Κεφάλαιο 15
Οι ημέρες που ακολούθησαν την πρώτη σύλληψη της Ηρούς ήταν ποτισμένες με γονεϊκή αγάπη, διάβασμα και φλερτ. Όσον αφορά το δεύτερο κομμάτι, η Ηρώ ήταν αποφασισμένη να περάσει με άριστα στις απολυτήριες εξετάσεις οι οποίες ήταν το κλειδί για μια επιτυχημένη επαγγελματική καριέρα αργότερα. Ήταν παρακινδυνευμένο να συμμετάσχει στις βραδινές εξορμήσεις της Οργάνωσης καθώς όλες τις φορές που περπατούσε στο δρόμο ένιωθε πως κάποιος την παρακολουθούσε ενώ όταν έστριβε το κεφάλι της έπιανε με την άκρη του ματιού της έναν μαυροφορεμένο άνδρα με καμπαρντίνα και καπέλο με καρφωμένα τα μάτια του επάνω της να παραφυλά περιμένοντας μια λάθος κίνηση. Η ίδια δεν ήθελε να βάλει σε κίνδυνο τους συντρόφους της έτσι προτίμησε να αποστασιοποιηθεί, να περάσει λίγο η μπόρα και έπειτα να ξαναμπεί δυναμικά στην ενεργό δράση. Οι γονείς της είχαν αλλάξει αρκετά την στάση τους απέναντι της. Της φέρονταν λες και ήταν μωρό παιδί, λες και προσπαθούσαν να την χορτάσουν σαν να μην τους έφθαναν τα δεκαεπτά χρόνια που ζούσαν μαζί στην ίδια οικία που είχε φιλοξενήσει χαρές, γέλια, τσακωμούς αλλά στο τέλος της ημέρας ήταν όλοι τους μια οικογένεια.
Ο καιρός είχε πλέον γλυκάνει ευφραίνοντας τις καρδιές των ανθρώπων με την ομορφιά και τα αρώματα της φύσης. Η Ηρώ με τα καστανά φρεσκολουσμένα μαλλιά της να πέφτουν στους ώμους της καθόταν σε μια λευκή άνετη καρέκλα στον μικρό κήπο του σπιτιού διαβάζοντας το βιβλίο του Σαίξπηρ ««Ρωμαίος και Ιουλιέτα»». Όφειλε να παραδεχτεί πως αυτές οι ρομαντικές ιστορίες πάντα την έκαναν να βγάλει έναν βαθύ αναστεναγμό πλάθοντας εικόνες με το μυαλό της σύμφωνα με την πλοκή τους. Το πρόσωπο του Κωνσταντίνου ήρθε στο νου της κάνοντας ένα μειδίαμα να εμφανιστεί στο πρόσωπο της. Όταν πια είχε γίνει εντελώς καλά, εκείνη και ο Κωνσταντίνος ξεκίνησαν να πηγαίνουν βόλτες στον Εθνικό Κήπο αφήνοντας τον να περάσει το χέρι του γύρω από τους λεπτους της ώμους με την σύμφωνη συγκατάθεση των γονιών της φυσικά. Κάποιες φορές, ερχόταν σπίτι της όπου εκείνη του έφτιαχνε καφέ και συζητούσαν με τις ώρες για τις τέχνες και την καθημερινότητα τους με τα μάτια του να την κοιτούν με προσοχή, ενδιαφέρον και μια σπίθα αλλιώτικη. Της είχε εξομολογηθεί ότι ήταν ερωτευμένος μαζί της και της είχε κάνει πρόταση γάμου την οποία εκείνη αρνήθηκε ευγενικά εξηγώντας του πως ήθελε πρώτα να σπουδάσει και καλύτερα θα ήταν να μείνουν φίλοι. Η απογοήτευση έγινε εμφανής στον τόνο της φωνής του αλλά και στην σκοτεινιασμένη του έκφραση ωστόσο δέχθηκε την πρόταση της.
Έτσι, σήμερα, θα περνούσε να την πάρει με το αμάξι του για να πάνε να γευματίσουν σε ένα εστιατόριο.
Έκλεισε λίγο τα μάτια της φέρνοντας την φιγούρα του στο μυαλό της. Ο Κωνσταντίνος ήταν ένας νεαρός άνδρας επιτυχημένος, όμορφος, προστατευτικός, που σεβόταν τις γυναίκες, ήταν περιποιητικός και τρυφερός κάθε κοπέλα θα ήθελε να τον έχει ταίρι της. Φαντάστηκε την ζωή της μαζί του ως συζύγος του. Θα ζούσε μέσα στις ανέσεις και την χλιδή, θα έκανε παιδιά μαζί του, θα τον περίμενε να γυρίσει σπίτι για να γευματίσουν μαζί, θα έπαιρνε μέρος σε βαρετές βεγγέρες της καλής κοινωνίας. Άνοιξε τα μάτια της τρομαγμένη αντικριζοντας τον κήπο με τα πανέμορφα πολύχρωμα λουλούδια, το περιποιημένο καταπράσινο γρασίδι μαζί με το μποστανάκι με τα λαχανικά που τους είχε σώσει την περίοδο της μεγάλης πείνας τον χειμώνα του 1942. Όχι. Δεν ήταν για εκείνη αυτή η ζωή. Εκείνη την ελευθερία της επιθυμούσε. Ήταν ταμένη στην πατρίδα της, ας απολάμβανε κάποια άλλη τις χαρές του έρωτα και του ρομαντισμού δίπλα του.
Ο οξύς ήχος του τηλεφώνου υπήρξε ένα ερέθισμα που κέντρισε την προσοχή της. Αμέσως, κινήθηκε προς τα εκεί σηκώνοντας το ακουστικό με ανυπομονησία αφού είχε κλείσει όλα τα παράθυρα παίρνοντας μέσα το βιβλίο ακουμπώντας το σε ένα τραπεζάκι.
««Παρακαλώ?»»
««Ηρώ? Κορίτσι μου?»» απάντησε συγκινημένος ο Μάρκος από την άλλη άκρη της γραμμής.
««Μάρκο? Είστε όλοι καλά?
««Καλά είμαστε και μάλιστα σου έχω μια επιχείρηση. Έχουμε έγκυρες πληροφορίες ότι το τρένο της γραμμής Α3 αναχωρεί σήμερα με πυρομαχικά. Έχουμε γερμανικές στολές, μία ανδρική και μια γυναικεία και έχουν αποφασιστεί ήδη ποιοι θα τοποθετήσουν τα εκρηκτικά. Από την διαδικασία εξαιρούνται ο Άγγελος και η Ειρήνη όπως και η κυρία Ζαφειρίου. Χρειάζονται ένας άνδρας και μια γυναίκα να απασχολήσουν τους Γερμανούς. Τον άνδρα τον έχουμε»» έκανε μια παύση εννοώντας τον εαυτό του. Η Ηρώ κρατούσε την ανάσα της με το χέρι της να έχει τοποθετηθεί στην καρδιά της που χτυπούσε σαν τρελή. ««Χρειαζόμαστε μια γυναίκα που να το λέει η καρδιά της. Λοιπόν?»»
««Μέσα!»»
««Φρόντισε 9 η ώρα να είσαι στο Αρσάκειο για να φορέσεις την στολή και να μάθεις λεπτομέρειες έγινε κορίτσι μου?»»
««Μάλιστα! Καλή συνέχεια!»»
Ο Κωνσταντίνος κατέφθασε στις οκτώμιση το απόγευμα και σαν αληθινός κύριος της άνοιξε την πόρτα του συνοδηγού. Ήταν ντυμένος με ένα λευκό καλοσιδερωμένο πουκάμισο και ένα μαύρο παντελόνι ενώ τα καστανά πλούσια μαλλιά του ήταν άψογα χτενισμένα στο πλάι του κεφαλιού του.
««Μένω έκθαμβος από την ομορφιά σας, αγαπητή μου δεσποινίς»» της χάρισε μια φιλοφρόνηση φιλώντας τις κλειδώσεις του αριστερού της χεριού. Η αλήθεια ήταν πως η Ηρώ είχε επιμεληθεί ιδιαίτερα την εμφάνιση της για εκείνο το βράδυ. Είχε μαζέψει τα μαλλιά σε ένα απλό σινιόν βάφοντας τα χείλη με το αγαπημένο της κόκκινο χρώμα. Είχε φορέσει ένα κομψό κίτρινο φόρεμα που αγκάλιαζε τέλεια τις καμπύλες της με τα σανδάλια της.
««Και εσύ πιο εντυπωσιακός από κοντά»»
Ο Κωνσταντίνος της έδωσε μια ανθοδέσμη με τουλίπες και τριαντάφυλλα, τα αγαπημένα της λουλούδια. Η Ηρώ χαμογέλασε ευγενικά καθώς έμπαινε στην μαύρη μερσεντές με τον άνδρα να ξεκινά επιτέλους το αυτοκίνητο φτάνοντας μετά από λίγα λεπτά στον προορισμό τους. Στην είσοδο, ο Κωνσταντίνος ενημέρωσε για την κράτηση στο όνομα του και αμέσως οδηγήθηκαν σε ένα υπέροχο στρογγυλό τραπέζι αυστηρά για δύο με ένα λινό τραπεζομάντηλο να σκεπάζει την ξύλινη επιφάνεια ενώ από πάνω υπήρχαν ροδοπέταλα και σαν να μην έφθανε όλο αυτό, δύο ποτήρια μαζί με ένα ακριβό μπουκάλι σαμπάνιας βρισκόταν μέσα σε ένα μεταλλικό δοχείο γεμάτο με πάγο.
««Σου αρέσει εδώ?»» ρώτησε ανοίγοντας την σαμπάνια και βάζοντας της μια γενναιόδωρη ποσότητα στο ψηλό ποτήρι καθώς τα ορεκτικά είχαν αρχίσει την εμφάνιση τους στο τραπέζι.
Η Ηρώ εγνεψε καταφατικά κοιτώντας γύρω της τα ερωτευμένα ζευγάρια που κοιτιόντουσαν στα μάτια απολαμβάνοντας τα φαγητά που ομολογουμένως μύριζαν θεσπέσια και πιανόντουσαν δειλά από τα χέρια. Ο χώρος ήταν βαμμένος σε ένα υπέροχο βαθύ γαλάζιο χρώμα ενώ οι σερβιτόροι ευγενεστατοι όλοι ντυμένοι με το ίδιο στιλ δηλαδή μαύρο παντελόνι και λευκό πουκάμισο με ένα ταμπελάκι που έγραφε το όνομα τους στην αριστερή μεριά των ενδυμάτων τους. Κατάλαβε αμέσως πως επρόκειτο για ρομαντικό δείπνο ενώ η ματιά του Κωνσταντίνου που την ατενιζε λες και ήταν το ωραιότερο θέαμα του κόσμου την προβλημάτιζε. Ένιωθε άσχημα που θα πλήγωνε τα συναισθήματα του καθώς δεν ήθελε να γίνεται η αιτία για την λύπη κανενός όμως ανάμεσα στον έρωτα και το καθήκον, διάλεγε το δεύτερο.
«« Θα πάω λίγο στο μπάνιο.Έρχομαι σε λίγο»» ενημέρωσε χαρίζοντας της ένα υπέροχο λαμπερό χαμόγελο κάνοντας το στομάχι της να δεθεί κόμπος από τις τύψεις.
««Θα μπορούσα παρακαλώ να έχω ένα κομμάτι χαρτί και ένα μολύβι?»» ρώτησε η Ηρώ έναν σερβιτόρο ο οποίος έσπευσε να ικανοποιήσει την επιθυμία της. Σε λίγο χρόνο της έφερε τα πράγματα που ζήτησε και εκείνη ξεκινησε να συντάσσει ένα γράμμα μόνο για εκείνον, αφήνοντας το κάτω από το πιάτο του. Ύστερα, χάθηκε σαν αέρας αποφεύγοντας με επιτυχία τον κατάσκοπο που είχε στηθεί έξω από το μαγαζί δημιουργώντας αντιπερισπασμό. Έβγαλε τα τακούνια της και έφυγε τρέχοντας προς το Αρσάκειο, προς την ομάδα που τόσο της είχε λείψει μαζί με τα σχέδια της αγνοώντας πως έτσι θα συναντούσε γρήγορα τον θάνατο της.
Μόλις ο Κωνσταντίνος γύρισε, βρήκε προς μεγάλη του έκπληξη και απογοήτευση μια άδεια καρέκλα και με χέρια τρεμάμενα διάβασε το σημείωμα της Ηρούς.
««Κωνσταντίνε μου, δεν ξέρω τι να πω και πώς να ξεκινήσω. Ήθελα να σου πω ευχαριστώ που μου χάρισες ίσως τις τελευταίες ωραιότερες στιγμές της ζωής μου μαζί με την φροντίδα σου σαν ήμουν λιπόθυμη, είμαι ευγνώμων για όλες μας τις συζητήσεις και τον χρόνο που περάσαμε μαζί. Είσαι ένας άγγελος, ένας υπέροχος άνδρας που κάθε γυναίκα θα ήθελε να σε έχει στο πλευρό της. Όμως όχι και εγώ. Εγώ γεννήθηκα για να υπηρετήσω την πατρίδα μου ακόμη και αν στραγγίζει από μέσα μου κάθε σταγόνα αίματος. Δεν μπορώ και δεν πρεπει να ερωτευτώ, δεν υπάρχει χρόνος για τέτοιες απολαύσεις από την στιγμή που μια ολόκληρη Ευρώπη κλαίει και οδύρεται από το χάος που έχουν προκαλέσει οι Γερμανοί. Δεν ξέρω αν έχω μισήσει λαό περισσότερο από εκείνους... Είμαι στην Αντίσταση και χρέος είναι να δώσω ο, τι έχω και δεν έχω για να φύγουν αυτοί από τα αγια χώματα της Ελλάδας μας. Συμμετέχω σε κάτι και ας το θεωρείς εσύ τρέλα...Αν δεν σε δω ξανά, θα ήθελα να κάνεις ευτυχισμένη μια άλλη γυναίκα δίνοντας της όλη σου την αγάπη... Αυτή είναι η τελευταία μου επιθυμία. Αντίο»»
Ο Κωνσταντίνος έπιασε τα μαλλιά του με τα δάκρυα να τρέχουν στο αλαβάστρινο πρόσωπο του. Έτρεξε έξω πετώντας μια δεσμίδα χαρτονομίσματα πάνω στο τραπέζι χωρίς να τον νοιάζει τι θα σκέφτονταν οι άλλοι θαμώνες. Έτρεξε έξω και γονάτισε πάνω στα χώματα ουρλιάζοντας το όνομα της μα απάντηση ήταν γραφτό να μην έπαιρνε ποτέ...
..................................................................................
««Να συνδεθεί η ατμομηχανή!»» βροντοφώναξε ένας αυστηρός λοχίας με τους στρατιώτες του να τρέχουν να ικανοποιήσουν την εντολή του. Ο λοχίας έτριψε το μέτωπο του κουρασμένος και το παγερό του γαλανό βλέμμα επέβλεπε την επιχείριση μεταφοράς των Ιταλών αιχμαλώτων με τα κουρελιασμένα τους ρούχα, τα μελανιασμένα αδύνατα σώματα τους και τα ταλαιπωρημένα από τις κακουχίες πρόσωπα τους.
««Κούραση επιλοχία Μπρούνερ ?»» αντήχησε η ειρωνική φωνή του στρατηγού Σουλτς που δεν ήταν άλλος από τον Μάρκο. Φορούσε το σακάκι με τα παράσημα, την χαρακτηριστική μαύρη στολή των SS, το περιβραχιόνιο με τον αγκυλωτό σταυρό και ένα καπέλο που έκρυβε τα μάτια του. Όλα κρεμόντουσαν από μια κλωστή έτσι το κάθε βήμα, η κάθε κίνηση και η κάθε λέξη έπρεπε να είναι προσεκτικά σχεδιασμένη. Ο επιλοχίας χτύπησε προσοχή στον ανώτερο του.
««Καμία απολύτως.»»
««Η ατμομηχανή είναι έτοιμη?»»
««Τα SS πάντα είναι έτοιμα!»»
Ο Μάρκος είδε να περνά η Ηρώ λίγα μέτρα πίσω από τον επιλοχία και να κατευθύνεται προς την είσοδο ενός γραφείου απέναντι από τον σταθμό φορώντας μια μαύρη φούστα σε ίσια γραμμή με μήκος ως το γόνατο, μαύρα ψηλά τακούνια, λευκό κουμπωμένο ως το λαιμό πουκάμισο, και στο μπράτσο την κόκκινη κορδέλα με το σήμα του φασισμού που ένιωθε να της καίει το δέρμα. Τα μαλλιά της ήταν πλεγμένα σε μια σφιχτή κοτσίδα και το πρόσωπο της ήταν σοβαρό και ανέκφραστο. Πήγε να μπει στο γραφείο του επιλοχία όταν ένας δεκανέας την σταμάτησε ρωτώντας την στα γερμανικά τι ήθελε.
««Θα ήθελα να δω τον επιλοχία Μπρούνερ. Ξέρετε, είμαι η μνηστή του! »» απάντησε με σταθερή φωνή κοιτώντας στα μάτια τον στρατιώτη νιώθοντας ντροπή που ξεστόμισε ένα τόσο αηδιαστικό ψέμα. Εκείνος την παρατήρησε από επάνω ως κάτω και ύστερα είπε με ένα πονηρό χαμόγελο :
««Τυχερός άνθρωπος! Παρακαλώ, περάστε!»» Η Ηρώ γονάτισε στο αριστερό της πόδι κάνοντας μια επιτυχημένη μίμηση πτώσης με τους στρατιώτες να σπεύδουν να την βοηθήσουν να σηκωθεί γυρίζοντας την πλάτη τους στο σταθμό. Σαν μια καλοκουρδισμένη μηχανή, σαν ένας άνθρωπος τα παλικάρια της ομάδας έπεσαν επάνω στους Γερμανούς σφίγγοντας τους σαν μέγγενη κλείνοντας τους το στόμα και περνώντας τα γεροδεμένα μπράτσα τους γύρω από τους λαιμούς τους την ίδια στιγμή που τα κορίτσια τοποθετούσαν τα εκρηκτικά. Σαν βεβαιώθηκε ο Μάρκος πως ήταν όλα έτοιμα, ούρλιαξε :
««Τώρα!»»
Αυτό που ακολούθησε ήταν φοβερό. Μια έκρηξη μετάλλων ακολούθησε με τις κόκκινες φλόγες της φωτιάς να τρώνε λαίμαργα το τρένο ενώ όσοι ήταν δίπλα κάηκαν ή πετάχτηκαν με δύναμη στην άσφαλτο. Ευτυχώς, ο Μάρκος μαζί με την Ηρώ και την υπόλοιπη ομάδα έμειναν αλώβητοι και έτρεξαν μέσα στην άγρια νύχτα να απομακρυνθούν από το σημείο νιώθοντας μια άγρια ευχαρίστηση.
...................................................................................
««Ανοίξτε την καταραμένη την πόρτα! Ανοίξτε!»»
Οι άγριες φωνές των Γερμανών μαζί με τα κοντάκια των όπλων που χτυπούσαν την ξύλινη πόρτα έσπειραν τον πανικό στα μέλη της οικογένειας Κωνσταντοπούλου με τον πατέρα να ανοίγει την πόρτα και τα φώτα αγουροξυπνημένος φορώντας τις πιτζάμες του ακόμη. Η ημέρα γλυκοχάραζε σκορπώντας τις ρόδινες ανταύγειες της στο ουράνιο στερέωμα ποιος μπορεί να ήταν άραγε?
Ο Παναγιώτης άνοιξε με τους στρατιώτες να χωρίζουν τους αγκαλιασμενους γονείς με τον Παναγιώτη να δέχεται μια δυνατή σπρωξιά στο στήθος και τον Μπρούνερ να τραβά άγαρμπα από το μπράτσο την τρομαγμένη Ελένη βάζοντας της το όπλο στο κρόταφο ενώ οι δεκανείς στάθηκαν δεξιά και αριστερά της εισόδου με τα όπλα προτεταμένα.
««Πού είναι η κόρη σου?»» ρώτησε αγριεμένος ο επιλοχίας με τα μάτια του να γυαλίζουν από το θυμό.
««Άσε την γυναίκα μου ήσυχη ρε αλήτη!»»
««Φτάνει πια! Άσε την μάνα μου κτήνος και πάρε εμένα! Εμένα δεν θέλεις άλλωστε?»» κατέβηκε η Ηρώ από την σκάλα κοιτώντας στα μάτια τον επιλοχία, τους δεκανείς και τους γονείς της που πάλευαν να διατηρήσουν την ψυχραιμία τους. Ο επιλοχίας την παρατήρησε απορώντας πώς μπορούσε τόση γενναιότητα να χωρέσει σε ένα μικροκαμωμένο κορμί. Η κοπέλα που στεκόταν μπροστά του ήταν ξυπόλυτη φορώντας την νυχτικιά της με τα πολύχρωμα λουλούδια, με τα καστανά μαλλιά της ανακατεμένα από τον ύπνο όμως ήταν τόσο μα τόσο υπερήφανη και όμορφη που προκαλούσε δέος.
«« Πάρτε την!»» διέταξε ψυχρά και οι δεκανείς ξεκίνησαν να την τραβολογούν λες και ήταν ένα άψυχο πράγμα ανάξιο καλής μεταχείρισης. Δεν έφερε καμία αντίσταση μόνο κοιτούσε τους δύο γονείς της λες και προσπαθούσε να αποτυπώσει τα πρόσωπα τους στην μνήμη της. Τα πόδια της ακούμπησαν το υγρό χώμα λερώνοντας τις πατούσες της και το κρύο περονιασε το δέρμα της ωστόσο δεν θα επέτρεπε στον εαυτό της να δείξει σημάδια αδυναμίας.
Η Ελένη δεν μπορούσε να πιστέψει την κακή της τύχη. Με κλάματα βγήκε έξω τρέχοντας για να προλάβει το καμιόνι που έπαιρνε μακριά την κόρη της. Η πριγκίπισσα της έφευγε... την έπαιρναν...
Γραπώθηκε από την πίσω πόρτα του πρασίνου οχήματος με τους στρατιώτες να σπρώχνουν επανειλημμένα τα χέρια της.
««Ηρώ μου! Κοριτσάκι μου!»» έλεγε και έτρεχε ξοπίσω όσο και αν ένιωθε τα πνευμονία της να μπουκώνουν από την σκόνη, όσο και αν ένιωθε τα μάτια της να θολώνουν από τα δάκρυα, την φωνή της να σκιζεται από τα ουρλιαχτά.
««Μαμά! Μαμά μου!»» τσίριζε ασταμάτητα η Ηρώ νιώθοντας την καρδιά της να ματώνει όταν είδε την μητέρα της να πεφτει κάτω στο έδαφος και άκουσε την κατάρα της προς τους στρατιώτες :
««Κακό ψόφο να έχετε αλήτες!»»
Σκληρός ο αποχωρισμός μιας μάνας από την κόρη
Αλλά ακόμη σκληρότερο είναι ένας πατέρας ή μια μητέρα να θάβουν την κόρη ή τον γιο τους μένοντας μόνοι και έρημοι σαν τις καλαμιές στον κάμπο και σίγουρα αυτό είναι κάτι που δεν το εύχεσαι ούτε στον χειρότερο σου εχθρό!
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro