Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Κεφάλαιο 13

Αφιερωμένο σε GiannisPit
Μετά από εκείνη την νύχτα, η ζωή για την Ειρήνη δεν θα ήταν ποτέ ξανά η ίδια. Οπότε την καλούσε ο Αγήνορας πήγαινε στο ξενοδοχείο Μεγάλη Βρετανία που διέμεναν αποκλειστικά ναζί και ανεχόταν ώρες απίστευτου πόνου, ξύλου και ταπείνωσης μαζί με χρήματα τα οποία έβρισκε πεταμένα στο γυμνό της κορμί τα πρωινά. Δεν είχε μούτρα να αντικρίσει τους συντρόφους της και η όρεξη της είχε κοπεί. Σερνόταν για να πάει στο σχολείο της όπου προσπαθούσε να παρακολουθεί τα μαθήματα για να μην κάνουν παράπονα οι καθηγητές της στους γονείς της, δεν ήθελε να τους φορτώσει με παραπάνω έγνοιες. Από τα χρήματα ελάχιστα κρατούσε για τον εαυτό της. Όλα τα ξόδευε σε ακριβά τρόφιμα που έβρισκες μόνο στην μαύρη αγορά και τα έφερνε στο σπίτι της με υπερηφάνεια λέγοντας ασύστολα ψέματα στην μητέρα της. Δεν έβρισκε πλέον ομορφιά σε τίποτα και όλο με χαζές δικαιολογίες απέφευγε τον Αγγελο και την παρέα της Ηρούς που μαζί με τον Παύλο έσπαγαν το κεφάλι τους για να βρουν την αιτία της αλλαγής της Ειρήνης.
Ωστόσο, εκείνη την ημέρα το κακό είχε παραγίνει. Η Ειρήνη ξύπνησε με απίστευτους πόνους σε όλο της το κορμί και με κόπο σήκωσε το κεφάλι της για να δει την ώρα. Τα μάτια της γούρλωσαν όταν είδε ότι κόντευε τρεις η ώρα το μεσημέρι και πετάχτηκε έντρομη από το μεγάλο διπλό κρεβάτι όμως μετάνιωσε την κίνηση της η οποία της έφερε έντονη ζαλάδα με αποτέλεσμα να πέσει κάτω στο ξύλινο δάπεδο που το σκέπαζε ένα παχύ λευκό χαλί. Έκλεισε τα μάτια της για λίγο και έπειτα από λίγα λεπτά τα άνοιξε ξανά. Το κεφάλι της ακούμπησε το λευκό σεντόνι και τα χέρια της αγκάλιασαν τον εαυτό της. Ήταν γυμνή σε ένα ακριβό δωμάτιο ξενοδοχείου των κατακτητών και αισθανόταν τόσο άσχημα που δεν μπορούσε να ξεφύγει από την φυλακή της που δεν ήταν άλλη από το αρρωστημένο νου του Αγήνορα ο οποίος σε περίπτωση που δεν τηρούσε ό, τι της έλεγε ήταν ικανός να βλάψει με τον πιο άσχημο τρόπο την οικογένεια της. Λυγμοί τάραξαν το λεπτοκαμωμένο κορμί της και δάκρυα ξεκίνησαν να κυλούν για άλλη μια φορά από τα μελί μάτια της. Ξαφνικά, διακριτικά χτυπήματα ακούστηκαν στη ξύλινη πόρτα μαζί με μια ευγενική γλυκιά γυναικεία φωνή.
««Καλημέρα, μπορώ να περάσω? Είναι κανένας μέσα?»»
Η Ειρήνη δεν απάντησε έτσι η καμαριέρα μπήκε κουβαλώντας στην αγκαλιά της λευκές χνουδωτές πετσέτες μπάνιου οι οποίες συνάντησαν το δάπεδο όταν αντίκρισε την άθλια κατάσταση της Ειρήνης. Τα μαλλιά της ήταν ανακατεμένα, τα μελί μάτια της με μαύρους κύκλους και το πρόσωπο της χλωμό. Το σώμα της δε ήταν γεμάτο από μελανιές, η περιοχή της κατακόκκινη και πρησμένη ενώ τα μάγουλα της είχαν δαχτυλιές. Τα χέρια της είχαν τυλιχθεί γύρω από το σώμα της προστατευτικά και κοιτούσε την μελαχρινή γυναίκα σαν πληγωμένο ελάφι. Η γυναίκα έσπευσε στο πλευρό της αφού είχε κλειδώσει την πόρτα για να μην έχουν κάποια ανεπιθύμητη συνάντηση ή ενόχληση. Η Χριστίνα ήταν μια γυναίκα με μαύρα μπουκλωτά μακριά μαλλιά που κάθε ημέρα τα μάζευε σε μια κοτσίδα και ήταν ντυμένη με ένα μαύρο φόρεμα μέχρι το γόνατο και μια λευκή ποδιά με δαντέλα στις άκρες να είναι δεμένη γύρω από την λεπτή της μέση. Πολλά είχαν δει τα μάτια της μα λίγα έλεγε το στόμα της φοβούμενη τα αντίποινα. Ο σύζυγος της πολεμούσε αντάρτης πάνω στα βουνά και η ίδια δεν ήθελε να ρισκάρει την ζωή των δύο διδύμων αγοριών της τα οποία τις ώρες που δούλευε εκείνη, τα κρατούσε μια ξαδέλφη της που είχε αναλάβει την απογευματινή βάρδια στο νοσοκομείο του Ευαγγελισμού.
««Ηρέμησε εγώ είμαι εδώ τώρα κορίτσι μου. Θα σε βοηθήσω εντάξει?»» ρώτησε και χωρίς να πάρει απάντηση σήκωσε την Ειρήνη, την τύλιξε με ένα λευκό σεντόνι και την άφησε καθιστή στην άκρη του κρεβατιού μέχρι να ετοιμάσει ένα ζεστό μπάνιο για το κορίτσι.
Η Χριστίνα χαμογέλασε ζεστά στην νεαρή κοπέλα βοηθώντας την να μπει μέσα στην λευκή μεγάλη μπανιέρα γεμάτη με ζεστό νερό και αιθέρια έλαια. Με απαλές κινήσεις, η Χριστίνα ξεκίνησε να την σαπουνίζει σε όλο της το κορμί ενώ η Ειρήνη είχε αφεθεί στις φροντίδες της μεγαλύτερης γυναίκας, στο κατευναστικό άγγιγμα του νερού και την μυρωδιά του σαμπουάν λεμονιού .
Η Χριστίνα την ξέπλυνε με προσοχή αφήνοντας την να στεγνώσει τα μαλλιά της και να βάλει τα ρούχα της. Χωρίς να τολμά να την κοιτάξει στα μάτια η Ειρήνη αποχώρησε ευχαριστώντας την για την βοήθεια της.
Μόλις έφθασε σπίτι την περίμενε ανήσυχη η μητέρα της μαζί με τον Άγγελο και τον αδελφό της. Ο Παύλος κοιτούσε αυστηρά την μικρή του αδελφή ενώ η μητέρα της μόλις την είδε έτρεξε να την αγκαλιάσει.
««Μπορείς να μου πεις πού ήσουν Ειρήνη? Όλοι μας ανησυχήσαμε.»» ρώτησε ο Άγγελος πιάνοντας της τρυφερά τα χέρια με τα γαλανά του μάτια γεμάτα με έγνοια και αγάπη. Ωστόσο, το βλέμμα που του έριξε η Ειρήνη τον τρόμαξε. Ήταν ανέκφραστο, ψυχρό, άδειο από συναίσθημα δεν έμοιαζε σε τίποτε το ερωτευμένο κορίτσι που έλιωνε στην αγκαλιά του και στο βλέμμα του. Ο Άγγελος σαν δεν πήρε απάντηση τρελάθηκε. Την έπιασε προσεκτικά από τα μάγουλα της κοιτώντας την ευθεία στα μάτια.
««Πες μου μωρό μου σε ικετεύω»» της είπε και γονάτισε μπροστά της. Η Ειρήνη μόλις είδε τα δακρυσμένα μάτια του Άγγελου άρχισε να σπάει και εκείνη μέχρι που δάκρυσε. Γονάτισε και εκείνη και ρίχτηκε με δύναμη μέσα στην ζεστή του αγκαλιά ξεσπώντας σε άγριους λυγμούς που της έκοβαν την ανάσα κάνοντας το στήθος της να πονάει.
««Είμαι μια πόρνη Άγγελε αυτό έγινε.»» Άπαντες έμειναν ξαφνιασμένοι από την δήλωση της Ειρήνης κοιτώντας ο ένας τον άλλον σαν για να βεβαιωθούν πως άκουσαν καλά.
««Παύλο σου είπα ψέματα. Ο λόγος που ελευθερώθηκες ήταν επειδή εγώ... εγώ έδωσα το σώμα μου σε έναν γερμανοτσολιά, έναν Αγήνορα ως αντάλλαγμα για να μας αφήσει ήσυχους»»
Ο Παύλος με το που άκουσε το όνομα του συγκεκριμένου άνδρα χλόμιασε τρίβοντας το μέτωπο του σκοτισμένος. Ανάθεμα, ήξερε πολύ καλά ότι στον συγκεκριμένο άρεσε να παίζει με την τροφή του πριν την φάει. Είχε στείλει πολλούς άνδρες πρώην συγκρατούμενους του να έχουν περάσει τα πάνδεινα στα χέρια του από χτυπήματα στην πλάτη με την σιδερόβεργα που άφηνε ανεπανόρθωτες βλάβες έως βιασμό. Ο παραλογισμός του ναζισμού φαινόταν με τον καιρό.
««Όμως, δεν είχε σκοπό να μας αφήσει όπως δεν άφησε και κανέναν μέχρι σήμερα. Μου υποσχέθηκε ότι θα σε αφήσει και δεν θα σε πειράξει εάν δεχόμουν τις προσκλήσεις του για ερωτικές συνευρέσεις στο ξενοδοχείο Μεγάλη Βρετανία. Εχθές το βράδυ το κακό παραέγινε. Μπήκα μέσα στην σουίτα και είδα τον Αγήνορα ολόγυμνο μαζί με άλλους τρεις άνδρες που με κοιτούσαν λες και δεν είχαν ξαναδεί γυναίκα στην ζωή τους. Με βίασαν όλοι μαζί όμως εγώ σου ορκίζομαι ότι δεν τον ήθελα... δεν τους ήθελα...»»
Σε όλη την διάρκεια της σπαρακτικής αφήγησης της Ειρήνης, η μητέρα της βρισκόταν στην αγκαλιά του γιου της κλαίγοντας με μαύρο δάκρυ όπως και ο Άγγελος που είχε σφίξει στην αγκαλιά του την Ειρήνη λες και φοβόταν ότι ήταν άμμος που θα ξεγλιστραγε από τα δάχτυλα του από στιγμή σε στιγμή.
««Κόρη μου πήγαινε επάνω να ξεκουραστείς σε παρακαλώ. Έπρεπε να μας το πεις πιο νωρίς, θα βρίσκαμε μια λύση δεν θα χρειαζόταν να το κάνεις αυτό στον εαυτό σου κορίτσι μου. Θα σου φτιάξω ένα τσάι και κάτι να φας, έχεις αδυνατίσει αρκετά. Παύλο, σύρε και φώναξε τον γιατρό Γεωργίου να εξετάσει την μικρή και εσύ αγόρι μου πήγαινε επάνω το κορίτσι μας .»»
Η μητέρα της Ειρήνης ανασκουμπώθηκε δίνοντας μια δουλειά στον καθένα για να ξεφύγει λίγο το μυαλό τους από τα λόγια της. Είχε καταλάβει πως η θυγατέρα της δεν άντεχε άλλο την συναισθηματική φόρτιση, αρκετά δεινά είχε τραβήξει.
««Ανάθεμα σε καταραμένε... Ανάθεμα σε!»»
...................................................................................
Η Ηρώ βρισκόταν  καθισμένη αναπαυτικά στην πολυθρόνα του σαλονιού  διαβάζοντας το βιβλίο του Ντοστογιέφσκι ««Έγκλημα και Τιμωρία»» Η ώρα είχε πάει περίπου εφτά το απόγευμα και η Ηρώ περίμενε τους γονείς της που είχαν πάει επίσκεψη σε μια μακρινή εξαδέλφη της Ελένης και θα γύριζαν σε λίγη ώρα.
Την ησυχία της ωστόσο έσπασαν τα άγρια χτυπήματα στην ξύλινη πόρτα μαζί με την αυστηρή ανδρική φωνή του ταγματασφαλίτη που είχε έρθει οπλισμένος μέχρι τα δόντια με τρεις ακόμη άνδρες που είχαν περικυκλώσει την περίμετρο του σπιτιού. Η Ηρώ δεν τα έχασε ούτε στιγμή. Έβαλε το βιβλίο κάτω από την πολυθρόνα και με γρήγορες κινήσεις πήρε τηλέφωνο στο σπίτι της ξαδέλφης. Για καλή της τύχη, το σήκωσε αμέσως η μητέρα της.
««Μαμά, ήρθαν να με πάρουν οι Γερμανοί»» ανακοίνωσε ψυχρά η Ηρώ αν και η φωνή της έτρεμε ακούγοντας τις φωνές μαζί με τα χτυπήματα που όλο και δυνάμωναν.
««Ηρώ μου, πού θα σε πάνε? Παναγιώτη!»» φώναξε πανικόβλητη η μητέρα της με τον άνδρα της να τινάσσεται σαν να τον τσίμπησε σφήκα και να παίρνει το τηλέφωνο από το χέρι της συζύγου του.
««Μην φοβάσαι κοριτσάκι μου ο μπαμπάς θα σε προστατέψει όπως έκανε πάντα. Πες μου περιληπτικά τι συμβαίνει»» ακούστηκε η ψύχραιμη αποφασιστική φωνή του πατέρα της.
««Λογικά στην Κομαντατούρα θα με πάνε μπαμπά. Πες στην μαμά ότι θα τους αντιμετωπίσω...οπως έκανα πάντα»» Η Ηρώ ακούμπησε το ακουστικό δίπλα από το τηλέφωνο και μόλις που πρόλαβε να απομακρυνθεί λίγα βήματα μακριά από το τραπεζάκι που βρισκόταν η μπεζ συσκευή καθώς απανωτοί πυροβολισμοί ακούστηκαν στην κλειδαριά και η πόρτα άνοιξε διάπλατα αποκαλύπτοντας τον επικεφαλή της σύλληψης της, έναν γεροδεμένο ψηλό άνδρα με καστανά μαλλιά και μάτια με καφέ πουκάμισο, μαύρο παντελόνι και μπότες έχοντας περασμένο  στο δεξί του χέρι περιβραχιόνιο με το χαρακτηριστικό κόκκινο σήμα του φασισμού.
««Είσαι η Ηρώ Κωνσταντοπούλου?»» ρώτησε επιβλητικά ο άνδρας στεκόμενος ακριβώς απέναντι της.
««Εσείς τι είστε? Έλληνες?»» ρώτησε μαζεύοντας όλο της τον θυμό αρπάζοντας τον από το μπράτσο.
««Προχώρα στο Φρουραρχείο! Τώρα!»» προσταξε σπρώχνοντας την με δύναμη στέλνοντας την κατευθείαν στο δάπεδο. Η Ηρώ τον κοίταξε κατάματα ενώ σηκώθηκε στρώνοντας το πουκάμισο της :
««Καθάρματα! Πουλημένοι!»»
Ο ταγματασφαλίτης έπεσε επάνω της χτυπώντας την με μανία που έσκισε τα χείλη της κοπέλας που γευτηκε την μεταλλική γεύση του αίματος. Ο άνδρας την έπιασε από τα μαλλιά και βάζοντας την σε ένα αμάξι, κατευθύνθηκαν προς την Κομαντατουρ.
Οδηγήθηκε στο γραφείο του Διοικητή ο οποίος την ατένισε με ενδιαφέρον καθώς έσβηνε το τσιγάρο του . Τα ξανθά του μαλλιά ήταν τραβηγμένα προς τα πίσω ενώ τα πράσινα μάτια του έλαμψαν σαν του αρπακτικού μόλις την είδαν. Είχε ακούσει πως αν και Έλληνας, ήταν ο αυστηρότερος ανακριτής δεξί χέρι του αξιωματικού Φίσερ ο οποίος ήταν επικεφαλής του στρατοπέδου Χαϊδαρίου. Ήταν καθισμένος στην ξύλινη καρέκλα μπροστά από ένα γραφείο που φιλοξενούσε έγγραφα και μια χρυσή υδρόγειο σφαίρα. Οι τοίχοι ήταν βαμμένοι σε πράσινο χρώμα ενώ το φως του ήλιου μαζί με ένα γλυκό αεράκι έμπαιναν  από το μισάνοιχτο παράθυρο του δωματίου.
««Εδώ είναι λοιπόν κύριε η Ηρώ Κωνσταντοπούλου. Μας αποκάλεσε πουλημένους και καθάρματα. Αυτό δεν είναι κορίτσι αλλά άγριο θηρίο.»»
««Έστω και έτσι δεν έπρεπε να την χτυπήσεις. Δεν μου αρέσει να βλέπω παιδιά μέσα στο αίμα»» είπε και πλησίασε αργά κρατώντας ένα μαντίλι στο χέρι του το οποίο ακούμπησε απαλά στα χείλη της κοπέλας η οποία έστρεψε ξαφνικά το κεφάλι της προς την αντίθετη μεριά. Ο Διοικητής την παρατήρησε για λίγο. Ήταν μια όμορφη κοπέλα γύρω στα δεκαεφτά με αίμα στα χείλη της και ανάστατα μαλλιά παρόλα αυτά το υπερήφανο ψυχρό καστανό της βλέμμα στιγμή δεν χαμήλωσε. Με μεγάλη του έκπληξη συνειδητοποίησε ότι αυτή η κοπέλα δεν φοβόταν ούτε εκείνον ούτε κανέναν.
««Σε πονώ?»» την ρώτησε ανήσυχος σμιγοντας τα φρύδια του.
««Με αηδιάζεις!»» τόνισε κοφτά. Ο άνδρας πήρε μια βαθιά ανάσα και είπε :
««Έστω και έτσι άφησε με να σου περιποιηθώ την πληγή σου.»»
««Αν με αγγίξεις ξανά, θα κάνω εμετό πάνω στο περιβραχιόνιο που φοράς!»» είπε δείχνοντας με τα μάτια της την κόκκινη κορδέλα με την σβάστικα.
«« Αυτή είναι η νέα πραγματικότητα κορίτσι μου όσο και αν δεν θες να το δεχτείς. Πολεμήσαμε και χάσαμε από τους Γερμανούς οι οποίοι αποδείχτηκαν νικητές έχουν κάνει μια ολόκληρη Ευρώπη να γονατίσει μπροστά στο μεγαλείο τους. Όποιος δεν δέχεται την νέα τάξη πραγμάτων πεθαίνει. Αυτό θες? Να πεθάνεις?»» ρώτησε ταρακουνώντας την από τους ώμους με δύναμη με τα ανοιχτόχρωμα μάτια του να έχουν σκοτεινιάσει από τον θυμό του. Η Ηρώ τον έφτυσε αηδιασμένη όμως η αντίδραση του μεγαλύτερου άνδρα ήταν άμεση. Την χαστούκισε δύο φορές με δύναμη και της έδωσε μια γροθιά στην κοιλιά που έκανε το κορίτσι να διπλωθεί στα δύο από τον πόνο. Ο σιωπηλός ταγματασφαλίτης την έπιασε από τα μπράτσα.
««Αποκαλείς μεγαλείο όσα έχουν κάνει οι Γερμανοί? Έχουν κάνει όλο τον κόσμο να κλαίει, εξαιτίας τους πεθαίνουν παιδιά και χωρίζονται οικογένειες! Τριγυρνούν σαν βασιλιάδες στην πόλη τρώγοντας και πίνοντας σαν τα ζώα, βγάζοντας αναμνηστικές φωτογραφίες μπροστά από την Ακρόπολη χαμογελαστοί λες και πάνε διακοπές την στιγμή που υπάρχουν άνθρωποι που στήνονται στα αποσπάσματα, που μάχονται κάθε ημέρα για την επιβίωση τους!Μα έννοια σου και λίγα είναι τα ψωμιά σας. Όλα μαζί θα τα πληρώσετε τα εγκλήματα σας!»» ούρλιαξε η Ηρώ.
««Εμείς ζούμε με ένα όνειρο κορίτσι μου! Την δημιουργία ενός κόσμου χωρίς Εβραίους, χωρίς κομουνιστές, χωρίς φτώχεια και χωρίς πείνα!»» συνέχισε το ντελίριο ο άνδρας για να έρθει ο αντίλογος από την Ηρώ που πάλευε να πάρει φυσιολογικές ανάσες :
««Χωρίς ανθρωπιά, χωρίς συμπόνια, χωρίς Ελλάδα κάτω από την μπότα των Γερμανών αυτό είναι το όνειρο σου!»»
Ο διοικητής δεν συγκράτησε άλλο τον εαυτό του. Ορμησε επάνω της ξεκινώντας να την χτυπά με μανία στην πλάτη και στο πρόσωπο  δημιουργώντας της νέες μελανιές και κάνοντας να τρέξει αίμα από την μύτη και από τα χείλη της, αίμα που λερωσε το λευκό της πουκάμισο. Η Ηρώ βρισκόταν πια γονατισμένη επάνω στο χαλί και ο διοικητής βρισκόταν πίσω της έχοντας περασμένο το γεροδεμένο μπράτσο του γύρω από τον λαιμό της.
«« Δεν μπορώ να το πιστέψω ότι ένα κορίτσι σαν εσένα έφθασε να κάνει πράγματα που τρομάζουν ακόμη και τους άντρες! Όλα γραμμένα βρίσκονται χαρτί και καλαμάρι! Είσαι μέλος σε αντιστασιακές οργανώσεις? Σε ποιες? Που υπάρχουν αυτά? Ποιες είναι οι κρυψώνες σας και ποιοι είναι οι συνεργάτες σου? Σε ποιες είσαι γραμμένη?»»
Η Ηρώ χαμογέλασε έχοντας κλειστά τα μάτια της.
««Σε όλες αλλά κουβέντα δεν θα πάρεις από το στόμα μου δήμιε! Εσύ είσαι προδότης της χώρας και του ίδιου σου του εαυτού αλλά δεν θα γίνω και εγώ όμοια σου! Βασάνισε με, σκότωσε με αν το θες μα να θυμάσαι πως αν με σκοτώσεις, σαράντα θα σηκωθούν να πάρουν πίσω το αίμα μου!»»
««Δρόμο για την Μέρλιν!»» κραύγασε έξαλλος ο Διοικητής. Οι ταγματασφαλίτες πήραν την μισολιπόθυμη Ηρώ και ξεκίνησαν να κατεβαίνουν τις σκάλες για την έξοδο.
Η Ηρώ πάλευε να κρατήσει τα μάτια της ανοιχτά καθώς ένιωθε την όραση της να θολώνει σταδιακά ενώ τα χτυπήματα που είχε δεχθεί στην κοιλιά και στην πλάτη πονούσαν υπερβολικά για να μπορέσει να τα αγνοήσει. Όμως, μύρισε ένα γνωστό ανδρικό άρωμα και λίγο αργότερα η ζεστή φωνή του πατέρα της μαζί με το άγγιγμα του στα μάγουλα της την αφύπνισε.
««Τι της κάνατε? Πού την πάτε?»»
««Στην Μέρλιν. Μπαμπά, μην ξεχάσεις πως σε αγαπώ!»» φώναξε η Ηρώ καθώς οι ταγματασφαλίτες την τραβούσαν έξω από το κτίριο.
Ο Παναγιώτης ανέβηκε τρεχάτος τις σκάλες. Έπρεπε άμεσα να μιλήσει στον Διοικητή και να σώσει την κόρη του. Τίποτε άλλο δεν είχε σημασία για έναν μπαμπά σαν εκείνον.

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro