Έφτασαν ανάμεσα στα πόδια της. Άνοιξαν την μουσκεμένη πηγή της φωτιάς και βυθίστηκαν μέσα της. Αφέθηκαν σε έναν ερωτικό χορό που μόλις ξεκινούσε ασυγκράτητος. Οι πρώτοι της αναστεναγμοί ηδονής φόρτισαν την ατμόσφαιρα. Άνοιξε τα πόδια της να τον δεχτεί σκληρό και κτητικό βαθιά μέσα της. Τα χέρια του κυλούσαν πια σαν λίβας στο γυμνό της σώμα. Τύλιξε με αυτά τους γοφούς της στο πίσω μέρος τους τη στιγμή που μπαινόβγαινε μέσα της όλο και πιο γρήγορα. Τα κορμιά τους άρχισαν να στροβιλίζονται εκεί στον μεγάλο καναπέ, λουσμένα στο φως του φεγγαριού και στα υγρά της ηδονής που ανέβλυζαν σαν χυμοί ζωής από κάθε τους έκφραση.
Τον ήθελε πολύ. Τον ήθελε σαν κολασμένη. Έκλεισε τα μάτια της προσπαθώντας να διώξει τις δυνατές αναστολές που έστηναν πάντα ανάμεσά τους το δικό τους χορό. Κατάφερε να τις αποδιώξει στο κελάρι του υποσυνείδητού της. Άφησε κατά μέρος κάθε σκέψη, έδιωξε μακριά κάθε αμφιβολία και αφέθηκε στην ερωτική του κυριαρχία. Τα χείλη και τα χέρια του έγιναν δαυλοί που πυρπολούσαν τις πηγές της. Τον τραβούσε όλο και με μεγαλύτερη δύναμη μέσα στο σώμα της σχεδόν με βία, με πόθο ανείπωτο. Πυροδότησε τον δικό της κυματισμό για να ανταποκριθεί στην κίνησή του. Τύλιξε με ένταση κάθε εκατοστό του κορμιού του με τα πόδια και τα χέρια της. Τον πίεζε, τον ωθούσε, να τον ζήσει βαθύτερα, άναρχα. Δεν ήξερε αν αυτό που ένιωθε ήταν μόνο ηδονή ή και κάτι βαθύτερο. Ψιθύριζαν τα ονόματά τους ξέπνοα. Τον προκάλεσε να την πονέσει, σαν να αποζητούσε από εκείνον να την κάνει δύο κομμάτια. Την γύρισε στον καναπέ. Έβλεπε τους γοφούς της προκλητικά στα μάτια του και έχανε την ανάσα του. Εκείνη ένιωσε τα χέρια του να τους ανοίγουν βίαια. Όπως ήταν γονατισμένη μπροστά του βυθίστηκε μέσα της ολάκερος. Στροβιλίστηκε σαν ερωτική σπείρα με τις φωνές της να δυναμώνουν, να γίνονται ένα παράξενο τραγούδι πόθου - ή θρήνου άραγε; Μέχρι που οι χυμοί από τους οργασμούς τους έγιναν μικρά καυτά ρυάκια στα κορμιά τους.
..........................................
Η Θάλεια διαβάζοντας το ημερολόγιο της Ευθαλίας, είχε μείνει έκθαμβη. Της ήταν αδύνατον να πιστέψει σε μια τέτοια ολοζώντανη περιγραφή ενός ερωτικού πάθους. Δεν πίστευε αυτό που διάβαζε. Ήταν τόσο δυνατό το βίωμα, που ένιωθε το δικό της κορμί να μπουμπουκιάζει, να ανατριχιάζει. Ταράχτηκε από αυτήν την ταύτισή της με την ίδια γυναίκα από την οποία πήρε το όνομά της. Ήταν αίμα της. Η ερωτική αυτή εμπειρία έδειχνε τόσο δυνατή, που την ένιωθε να παραμονεύει στο δικό της σώμα. Και φοβήθηκε! Φοβήθηκε σαν ένιωσε το δικό της χέρι να κατεβαίνει αργά. αλλά απειλητικά προκλητικά. στα δικά της πόδια. Να αναζητά τη γύμνια τους ανάμεσά τους. Ένα αίσθημα απωθημένο εδώ και αρκετό καιρό, ξεχασμένο σε μια αφυδατωμένη συζυγική ρουτίνα. Δεν στάθηκε ικανή να σταματήσει την κίνηση του δικού της χεριού από το να βυθιστεί μέσα της.
Και συνέχιζε να "βλέπει" ή μάλλον να "ζει" την Ευθαλία να παλινδρομεί σαν Αμαζόνα τώρα πια στον εραστή της, σε έναν έρωτα που είχε τα ακραία στοιχεία της ζωής και του θανάτου. Τα νύχια της Ευθαλίας χάραζαν την πλάτη του αγαπημένου της, με τις κραυγές τους να προσπαθούν να κάνουν τον πόνο τους ένα ταξίδι στο ύστατο τέλος. Εκεί που η ζωή ενώνεται σε μια ίδια γραμμή με τον θάνατο. Και εκείνος ασυγκράτητος συνέχιζε το βίαιο πια ταξίδι του μέσα της, ανταποκρινόμενος στο δικό της κάλεσμα.
Ένας σπασμός, μια κορύφωση, ένα ύστατο κουλούριασμα στα κορμιά τους και ύστερα... ω ναι, ύστερα ο σπαραγμός! Πρόσωπα που συσπώνταν, παραμορφωμένα, μουσκεμένα στα δάκρυά τους, και οι πηγές της ένωσής τους μουσκεμένες στους χυμούς των οργασμών τους. Κραυγή!
...........................................
Το ημερολόγιο έπεσε από τα χέρια της Θάλειας στο πάτωμα. Η αναπνοή της προσπαθούσε να επανέλθει σε κανονικούς ρυθμούς. Τα δάχτυλα του χεριού της τραβήχτηκαν μουσκεμένα από μέσα της, τρίφτηκαν δυνατά στην κλειτορίδα της και έπεσαν ανάμεσα από τα πόδια της, που έτρεμαν από τους σπασμούς σφραγίζοντας έναν απρόσμενο οργασμό. Τα μπούτια της ψηλά ένιωθε να μουσκεύουν από τα υγρά της. Κόπηκε η ανάσα της και το κορμί της συσπάστηκε στο πίσω μέρος της καρέκλας του γραφείου.
"Θεέ μου!" φώναξε. Σοκαρίστηκε! Κοίταξε ολόγυρά της στο έρημο σαλόνι, λες και γύρευε να επιβεβαιώσει την μοναξιά της εκεί. Να κρύψει την ενοχή της. Έτσι ένιωθε, σαν να έκανε κάτι απαγορευμένο. Για λίγα λεπτά δεν είχε καν το κουράγιο να σηκωθεί. Τα πόδια της έτρεμαν μουσκεμένα. Σηκώθηκε. Πήγε όσο μπορούσε πιο αποφασιστικά στο μπάνιο και έριξε άφθονο κρύο νερό στο πρόσωπό της. Αυτό το βίωμα είχε πάρα πολλά χρόνια να το ζήσει.
Επέστρεψε. Είχε συνέλθει αρκετά. Είχε την ωριμότητα να ελέγξει τις αντιδράσεις της. Έκατσε πάλι στο γραφείο και ρούφηξε μια δυνατή γουλιά απ' το τσάι της. Αποζητούσε έντονα τη δύναμη της καφεΐνης στον οργανισμό της. Το χέρι της σήκωσε το ημερολόγιο από το πάτωμα. Έπρεπε να συνεχίσει. Αυτό το ταξίδι πίσω στο χρόνο έπρεπε απόψε να ολοκληρωθεί. Βρήκε πάλι τη σελίδα όπου είχε σταματήσει. Προσπάθησε να είναι ψύχραιμη. Και αφέθηκε...
................................................
Η Ευθαλία άνοιξε τα μάτια της αργά. Το βλέμμα της έπεσε στα δύο μεγάλα μπρούτζινα κηροπήγια απέναντί της. Δίπλα της, εκείνος. Παραδομένοι και οι δύο σε εκείνη την απόλυτη νιρβάνα που συνοδεύει την ερωτική επαφή. Ένιωσε το κορμί της να πονάει. Αλλά όσο περνούσε ο χρόνος και οι ρυθμοί της γίνονταν πιο φυσιολογικοί, ήρθε στο πρόσωπό της μια έκφραση απόγνωσης. Σηκώθηκε αργά και ακούμπησε την πλάτη της στον βελούδινο καναπέ. Η χρυσή βέρα στο δεξί της χέρι λαμπύρισε σαν αστραπή για δευτερόλεπτα στο φως του φεγγαριού.
...............................................
Η Θάλεια έπαψε να διαβάζει. Τα μάτια της αποτύπωσαν τη στιγμή και το μυαλό της άρχισε να κάνει σκέψεις ανομολόγητες. Μια σειρά από ερωτήματα άρχισαν να δημιουργούνται μέσα της. Οι σκηνές συνέχισαν να τρέχουν "μπροστά της".
...............................................
Η Ευθαλία είχε πια σχεδόν ντυθεί όπως και εκείνος δίπλα της. Έδειχναν να έχουν επιστρέψει στον κόσμο της λογικής.
"Ώς πού θα φτάσει αυτό;"
"Πάλι ανησυχείς, αγάπη μου;" της απάντησε
"Ως πότε θα μένει κρυφή αυτή η κατάσταση;"
"Μα γιατί πάει συνέχεια ο νους σου στο κακό;" προσπάθησε να την ηρεμήσει.
"Δεν καταλαβαίνεις τι θα γίνει αν μάθει ο Πέτρος; Καταλαβαίνεις; Συναισθάνεσαι τι θα συμβεί;" ρώτησε περισσότερο τρομαγμένη από ποτέ.
..............................................
Η Θάλεια ένιωσε μια μικρή κραυγή να ξεφεύγει από μέσα της. Ώστε αυτό ήταν, λοιπόν! Αυτό που φοβόταν... Η γιαγιά της είχε εραστή. Και ο... παππούς; Ο παππούς Πέτρος, ο άντρας της άραγε;
..............................................
"Από τη μία δεν μπορώ να το συνεχίζω αυτό. Δεν το αντέχω, με σκοτώνει. Και από την άλλη δεν μπορώ χωρίς εσένα", ακούστηκε πάλι η Ευθαλία.
"Τι θέλεις να κάνουμε, λοιπόν; Σ' αγαπώ, το καταλαβαίνεις; Είναι έγκλημα η αγάπη; Μίλα! Πες μου!" τη ρώτησε εκείνος ταρακουνώντας την.
"Ναι! Για μας τους δύο είναι έγκλημα! Και δεν έχει διέξοδο καμία, γιατί δεν θέλουμε να το παραδεχτούμε ;"
.............................................
Η Θάλεια έκλεισε το ημερολόγιο, αφήνοντας τον σελιδοδείκτη εκεί. Προσπάθησε να συγκεντρώσει τις σκέψεις της. Η γιαγιά της η Ευθαλία είχε εραστή. Δεν υπήρχε καμία αμφιβολία για αυτό. Δύσκολο για την εποχή της, αλλά πολλές φορές κομμάτι της κρυφής ζωής των ανθρώπων. Όμως, αυτό που την τρόμαζε ήταν κάτι άλλο. Ο τρόμος και η απελπισία που έβγαζε η γιαγιά της για αυτήν την σχέση ξεπερνούσε τα όρια των φυσιολογικών ενοχών που συνοδεύουν τέτοιες σχέσεις ως ένα βαθμό. "Είδε" πριν, διάβασε και "ένιωσε" την απελπισία της ακόμα και τη στιγμή της κορύφωσης της ηδονής της. Όχι ότι ο εραστής της απείχε από αυτό το συναίσθημα, κάθε άλλο μάλιστα. Αλλά τουλάχιστον εκείνος έδειχνε, εξωτερικά ότι μπορούσε να το ελέγχει. Εκείνη όμως;
Και τι να ήταν αυτό που προκαλούσε τόσο τρόμο και τέτοιες βαριές ενοχές;
Έπρεπε να προχωρήσει. Έπρεπε να φτάσει στο τέλος.
(Συνεχιζεται...)
Σε ποια αλήθεια θα φτάσει άραγε η Θάλεια για την παράνομη σχέση της Γιαγιάς της; Θα μπορέσει να την αντέξει;
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro