Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Κεφάλαιο 16

Η Ελένη εκείνη την ημέρα φόρεσε ένα μαύρο φόρεμα με μανικια τρία τέταρτα σε άλφα γραμμή που έφθανε ως το γόνατο, χτένισε τα μαλλιά της σε έναν αυστηρό κότσο αφήνοντας άβαφο το πρόσωπο της. Πήρε την τσάντα της, φόρεσε τα τακούνια της και κίνησε για το στρατόπεδο του Χαϊδαρίου. Ανησυχούσε για την υγεία της Ηρούς καθώς ούτε γράμμα είχε λάβει από εκείνην μήτε είχε έρθει ποτέ να μιλήσουν στα επισκεπτήρια. Η Ηρώ δεν ήθελε να τους αντικρίσει γιατί για εκείνην δεν είχε νόημα. Είχε θυμώσει όταν έμαθε ότι οι γονείς της εδωσαν χρήματα στα χιτλερικά γουρούνια έτσι ναι μεν δέχθηκε τον σάκο με τα ρούχα που της έδωσε ένας στρατιώτης από την μητέρα της αλλά δεν χρησιμοποίησε τίποτε μόνο τα μοίρασε  στις υπόλοιπες συγκρατούμενες της. Εκείνη έμενε με το ίδιο νυχτικό  με τα λουλούδια που δεν αποχωριζόταν από την ημέρα της σύλληψης της παρόλο το στόλιζαν κηλίδες αίματος. Είχε σκοπό να  πάει να παρακαλέσει τον Διοικητή των φυλακών να  ελευθερώσει την μοναχοκόρη της κρυφά από τον Παναγιώτη  ακόμη και αν χρειαζόταν να πέσει στα πόδια του. Έφθασε στο Διοικητή του στρατοπέδου με τα καστανά της μάτια να τον κοιτούν με υπερηφάνεια και ελπίδα για να πάρει ως απάντηση ένα σκληρό ψυχρό βλέμμα.
Φαινόταν μπαρουτοκαπνισμένος και σκληρός άνθρωπος, πράγμα που φαινόταν από την ζαρωμένη επιδερμίδα του προσώπου του, τα ψηλά ζυγωματικά, τα λευκά του μαλλιά και την επιβλητική κορμοστασιά του ντυμένη με την μαύρη στολή των SS.
  "Κυρία Κωνσταντοπούλου. Ποιος ο λόγος επίσκεψης σας?»» είπε ακουμπώντας σαν άρχοντας την πλάτη του στην αναπαυτική μαύρη καρέκλα. Το γραφείο είχε μια σκούρα και βαριά επίπλωση με τις μαύρες κουρτίνες που έπεφταν αριστερά και δεξιά από ένα παράθυρο
  "Καλησπέρα κύριε Δοικητά. Είμαι η μητέρα της κρατούμενης σας, της Ηρώς Κωνσταντοπούλου. Σας παρακαλώ, χαρίστε της την ζωή. Είναι μικρή, νέα, το μυαλό είναι πάνω από το κεφάλι της. Δείξτε λίγο οίκτο" τον παρακάλεσε με ραγισμένη φωνή και παρακλητικό τόνο. Εκείνος αργοκούνησε αρνητικά το κεφάλι.
" Αυτό δεν γίνεται. Η κόρη σας θα εκτελεστεί μαζί με άλλους 49 κρατούμενους στο σκοπευτήριο της Καισαριανής σήμερα. Μπορείτε να πηγαίνετε!»» είπε καθώς έσκυβε το κεφάλι του πάνω από τα έγγραφα που βρίσκονταν μπροστά όμως η φωνή της Ελένης τον έκανε να σηκώσει ξανά το κεφάλι του στρέφοντας εξολοκλήρου την προσοχή του επάνω στην απελπισμένη γυναίκα.
  "Όχι κύριε Δοικητά, μην το λέτε αυτό σας παρακαλώ. Είναι η μοναχοκόρη μου. Ξέρετε είναι καλό παιδί. Γράφει ποιήματα, παίζει πιάνο. Είμαι σίγουρη ότι τόσους μήνες εκεί μέσα θα έχει μετανιώσει."
"Ούτε στο ελάχιστο κυρία μου. Χτυπάει και βρίζει τα SS, κάνει απεργίες πείνας, ρίχνει το φαγητό της πάνω στα πρόσωπα και στις στολές των στρατιωτών. Είχε κόψει με τα νύχια και με τα δόντια της τις γραμμές του ηλεκτρικού."
" Είμαι σίγουρη ότι θα υπάρχει κάποια λύση. "του είπε με μελιστάλαχτη φωνή βγάζοντας από την τσάντα της αρκετές δεσμίδες χαρτονομίσματα.
  Εκείνος, αλλάζοντας φωνή της ανακοίνωσε με βραχνή  φωνή  :" Είχα και εγώ δύο παιδιά, δύο γιους. Το ένα σκοτώθηκε στο Στάλινγκραντ και το άλλο πέθανε μέσα σε ένα υποβρύχιο κάτω από τα παγωμένα νερά του Ατλαντικού. Γνωρίζω πώς είναι να είσαι γονιός και ακριβώς για αυτόν το λόγο θα βοηθήσω την κόρη σας "
  "Σας ευχαριστώ. "του είπε με τα δάκρυα να κυλάνε από τα μάτια της. Αλίμονο όμως...
...................................................................................
Την ίδια ώρα στο γυναικείο τμήμα του στρατοπέδου όλες οι γυναίκες ήταν στο πόδι καθώς σε λίγη ώρα θα ανακοινώνονταν τα ονόματα που θα πήγαιναν για εκτέλεση στο σκοπευτήριο της Καισαριανής. Η Ηρώ  συνομιλούμε με μια άλλη κρατούμενη περί ανέμων και υδάτων μέχρι που μπήκε μέσα η θρυλική Λέλα Καραγιάννη τυλιγμένη σε ένα μπλε σάλι απτόητη από τα σκληρά βασανιστήρια, για να αναγγείλει την μελλοθάνατη. Πήρε μια βαθιά ανάσα που έκρυβε πίκρα και απογοήτευση κοιτώντας μέσα από τα κάγκελα της φυλακής τους  έξω τον καθάριο ουρανό και την καλοκαιριάτικη ημέρα που γλυκοχάραζε   σφίγγοντας την ζακέτα επάνω στους λιγνούς της ώμους σαν να κρύωνε. Τα μάτια της προσπαθούσαν σκληρά να μην δακρύσουν καθώς έβλεπε τις συγκρατούμενες της να την πλησιάζουν με τον τρόμο και την αγωνία στα βαθουλωμένα και μαυρισμένα μάτια τους από την πείνα.
«« Θα έλεγα καλημέρα, αλλά αυτή η μέρα γνωρίζω πως μόνο καλή δεν θα είναι για καμιά από εμάς.»»
Μια νεαρή κοπέλα, με σημάδι από μαχαίρι στο μάγουλο της, με όψη κιτρινισμένη και αδύνατη σιλουέτα την ρώτησε σιγανά :
" Κυρία Λέλα, ποια θα είναι η κοπέλα που θα την πάνε για εκτέλεση από το κελί μας?
" Θα είναι η μικρότερη στα χρόνια και η μεγαλύτερη στο θάρρος. Ηρώ "την κοίταξε στα καστανά δακρυσμένα της μάτια και της είπε με φωνή που έτρεμε πλησιάζοντας την και ξεκινώντας να χαϊδεύει τα μαλλιά της. Κανένας ήχος δεν ακουγόταν, λες και κρατούσαν την ανάσα τους για να προετοιμαστούν για μια μεγάλη τραγωδία. Όλη η φύση και οι άνθρωποι θαρρείς και υποκλίνονταν μπροστά στο μεγαλείο των δύο τόσο διαφορετικών προσωπικοτήτων που προκάλεσαν ανυπολόγιστες ζημιές στους Γερμανούς, η μία υπερήφανη γαλανομάτα με παιδιά και σύζυγο και η άλλη μια ανήλικη καστανομάλλα με καρδιά λέοντα. Από τότε που συνδέθηκαν οι δύο τους, καμία δεν άφησε την άλλη μόνη της. Η Ηρώ κοιμόταν στο ίδιο κρεβάτι μαζί της αφού ο δεσμός ανάμεσα τους ήταν εκείνος ανάμεσα σε μια μητέρα και μια κόρη.
" Έχω και εγώ μια κόρη σαν εσένα το ίδιο νέα και το ίδιο όμορφη. Δεν θα την ξαναδώ ούτε εσύ θα ξαναδείς την δική σου μητέρα. Θέλω να σου πω το μεγάλο μπράβο και το μεγάλο αντίο " της είπε αγκαλιάζοντας την σφιχτά για μερικά λεπτά που έμοιαζαν με αιώνας.
"Πρέπει να σταθείς στο ύψος σου τώρα περισσότερο από ποτέ. Οι επόμενες γενιές θα σε θυμούνται με καμάρι και θα ακολουθήσουν το παράδειγμα σου σε συνθήκες τυραννίας. Θάρρος, θάρρος μικρούλα μου" της ψιθύρισε πάνω στα μαλλιά της δίνοντας της την τελευαταία αγκαλιά και ένα φιλί στα μαλλιά της.
Η Ηρώ τις κοίταξε όλες τις γυναίκες με αγάπη μια προς μια και μπροστά της πέρασαν εικόνες με εκείνη να κείτεται ανήμπορη πάνω σε ένα παλιό στρώμα κρεβατιού με εκείνες να είναι επάνω της και να της φροντίζουν τα τραύματα κόβοντας κομμάτια από τα ρούχα τους καθώς γάζες δεν υπήρχαν. Οι πρώτες τέσσερις ημέρες που την βασάνιζαν χωρίς έλεος στην Γκεστάπο θα της έμεναν για πάντα χαραγμενες στην μνήμη. Εκεί η μία ώρα ισοδυναμούσε με πέντε αιώνες αφού άκουγε αδιακοπες κραυγές και πονεμένα ουρλιαχτά μέσα στους μαυρισμένους από την υγρασία τοίχους που ευχόταν κάποια στιγμή να γκρεμίσουν.
««Θέλω να πεθάνω.»» είχε πει κλαίγοντας καθώς ένιωθε ότι δεν υπήρχε σημείο του σώματος της που δεν ήταν έσταζε αίμα. Δεν μπορούσε να κουνηθεί από την αγριότητα του ξυλοδαρμού που είχε υποστεί από τον διερμηνέα και τον ανακριτή της.
 ««Δεν θα πεθάνεις καλή μου, δεν θα τους κάνουμε την χάρη. Έχω και εγώ δύο κορίτσια σαν εσένα, κλεισμένα στα μπουντρούμια τους, την Βάσω και την Ξένια μου. Μακάρι να μπορούσα έστω να τους χαϊδέψω τα μαλλιά» της είπε μια γυναίκα με μπουκλωτά μαύρα λιγδωμένα μαλλιά που έπλενε τις πληγές με ένα καθαρό μαντίλι που βουτούσε στο νερό. Από τότε παράπονο δεν ξαναβγήκε από τα χείλη της και η ίδια βοηθούσε όσο μπορούσε μην χαλαρώνοντας στιγμή την στάση της απέναντι στους στρατιώτες που αποτελούσαν κόκκινο πανί.
Βαριά βήματα από μπότες ακούστηκαν και δύο δεκανείς άνοιξαν την πόρτα του κελιού με έναν ξερό ήχο. Ο δεκανέας την έπιασε από την μέση απομακρύνοντας την Ηρώ από τις γυναίκες που πλέον θεωρούσε δεύτερη οικογένεια της και αφού κατέβηκαν τα απότομα σκαλιά, οι πατούσες της συνάντησαν το ξερό χώμα της μεγάλης αυλής που λάμβαναν χώρα οι εξευτελιστικές ασκήσεις  των αντρών και ξεκίνησαν να περπατούν προς την μεγάλη κλούβα όπου βρίσκονταν ήδη άλλοι 48 κρατούμενοι.
««Ηρώ!»» φώναξε απελπισμένα κλαίγοντας  μια κοπέλα με μαύρα ολόισια μαλλιά κρατώντας τα κάγκελα του μπουντρουμιού της με τις κλειδώσεις της να έχουν ασπρίσει από την δύναμη με την οποία τα έσφιγγε λες και πάλευε να τα ξεκολλήσει. Η Ξένια και η οικογένεια της είχαν βοηθήσει έναν Εβραίο καθηγητή να διαφύγει από την Ελλάδα, προδόθηκε όμως από τον γείτονα της και κατέληξε μαζί με την μητέρα και την μικρότερη αδελφή της στο στρατόπεδο. Η μόνη σκέψη που την παρηγορύσε ήταν πως ο πατέρας, ο παππούς και ο μικρότερος αδελφός της ο Παναγιώτης είχαν προλάβει να ξεφύγουν και όσο δεν τους έβλεπε κρατούμενους, τόσο σιγουρευόταν ότι όλα έβαιναν καλώς για εκείνους τουλάχιστον. Το βλέμμα της Ηρούς μαλάκωσε όταν τα μάτια τα δικά της συνάντησαν  το πράσινο βλέμμα της νεαρής φίλης της και με το χέρι της έστειλε ένα τελευταίο αποχαιρετισμό προχωρώντας με υπερήφανο βήμα και με στητό το κορμί της ανέβηκε στην κλούβα ακούγοντας πισω της ««Καλή αντάμωση»» από την Ξένια που ηττημένη έκρυψε το πρόσωπο της μέσα στις παλάμες ξεσπώντας σε λυγμούς.
..................................................................................
Η Ηρώ στήθηκε μαζί με άλλους μπροστά από τον τοίχο και με τα μάτια της κοίταξε ψηλά τον καθάριο ουρανό αφήνοντας το χάδι των ζεστών ακτίνων του ήλιου να δώσει παρηγοριά στο πρόσωπο της. Απέναντι της, τριάντα οπλοπολυβόλα, στρατιώτες και αξιωματικοί με πράσινες και μαύρες στολές ενώ δίπλα της γενναίοι άνθρωποι που αντίκριζαν άφοβα τους νεαρούς εκτελεστές τους. Το δροσερό χορτάρι γαργαλούσε ευχάριστα τις πατούσες της και το μάτι έπεσαν σε μικρά μπλε και κίτρινα άνθη. Ξαφνικά, δεν αισθανόταν ούτε φόβο ούτε τίποτε, το μυαλό της είχε αποκλείσει κάθε σκέψη. Βγήκε μπροστά τους σκίζοντας το ύφασμα που κάλυπτε το στερνο της αποκαλύπτοντας την λευκή της επιδερμίδα δείχνοντας την περιφρόνηση της.
««Χτυπάτε κτήνη! Χτυπάτε!»» φώναξε και σαν τιμωρία για όλα όσα τους είχε κάνει δέχθηκε δεκαεπτά σφαίρες όσα και τα χρόνια της σύντομης αλλά ηρωικής ζωής της με το πρόσωπο της να γίνεται αγνώριστο από τις σφαίρες και το κορμί της να δέχεται τα πυρά. Έπεσε κάτω με τα μάτια ορθάνοιχτα, άδεια πια από ζωή να κοιτούν τον ουρανό χωρίς να τον βλέπουν πραγματικά με ένα χαμόγελο να έχει χαραχτεί στα χείλη της.
  Το μόνο σίγουρο ήταν ότι η μνήμη της  θα έμενε αιώνια στους ανθρώπους που την γνώρισαν και την αγάπησαν για το φλογερό της χαρακτήρα, το χαμόγελο και την μαχητικότητα της με εκείνη να γίνεται προστάτης και φύλακας άγγελος τους γιατί με τους αγγέλους ήταν η θέση της τώρα πια...
...................................................................................
Με το τέλος κάθε βιβλίου μου, αισθάνομαι υπερηφάνεια. Τώρα ωστόσο εκτός από αυτό αισθάνομαι και μια θλίψη ανάμεικτη με συγκίνηση. Θλίψη γιατί υποστηρίζω και το έχω εκφράσει και αλλες φορές ότι η ζωή είναι αρκετά δύσκολη από μόνη της και τα περισσότερα βιβλία μου επιδιώκω να έχουν ένα καλό τέλος και σεβόμενη τα ιστορικά γεγονότα, δεν μπορούσα να γράψω κάτι πιο ευχάριστο για την Ηρώ. Συγκίνηση γιατί έγραψα για μια μεγάλη ηρωίδα παλεύοντας σκληρά να αποτυπώσω το κλίμα της εποχής μαζί με τους αγώνες της στο όνομα της ελευθερίας, στο όνομα της πατρίδας.
Σας ευχαριστώ όλους όσους με στηρίξατε, με διαβάσατε, δώσατε μια ευκαιρία στο βιβλίο μου και εύχομαι να σας άφησε ικανοποιημένους. Με αυτό το κεφάλαιο η ιστορία αυτή επίσημα ολοκληρώνεται και θα ήθελα να δω τα σχόλια σας, τι σας άρεσε, τι δεν σας άρεσε κτλ.
Ευχαριστώ πολύ για άλλη μια φορά! ❤️

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro