Κεφάλαιο 3: Ένα ημερολόγιο εξομολογείται
Η Θάλεια επανήλθε στην πραγματικότητα. Μέσα στην απόλυτη σιωπή του μεγάλου γραφείου. Με τον κόμπο της συγκίνησης να είναι έκδηλος μέσα της. Άνοιξε το μικρότερο κουτί. Έμεινε έκπληκτη. Παλιές κιτρινισμένες φωτογραφίες εκείνης της εποχής. Οι φωτογραφίες ήταν ανάμεσα σε ένα στρώμα από αποξηραμένα λουλούδια. Ανατρίχιασε. Ένας ολάκερος παλιός, ξεχασμένος, ιδιωτικός κόσμος, ερχόταν από μακριά, προκαλώντας της δέος.
Εξέτασε με μεγάλη προσοχή τους φθαρμένους φακέλους. Έριξε μια ματιά στο περιεχόμενό τους. Παλιές χειρόγραφες επιστολές έκαναν κομμάτια την απόσταση του χρόνου, εισβάλλοντας στο παρόν.
Όλα τούτα ήταν μπροστά της σε αταξία. Μαζί με ένα φορτίο αναμνήσεων. Έπρεπε να ξεκινήσει από κάπου. Ένιωθε ότι αυτό το βράδυ θα ήταν πολύ μεγάλο. Μέσα της μια αίσθηση τρυφερότητας για την γιαγιά της, έπαιρνε συνεχώς όλο και μεγαλύτερες διαστάσεις.
Η νύχτα είχε πια προχωρήσει για τα καλά. Η υγρασία έκανε έντονη την παρουσία της. Η Θάλεια άναψε το τζάκι, τακτοποίησε κάποια πράγματα εκεί γύρω και επέστρεψε στο μεγάλο γραφείο με το κλασικό πολύτιμο αμπαζούρ. Ένιωθε απόλυτα έτοιμη να ξεκινήσει το ταξίδι πίσω στο χρόνο. Στα μυστικά της γυναίκας που πήρε το όνομά της.
Ξεκίνησε από το ημερολόγιο. Οι πρώτες σελίδες άρχισαν να περνούν σταδιακά από τα μάτια της. Σιγά-σιγά το πρόσωπό της άρχιζε να γεμίζει με εκφράσεις γεμάτες όμορφα συναισθήματα. Σελίδα τη σελίδα, η προσοχή της γινόταν όλο και μεγαλύτερη. Και το πρόσωπό της άρχισε να βαραίνει. Σαν κάτι μεγάλο να βγήκε από εκείνο το ημερολόγιο και άρχισε να γεμίζει τον νου και την καρδιά της.
Οι φλόγες από το τζάκι άρχισαν να αποτυπώνουν παράξενα σχήματα στο πρόσωπό της, που ήδη είχε αρχίσει να συσπάται από την αγωνία από όσα μελετούσε. Οι λέξεις ξεπήδησαν μέσα από το παλιό δερματόδετο ημερολόγιο. Απλώθηκαν ολόγυρα. Έπλεξαν ένα σουρεαλιστικό ταξίδι με τις φλόγες. Άρχισαν να χορεύουν στους τοίχους, στο ταβάνι. Και ναι, σιγά αλλά σταθερά έγιναν εικόνες, οι φράσεις έγιναν σκηνές και οι παράγραφοι με τα πρόσωπα απέκτησαν λες ζωή και κίνηση. Το παρόν μπερδεύτηκε με το παρελθόν σε ένα ταξίδι επιστροφής.
...............................
Το καρναβάλι του 1937 στην Πάτρα ήταν από τα πιο ενθουσιώδη και μαζικά σε κόσμο, κέφι και χρώμα. Λες και οι άνθρωποι ήθελαν να προλάβουν να ζήσουν απέναντι στον εφιάλτη που ερχόταν και δεν τον ήξεραν ούτε καν σαν υποψία.
Εκείνο το Σάββατο βράδυ έξω γινόταν χαμός. Παράτες, παρελάσεις μασκαράδων, φωνές, τραγούδια, γέλια, πειράγματα. Μικρές και μεγάλες παρέες πηγαινοέρχονταν στα στενά και στις κεντρικές οδούς της πόλης. Ο έρωτας και οι ηδονές ζούσαν τη δική τους αποθέωση.
Ανάμεσα στις θορυβώδεις συντροφιές, μια γυναικεία φιγούρα ξέκοψε κάπου. Με την φαντεζί αποκριάτικη φορεσιά της έλαμπε μέσα στην νύχτα της κραιπάλης. Μια Βικτωριανή τουαλέτα σε χρώμα κόκκινο της φωτιάς. Η λεπτή της μέση χώριζε αρμονικά στα δύο το πλούσιο φόρεμα. Οι γυμνοί της ώμοι λαμπύριζαν κάτω από το φως του φεγγαριού. Το πρόσωπό της κάλυπτε μια ιδιαίτερα εντυπωσιακή απαστράπτουσα μάσκα.
Η νεαρή γυναίκα, που έδειχνε να είναι περίπου 30-32 ετών, άρχισε να επιταχύνει το βήμα της, ρίχνοντας προσεκτικά πίσω της κλεφτές ματιές σαν να ήθελε να ελέγξει το μυστικό της δρόμο. Κινούμενη μεθοδικά από γωνία σε γωνία, από σοκάκι σε πεζοδρόμιο, σαν να γλιστρούσε στο οδόστρωμα.
Περπάτησε αρκετά μέχρι που κοντοστάθηκε απέναντι από ένα όμορφο δίπατο αρχοντικό σπίτι. Έριξε μια ακόμα προσεκτική ματιά γύρω της και αποφασιστικά κινήθηκε προς τα εκεί. Χώθηκε στο σκοτάδι της κεντρικής εισόδου και χτύπησε το μεγάλο μεταλλικό ρόπτρο.
"Αγάπη μου, ήρθες!"
Ο νεαρός όμορφος άντρας, κοντά στα 35-36, άνοιξε διάπλατα την αγκαλιά του και την έκρυψε εκεί προστατευτικά, σαν να κρατούσε κάτι μονάκριβο.
"Δεν μπορούσα να μην έρθω, ήταν αδύνατον, καταλαβαίνεις ;" του αποκρίθηκε εκείνη.
Για μια στιγμή κοντοστάθηκαν στο διάδρομο του σπιτιού. Η νεαρή γυναίκα αφαίρεσε τη μάσκα της. Το λιγοστό φως ζωγράφισε ίσκιους παράξενους στα γαλαζοπράσινα μάτια της.
"Ευθαλία! Λατρεία μου! Θεέ μου, σε ευχαριστώ", αντιφώνησε εκείνος με ένα βλέμμα γεμάτο ποίηση.
"Έλα, μην στεκόμαστε εδώ, πάμε μέσα", της είπε τραβώντας τη μαλακά από τη λεπτή μέση της.
"Δεν πιστεύω να έχεις κόσμο;"
"Τι λες ; είναι δυνατόν να υπάρχει κάτι άλλο σε αυτό το σπίτι εκτός από σένα ;" της απάντησε όλο νόημα. Πέρασαν στο κεντρικό σαλόνι. Απόλυτη ηρεμία βασίλευε στο χώρο. Μια γαλήνη που την αναδείκνυε και ο χαμηλός φωτισμός από δύο σκαλιστά σε μέταλλο αμπαζούρ, δεξιά και αριστερά στη σάλα.
"Κάθισε!" της είπε. Η κοπέλα έριξε μια ματιά ολόγυρα στο χώρο. Έδειχνε πολύ πιο ήρεμη από όσο ήταν τη στιγμή που δρασκέλισε την κεντρική είσοδο. Καθώς ο νεαρός άντρας ετοίμαζε κάποια ποτά, εκείνη έριξε μια ματιά στη βιβλιοθήκη και έκατσε στο μεγάλο καναπέ.
"Να ήξερες πόσο σε περίμενα", της είπε με πάθος καθώς έφερνε ένα μεταλλικό δίσκο με ένα μπουκάλι και δύο ποτήρια.
"Είναι τρέλα όλο αυτό, καλέ μου! Δεν το καταλαβαίνεις", του αποκρίθηκε ήρεμα, αλλά με προβληματισμό.
"Ο έρωτας είναι από μόνος του ένας παραλογισμός, Ευθαλία. Αλλιώς δεν θα είχε τη δύναμη που έχει."
"Ναι, αλλά καταλαβαίνεις..."
"Σου έφερα το αγαπημένο σου λικέρ. Έχει το χρώμα των χειλιών σου και το άρωμα του κορμιού σου", της είπε, βουλιάζοντας δίπλα της στον καναπέ. Άφησαν το οινόπνευμα να τρέξει στο αίμα τους. Να βάλει και εκείνο τη δική του συμβολή στη φωτιά που ξεκίναγε να θεριεύει μέσα τους.
"Στην υγειά σου, αγαπημένη μου, στην αγάπη μας", της ευχήθηκε. Εκείνη τον κοίταξε ίσια στα μάτια.
"Την πιστεύεις;" τον ρώτησε περισσότερο για να τον εξιτάρει παρά επειδή αμφέβαλε.
"Γιατί θες να με δοκιμάζεις, ε;" της απάντησε παιχνιδιάρικα, χαϊδεύοντας τα μαλλιά της τρυφερά.
"Μ' αγαπάς όσο εγώ;" τον ρώτησε παιδιάστικα.
"Γιατί βάζεις μέτρο στον έρωτα; Αφού το ξέρεις..."
Η Ευθαλία ήπιε μια βαθιά γουλιά από το ποτό της. Άξαφνα σοβάρεψε και με ένα προβληματισμένο μελαγχολικό ύφος του είπε:
"Πόσο πρέπει να σ' αγαπώ για να μην λογαριάζω τίποτα! Πόσα πρέπει να είσαι για μένα για να αδιαφορώ για τα πάντα!"
Εκείνος την άφησε να συνεχίζει, παρακολουθώντας προσεκτικά το λογισμό της.
"Πόσο τρελή από πάθος πρέπει να είμαι για να αφήνομαι έτσι στα χέρια σου. Ποια δύναμη μας ένωσε ;"
"Η δύναμη που δίνει ζωή, καρδιά μου!" της απάντησε χαϊδεύοντας απαλά τα χέρια της. Εκείνη έγειρε στην αγκαλιά του.
"Τι είναι αυτό που μας κρατάει ενωμένους ενάντια σε κάθε λογική, σε κάθε σκέψη, μου λες ;"
Φίλησε τα χέρια της τρυφερά.
"Γιατί ψάχνεις λογική στον πόθο; Γιατί αναζητάς μέτρο στην αγάπη;" τη ρώτησε.
Η Θάλεια χαμογέλασε γλυκά. Οι εικόνες που ξετυλίγονταν μπροστά της έχοντας ξεφύγει από τις σελίδες του ημερολογίου και τις εξομολογήσεις της γιαγιάς της, την είχαν συγκινήσει. Ποτέ της δεν μπορούσε να φανταστεί, μήτε άλλωστε ήξερε, πόσα συναισθήματα βασίλευαν στην καρδιά εκείνης της γυναίκας.
"Αχ, γιαγιά!" ψιθύρισε με έντονη ρομαντική διάθεση, "Άραγε σε ποια αγκαλιά ακουμπούσες τον έρωτά σου;" είπε και αφέθηκε πάλι στο ταξίδι στο παρελθόν.
(Συνεχίζεται...)
Τα δυνατά ερωτικά συναισθήματα της Ευθαλίας, γιαγιάς της Θάλειας, αρχίζουν σιγά-σιγά να έρχονται στο φως. Συγκινημένη η τελευταία αρχίζει και μαθαίνει για το τι έκρυβε μέσα της εκείνη. Ως που όμως θα έφτανε αυτή η εξομολόγηση;
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro