Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Κεφάλαιο 8

   Αφιερωμένο σε _Ksenia_Mpiou
Η  Ηρώ κοίταξε την ώρα στο ρολόι του τοίχου της. Ήταν δώδεκα η ώρα τα μεσάνυχτα και το σπίτι βυθισμένο στην σιωπή ενώ δεν ακουγόταν ήχος που να μαρτυρούσε την παρουσία των γονιών της. Η καστανομάλλα κοπέλα  πέταξε τα λευκά παπλώματα από πάνω της ξεκινώντας να ετοιμάζεται για την συνάντηση της με την Ειρήνη. Ήταν ήδη ντυμένη με μια μαύρη  πλισέ φούστα και μια κόκκινη βαμβακερή μπλούζα, ικανή να την προστατέψει από το κρύο. Άφησε λυτά τα μαλλιά της βάφοντας με  κόκκινο  κραγιόν τα σαρκώδη της χείλη και παίρνοντας τις μαύρες μπαλαρίνες της στο ένα χέρι, κατέβηκε ξυπόλυτη την σκάλα χαμογελώντας ικανοποιημένη που κατάφερε  να μην κάνει τον παραμικρό θόρυβο. Φόρεσε τις μπαλαρίνες της, πήρε μια βαθιά ανάσα για να ηρεμήσει τους τρελούς παλμούς της καρδιάς της ενώ τα μάτια της είχαν γεμίσει με δάκρυα χαράς που επιτέλους θα έκανε και εκείνη κάτι για την πατρίδα της. Με ενα λαμπερό χαμόγελο, έκλεισε απαλά την πόρτα πίσω της προχωρώντας προς ένα στενό σοκάκι, εκεί δηλαδή όπου την περίμενε ανυπόμονα η Ειρήνη η οποία μόλις την είδε την έπιασε από το χέρι ενώ της έκανε σήμα να μην πει ούτε μισή λέξη καθώς οι περίπολοι καραδοκούσαν έτοιμοι  να  πυροβολήσουν  αν παρατηρούσαν  ύποπτες κινήσεις.
  Η Ηρώ θαύμασε την παρατηρητικότητα της Ειρήνης που έχοντας τα αυτιά και τα μελί μάτια της ανοιχτά ακολουθούσε μέσα από το ημίφως των ετοιμοθάνατων λαμπών και κάτω από την μύτη των Γερμανών στρατιωτών τον ασφαλέστερο δρόμο για την οδό Σκρα 31 της Καλλιθέας, εκεί όπου βρίσκονταν δηλαδή το παράνομο τυπογραφείο του ΕΑΜ.
   Η Ειρήνη κοίταξε διακριτικά δεξιά και αριστερά και έβγαλε από την τσέπη της ένα μικρό κλειδί ανοίγοντας την ξύλινη πόρτα του ταπεινού διώροφου κτιρίου  που στα σπλάχνα του κρυβόταν το μεγαλύτερο όπλο του κομμουνιστικού καθεστώτος ενάντια στους ναζί :τον τύπο.
Οι δύο κοπέλες ξεκίνησαν να κατεβαίνουν αργά τα απότομα σκαλιά πιασμένες χέρι - χέρι με την Ειρήνη να έχει ανάψει ένα σπίρτο που ψάρεψε μέσα από τις τσέπες του μαύρου παλτού της.
««Καλωσήρθες στο μικρό μας τυπογραφείο»» είπε περιπαικτικά η Ειρήνη μα απάντηση καμία δεν πήρε από την  αποσβολωμένη Ηρώ που κοίταζε  τριγύρω της με θαυμασμό. Επρόκειτο για ένα μεγάλο σε χωρητικότητα υπόγειο με τους τοίχους να είναι βαμμένους σε μια απαλή κίτρινη απόχρωση, με πάγκους και γραφεία, όλα φτιαγμένα από ξύλο, να είναι γεμάτα από άγραφες κόλλες χαρτιού, μπουκάλια με το σκουρόχρωμο υγρό του μελανιού, γραφομηχανές όπου μπροστά τους κάθονταν  σε ψάθινες καρέκλες νεαρά αγόρια και κορίτσια. Η Ηρώ αναγνώρισε την ξανθιά φιγούρα της Ματίνας  η οποία μόλις είδε τις δύο φίλες σηκώθηκε από την καρέκλα  και  εξαφανίστηκε χωρίς κανένας να της δώσει σημασία μέσα στην βαβούρα.
Η Ειρήνη την οδήγησε μπροστά από ένα μεγάλο πιεστήριο ακουμπισμένο στον τοίχο λέγοντας της με ένα υπερήφανο χαμόγελο :
««Τούτο είναι το καμάρι μας, ««Η Βικτώρια»» Στην  αρχή έκανε πάρα πολύ θόρυβο και έτσι τα κουζινέτα του πιεστηρίου αντικαταστάθηκαν με ρουλεμάν ενώ τα  σίδερα τυλίχθηκαν  με λάστιχο ποδηλάτου»».
««Καλά, και πώς τα βρήκατε όλα αυτά τα πράγματα?»» είπε η Ηρώ έκπληκτη μα  δεν πρόλαβε να απαντήσει η Ειρήνη καθώς η Μαργαρίτα με  έναν ασπρομάλλη γεροδεμένο άνδρα στάθηκαν δίπλα τους.
««Σε αυτό βοήθησε ο Τάκης που ήταν πρώην δημοσιογράφος μαζί με την φίλη σου Ηρώ μου»» Ο φιλικός τόνος μαζί με την γλυκιά της φωνή κέρδισαν αμέσως την Ηρώ η οποια την αγκάλιασε εγκάρδια. Ο Τάκης, ένας σγουρομάλλης γύρω στα 24 με αδύνατο σώμα, έκανε μια χαριτωμένη υπόκλιση και έπειτα αφοσιώθηκε στην αρχειοθέτηση.
««Απορώ πώς ξέρετε όλοι το όνομα μου. Δεν έκανα δα και κάτι σπουδαίο, απλώς έβαλα μερικούς από τα γουρούνια στην θέση τους. Δεν κοιτούν που ο κόσμος πεινά, μου θέλουν και έρωτες...»» είπε  η Ηρώ κάνοντας την Μαργαρίτα να γελάσει.
««Μα αυτό ακριβώς χρειαζόμαστε συντρόφισσα. Θάρρος και λεβεντιά μαζί με ελπίδα πως κάποτε οι αγώνες μας θα εκτιμηθούν όπως τους αρμόζει. Να σου συστήσω τον κύριο Μανώλη Λυγηρό,κομμουνιστής ως το κόκκαλο και σημαντική βοήθεια για την ομάδα μας.»»
Ο ασπρομάλλης γεροδεμένος άνδρας πήρε απαλά το χέρι της Ηρούς φιλώντας το ιπποτικά. Η Ηρώ κοίταξε τα μεγάλα γαλανά του μάτια τα οποία μαρτυρούσαν καλοσύνη που ερχόταν σε αντίθεση με τα χιλιομπαλωμένα του ρούχα.
««Είναι ο πιο μεγάλος ηλικιακά από όλους μας  για αυτό και τον λέμε  «θείος» ή «παππούς». Η ικανότητα του να περνά απαρατήρητος μας έχει σώσει καθώς έχει υποδυθεί  τον παλιατζή, καρβουνιάρη, μανάβη, κλπ., κουβαλώντας τσουβάλια ή  τη χειράμαξα του.»»
««Και σε περίπτωση που υπάρχει κίνδυνος τι γίνεται?»» Η Μαργαρίτα της απάντησε αμέσως :
««Κάθε βράδυ πριν φύγουμε, βάζουμε όλα τα αντικείμενα μέσα σε μια καταπακτή που δεν ξεχωρίζει από το δάπεδο και επίσης υπάρχουν μέρες που χρειάζεται να μείνουμε κρυμμένοι εδώ μέσα από τους γερμανοτσολιάδες κυρίως από την απαγόρευση κυκλοφορίας. Στην ντουλάπα του επάνω ορόφου υπάρχουν κουβέρτες μαζί με στρώματα. Όσο για τρόφιμα, μας τα φέρνει επίσης ο θείος και αυτό με χίλιες δύο προφυλάξεις.»»
««Όλα γίνονται για την πατρίδα μας. Τώρα είναι αργά πρέπει να φύγω. Καλή σας νύχτα παιδιά μου»» είπε πατρικά αφήνοντας ένα τελευταίο άτσαλο χάδι στο κεφάλι της Ηρούς.
««Έλα μαζί μου να γράφεις αυτά που θα σου δώσω . Ειρηνάκι μου, πήγαινε καρδιά μου με τον Άγγελο να τον βοηθήσεις με τα κουπόνια. Εγώ  πρέπει να πάω στο νοσοκομείο, έχω εφημερία σήμερα και ήδη έχω αργήσει. »»
Η Μαργαρίτα της έδωσε ένα μεγάλο κομμάτι κιτρινισμένου χαρτιού με τα γράμματα ίσα που να διακρίνονται  παρακαλώντας την να το αντιγράψει δέκα φορές για να μπορέσουν μετά να το εκτυπώσουν. Η ενθουσιασμένη Ηρώ έπιασε δουλειά αμέσως με το μυαλό της να αδειάζει από κάθε άλλη σκέψη. Τα λεπτά μακριά της δάχτυλα έπιασαν αποφασιστικά την πένα βουτώντας την με χάρη στο μπουκαλάκι και σκύβοντας το πρόσωπο της όσο πιο κοντά γινόταν στο χαρτί, ξεκίνησε να γράφει γρήγορα με τα ωραία καλλιγραφικά της γράμματα να δίνουν ζωή στις μέχρι πρότινος λευκές κόλλες μέσα σε δύο ώρες. Μόλις τελείωσε την αντιγραφή, η Ηρώ ακούμπησε την πιασμένη πλάτη της στην καρέκλα ανακουφισμένη σκουπίζοντας τα δάχτυλα της σε ένα μαντίλι.
««Κουρασμένη? Έχεις κουράγιο να έρθεις να  μοιράσουμε προκηρύξεις?»» την ρώτησε ο Άγγελος μα η Ηρώ κοίταξε την Ειρήνη που τους παρακολουθούσε από μια γωνια  με  βουρκωμένα μάτια χωρίς να προσέχει τι της έλεγε ένα άλλο αγόρι.
««Καλύτερα να πας με την Ειρήνη. Κοίταξε την πώς σε κοιτάζει. Με τόσο έρωτα και αγάπη...»» είπε με τον Άγγελο να ξεφυσά σαν ταύρος.
«« Ηρώ και εγώ είμαι ερωτευμένος μαζί της. Με την αθωότητα της, τα μάτια της... Όμως, στον κόσμο τον δικό μας δεν χωρούν τέτοιοι νταλκάδες, δεν είναι καιροί για έρωτες από την στιγμή που η κοιλιά πεινάει. Εγώ δεν έχω τίποτε που μπορώ να της προσφέρω εκτός από τον εαυτό μου, δεν έχω χρήματα ούτε μια σίγουρη δουλειά...κανένας γονιός δεν θα εμπιστευόταν την κόρη του σε εμένα. Φοβάμαι μην την κάνω δυστυχισμένη...»»εξομολογήθηκε χαμηλόφωνα με την καρδιά της Ηρούς να συγκινείται  από την ωριμότητα του μεγαλύτερου αγοριού. Ήταν άδικο όμως, άδικο πολύ και για τους δύο αν δεν έδιναν στον έρωτα αυτό μια ευκαιρία λιώνοντας  από καημό ο ένας μακριά από τον άλλον.
««Αγγελε άκουσε με...
Αρχικά, μην υποτιμάς τον εαυτό σου. Κανένας μας από όλους αυτούς που βλέπεις δεν έχει περιουσίες τρανταχτές ούτε γεννήθηκαν πλούσιοι. Όρεξη για δουλειά άμα έχεις, τα λεφτά βρίσκονται όπως και η εργασία. Μην σε πτοεί αυτό. Η Ειρήνη σε αγαπά όπως και εσύ εκείνη, δεν καταλαβαίνεις ότι είναι αμαρτία να μην ζήσετε πράγματα ως ζευγάρι εξαιτίας του φόβου? Άσε την κοινωνία και τον κόσμο και όλους, αυτοί κάτι θα βρουν να πουν συχνά αρνητικό για το οτιδήποτε. Σημασία έχει τι λέει η δική σου η καρδιά και καλά θα κάνεις να την ακολουθήσεις. Επίσης, τι βλακείες είναι αυτές που ακούω Άγγελε?
Σε ποιο βιβλίο γράφει πως ο έρωτας δεν υφίσταται σε περιόδους πολέμου? Θα μας απαγορέψουν και αυτό οι φασίστες? Η αγάπη θα κάνει καλύτερο αυτόν τον κόσμο.»»
««Μήπως ξέρεις πώς μπορώ να την πλησιάσω?»» ρώτησε παρατηρώντας την Ειρήνη να γράφει δήθεν απορροφημένη μα οι ματιές της αν ήταν φλόγες θα τον έκαιγαν. Ένα αληθινό χαμόγελο ευτυχίας χαράχτηκε στα χείλη της Ηρούς καθώς ο Άγγελος ήταν ένα ζωηρό αγόρι που φλέρταρε  χωρίς όριο αλλά σπάνια έκανε ρομαντική κίνηση σε κοπέλα.
«« Μπορείς να της προτείνεις να πάτε μια βόλτα στον Εθνικό Κήπο, ή έναν περίπατο στην ακροθαλασσιά...»»πρότεινε η Ηρώ με τον Άγγελο να κουνά επιδοκιμαστικά το κεφάλι του.
«« Εντάξει θα της το πω. Σε ευχαριστώ για την βοήθεια.»» ψέλλισε. Η Ηρώ ήταν για εκείνον σαν την μικρή του αδελφή,ποτέ δεν θα μπορούσε να την δει ερωτικά.
««Να θυμάσαι μια ημέρα σύντροφε πως ακόμη και αν όλος ο κόσμος χαθεί,η αγάπη, η πραγματική αγάπη μένει και καρπιζει. Εσύ με την Ειρήνη θα ζήσετε ευτυχισμένοι, θα παντρευτείτε σαν λήξει ο πόλεμος, θα κάνετε παιδάκια, θα βρείτε την ευτυχία ο ένας στα μάτια του άλλου. Εγώ δεν είμαι έτσι. Δεν είμαι ρομαντική όπως η Ειρήνη. Εγώ θέλω μόνο να αφιερωθώ στην πατρίδα μου, τίποτε άλλο.»» Ο Άγγελος απιθωσε ένα φιλί στην κορυφή του κεφαλιού της και έπειτα κατευθύνθηκε προς το μέρος της Ειρήνης. Είδε τον Άγγελο να της μιλά έχοντας ένα τρυφερό χαμόγελο στα χείλη χαρίζοντας ένα χάδι στα μεταξένια της μαλλιά... είδε την Ειρήνη να κουνά καταφατικά το κεφάλι της με τα μάγουλα της να κοκκινίζουν και τα μάτια της να λάμπουν από δάκρυα ευγνωμοσύνης όταν έστρεψε το βλέμμα της επάνω στην Ηρώ ευχαριστώντας από μέσα της τον Θεό που της είχε στείλει μια φίλη η οποία καταλάβαινε τις ανάγκες και τις επιθυμίες της πριν από αυτήν.
Την πλησίασε με χάρη κρατώντας μια αγκαλιά προκηρύξεις και οι δύο κοπέλες μαζί με τον Άγγελο βγήκαν στον παγερή ατμόσφαιρα ξεκινώντας την δουλειά τους.
Λίγα μέτρα μόλις, στο δεύτερο στενάκι είδαν μια σοκαριστική εικόνα :η Μαργαρίτα βρισκόταν ολόγυμνη στο έδαφος με πρόσωπο γεμάτο μώλωπες και αίμα να τρέχει από τα πόδια της. Η στολή της νοσοκόμας καταξεσκιμένη βρισκόταν λίγο παραδίπλα ενώ από την μύτη της έτρεχε επίσης αίμα. Την είχαν βιάσει και χτυπήσει έως θανάτου.
««Καθάρματα! Δολοφόνοι!»» Ούρλιαξε με όλη της την δύναμη η Ηρώ με το Άγγελο να της κλείνει το στόμα με την μεγάλη του παλάμη καθώς δεν ήθελαν να τραβήξουν αθέμιτη προσοχή. Η Ηρώ ξεκίνησε να κλαίει τραβώντας τα μαλλιά της προς τα κάτω με τον Άγγελο και την Ειρήνη να την αγκαλιάζουν ωστόσο είχαν και αυτοί δάκρυα στα μάτια τους.
««Πρέπει να την πάμε στο σπίτι της. Να την θρηνήσουν οι δικοί της όπως της πρέπει, ήταν μια ηρωίδα...»» είπε βραχνά ο Άγγελος  σηκώνοντας την στα χέρια με την βοήθεια της Ηρούς και της Ειρήνης.
Κόντεψε να τρελαθεί η μάνα της σαν είδε το κορίτσι της πεθαμένο. Ο Γιάννης και ο πατέρας του εκλαιγαν με μαύρο δάκρυ με τον Γιάννη να ορμά μέσα στην νύχτα σπρώχνοντας την Ηρώ που πήγε να τον σταματήσει από την τρέλα που ήταν να κάνει.
««Γιατί τον άφησες κορίτσι μου? Θα σκοτωθεί και εκείνος...»» είπε λυπημένα η μητέρα της Μαργαρίτας με τα χέρια της να τρέμουν. Η Ηρώ πήρε στα χέρια της τα γερασμένα της κυρίας Ερασμίας σφίγγοντας τα με ζέση :
«« Ο Γιάννης πήρε την απόφαση του σαν άντρας κυρά Ερασμία. Θα εκδικηθεί τον θάνατο της αδελφής του. Κάντε κουράγιο, σας παρακαλώ. Έχετε παιδιά ηρωες. Να είστε υπερήφανοι.»» πρόσθεσε κοιτώντας τη γυναίκα να φωλιάζει στην αγκαλιά του αναμαλλιασμένου και ως την καρδιά θλιμμένου Ισίδωρου.
Ο Γιάννης δεν έβλεπε τίποτε μπροστά του από την οργή και την θλίψη του. Δεν ένιωθε το κρύο που περόνιαζε το δέρμα του από τα γυμνά του πέλματα ούτε τον πτόησε το γεγονός ότι ήταν με τις πιτζάμες. Το μόνο που έβλεπε μπροστά του ήταν το αίμα μαζί με το χτυπημένο κορμί της Μαργαρίτας του. Πόσο άραγε να υπέφερε και να τρόμαξε τις τελευταίες της ώρες... ποιο χέρι βεβηλο ήταν αυτό που την είχε πειράξει, ποιος ασελγούσε επάνω της βγάζοντας κραυγές ηδονής μέσα στα δικά της κλάματα και παρακάλια να την αφήσει, ποιος της αφαίρεσε την ζωή της σε εκείνη που με τα θαυματουργά της χέρια και τις ιατρικές της γνώσεις είχε σώσει πολλούς ανθρώπους. Δεν θα άκουγε ποτέ ξανά το γέλιο της ούτε θα άνοιγε τα μάτια της, δεν θα τον έπαιρνε ποτέ ξανά στην αγκαλιά της, δεν θα άκουγε ποτέ ξανά την φωνή της, δεν θα έφερνε στον κόσμο το παιδί της.
Έφθασε μπροστά στο σπίτι του Λυκούργου στο οποίο λάμβανε χώρα μια δεξίωση. Η υπηρέτρια άνοιξε την πόρτα κοιτώντας τον τρομαγμένη μην τολμώντας να παρέμβει. Οι Ναζί με το που τον είδαν σταμάτησαν να τρώνε, να πίνουν, να χορεύουν με απόλυτη σιγή να πέφτει στο χώρο. Καρφίτσα να έπεφτε θα ακουγόταν. Ο Γιάννης κάρφωσε το γεμάτο μίσος βλέμμα του στον Λυκούργο ο οποίος πρώτη φορά τρόμαξε από βλέμμα ανθρώπου ενώ η γυναίκα του έμεινε μαρμαρωμένη στην θέση της.
««Καργιόλη, μπάσταρδε!»» φώναξε ρίχνοντας του μια δυνατή γροθιά που έκανε από την μύτη του να τρέξει ποτάμι το αίμα.
««Εσυ έβαλες να την σκοτώσουν! Είμαι σίγουρος! Κακό ψόφο να έχεις!»» τα χτυπήματα έπεφταν αλλεπάλληλα με τον Λυκούργο να αμύνεται. Οι Γερμανοί συνήλθαν και έπεσαν επάνω στον Γιάννη τον οποίο μετέφεραν σηκωτό στην κουζίνα. Βογγητά πόνου από το ξύλο , βρισιές στα γερμανικά μαζί με ουρλιαχτά επικράτησαν για ώρα με τον Λυκούργο να στέλνει την γυναίκα του στο Κωνσταντίνο τους.
Ο Λυκούργος έβγαλε το πιστόλι από την ζώνη του και πλησιάζοντας είδε τα μάτια του Γιάννη να τον κοιτούν με αηδία.
««Κάντε όλοι πίσω! Αυτό είναι δικός μου λογαριασμός!»» ούρλιαξε και ο Λυκούργος άδειασε το πιστόλι του επάνω στο σώμα του νέου που είχε ένα χαμόγελο στα χείλη. Και έφυγε ο Γιάννης με αξιοπρέπεια έτσι όπως είχε ζήσει όλα αυτά τα χρόνια. Είδε την Αθήνα από ψηλά, τα σπίτια της, τους δρόμους της, τα σχολεία της ... Έφυγε για να γίνει αστέρι στον ουρανό μαζί με την αδελφή του χωρίς να τους αγγίξει ξανά το παράλογο μίσος των Γερμανών.
««Πεταξτον τον σε ένα χαντάκι. Εκεί είναι η θέση του!»» είπε ο Λυκούργος με ψυχρή φωνή και αποσύρθηκε στο μπάνιο όπου ατάραχος έπλυνε το πρόσωπο και τα χέρια του σαν να μην είχε αφαιρέσει προ ολίγου μια ζωή.
  Σαν να μην είχε υπάρξει ποτέ.

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro