Κεφάλαιο 4
Ο Ντράκο παρουσιάστηκε μπροστά στην Έρις κλίνοντας τον γόνυ . Βρισκόταν στο γραφείο της πρώτης όπου οι μεγάλες μέδουσες που άλλαζε χρώμα το πάνω μέρος του σώματός τους χάριζαν ένα πολύχρωμο φως που ταίριαζε με την γαλάζια μαγική φλόγα των ξύλινων δαδών που ήταν στερεωμένα στους μαύρους τοίχους . Πάνω στην επιφάνεια του γραφείου ,υπήρχαν διάφορα μπουκαλάκια με άγνωστο περιεχόμενο και περγαμηνές .Η Έρις τον περίμενε με την μέση της στερεωμένη στο γραφείο ενώ η κατάμαυρη ουρά της κουνιόταν ακατάπαυστα. Φορούσε ένα φόρεμα σε μπορντό χρώμα με βαθύ ντεκολτέ ενώ τα χέρια της ήταν γεμάτα με χρυσά και ασημένια βραχιόλια που κουδούνιζαν σε κάθε της κίνηση . Τα σκούρα μαλλιά της ήταν πιασμένα σε ένα κότσο κολακεύοντας απίστευτα τον λεπτό της λαιμό ενώ από τα αυτιά της κρέμονταν πέρλες .
Από την άλλη μεριά ,ο Ντράκο έτρεμε όσο και αν φρόντιζε να μην το δείχνει . Σε έναν κόσμο τόσο σκληρό όπως ο δικός τους αν έδειχνες ότι εισαι αδύναμος είχες χάσει από χέρι. Είχε καταλάβει πως για να τον καλεί ιδιαιτέρως κάτι σημαντικό είχε να του πει. Μετά την ήττα της ,ο θυμός μαζί με το μίσος της είχαν γιγαντωθεί σε σημείο τα μάτια της να έχουν χάσει την ομορφιά τους μοιάζοντας με δύο μαύρες τρύπες . Η προδοσία του Κάσπιαν και της Λιντιάνα την είχαν πληγώσει όσο και αν δε ήθελε να το παραδεχτεί όπως και η ανικανότητα της Τιτάνια να εμποδίσει την αυθόρμητη κίνηση μιας κατώτερης να τινάξει τα σχέδια της στον αέρα. Το ηθικό του στρατού της είχε πέσει ,σίγουρα η κατάκτηση της Ατλαντίδας έπρεπε να περιμένει. Προείχε το να βάλει στο χέρι τα φυλακτά.
-Βασίλισσα μου είπε ο καστανός άντρας κάνοντας μια υπόκλιση . Ήταν γυμνόστηθες ενώ τα καστανά του μαλλιά ήταν χτενισμένα. Κρατούσε το χρυσαφένιο του δόρυ ενώ ο τελαμώνας με τα σπαθιά του γυάλιζε από την καθαριότητα. Προσπαθούσε να κρύψει το χαμόγελο του καθώς είχε νέα που σπαρταρούσαν για την Έρις .
Καλησπέρα Ντράκο . Σε φώναξα εδώ γιατί θέλω να σου εμπιστευτώ μια σημαντική αποστολή του είπε κάνοντας μια παύση για να κόψει τις αντιδράσεις του . Τα μάτια του την κοιτούσαν με ενδιαφέρον και προσμονή ,το αίμα του έβραζε για να αποδείξει την αξία του και να ανέβει σκαλί στην ιεραρχία παραγκωνίζοντας την Τιτάνια που πάντα ζήλευε για τις μαχητικές ικανότητες και το γεγονός ότι η βασίλισσα την εμπιστευόταν με την ζωή της ,μια εμπιστοσύνη που πια είχε κλονιστεί.
-Σε καθιστώ υπεύθυνο για την εύρεση των φυλακτών . Εδώ είπε δίνοντας του μια περγαμηνή είναι τα μαγικά αντικείμενα μαζί με τοποθεσίες που εθεάθησαν για τελευταία φορά . Θέλω να σηκώσεις κάθε πέτρα αυτού του τόπου ,να κάνεις μακρινά ταξίδια ,να πας στον κόσμο των ανθρώπων κάνε ό,τι χρειαστεί όμως στο τέλος θα ανταμειφθείς πλουσιοπάροχα. Επίσης ,δεν πειράζει αν χαθούν ένα ή δύο φυλακτά . Το σημαντικό είναι να μαζέψουμε τα περισσότερα . Είναι επτά συνολικά .
- θα κάνω ό,τι μπορώ αρχόντισσα μου
-Είχαμε κανένα νέο από το αντίπαλο στρατόπεδο ?
-Τους συνάντησα εδώ στην Κεφαλλονιά αρχόντισσα μου ,τον Κάσπιαν μαζί με την Μοργκάνα .
-Αν είναι εδώ ,έχει καλώς . Αυτό σημαίνει ότι μας μένει περισσότερος χρόνος . Λοιπόν ,μελέτησε τον και ξεκίνα να εφαρμόζεις όσα σου είπα . Και μην πεις κουβέντα στην Τιτάνια . Η καλύτερη πολεμίστρια μου και δεν μπόρεσε να εμποδίσει αυτήν την καταστροφή να συμβεί αν και είναι ένα σημαντικό πιόνι για την μάχη . Αυτός είναι και ο λόγος που δεν την σκοτώνω ούτε έχει χάσει το αξίωμα της προς το παρόν . Φρόντισε να σταθείς αντάξιος αυτής της τιμής .
Ο Ντράκο πήρε την περγαμηνή και αφού την τύλιξε σε ένα ρολό την έβαλε μέσα στο θηκάρι που κρεμόταν από την δεξιά μεριά της ζώνης όπου φυλούσε το αγαπημένο του σπαθί. Η περηφάνια έκανε το στήθος του να φουσκώσει και ένα λαμπερό χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη του .
-Σας ευχαριστώ πολύ για την εμπιστοσύνη και την ευκαιρία αρχόντισσα μου . Θα σας ενημερώσω σαν έχω νεότερα.
-Στο καλό Ντράκο .
Μόλις ο Ντράκο βγήκε από το γραφείο της ,έσκυψε και έβγαλε από ένα ντουλάπι ένα μεγάλο μπρούντιζο σκεύος με ανάγλυφα σχέδια και ρούνους . Έριξε εκεί μέσα χώμα , τρεις τούφες από τα μαλλιά της και ρινίσματα φεγγαρόπετρας . Έκλεισε τα μάτια της φέρνοντας στο μυαλό της την μορφή του άντρα που είχε αφιερώσει την καρδιά του σε εκείνη .
Κάποτε ήταν θνητός ,όμως μια προδοσία και ένα δάγκωμα από λυκάνθρωπο τον έκαναν να μισήσει για πάντα τα μαγικά πλάσματα και τους ανθρώπους εκτός από την φυλή των γοργονανθρώπων η οποία τον είχε σώσει όταν οι εγκληματίες τον είχαν τυλίξει λιπόθυμο και αιμόφυρτο με κουβέρτες και σκοινιά πετώντας τον στην θάλασσα .
Άπλωσε τις παλάμες της και γαλάζιες φλόγες εμφανίστηκαν οι οποίες αργά και βασανιστικά έκαιγαν τα δάχτυλα της κάνοντας την να μορφάσει από τον πόνο.
-Βίκτωρ ,σε καλεί η βασίλισσα σου πρόφερε με έναν απόκοσμο τόνο στην φωνή της . Βιβλία πέταξαν γύρω της και μπουκαλάκια έσκασαν στον τοίχο λερώνοντας τους ενώ τα έγγραφα άνοιξαν και έπεσαν επάνω στο πάτωμα . Ο θόρυβος ήταν εκκωφαντικός ενώ η φωτιά ολοένα και μεγάλωνε με τις φλόγες να καταπίνουν τα μαυρισμένα της δάχτυλα .
Ώσπου φάνηκε ένα πρόσωπο μέσα από τις γαλάζιες φλόγες χαμογελώντας λοξά .
-Χαίρομαι που με κάλεσες Βασίλισσα μου .
Η Βασίλισσα χαμογέλασε ενώ τα μάτια της είχαν αποκτήσει ένα ανοικτό γαλάζιο χρώμα που κλείδωσε στα δικά του που είχαν πάρει ένα κεχριμπαρένιο γεμάτο δίψα για αίμα .
Ο Ντράκο βγήκε στον σκοτεινό διάδρομο και ξεκίνησε να κολυμπά προς την έξοδο του βασιλικού παλατιού όταν ένιωσε κάποιον να αρπάζει το μπράτσο του . Το καστανό αγριεμένο βλέμμα του έπεσε επάνω στο ανήσυχο βιολετί της Τιτάνια. Αυστηρά κοίταξε τα δάχτυλα της που έσφιγγαν το μπράτσο του με την Τιτάνια να το μαζεύει χωρίς ωστόσο να διακόψει την οπτική επαφή. Είχε μαζέψει τα μπλε μαλλιά της σε μια ίσια αλογοουρά που έπεφτε βαριά στην γυμνασμένη της πλάτη αναδεικνύοντας ακόμη περισσότερο τις σκληρές γωνίες του προσώπου της . Κάτω από τα μάτια της διακρίνονταν μαύροι κύκλοι αϋπνίας .
- Τι σου είπε ?ρώτησε με έκδηλη αγωνία .
-Μου είπε ότι σύντομα θα σε καλέσει να μιλήσετε ιδιαιτέρως για μια επείγουσα αποστολή της είπε ψέματα σφίγγοντας τα δόντια για να κρατήσει το χαιρέκακο γέλιο του σαν είδε μια σπίθα χαράς να φωτίζει τα βιολετί μάτια της.
-Επιτέλους ,είχα μπαφιάσει να ασχολούμαι με τον έλεγχο του προσωπικού του παλατιού και με την εκπαίδευση της κάθε ανεμοδαρμένης που πρέπει να τους επαναλαμβάνω κάθε φορά πώς να χρησιμοποιούν το σπαθί τους σωστά σε σχηματισμό μάχης ! Ξεφύσηξε αγανακτισμένη βάζοντας τα χέρια στην μέση της .
-Τι περίμενες ,στρατηγός δεν είσαι ?η δουλειά σου αυτή είναι . Πηγαίνω στο σπίτι ,θα έρθεις ?
-Μπα θα μείνω εδώ στα διαμερίσματα μου . Ξέρεις άλλωστε ότι δεν πατάω εκεί εκτός και αν είναι απόλυτη ανάγκη .
Κρυμμένη μέσα στις σκιές του παλατιού ,η Θέτις άκουγε και έβλεπε σημειώνοντας στο μυαλό της κάθε πληροφορία.Ακολούθησε τον Ντράκο ενώ μετατράπηκε σε άμμο έρποντας σαν σαύρα πίσω από τα βήματα του πολεμιστή κρατώντας την αναπνοή της . Τον ακολούθησε στη διαδρομή του ως το σπίτι της Τιτάνια βλέποντας τον να συνομιλεί μαζί με μια κοπέλα με λευκά μαλλιά που ξάπλωνε στην άμμο . Ύστερα έφυγε πηγαίνοντας προς το πέτρινο κτίριο με την κοπέλα να κοιτά παραξενεμένη την θάλασσα καθώς της φάνηκε πως είδε μια διάφανη γυναικεία μορφή φτιαγμένη από αφρό και ύδωρ να την κοιτά στοργικά .
-Έλα μαζί μου κορίτσι άκουσε μέσα στο μυαλό της . Έλα μην φοβάσαι είμαι φίλη .
-Πώς με ξέρεις
-Ω Έλα τώρα όλη η κοινωνία του νησιού έχει βουίξει με την απώλεια μνήμης της Μαρίας ,της γυναίκας που φτιάχνει γλυκά σε ένα κεντρικό μαγαζί τόσο που δεν θυμάται την κόρη της η οποία όλως περιέργως έχει εξαφανιστεί . Πολλές συμπτώσεις μαζεμένες και οι στεριανοί φτιάχνουν τα δικά τους σενάρια . Πλέον δεν αφήνουν τις κόρες τους κοντά στην θάλασσα ούτε καν για βόλτα . Είσαι η Λευκοθέα σωστά ?
-Εγώ είμαι ναι . Θα με πας στην Υακίνθη και στον Κάσπαρ
Ένα αχνό γέλιο γέμισε τα αυτιά της .
-Κάσπιαν βρε όχι Κάσπαρ .Αλλά ναι θα σε πάω στο σπίτι που πάει η αρχόντισσα Μοργκάνα . Κατάγομαι βλέπεις από φυλή πολεμιστριών και είμαι εδώ με δική της εντολή .
Η Λευκοθέα δεν περίμενε άλλη εξήγηση . Περπάτησε μέσα στην θάλασσα παρόλο που ένιωθε τα πέλματα της να βουλιάζουν στις πέτρες και στην απαλή άμμο . Δεν την ένοιαζε που τα ρούχα της μουσκεύονταν ούτε τα τσιμπήματα στην φουσκωμένη της κοιλιά που ένιωθε . Τόσο καιρό ευχόταν να φύγει και τώρα που ήταν η ευκαιρία της σίγουρα δεν θα την άφηνε να γλιστρήσει μέσα από τα χέρια της . Έπιασε το απλωμένο χέρι της διάφανης παρουσίας και η Θέτις την έκλεισε μέσα σε μια διάφανη μπάλα που μπορούσε να αναπνέει και κρατώντας την από το χέρι ,οι δύο τους έγιναν άνεμος ,άμμος και σκόνη .
Στα βάθη του ωκεανού ένας εκκωφαντικός κρότος ακούστηκε με τον καθρέπτη της λησμονιάς να σκορπά τα γυαλιά του με μαύρο καπνό να βγαίνει από το εσωτερικό του .
Η Μαρίλια δεν υπήρχε πια .Το μόνο που απέμενε ήταν ένα μικρό βουναλάκι λευκή άμμο που τα ρεύματα το σκόρπισαν στα φύκια και στις πέτρες της φυλακής της .
Ο ήλιος είχε σηκωθεί πια για τα καλά στέλνοντας την καλημέρα του στον κόσμο . Έδιωξε την πρωινή υγρασία από το γρασίδι ενώ τα πουλιά ξετρελαμένα από την χαρά τους του αφιέρωναν το πιο όμορφο τραγούδι τους . Ο ουρανός είχε πια ένα ανοικτό γαλάζιο χρώμα με μικρά λευκά σύννεφα διώχνοντας έτσι το σκοτάδι και την βροχή της προηγούμενης νύχτας.
Οι αχτίδες που έμπαιναν μέσα από τα παράθυρα ζέσταιναν τα πατώματα των αρχοντικών . Οι παιχνιδιάρικες ηλιαχτίδες εισχώρησαν από τις γρίλιες των κλειστών παντζουριών ενοχλώντας τα κλειστά βλέφαρα της Κοραλλίας η οποία άνοιξε τα μάτια της πιάνοντας ερευνητικά με τα χέρια της το αφράτο μεγάλο στρώμα του μονού κρεβατιού . Ανασηκώθηκε με τρόμο ωστόσο όταν είδε την ώρα και την ημέρα από το κινητό της τηλέφωνο ,έβγαλε έναν αναστεναγμό ανακούφισης και σηκώθηκε για να ξεκινήσει την μέρα της . Τα Σαββατοκύριακα ανέκαθεν ήταν μια μικρή γιορτή για Κοραλλία ,Υακίνθη και Κρυσταλλία οι οποίες απολάμβαναν τον ελεύθερο χρόνο τους με την οικογένεια τους μακριά από τις υποχρεώσεις των εργασιών τους οι μεγαλύτερες και του σχολείου η μικρότερη. Αφού έκανε τα απαραίτητα στο μπάνιο ,η Κοραλλία φόρεσε μία ροδακινί φόρμα και ένα λευκό φούτερ με μια στάμπα ενός ζευγαριού μονόκερων σε σχήμα καρδιάς ,μάζεψε τα καστανόξανθα μακριά της μαλλιά σε μια περιποιημένη αλογοουρά και κατέβηκε τρέχοντας τα μαρμάρινα σκαλοπάτια με τις κάλτσες της να γλιστρούν ελαφρώς από το σφουγγαρισμένο μάρμαρο. Ήξερε πως για να υπάρχει τόση ησυχία ,οι δύο τους έλειπαν σε βόλτα κάτι που όχι μόνο δεν την πείραξε ίσα ίσα της πρόσφερε άπλετη χαρά . Προχώρησε προς την μεγάλη σάλα με τα ψηλά παράθυρα με τις ροζ κουρτίνες και τους κρυστάλλινους πολυέλαιους εκεί όπου μια φορά και έναν καιρό η Μαρίλια και ο Ανδρέας έκαναν δεξιώσεις όπου προσκαλούσαν πλήθος κόσμου ,εκεί είχε λάβει χώρα η γιορτή της γέννησης της ίδιας και της Υακίνθης. Πλέον είχε μετατραπεί σε καθιστικό με πορτοκαλί τοίχους,ένα μεγάλο λευκό χαλί να σκεπάζει το μαρμάρινο πάτωμα ενώ μια τηλεόραση και ένα σιντι-πλέιερ ήταν τοποθετημένα στην κορυφή ενός δρύινου επίπλου όπου τα γυάλινα ντουλάπια του φιλοξενούσαν ποτά ,χυμούς ,σακούλες με πατατάκια , ξηρούς καρπούς αλλά και ταινίες .
Ένα μεγάλο τετράγωνο τραπέζι και γύρω του πέντε -εξι πολύχρωμες μαξιλάρες με μια μεγάλη τραπεζαρία με δρύινες καρέκλες στο βάθος αποτελούσαν όλη όλη την επίπλωση ενώ μια συρόμενη ξύλινη πόρτα χώριζε το σαλόνι από την πλήρως εξοπλισμένη κουζίνα την οποία αφού της έριξαν ένα γερό καθάρισμα αποφάσισαν να την κρατήσουν στο ακέραιο αγοράζοντας μόνο μεγάλο ψυγείο και καφετιέρα καθώς οι δύο αδελφές δεν άλλαζαν με τίποτε τις συνήθειες τους .
Στην αγαπημένη της κουζίνα έμπαινε τώρα χαρούμενη η Κοραλλία . Η μαγειρική ήταν μια διαδικασία που απολάμβανε και την ηρεμούσε ταυτόχρονα με την σειρά των υλικών που έπρεπε να ακολουθήσεις ,την προσοχή σε μικρές λεπτομέρειες όπως οι δοσολογίες και ο χρόνος ψησίματος αλλά και την τέχνη του να βάζεις όλο σου το μεράκι και την αγάπη μέσα σε αυτό χωρίς να το φτιάχνεις από αγγαρεία . Στα μάτια της φάνταζε ολόκληρη τέχνη και ένιωθε βαθιά θλίψη στην σκέψη ότι δεν μπορούσε να σπουδάσει το αντικείμενο που λάτρευε ούτε να λάβει ιδιαίτερα μαθήματα που θα της πρόσφεραν μια πιστοποίηση γιατί όσα λεφτά κέρδιζαν Υακίνθη και Κοραλλία ,πήγαιναν στον κλειστό λογαριασμό της Κρυσταλλίας στην τράπεζα για τις σπουδές της. Έτσι ,συμβιβαζόταν στο να δουλεύει στο μαγειρείο της πόλης βάζοντας στην άκρη τα δικά της τα όνειρα και τις φιλοδοξίες χωρίς ποτέ να εξωτερικεύει το παράπονο της αυτό.
Έμεινε στην κουζίνα μέχρι οι δείκτες του ρολογιού να δείξουν μια η ώρα το μεσημέρι. Στο διάστημα αυτό ,είχε ετοιμάσει κοτόπουλο στο φούρνο μαζί με πατάτες ,τσιγάρισε λαχανικά με μπόλικη ρίγανη και αλάτι ,έκοψε σαλάτες ενώ έφτιαξε μπισκότα με σοκολάτα και τιραμισού . Οι μυρωδιές ήταν υπέροχα ανακατεμένες η μία με την άλλη τόσο που από τα υπόλοιπα σπίτια πήραν μια βαθιά ανάσα για να ευχαριστηθούν την οσμή του φαγητού.
-Η θεία σου μεγαλούργησε πάλι στην κουζίνα φαίνεται είπε η Υακίνθη που στο ένα χέρι κρατούσε την Κρυσταλλία η οποία χαμογελούσε και ταυτόχρονα σήκωνε ψηλά την μύτη της για να μαντέψει το φαγητό από την μυρωδιά και στο άλλο κρατούσε μια διάφανη σακούλα με μια σακούλα ,ένα δώρο που προοριζόταν για την αδελφή της .
Η Κρυσταλλία άφησε το χέρι της μητέρας της ξεκινώντας να τρέχει πάνω στο πεζοδρόμιο με την Υακίνθη να την παρακολουθεί χαμογελώντας να μπαίνει στο μονοπάτι του αρχοντικού που οδηγούσε στην είσοδο με τα μαλλιά της να σχηματίζουν ένα χρυσό σύννεφο καθώς έτρεχε με βιασύνη . Άκουσε μια χαρούμενη τσιρίδα και είδε την κόρη της να ανοίγει τα μικρά της χέρια να προσπαθούν να αγκαλιάσουν τον Κάσπιαν και την Μοργκάνα που είχαν εμφανιστεί στο κατώφλι .
Η Κοραλλία άκουσε την μικρή και άνοιξε για να έρθει αντιμέτωπη με την παρουσία των γοργονανθρώπων που είχε συναντήσει στην μάχη μα τώρα ήταν η ευκαιρία της να τους γνωρίσει καλύτερα υπό κανονικές συνθήκες. Θυμόταν τον άντρα με τα κατάξανθα μαλλιά και τα μάτια που έμοιαζαν με ανταριασμένη θάλασσα Ο Κάσπιαν φορούσε ένα γαλάζιο πουκάμισο που ταίριαζε με την επιδερμίδα του μαζί με ένα λευκό παντελόνι ενώ ήταν ξυπόλητος. Από την άλλη μεριά ,η εκθαμβωτική Μοργκάνα έκλεβε με την παρουσία της τις εντυπώσεις καθώς ήταν ντυμένη με την πανοπλία με τα όπλα της να αστράφτουν στο φως του ήλιου θαμπώνοντας τα μάτια της ενώ τα λεπτά σκοινιά των σανδαλιών της τύλιγαν τους αστραγάλους της με τα χρυσαφένια της μαλλιά να πέφτουν μπερδεμένα στους ώμους και την πλάτη της κάνοντας ζωντανή αντίθεση με την ελαφρώς μαυρισμένη της επιδερμίδα. Έμοιαζε λες και οι δύο τους είχαν επιστρέψει από κολύμπι στην θάλασσα καθώς τα μαλλιά τους ήταν βρεγμένα ενώ είχαν μια γλυκόξινη μυρωδιά ιδρώτα και ψημένου αλατιού.
-Περάστε τους είπε παραμερίζοντας για να τους κάνει χώρο να περπατήσουν μέσα στον διαδρομο
-Αφήστε μέσα τα παπούτσια σας. Είμαστε σχετικά καινούργιες στην γειτονιά και δεν θέλουμε μπλεξίματα με τους γείτονες ούτε να μας πιάσουν στο στόμα τους .
Οι ξένοι υπάκουσαν στην πρόταση της ενώ η Κρυσταλλία τους κοιτούσε μαγεμένη . Ήταν πολύ χαρούμενη που τους έβλεπε ξανά ωστόσο καθώς ο Κάσπιαν,η Μοργκάνα και η Κοραλλία περνούσαν τον διάδρομο για να πάνε στο σαλόνι η Κρυσταλλία άφησε ελάχιστα ανοιχτή την κεντρική πόρτα για να έρθει η μητέρα της.
-Να μας συγχωρείτε για την αναστάτωση είπε η Μοργκάνα λαχανιασμένη αλλά δυστυχώς δεν είχαμε και πολλές επιλογές ένδυσης ,ερχόμαστε απευθείας από θαλάσσια μάχη .
-Κατανοητό . Είμαι η Κοραλλία η αδελφή της Υακίνθης . Είπε και της συστήθηκε απλώνοντας το χέρι της. Για κάποιον περίεργο λόγο ,της έβγαζαν κάτι το οικείο. Δεν αισθανόταν ντροπή που ήταν με μια λερωμένη ποδιά.
-Είμαι η Μοργκάνα αρχηγός των γυναικών πολεμιστριών του Χρυσού Τάγματος . Είπε η ξανθιά καλλονή πιάνοντας το απλωμένο χέρι της Κοραλλίας . Η χειραψία σταθερή και ζεστή . Κοιτώντας την πιο προσεκτικά ,η Κοραλλία θα ορκιζόταν ότι αντίκριζε μπροστά της μια Αμαζόνα .
Είμαι ο Κάσπιαν συστήθηκε απλά χωρίς φανφάρες ενώ πήρε το χεράκι της μικρής Κρυσταλλίας κάνοντας την μια στροφή γύρω από τον εαυτό της με την Κρυσταλλία να αγκαλιάζει τα ψηλά του πόδια. Με απορία ,ο Κάσπιαν την είδε να γράφει κάτι στο μικρό σημειωματάριο ,να κόβει ένα χαρτάκι και να του το δίνει.
-Γιατί γράφει στο σημειωματάριο?Είναι κάποιου είδους παιχνίδι αυτό ?ρώτησε σμίγοντας τα κατάξανθα φρύδια του .
-Αν είναι παιχνίδι της μοίρας είναι κακόγουστο . Απάντησε η ψυχρή φωνή της Υακίνθης που άφησε πάνω στο τραπεζάκι τα πράγματα της . Τέσσερα ζευγάρια μάτια την κοίταξαν ξαφνιασμένοι από την αθόρυβη παρουσία της .
- από τότε που έγινε η μάχη στην Κεφαλλονιά, η μικρή δεν μπορεί να μιλήσει . Έχει ξεκινήσει και σχολείο .... Τόσο εκεί όσο και εδώ επικοινωνεί με το σημειωματάριο της.
-Κοριτσάκι μου ,θα περάσει να είσαι σίγουρη.
-Συγγνώμη που διακόπτω είπε η Μόργκαν ανυπόμονα μήπως μπορείτε να μας φιλοξενήσετε ?
Ο Κάσπιαν και εγώ είμαστε αρκετά κουρασμένοι ,συζητάμε αργότερα . Είπε κοφτά αλλά ευγενικά με την Κοραλλία να συμφωνεί πιάνοντας την απαλά από τον αγκώνα ωθώντας την στο διάδρομο με τον Κάσπιαν να τις ακολουθεί .
Η Κοραλλία τους οδήγησε στο ξενώνα όπου υπήρχαν δύο κρεβάτια στρωμένα με κίτρινα σεντόνια και στην μέση ένα κομοδίνο πάνω στο σανιδένιο πάτωμα που ήταν ντυμένο με φλοκάτες ,ενώ το γλυκό αεράκι έφερνε τις ευωδιές των λουλουδιών από τα ανοιχτά παράθυρα που ωστόσο δεν είχαν κουρτίνες ενώ υπήρχε και ένα ευρύχωρο εσωτερικό μπάνιο. Αφού τους έφερε πετσέτες ,τους άφησε μόνους .
Πάνω στην ώρα χτύπησε το κουδούνι ταράζοντας την Κοραλλία .
-Τι στο καλό ολόκληρη συνοδεία έχουν ?
Ένα γέλιο ανταποκρίθηκε στα λόγια της καθώς η Υακίνθη άνοιξε την πόρτα βρίσκοντας στο κατώφλι της την Λευκοθέα. Για λίγο τα μάτια τους συναντήθηκαν πριν η δεύτερη λιποθυμήσει στην αγκαλιά της Υακίνθης η οποία την έσυρε από τις μασχάλες μέσα στο σπίτι με την Κοραλλία να κρατά τις ερωτήσεις για τον εαυτό της καθώς δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή . Έτρεξε και έφερε μια κουβέρτα και σκέπασε την κοπέλα που μπορούσε να διακρίνει ότι είναι έγκυος ενώ η Κρυσταλλία παρακολουθούσε τις εξελίξεις τρώγοντας τα νύχια της από το άγχος της χωρίς να ξέρει αν μπορούσε να βοηθήσει κάπου . Έφερε από την κουζίνα μια κανάτα με νερό και πήγε στο δωμάτιο της . Έτσι όπως ήταν κουρασμένη από την βόλτα ,ο ύπνος την πήρε αμέσως.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro