Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Κεφάλαιο 9

Ο Φρίντριχ ήπιε μονορούφι το τρίτο ποτήρι ουίσκι με βουβά δάκρυα να κυλούν από τα γκριζογάλανα μάτια του από το θέαμα που αντίκρισε προ ολίγων λεπτών. Είχε πιστέψει ότι βρήκε την αληθινή αγάπη στο πρόσωπο της Νανάς που τον είχε σκλαβώσει με την αθωότητα της, την μελαγχολία της, τα γέλια της, τα αστεία της... Δεν χωρούσε ούτε η καρδιά του ούτε ο νους του την προδοσία της έτσι κατέφυγε για άλλη μια φορά στην εύκολη αλλά καταστροφική λύση του αλκοόλ.
Είχε ξεφορτωθεί την μαύρη στολή των Ες - Ες αφήνοντας την πεταμένη στο μαρμάρινο δάπεδο του σαλονιού φορώντας μόνο ένα λευκό πουκάμισο μαζί με τζιν με τα γυμνά του πέλματα να ακουμπούν το πάτωμα καπνίζοντας αφηρημένα ένα τσιγάρο κοιτώντας την κόκκινη ταπετσαρία του τοίχου απέναντι του.
Το μάτι του έπεσε αγριεμένο επάνω της κουνώντας αηδιασμένος το κεφάλι του με τον εαυτό του. Του ερχόταν να την πετάξει στο τζάκι που λαίμαργα έτρωγε τα ξύλα όμως ήξερε πως αν το έκανε οι συνέπειες θα ήταν δυσάρεστες. Το ανταριασμένο βλέμμα του έπεσε επάνω στην φωτογραφία του ηγέτη της Γερμανίας μέσα σε μια ξύλινη περίτεχνη κορνίζα, δώρο ενός ανώτερου αξιωματικού που υποστήριζε ότι ««κάθε Αριος οφείλει να έχει την εικόνα του ηγέτη του για να θυμάται ποιον υπηρετεί!»»
««Αναθεματισμένε Χίτλερ! Εσύ φταις για όλα! Εξαιτίας σου με έδιωξε ο πατέρας μου! Εξαιτίας σου σκοτώνονται τόσοι άνθρωποι... Σε μισώ!»» ούρλιαξε κάνοντας μια μαχαιριά στο πρόσωπο του Αδόλφου Χίτλερ που δέσποζε πάνω από το τζάκι με το γνωστό ψυχρό βλέμμα παράνοιας. Ο Φρίντριχ το πήρε και το πέταξε στο τζάκι παρακολουθώντας το να καίγεται με ευχαρίστηση σαν να είχε φύγει ένα τεράστιο βάρος από επάνω του.
  Πήρε μια φωτογραφία από ένα συρτάρι κοιτώντας με δάκρυα την οικογένεια του. Την οικογένεια που κάποτε είχε και με δική του πρωτοβουλία πέταξε επειδή πίστεψε τις ιδέες μιας  σάπιας  ιδεολογίας , για έναν ηγέτη λαοπλάνο  και αιμοχαρή που οποιος  δεν ακολουθούσε τις παράλογες προσταγές του κατέληγε στον λάκκο και ενός λαού που τρεφόταν με φωτιά, συνθήματα, παρελάσεις ωδή στην τελειότητα της γερμανικής φυλής και με το αίμα της καρδιάς των μέχρι πρότινος Εβραίων γειτόνων πλήρωσαν την υποτιθέμενη κάθαρση τους.
  Εκεί μέσα στο αγαπημένο του βιβλίο  που περιείχε παιδικά παραμύθια, είχε αποθηκευμένη μια ασπρόμαυρη φωτογραφία στην οποία  βρισκόταν ο ίδιος με την μητέρα του και τα δύο του αδέλφια στον ολάνθιστο κήπο του πατρικού  του σπιτιού στην Βιέννη. Ο ίδιος πρέπει να ήταν γύρω στα δεκαπέντε χρόνων  και κρατούσε αγκαλιά τον τότε οκτάχρονο αδελφό του, Λούντβιχ  ενώ γύρω από τους γεροδεμένους ώμους του είχε τυλίξει τα αφράτα χεράκια της η μικρή του αδελφή, η Λάουρα . Η μητέρα τους, μία ψηλή  γυναίκα με σοκολατένια μαλλιά και καστανά αμυγδαλωτά μάτια, στεκόταν ακριβώς πίσω τους αγκαλιάζοντας τους με στοργή χαμογελώντας πλατιά. Τι όμορφες εποχές και εκείνες... Αγνές.. Χωρίς πόλεμο,τοτε που κοιμόταν στο ίδιο δωμάτιο με τα αδέλφια του και ήταν ευτυχισμένος...
Από τότε που οι σχέσεις πατέρα και γιου χάλασαν με αποτέλεσμα το διωγμό του από το σπίτι του, μόνο η μικρή του η αδελφή και η μητέρα του επικοινωνούσαν μαζί του μέσω γραμμάτων, τουλάχιστον έδειχναν ενδιαφέρον για το άτομο του ενώ ο πατέρας του μαζί με τον μικρό του αδελφό ποτέ δεν ασχολήθηκαν μαζί του. Φοβόταν για τον Λούντβιχ καθώς εκείνος ήταν πάντα πιο αυθόρμητος από εκείνον, πιο ζωηρός, εύκολα έμπλεκε σε καυγάδες αν τον έθιγαν, ήταν ίδιος ο παππούς του που μονίμως φώναζε για τον παραλογισμό της πολιτικής του Χίτλερ. Υποψιάστηκε ότι κάτι πήγαινε στραβά, όταν ο προπονητής μποξ στην ναζιστική στρατιωτική σχολή, τον έπιασε ιδιαιτέρως και τον ρώτησε για τις πολιτικές πεποιθήσεις του παππού, του πατέρα και του αδελφού του. Φυσικά και δεν τους πρόδωσε, δεν θα το έκανε ποτέ, δε θα γινόταν ποτέ ρουφιάνος του ίδιου του του αίματος ακόμη και αν το  καθεστώς υποστήριζε ότι ««οποιαδήποτε κίνηση που δηλώνει ηττοπάθεια ή αντίθεση στον Φύρερ, πρέπει να αναφέρεται.»»
    Πρώτος σταθμός στην φρίκη υπήρξε η Ολλανδία. Εκεί που βίωσε με όλο του το είναι τον παραλογισμό  του κόσμου που στα δεκαοχτώ του υποστήριζε με πάθος χωρίς να φθάνει στο σημείο του φανατισμού . Εκεί όπου σε σπίτια αξιωματικών γίνονταν ομαδικά όργια με άφθονο αλκοόλ και γυμνές γυναίκες,κάποτε  αιχμάλωτες  που  υποχρεώνονταν  να χορεύουν γυμνόστηθες  για προσωπική  διασκέδαση των διεφθαρμένων ενώ αν δεν το έκαναν κατέληγαν νεκρές με μια σφαίρα στο κεφάλι, εκεί όπου τα μαστίγια μαζί με τα βογγητά πόνου των αιχμαλώτων στο γκέτο, τα κλάματα των πεινασμένων παιδιών με τυμπανισμένες κοιλιές, τα παρακάλια των γυναικών να μην πάρουν το παιδί τους για εκτέλεση, όλοι αυτοί οι απαίσιοι ήχοι αποτελούσαν μουσική στα αυτιά των τεράτων, τόσο που έλεγες ότι ο ίδιος ο Διάβολος είχε στείλει τους ακόλουθους του στον επάνω κόσμο. Δεν άντεξε άλλο. Έπαθε νευρικό κλονισμό, είχε αποπειραθεί να αυτοκτονήσει δύο φορές με την τελευταία στιγμή να σώζεται από τον Ροδόλφο, τον αδελφικό του φίλο που είχε πάρει μετάθεση στην Ελλάδα όπως ακριβώς και αυτός.
  Πάνω στην ώρα, άκουσε την βαριά διφυλλη πόρτα της μονοκατοικίας που έμενε να ανοίγει με τα απαλά βήματα της Νανάς να ακούγονται στον χώρο.
««Αγάπη μου?»» άκουσε την απαλή μα κουρασμένη της φωνή να του απευθύνει τον λόγο μα εκείνος δεν απάντησε,μόνο φύσηξε τον καπνό του τσιγάρου στο τζάκι προσπαθώντας να συγκρατήσει τα νεύρα του. Οι γυμνασμένοι του μυς σφιχτήκαν μαζί με το σαγόνι του ωστόσο δεν γύρισε να την κοιτάξει.
««Γιατί δεν μου μιλάς? Συγγνώμη που άργησα. Γιατί κάθεσαι στα σκοτάδια?»» ρώτησε παρατηρώντας το πρόσωπο του που φωτιζόταν μόνο από τις φλόγες του τζακιού. Άλλο φως δεν υπήρχε.
««Γιατί σκοτάδι  ήταν όλη μου η ζωή. Μέχρι που ήρθες εσύ και νόμιζα πως ήσουν ο ήλιος. Αλλά αποδείχθηκες ένα ψέμα και εσύ!»» είπε ήρεμα με μια ένταση να διακρίνεται στα κόκκινα από το κλάμα και το ποτό μάτια του. Το βλέμμα του την τρόμαξε, την σόκαρε τόσο που έκανε δύο βήματα πίσω παρόλο που ο Φρίντριχ παρέμενε καθισμένος.
««Αγάπη μου εγώ...»»
««Μην με ξαναπείς αγάπη μου! Εσύ δεν ξέρεις να αγαπάς, είσαι μια ψεύτρα που μου πούλησε έρωτα! Ή νομίζεις ότι είμαι τόσο μαλάκας που δεν το κατάλαβα? Τι θες από μένα Νανά? Με αγαπάς όντως ή σε θαμπωσαν τα χρήματα που βγάζω ως λοχίας και αποφάσισες να παίξεις μαζί μου με τον χειρότερο τρόπο? Σε είδα Νανά! Σε είδα το κέρατο μου να τρίβεσαι στους ξαναμμένους και δύο κοπέλες, αδικημένες μάλλον από εσένα σου φώναζαν, έσπρωξαν τον στρατιώτη και έφυγαν όπως και εγώ! Πολύ θα ήθελα να μάθω ποιες είναι για να πάω να τις ευχαριστήσω γιατί μου άνοιξαν τα μάτια!»» ούρλιαξε πετώντας το ποτήρι στο πάτωμα. Σηκώθηκε όρθιος και στάθηκε ακριβώς μπροστά σε μια Νανά που τα είχε χάσει από την ταραχή της βάζοντας τα κλάματα από τον τρόμο της. Οι φλέβες του φαίνονταν πιο έντονες από ποτέ και τα μάτια του γυάλιζαν από θυμό.
««Συγγνώμη!»» είπε πνιγμένη στο κλάμα κοιτώντας τον παρακλητικά στα μάτια. Η Νανά πήγε να τον αγκαλιάσει αλλά ο Φρίντριχ την έσπρωξε από τους ώμους.
«« Οποίος  κλαίει φταίει λένε! Σταματα να κλαις σαν μωρό, έτσι δεν λύνονται τα προβλήματα σου! Μάθε να συμπεριφέρεσαι σαν ενήλικας! »» είπε κοιτώντας την έντονα στα μάτια με την Νανά να έχει σκύψει το κεφάλι από την ντροπή της. Ήταν άδικη απέναντι σε έναν άνθρωπο που της είχε σταθεί κερί αναμμένο παίρνοντας την μακριά από την τοξικότητα του πατρικού της σπιτιού, που της αφιέρωνε χρόνο και χώρο και επειδή καβγάδισαν μια φορά, εκείνη πήγε και διέπραξε τέτοιο λάθος.
««Πήγαινε στο δωμάτιο!»» την πρόσταξε μα εκείνη κοντοστάθηκε.
««Και εσύ? Δεν θα έρθεις επάνω? Μαζί μου?»» ρώτησε με αφέλεια αλλά το ειρωνικό γέλιο του Φρίντριχ της ράγισε την καρδιά.
««Αστειεύεσαι έτσι? Φυσικά και όχι! Στον καναπέ θα κοιμηθώ, σε σιχαίνομαι!»» της είπε και εκείνη ανέβηκε κλαίγοντας τις σκάλες κλείνοντας με θόρυβο την πόρτα της κρεβατοκάμαρας τους.
Ο Φρίντριχ κάθισε πάλι στον καναπέ ξεφυσώντας. Τα μάτια του βούρκωσαν σε δευτερόλεπτα ξεκινώντας να κλαίει για άλλη μια φορά όμως δεν ήξερε τον λόγο.
Έκλαιγε για την Νανά? Έκλαιγε για τον φόβο μήπως πάθαινε κάτι η οικογένεια του? Έκλαιγε επειδή δεν έβρισκε διέξοδο από τις ίδιες του τις επιλογές που έκανε όταν ήταν δεκαοκτώ? Ξεσπούσε για τα όσα φριχτά είχαν αντικρίσει τα μάτια του? Από τύψεις ίσως? Και στο τέλος μια ερώτηση ήρθε και θρονιάστηκε στο μυαλό του :
  Επειδή ήταν ναζί, αυτό σήμαινε ότι δεν άξιζε να αγαπηθεί?
Αυτός δεν ήταν στην ψυχή φανατισμένος. Πολλούς είχε σώσει με πρώτο και καλύτερο τον Πολωνό γείτονα του. Εκείνος ήθελε να αγαπήσει και να αγαπηθεί, να παντρευτεί, να κάνει οικογένεια...
««Συγχώρα με Θεέ που είμαι τόσο δειλός... Συγχώρα με»» μουρμούρισε ενώ πλάγιασε το ψηλό του κορμί στον βελούδινο λευκό καναπέ βλέποντας τον ύπνο σαν λύτρωση
...................................................................................
Της Ειρήνης τα μάτια δεν έλεγαν να κλείσουν από την υπερένταση και ας της έσκιζε η κούραση την μέση και τα πόδια. Μέσα σε λίγες ώρες είχε ζήσει τόσα πολλά. Η νεκρή Μαργαρίτα, τα ουρλιαχτά της Ηρούς, ο Άγγελος, το τυπογραφείο, ο Γιάννης ... Τόσες πολλές εικόνες που θα έμεναν χαραγμένες για πάντα στην ψυχή της. Και σαν μεγάλωνε και άλλο και έδινε ο Θεός να φύγουν οι Γερμανοί από τον τόπο τους, θα παντρευόταν τον Άγγελο της, θα έκαναν παιδιά και θα τα παρακολουθούσαν να μεγαλώσουν καμαρώνοντας για το πλάσματα  που η αγάπη τα  δημιούργησει μιας που η μητρότητα αποτελούσε το μεγαλύτερο της όνειρο. 
Ένας ήχος τράβηξε την προσοχή της. Ακουγόταν σαν κάποιος να χτυπούσε το παράθυρο της. Εκείνη έτρεξε να το ανοίξει βλέποντας τον Άγγελο ανεβασμένο σε μια σκάλα να της χαμογελάει αψηφώντας το κρύο.
Η Ειρήνη παραμέρισε  και ο Άγγελος στάθηκε ευθυτενής μπροστά της κρατώντας ένα κολιέ φτιαγμένο από κοχύλια στα δύο του χέρια. Η Ειρήνη είδε έκπληκτη τον Άγγελο να γονατίζει μπροστά της με τα γαλανά του μάτια να την κοιτάζουν με λατρεία.
««Ειρήνη μου, ήθελα να σου πω ότι σε αγαπώ πολύ από τότε που ήμασταν παιδιά ακόμη. Όμως, ποτέ δεν έκανα την κίνηση να σε προσεγγίσω πιο ρομαντικά όπως σου άξιζε γιατί φοβόμουν. Όμως, δεν μπορώ να ζω άλλο με τον φόβο. Ειρήνη, δέχεσαι να γίνεις η γυναίκα μου?»» ρώτησε κοιτώντας την σοβαρά στα μάτια. Πήγε να σπάσει από ευτυχία η καρδιά της Ειρήνης που έπεσε στην αγκαλιά του καταλήγοντας και οι δύο στο παχύ χαλί που σκέπαζε το πάτωμα του δωματίου της.
«« Δέχομαι, δέχομαι!»» είπε με ενθουσιασμό τυλιγοντας τα χέρια της γύρω από τον λαιμό του.
««Τότε γίνεσαι ο λόγος της ύπαρξης μου από εδώ και στο εξής!»» είπε εκείνος χαιδευοντας τα λυτά μαλλιά της αφήνοντας ένα φιλί εκεί. 
Ο Άγγελος πέρασε το κολιε από κοχύλια στον λεπτό της λαιμό.
««Είχα υποσχεθεί να το δώσω στην γυναίκα που αγαπώ και εσύ είσαι αυτή.»»
««Σε αγαπώ, σε αγαπώ πολύ!»» πρόφερε η Ειρήνη αφήνοντας ένα απαλό φιλί στα χείλη του Αγγέλου.
««Και εγώ μάτια  μου!»»
Και έμειναν εκεί, έτσι αγκαλιασμένοι πάνω στο χαλί να νιώθουν ο ένας τον χτύπο της καρδιάς του άλλου καθώς οι ακτίνες του ήλιου ξεκίνησαν αργά και δειλά να κάνουν την εμφάνιση τους στο ουράνιο στερέωμα.
Άλλωστε, τα δύο παιδιά δεν χρειάζονταν παλάτια και χρυσάφι για να είναι ευτυχισμένα.
Τους αρκούσε που ο ένας είχε τον άλλον.....

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro