Κεφάλαιο 8
Η Έρις θυμωμένη που έχασε το φυλακτό μέσα από τα χέρια της από την σπηλιά όπου είχε συμβεί ένα σημαντικό γεγονός της ζωής της ,είχε λυσσάξει από το κακό της αλλά είχε τρομάξει ταυτόχρονα. Ήταν σίγουρη πως ο Κάσπιαν και η Μόργκαν είχαν παραβιάσει την κρυψώνα της μην γνωρίζοντας ωστόσο ότι τα φυλακτά έπρεπε να παρθούν μόνο και μόνο από ανθρώπινο χέρι ,μια μικρή λεπτομέρεια που θα έδινε ένα σημαντικό προβάδισμα στους ήρωες μας . Εκτέλεσε όλους τους μάγους της φυλής της μαζί με τους φρουρούς και μαζί με τον Ντράκο και την Τιτάνια ένωσαν τις τρίαινες τους ψάλλοντας κάποια αρχαία λόγια στην αίθουσα του θρόνου. Αντικείμενα αιωρήθηκαν από δίπλα τους σπάζοντας πάνω στους τοίχους του παλατιού με εκκωφαντικούς κρότους ενώ ένας στρόβιλος είχε τυλίξει και τους τρεις των οποίων τα μάτια είχαν πάρει μια λευκή απόχρωση. Ψάρια παρασύρθηκαν από τα δυνατά ρεύματα ωστόσο η Έρις είχε προνοήσει να υψώσει ένα προστατευτικό μαγικό δίχτυ για να μην παρασυρθούν από τα νερά οι υπήκοοι της . Μια μπάλα γαλάζιας ενέργειας εκτοξεύτηκε από την μύτη των τριαινών διαπερνώντας την θάλασσα χτυπώντας με δύναμη πάνω στον ουρανό ο οποίος μαύρισε μέσα σε ελάχιστα δευτερόλεπτα με ασταπές να κάνουν τα τζάμια των σπιτιών να τρίζουν σκορπίζοντας τον τρόμο στους κατοίκους αφού οι μετεωρολογικές υπηρεσίες έκαναν λόγο για καλοκαιρία και υψηλές θερμοκρασίες . Βέβαια ,κανένας δεν θα μπορούσε να προβλέψει αυτό που θα ακολουθούσε.
Ένα διαπεραστικό σφύριγμα του ναυαγοσώστη μαζί με το ύψωμα μιας κόκκινης σημαίας ,δείγμα υψίστου κινδύνου που καλούσε τους ελάχιστους κολυμβητές να βγουν άμεσα από την θάλασσα ήταν το σύνθημα να ξεκινήσει ένας αγώνας δρόμου για να φθάσουν όσο πιο σύντομα στην ακτή. Το νερό της θάλασσας που έσκαγε στην ακτή σηκώνοντας αφρό τραβήχτηκε προς τα μέσα αφήνοντας στεγνή την άμμο. Ο ναυαγοσώστης πήρε την ντουντούκα και φώναξε με όλη την δύναμη των πνευμόνων του :
- Έρχεται τσουνάμι ! Τρέξτε όσο πιο γρήγορα μπορείτε και βρείτε καταφύγιο ακόμη και σε στέγες σπιτιών αλλά για τον Θεό φύγετε όσο πιο μακριά γίνεται από τη θάλασσα ! Με τρόμο είδε τα πελώρια κύματα να μαζεύονται ,να υψώνουν ένα νερένιο τοίχος με τους λουόμενους να τρέχουν πανικόβλητοι με τον ναυαγοσώστη να πετά σωσίβια τα οποία τα πήραν και τα φόρεσαν χωρίς να σταματήσουν την τρελή τους κούρσα . Τελευταίος έφυγε από την παραλία ακούγοντας το τρομερό μουγκρητό των κυμάτων που αναδιπλώθηκαν ορμώντας με ταχύτητα προς την πόλη εντείνοντας τον πανικό ,τις φωνές και το ποδοβολητό ενός αλλόφρων πλήθους . Τρομαγμένα ουρλιαχτά ακούγονταν ενώ κάποιοι περίεργοι ρώτησαν να μάθουν τι έγινε με εκείνον να τους φωνάζει να φυλαχτούν γιατί ερχόταν τσουνάμι και μάλιστα με γρήγορη ταχύτητα. Η Μαρία δεν έχασε καιρό . Πρακτική και πονετική γυναίκα καθώς ήταν ,μάζεψε όσους πελάτες είχε το μαγαζί της και τους ανέβασε στην ταράτσα του σπιτιού της κλείνοντας το μαγαζί με βαριά καρδιά ενώ κουβάλησε μάλλινες κουβέρτες και με βιαστικές κινήσεις μάζεψε ό,τι τρόφιμο βρήκε μπροστά της βάζοντας το μέσα σε ένα ψυγειάκι. Παρατηρούσε τον κατάμαυρο ουρανό ,τις λευκές πινελιές των γλάρων που έκρωζαν τα μικρά τους , τους ανθρώπους να τρέχουν πανικόβλητοι και το τρομερό φαινόμενο να κερδίζει μέτρα εισβάλλοντας στην πόλη .
Φράζοντας το στόμα της με την παλάμη της ,η ώριμη γυναίκα παρακολουθούσε την καταστροφή με το νερό να παρασέρνει στο διάβα του ανθρώπους που γλιστρούσαν πάνω στους δρόμους ή έκλειναν την μύτη τους ή αγκάλιαζαν με δύναμη τις κολώνες μαζεύοντας το σώμα τους όσο μπορούσαν όσο και αν τα κορμιά τους πονούσαν από την πίεση του υγρού στοιχείου ,τζάμια από αυτοκίνητα ,καταστήματα και εστίες έσπασαν με ένα εκκωφαντικό κρότο , δέντρα έπεσαν ,πράγματα επέπλεαν μαζί με πτώματα . Πτώματα με ανοιχτά μάτια από τον τρόμο .
Ανάμεσα τους και μια μαυροφορεμένη λεπτή γυναίκα με τα μαύρα μάτια της ορθάνοιχτα και τα μέλη της παγωμένα από την δυσκαμψία του θανάτου . Τα μαύρα μάτια της κοιτούσαν τον ουρανό άψυχα ενώ το πρόσωπο της είχε πάρει μια αρρωστημένη λευκή απόχρωση ! Το πρόσωπο της είχε γεμίσει με χρώμα από το μακιγιάζ που είχε ξεβάψει δημιουργώντας κόκκινες και μαύρες γραμμές κατά μήκος του προσώπου της φανερώνοντας τις μελανιές που είχαν πάρει μια μωβ απόχρωση και τα σκισμένα της χειλη. Και όμως , ένα χαμόγελο είχε χαρακτεί στο πρόσωπο της καθώς την γαλήνη που δεν βρήκε ζωντανή ,θα την έβρισκε νεκρή ! Δίπλα της υπήρχε μια σακούλα με ψώνια που είχαν μουλιάσει .
Την επόμενη μέρα της φυγής της Λευκοθέας , είχε φάει πολύ ξύλο ωστόσο ο ο Ντράκο τη είχε στείλει για ψώνια παρόλο που ήξερε την καταστροφή που ερχόταν αντί να την διατάξει να προστατευτεί στο σπίτι . Αλλά όχι ,για εκείνον σημασία είχαν μόνο οι εντολές της βασίλισσας του ,η εξουσία του χωρίς να υπολογίζει τους άλλους ανθρώπους σαν οντότητες με ζωή ,ψυχή ,συναισθήματα και δικές τους σκοτούρες . Ένα λυπητερό νιαούρισμα γάτας που είχε σκαρφαλώσει σε μια στέγη ακουγόταν κάνοντας μουσική υπόκρουση στον όλεθρο του κόσμου που γνώριζε από τα μικράτα της η Μαρία.
Εκείνη η μέρα ξημέρωσε για όλους άσχημα. Ο Κάσπιαν ξύπνησε πιασμένος από τον άβολο ύπνο του στην καρέκλα και αφού πήρε την κούπα με το αλάτι και το φυλακτό κατευθύνθηκε προς τον ξενώνα αφήνοντας το στο κομοδίνο. Έβγαλε τα ρούχα του μένοντας ολόγυμνος ενώ κοίταξε τους μηρούς του που είχαν γεμίσει από μεγάλα σπυριά με πύον και συνεχίζονταν ως τα γόνατα . Έσκασε μερικά από αυτά μαζεύοντας το κίτρινο υγρό ανάκατο με το αίμα του με ένα βρεγμένο κομμάτι χαρτί υγείας ενώ μετά έκανε ένα κρύο ντους για να φύγει από το πετσί του η αλμύρα νιώθοντας να τσούζουν οι φρεσκοανοιγμένες του πληγές. Έπεσε στο κρεβάτι κουρασμένος χωρίς να δίνει σημασία ούτε στο ολόγυμνο κορμί του που σκεπαζόταν μόνο από μια μάλλινη κουβέρτα ούτε στα μαλλιά του που μούσκεψαν το μαξιλάρι ούτε στον μουντό ουρανό με τα γκρίζα σύννεφα και στο ουρλιαχτό του ανέμου που λύγιζε τους λεπτούς μίσχους των λουλουδιών από τις αυλές προκαλώντας ένα απαλό θρόισμα των φύλλων των δέντρων.
Η Υακίνθη κοιμόταν ύστερα από το δυνατό αφέψημα που ζέστανε το είναι της ,φτιαγμένο από τα χέρια της Κοραλλίας η οποία τώρα βρισκόταν στην κουζίνα κοιτώντας τα νέα από το κόσμο στο κινητό της απολαμβάνοντας την ησυχία. Η Μόργκαν είχε περιέργως εξαφανιστεί ενώ η Κρυσταλλία βρισκόταν στο σχολείο της . Το μάτι της έπεσε σε μια είδηση από τη Κεφαλλονιά που την έκανε να τρίψει τα μπράτσα της παρά την εσωτερική ζέστη .
Τσουνάμι σημειώθηκε σήμερα στο νησί της ώρα 10 το πρωί ,σήμερα ,στην Κεφαλλονιά από αδιευκρίνιστες αιτίες . Οι μετεωρολόγοι μαζί με τα δελτία καιρού είχαν κάνει προβλέψεις για καλό καιρό με υψηλές θερμοκρασίες . Πριν λίγα λεπτά ,ελικόπτερα μάζεψαν τους ελάχιστους επιζώντες μεταφέροντας τους σε ασφαλές καταφύγιο ύστερα από ώρες που πέρασαν πάνω σε στέγες ή επέπλεαν πάνω στα παγωμένα νερά. Οι επιζήσαντες τονίζουν ότι δεν είχαν ξαναδεί τα μάτια τους τέτοια καταστροφή και ότι το κακό ξεκίνησε δύο μήνες πριν με ασταμάτητες καταιγίδες και κορυφώθηκε τώρα με το τσουνάμι ,φαινόμενο που για πρώτη φορά ήρθαν αντιμέτωποι οι Έλληνες. Πολλοί κάνουν λόγο για εκδίκηση της φύσης ενώ άλλοι κάνουν λόγο για αιμοδιψή πνεύματα των θαλασσών .
Οι εικόνες ήταν σπαραξικάρδιες. Πλημμυρισμένα σπίτια με το νερό να αφήνει ακάλυπτες μόνο τις στέγες ,νεκρά ζώα και πτώματα να επιπλέουν πάνω στο βρώμικο λασπόνερο που είχε γεμίσει τους δρόμους ,διασώστες να δίνουν νερό σε ανθρώπους που τους κοιτούσαν με ευγνωμοσύνη ενώ στους ώμους τους είχαν κουβέρτες στο εσωτερικό των ελικοπτέρων.
Από μαρτυρίες των υπολοίπων ,η Κοραλλία συγκινήθηκε από την ιστορία της Μαρίας η οποία συγκέντρωσε όσους πελάτες είχε στο μαγαζί της ανεβάζοντας τους στην στέγη της προσωπικής της κατοικίας με τους δημοσιογράφους να την επαινούν ως ένα παράδειγμα ανθρωπιάς ωστόσο η ίδια αρνήθηκε να κάνει οποιαδήποτε δήλωση μπροστά στις κάμερες. Ζητούνταν επίσης να δοθούν τρόφιμα διαρκείας ,βασικά είδη για ιατρική περίθαλψη ,εμφιαλωμένο νερό όλα για τις ανάγκες των πλημμυροπαθούντων με εθελοντικές ομάδες να ξεσηκώνουν τον κόσμο σε διάφορα σάιτ δίνοντας τηλέφωνα και κέντρα παράδοσης ανά περιοχή . Η Κοραλλία αποθήκευσε τον σύνδεσμο προωθώντας το στο κινητό της Υακίνθης . Την στιγμή εκείνη χτύπησε το κουδούνι με την Κοραλλία να τρέχει να ανοίξει την πόρτα. Μπροστά της αντίκρισε τον Βίκτωρ τον δήμαρχο και ιδιοκτήτη της επιχείρησης των ρούχων που εργαζόταν η Υακίνθη ,ντυμένο στην τρίχα με ένα υπέροχο μωβ σακάκι με λευκό πουκάμισο και γραβάτα που συνδυαζόταν με ένα μωβ τζιν και σκαρπίνια ενώ είχε τα μακριά ξανθά του μαλλιά πιασμένα σε αλογοουρά που έπεφτε στην πλάτη του . Είχε λεπτό ,γωνιώδες πρόσωπο με εκφραστικά μάτια.
- Καλημέρα κύριε δήμαρχε σε τι οφείλω την τιμή της πρωινής επίσκεψης είπε η Κοραλλία βάζοντας τα χέρια της δεξιά και αριστερά της πόρτας δείχνοντας του ότι ήταν ανεπιθύμητος στο σπίτι της.
- Καλημέρα Κορίνα
-Κοραλλία τον διόρθωσε και σε ένα άγριο αυστηρό βλέμμα του αφού δεν του άρεσε η διακοπή ,εκείνη ανταποκρίθηκε με ένα χαμόγελο που πήγαζε από την αντιπάθεια της για τους πλούσιους. Μπορεί να ήταν φιλική ωστόσο η συζήτηση στο βραδινό τραπέζι ,για τον μάγο με τα ξανθά μαλλιά που ταίριαζε στην περιγραφή του βοηθού της Έρις της είχε εξάψει την φαντασία κάνοντας την να τρομάζει περισσότερο από όσο θα έπρεπε. Ίσως και να γινόταν υπερβολική ,ωστόσο φύλαγε τα ρούχα σου να έχεις τα μισά .
- Που είναι η αδελφή σου . Δεν ήρθε στη δουλειά και δεν δικαιούται ρεπό από όσο θυμάμαι δεν είναι ούτε Χριστούγεννα ούτε Πάσχα. Τόνισε κοιτώντας την ίσια στα μάτια με εκείνη να παίρνει μια θλιμμένη έκφραση.
- Ξέρετε ,η αδελφή μου ανέβασε ξαφνικά πυρετό και είναι στο κρεβάτι από χθες το πρωί. Θα περνούσα εγώ από την δουλειά για να ενημερώσω την συνάδελφο της αλλά με προλάβατε .
- Περαστικά της τότε ! Πες της ότι έχει άδεια άλλες τρεις ημέρες αλλά δεν θα δεχτώ άλλη καθυστέρηση και φυσικά όταν γυρίσει θα καθίσει υπερωρίες με το αζημίωτο φυσικά ! Καλή σας ημέρα Κοραλλία!είπε και ο σκοτεινός τρόπος που είπε το όνομα της την έκανε να σκιαχτεί και αφού του πέταξε ένα βεβιασμένο «επίσης »»έκλεισε την πόρτα με κρότο. Τον παρακολουθούσε καθώς κατέβαινε από τις σκάλες περπατώντας γρήγορα και επιβλητικά στο πλακόστρωτο. Ίσια κορμοστασιά και δυνατές πλάτες μαζί με ένα σακάκι που τσίτωνε από τα μπράτσα του. Αναμφίβολα ,πολύ ικανός αθλητής και ένας δύσκολος αντίπαλος που ήταν ανέφικτο να τον αιφνιδιάσεις . Η έκφραση του αποφασιστική και αυστηρή ,απορούσε πώς δεν τρόμαζε η γυναίκα του που ήταν συνιδιοκτήτρια της επιχείρησης του αλλά και οι δύο υπάλληλοι που όλο υποσχόταν λεφτά από τις υπερωρίες και όλο λεφτά δεν έβλεπαν μα καμία δεν τολμούσε να μιλήσει επειδή από το μισθό που έμπαινε σταθερά κάθε μήνα στο λογαριασμό τους ,είχαν ψωμί.
-Κακιασμένε πέταξε και με τα μαλλιά της να ανεμίζουν πήγε επάνω να ντυθεί για να φύγει στην δουλειά της.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro