Κεφάλαιο 11
Η Κοραλλία ήταν σκυμμένη μπροστά από το παρτέρι με τις τριανταφυλλιές κλαδεύοντας και ποτίζοντας τες. Τις καμάρωνε σαν παιδιά της ενώ απολάμβανε την ζέστη και τα χάδια του ήλιου στο πρόσωπο της . Τα μικρά λευκά και κόκκινα μπουμπούκια με τους λεπτούς μίσχους σε λίγο καιρό θα άνοιγαν τα πέταλα τους .
Η Μόριγκαν παρατηρούσε τις αέρινες κινήσεις της , τον τρόπο που τα εφαρμοστά ρούχα κολάκευαν τις καμπύλες του κορμιού της ενώ ένιωθε ένα παράξενο συναίσθημα στην κοιλιά της και ένα χαμόγελο άνθισε στα χείλη της . Δεν ήξεραν τίποτα η μία για την άλλη. Άλλωστε δεν είχαν προλάβει να μιλήσουν για πολλά πράγματα πέραν της στρατηγικής που θα ακολουθούσαν.
Η σκληροτράχηλη στρατηγός που παρά την ζέστη φορούσε μια μακρυμάνικη μπλε μπλούζα και ένα λευκό τζιν αποφάσισε να την πλησιάσει . Τα γυμνά πέλματα της τής επέτρεπαν να πλησιάζει σιγά - σιγά το κορίτσι που της είχε κλέψει την καρδιά.
Άπλωσε τα δάχτυλα της χαϊδεύοντας απαλά την μέση της με την Κοραλλία να γυρνάει με χαμόγελο . Αντίκρισε μπροστά της την στρατηγό στην πιο απλή της μορφή : τα ξανθά μαλλιά της ήταν μαζεμένα σε μια αλογοουρά ενώ ήταν ντυμένη απλά χωρίς κοσμήματα και χωρίς όπλα ενώ ο ήλιος φώτιζε τα πανέμορφα γαλάζια μάτια της.
««Καλώς την ! Πώς είσαι ? »»την καλωσόρισε η Κοραλλία με ένα γλυκό χαμόγελο.
««Καλά είμαι . Απλώς ήρθα να κάνω μια βόλτα . »»
««Καλά έκανες . Δεν μου λες ,δεν σκας με αυτά τα ρούχα ?»»
««Η θερμοκρασία των γοργονανθρώπων διαφέρει από την δική σας. Οι γοργονάθρωποι έχουν παγωμένα χέρια όλους τους μήνες του χρόνου. Η φύση μας προίκισε έτσι για να αντέχουμε τις χαμηλές θερμοκρασίες ακόμη και πολικές . Σπάνια βγαίνουμε από την θάλασσα για να δούμε τον ουρανό και τον ήλιο . »»τα τελευταία της λόγια έκρυβαν και μια θλίψη κοιτώντας τον καταγάλανο ουρανό .
««Αλήθεια , τι υπάρχει στα βάθη των ωκεανών ? »»
««Τρομερά πλάσματα ,σκοτάδι και έλλειψη οξυγόνου . Η θάλασσα εγκυμονεί πολλούς κινδύνους πόσο μάλλον οι ωκεανοί.Καλύτερα να μην ψάχνετε σε μέρη που δεν ξέρετε αν υπάρχει διέξοδος ή όχι . Έχω χάσει πολλούς φίλους από διάφορες αποστολές εκεί . »»
«« Εσύ γεννήθηκες γοργόνα ?»»
««Εγώ και η Τιτάνια είμαστε υβρίδια . Μητέρα γοργόνα και πατέρας άνθρωπος . Μεγαλώσαμε πολύ φτωχικά . Η μητέρα μου ήθελε να με παντρέψει με κάποιον άρχοντα της θάλασσας αφού πρώτα μας τάιζε με παραμύθια για το κακό που θα μας προκαλούσε ο ήλιος και οι άνθρωποι. Εγώ δεν την άφησα . Πήγα και κοιμήθηκα με έναν φίλο μου . Όταν της είπα ότι η παρθενιά μου είχε χαθεί , έφαγα γερό ξύλο . Με παράτησε στην αποθήκη με χειροπέδες από πράσινο μέταλλο για να μην μπορώ να ξεφύγω με την μαγεία μου χωρίς φαγητό και νερό .Ο πατέρας μου πάντα ήταν αδύναμος και δούλευε σαν σκλάβος ποτέ δεν ασχολήθηκε με καμία από τις κόρες του . Η Τιτάνια ήταν εκείνη που μου έβγαλε τις χειροπέδες όταν άκουσε τα σχέδια της μητέρας μου με ξόρκισε να φύγω και να μην γυρίσω ποτέ πίσω. Βούτηξα στην θάλασσα και μεταμορφώθηκα σε γοργόνα . Η βασίλισσα Μαρίλια μου φέρθηκε σαν κόρη της ,με πήρε κοντά της και με προστάτεψε από τους κακόβουλους ψιθύρους . Έτσι γνωρίστηκα και με τον Κάσπιαν . Που να φανταστώ ότι χρόνια αργότερα θα πολεμούσα την ίδια μου την αδελφή που έγινε ένα τέρας από την μαύρη μαγεία που κατέκλυσε κάθε κύτταρο του κορμιού της και από την επιρροή της γυναίκας που είχα την ατυχία να με γεννήσει. »»
Όση ώρα η Μόριγκαν αφηγούνταν την ιστορία της ,η Κοραλλία είχε πάψει την δουλειά της κοιτώντας την με θαυμασμό . Είχε επιβιώσει από τόσο άσχημες καταστάσεις και παρόλα αυτά στιγμή δεν είχε χάσει ούτε την γενναιότητα ούτε το χαμόγελο της. Πίκρα έσταζε η φωνή της μα τα αλμυρά ρυάκια παρέμειναν καλά κλεισμένα. Η Κοραλλία την αγκάλιασε με την Μόριγκαν να περνά τα χέρια της γύρω από την πλάτη της σφίγγοντας την πάνω στο γεροδεμένο κορμί της.
««Είσαι πολύ δυνατή . Κατάφερες να αντέξεις χωρίς ποτέ να παρασυρθείς ούτε από την κακία της μητέρας σου ούτε από το δέλεαρ της μαύρης μαγείας . Μην κατηγορείς τον εαυτό σου για την κατάληξη της Τιτάνια . Επιλογή της ήταν να παραμείνει στο σπίτι ,επιλογή της ήταν να ακολουθήσει την Έριδα και επιλογή της ήταν να πάρει μεγαλύτερη μαγεία από όσο μπορεί να διαχειριστεί . Ο όμοιος άλλωστε τον όμοιο γυρεύει. Η μαγεία είναι σαν μια τραμπάλα. Η κακία προσελκύει το σκοτάδι . Το φως καλεί την αγάπη και η αγάπη την ευτυχία . »»
Η Κοραλλία με την σειρά της εξομολογήθηκε την δική της ιστορία . Για τον υπέροχο πατέρα που έχασε πολύ νωρίς ,την αδελφή της που η ζωή τις χώρισε μα όταν την ξαναβρήκε μαζί με την Κρυσταλλία ένιωσε ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος στον κόσμο. Δεν επιθυμούσε στο μέλλον να κάνει δικά της παιδιά . Ήθελε μόνο να αγαπήσει και να αγαπηθεί. Της είπε για τα πρόσφατα γεγονότα και τις υποψίες της για την Λευκοθέα με τη Μόριγκαν να την ακούει με ενδιαφέρον . Τέλος η Κορραλία την κάλεσε να έρθει στην βιβλιοθήκη και έπειτα στον παραμελημένο οικισμό που βρισκόταν στην άκρη της πόλης.
Ένα διαπεραστικό κορνάρισμα διέκοψε την συζήτηση των δύο γυναικών . Το σχολικό σταμάτησε στο δρόμο και τα παιδιά σκόρπισαν για να πάνε στα σπίτια τους . Μια σπρωξιά από ένα αγόρι έστειλε την Κρυσταλλία στην άσφαλτο ενώ εκείνος την κορόιδευε με γκριμάτσες φωνάζοντας της ότι ήταν μουγκή.
Η Κρυσταλλία σηκώθηκε και αγνοώντας τις φωνές της Μόριγκαν και της Κοραλλίας που είχαν διακρίνει τι συνέβαινε τρέχοντας προς την πόρτα του κήπου και τον δρόμο . Το προσωπάκι της μικρής είχε κοκκινίσει από θυμό ενώ τα μάτια της σκέπασε μια γαλάζια λάμψη .
Την ίδια ώρα ,η Λευκοθέα σφάδαζε από τους πόνους ρίχνοντας σιωπηλές κατάρες . Το μωρό έφευγε από μέσα της και η ίδια κρατούσε με τις ιδρωμένες της παλάμες τα σεντόνια . Το εσωτερικό των μηρών της είχε γεμίσει με το άλικο υγρό και το δωμάτιο με την μεταλλική οσμή του αίματος και την ταγκή μυρωδιά του ιδρώτα. Σηκώθηκε με κόπο και περπάτησε ως το μπάνιο αφήνοντας σταγόνες αίματος να λερώσουν το χαλί ενώ πέταξε τα εσώρουχα και την λερωμένη νυχτικιά μέσα στο πλυντήριο Κάθισε στην τουαλέτα . Υγρό ,αίμα και κομμάτια της ζωής που δεν πρόλαβε να δει τον κόσμο ούτε να γνωρίσει την μητέρα του γέμισαν την λεκάνη με την Λευκοθέα να νιώθει ότι άδειασε από συναισθήματα. Έπλυνε τα χέρια της και περπάτησε στο κέντρο του δωματίου .
««Σε παρακαλώ μην αφήσεις ξανά κανέναν να δει την δυστυχία μου »»είπε και ολόγυμνη σήκωσε τις παλάμες της . Ο αέρας που φύσηξε μέσα στο δωμάτιο εξαφάνισε κάθε ίχνος αίματος και ιδρώτα ακόμη και τα κομμάτια του μωρού της. Όλα επανήλθαν στην πρότερη τους κατάσταση . Η Λευκοθέα κοίταξε με έκπληξη τις παλάμες της όπου στα δάχτυλα της αιωρούνταν ένα ασημί χρώμα . Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη ακουμπώντας την πρησμένη άδεια κοιλιά παρατηρώντας τις ουλές στα μπράτσα και την πλάτη της. Βελόνες ένιωθε ότι τρυπούσαν το κεφάλι της . Η νεοαποκτηθείσα μαγεία κάτι προσπαθούσε να της πει.
««Δείξε μου »» ψιθύρισε .
Και τότε είδε την Κρυσταλλία να μάχεται με λύσσα για την τιμή της ενώ η Μόριγκαν και η Κοραλλία πάλευαν επί ματαίω να χωρίσουν τα δύο παιδιά που είχαν γίνει ένα κουβάρι στο δρόμο . Η Κρυσταλλία είχε αρπάξει από τα μαλλιά το αγόρι και τα νύχια της μπήγονταν πότε στα μάγουλα και πότε στον αυχένα του ενώ εκείνος ενώ εκείνος την έβριζε αισχρά και τύλιξε τα χέρια του γύρω από τον λαιμό της στερώντας λίγο λίγο το οξυγόνο. Τα δάχτυλα της Λευκοθέας απλώθηκαν κόντρα στο παράθυρο του δωματίου της καλώντας τον άνεμο να προστατέψει το κορίτσι που είχε ορκιστεί να προστατεύει .Δυνατός άνεμος τάραζε την πλάση παγώνοντας μέχρι το κόκαλο τους παρευρισκόμενους.
Το αγοράκι έπεσε πίσω με την πλάτη του να ακουμπά την άσφαλτο με ισορροπημένη δύναμη καθώς η Λευκοθέα δεν ήθελε να το σκοτώσει κιόλας . Η Κρυσταλλία μπόρεσε να ανασάνει ενώ η Μόριγκαν την σήκωσε στην αγκαλιά της.
Η Λευκοθέα έπεσε εξαντλημένη στο κρεβάτι . Το κεφάλι της πονούσε ενώ το στομάχι της γουργούριζε. Αποφάσισε να κάνει ένα ζεστό μπάνιο και να κατέβει στην κουζίνα . Έπρεπε να αντιμετωπίσει το πεπρωμένο της και όχι να κρύβεται πίσω από το μέλλον μιας οικογένειας της οποίας καταλύτης θα ήταν και οι δικές της δυνάμεις.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro