Κεφάλαιο 10
Μαύρες νύχτες και μαύρα Χριστούγεννα πέρασε η Ηρώ μετά την δολοφονία του Γιάννη και τον άδικο θάνατο της Μαργαρίτας. Σαν σφάλιζε τα μάτια της προσπαθώντας να κοιμηθεί πεταγόταν μπροστά της η εικόνα της Μαργαρίτας με το ατιμασμένο σώμα της πεταμένο στη μέση του δρόμου σαν σκουπίδι και αναρωτήθηκε πού στο καλό να ήταν το σώμα του Γιάννη καθώς κανείς δεν έμαθε τι απέγινε και ο Ισίδωρος δεν είχε το κουράγιο να πάει να ρωτήσει τον Λυκούργο μέσα στο πένθος του. Προσπαθούσε με όλες του τις δυνάμεις να στηρίξει την σύζυγο του, την Ερασμία η οποία από την μία ημέρα στην άλλη είχε χάσει το χαμόγελο και την ζωντάνια της. Με το ζόρι έβαζε δύο μπουκιές στο στόμα της, φρόντιζε τις βασικές της ανάγκες, μηχανικά έκανε τις υποχρεώσεις του σπιτιού της. Ο άνδρας της, ο Ισίδωρος δούλευε σαν σκυλί στα δημόσια έργα των Γερμανών στον. Πειραιά και κατόρθωνε να εξασφαλίζει συσσίτιο μαζί με λιγοστά χρήματα. Μοναδικη παρηγοριά της Ερασμίας αποτελούσε η Ηρώ η οποία καθόταν μαζί της τις ώρες που ο άνδρας της έλειπε φέρνοντας της πότε σούπα, πότε κέικ και φρεσκοζυμωμένο ψωμί από την μητέρα της. Η Ερασμία της μιλούσε μόνο για τα παιδιά της, τα παιδικά τους χρόνια, τις σκανταλιές τους,τα γέλια τους, της είχε μάλιστα δείξει και φωτογραφίες τους από τότε που ήταν μωράκια ακόμη και πάντα η επίσκεψη ολόκληρωνόταν με κλάματα και κατάρες προς τους φονιάδες που σκότωσαν τα παιδιά της και παρηγοριά από πλευράς της Ηρούς. Η Ηρώ θυμήθηκε τα δακρυσμένα μάτια της χαροκαμένης γυναίκας και αναρωτήθηκε αν αυτοί οι Ναζί είχαν καθόλου καρδιά,αν υπήρχε ένα άτομο έστω που να αγαπούσαν ή να τους αγαπούσε κάπου στον κόσμο. Ποιος ξέρει άραγε τι εγκλήματα είχαν διαπράξει, σε πόσες γυναίκες είχαν ασελγήσει,πόσα παιδιά πέθαιναν εξαιτίας τους από πείνα, πόσους ανθρώπους είχαν αδικήσει στην ζωή τους.
Η ελευθερία κάποια μέρα θα ερχόταν, αλλά πόσο αίμα να χυθεί πια σε μια γη, πόσα νεκρά σώματα να δεχθεί ένας τόπος που αν είχε φωνή θα ούρλιαζε από την αδικία.
Τα μόνα που κρατούσαν ζωντανή τη Ηρώ ήταν η δράση της στην αντίσταση. Τα παιδιά της αντίστασης είχαν πια γίνει κομμάτι δικό της, ολόδικο της. Μόλις τα θλιβερά μαντάτα έφθασαν στα αυτιά τους, όλοι τους έκλαψαν με την καρδιά τους ωστόσο η άφιξη του Κωνσταντίνου μόνο χαρά έφερε παρά τις αρχικές αντιρρήσεις του Γρηγόρη. Ο Κωνσταντίνος είχε αναρρώσει πλήρως έτσι ρίχθηκε αμέσως στην δουλειά από τις πρώτες ημέρες της ένταξης του στην ομάδα τους. Η Ηρώ συνέχιζε να μοιράζει προκηρύξεις τα μεσάνυχτα μαζί με την Ειρήνη ή τον Κωνσταντίνο, μερικές φορές ακόμη και μόνη της, έμπαινε σαν γάτα στις αίθουσες πολεμοφοδίων και τροφίμων του Αρσάκειου κρύβοντας σφαίρες σε τσέπες που η ίδια είχε ράψει στις φούστες της, βάζοντας περίστροφα και πιστόλια στην σχολική σάκα της, μεταφέροντας καλάθια με βασικά δυσεύρετα αγαθά όπως ψωμί, αλεύρι, βούτυρο, φρούτα σε μιλημένα μέλη της οργάνωσης που με την σειρά τους τα πρόσφεραν σε οικογένειες που είχαν μικρά παιδιά ή είχαν ανάγκη. Όμως, οι καθηγητές της στο παρθεναγωγείο άρχισαν να της κάνουν παρατηρήσεις για την μειωμένη απόδοση της στα μαθήματα καθώς και για την αφηρημάδα της τις ώρες που βρισκόταν στις αίθουσες με τα τηλέφωνα να πέφτουν βροχή στο γραφείο του πατέρα της.
Όμως, η φύση δεν λογαριάζει πολέμους και δυστυχίες. Ο ήλιος του Μαρτίου έλουζε με τις θερμές του αχτίδες την πόλη της Αθήνας, τα ανθισμένα λουλούδια στα περιποιημένα παρτέρια του Εθνικού Κήπου και στις αυλές των σπιτιών έμοιαζαν λες και είχαν ξεπηδήσει από πίνακα ζωγραφικής ενώ ο ουρανός ήταν πλέον γαλάζιος με ελάχιστα σύννεφα. Η Ειρήνη μαζί με την Ηρώ γυρνούσαν από το σχολείο συζητώντας ανέμελα για μια γιορτή που θα λάμβανε χώρα το βράδυ στο σχολείο τους με υπεύθυνη την κυρία Ζαφειρίου όταν το μάτι της νεαρής καστανομάλλας κοπέλας έπιασε στρατιώτες να τοιχοκολλούν αφίσες στο Δημαρχείο.
««Τι είναι αυτά που κολλούν οι στρατιώτες?»» ρώτησε η Ηρώ στεκόμενη δίπλα σε ένα δέντρο ακριβώς απέναντι από τα πολυβόλα και τους οπλισμένους μέχρι τα δόντια Γερμανών.
««Αφίσες.»» απάντησε μονολεκτικά η Ειρήνη βλέποντας με ανησυχία την φίλη της να σφίγγει τις λευκές της γροθιές, σημάδι πως ετοιμαζόταν να κάνει κάτι επικίνδυνο.
««Και τι είδους αφίσες είναι αυτές?»» ρώτησε η Ηρώ.
««Πάντως όχι κατά του Χίτλερ. Έλα πάμε να φύγουμε!»» είπε μαλακά η Ειρήνη πιάνοντας την από τον καρπό.
««Άφησε με να χαρείς!»» της είπε και με αποφασιστικότητα πέρασε στο απέναντι πεζοδρόμιο αρχίζοντας να κατεβάζει και να σκίζει με δύναμη τις αφίσες λίγα μέτρα μακριά από τους στρατιώτες που συνομιλούν και χρειάστηκαν λίγα λεπτά να καταλάβουν τι συνέβαινε. Λεπτά που αποδείχθηκαν σωτηρία για την Ηρώ που μόλις άκουσε τις δυνατές τους φωνές να την προστάζουν να σταματήσει και να παραδοθεί καθώς η καταστροφή αφισών υπέρ του καθεστώτος τους ήταν ένα ασυγχώρητο παράπτωμα έβαλε φτερά στα πόδια της ξεκινώντας να τρέχει με ταχύτητα που θα ζήλευε και ο Θεός Ερμής.
««Αχ Θεέ μου σώσε την... Ξεροκέφαλο κορίτσι»» μουρμούρισε η Ειρήνη κρυμμένη πίσω από το δέντρο ενώνοντας τα χέρια της. Έπειτα, κίνησε για το σπίτι της ωστόσο τίποτε δεν μπορούσε να την προετοιμάσει για αυτό που θα άκουγε εκεί μέσα δια στόματος των γονιών της.
Όταν ο άνθρωπος βρίσκεται σε κατάσταση κινδύνου, μία ενστικτώδη αντίδραση είναι η απομάκρυνση από την εστία απειλής με τον οποιονδήποτε τρόπο. Η Ηρώ επέλεξε την φυγή παρακαλώντας από μέσα της να αντέξει και να μην πιαστεί αιχμάλωτη.
««Πιάστε την πουτάνα!!»»
««Σταμάτα και γύρνα πίσω!»»
Άκουγε μονίμως τις κραυγές των στρατιωτών, τις μπότες τους που χτυπούσαν με μανία το έδαφος, τις σφαίρες που περνούσαν ξυστά δίπλα από τα αυτιά της. Δεν ήξερε πόση ώρα έτρεχε αλλά τα μάγουλα της είχαν κοκκινίσει από το τρέξιμο με τους παλμούς της καρδιάς της να έχουν αυξηθεί επικίνδυνα, τα μάτια της κοιτούσαν δεξιά αριστερά ψάχνοντας κάποια δίοδο διαφυγής. Και εκεί που ένιωθε να της κόβεται η ανάσα, εκεί που ένιωθε ότι θα σταματούσε εγκαταλείποντας την προσπάθεια της να διαφύγει από τους διώκτες της, ξαφνικά ένιωσε ένα χέρι να την γραπώνει με δύναμη από το δεξί της μπράτσο και έναν μαυροφορεμένο άντρα να μπαίνει μπροστά της κλείνοντας το στόμα της με την τραχιά του παλάμη ενώ ήταν κρυμμένοι μαζί πίσω από τους πυκνούς θάμνους ενός μεγάλου κήπου. Με ανακούφιση, η Ηρώ άκουσε τα ποδοβολητά να απομακρύνονται και τις φωνές να αργοσβήνουν.
Με το που βεβαιώθηκε ο άνδρας πως ήταν ασφαλείς για την ώρα τουλάχιστον, σηκώθηκε τείνοντας το χέρι του με ευγένεια προς το μέρος της για να την βοηθήσει να σηκωθεί με την Ηρώ να δέχεται την κίνηση του με ευγνωμοσύνη. Χωρίς να της πει λέξη ο άνδρας την οδήγησε στο πίσω μέρος του σπιτιού ακουμπώντας τον ψηλό κορμό του στην πλάτη ενός δέντρου στρώνοντας κάτω το σακάκι του για να καθίσει το κορίτσι χωρίς να λερώσει τα ρούχα της. Η Ηρώ τον παρατήρησε καθώς άναβε τσιγάρο. Ήταν ένας όμορφος άνδρας περίπου τριάντα χρόνων με μαύρα μάτια, λιγνεμένο από τις στερήσεις πρόσωπο που το πλαισίωναν ίσια μαλλιά στο χρώμα των φτερών του κόρακα. Ωστόσο η Ηρώ κατάλαβε ότι ο συγκεκριμένος άνδρας δεν θα της έκανε ποτέ κακό, της το έλεγε το ένστικτο της που πάντα το εμπιστευόταν.
««Χαίρομαι που σε γνωρίζω, Ηρώ Κωνσταντοπούλου»» Η ζεστή φωνή του της απεύθυνε τον λόγο με ένα χαμόγελο να τρεμοπαίζει στα χείλη του.
««Πώς ξέρεις το όνομα μου?»» απόρησε σηκώνοντας από περιέργεια το περιποιημένο της φρύδι.
««Αλίμονο, πώς να μην ξέρω την μικρή με την καρδιά λέοντα που έχει κάνει τους φασίστες να τρέχουν και να μην φθάνουν...»»
««Εσύ ποιος είσαι?
Σε ευχαριστώ που με έσωσες, αλλά δεν μπορώ να καθίσω με έναν άγνωστο άντρα...»» είπε και σηκώθηκε για να φύγει μα η φωνή του άντρα την σταμάτησε :
««Το όνομα μου σίγουρα το έχεις ακούσει, στις συνελεύσεις που κάνετε με τους συντρόφους σου»» Η Ηρώ έκανε γρήγορα τον συνειρμό και τον κοίταξε με μάτια γεμάτα από θαυμασμό και έκπληξη.
««Χριστέ μου, είσαι ο Μάρκος Ανδρεάδης, ο ηγέτης που έλειπε τόσο καιρό!»»
««Ναι εγώ είμαι, ωστόσο καλό θα είναι να μην φωνάζεις. Το ξέρεις πως έδρασες απερίσκεπτα πριν λίγο παιδί μου ?»» ρώτησε φυσώντας τον καπνό του τσιγάρου χωρίς το βλέμμα του να αφήνει το καστανό δικό της. Η προσφώνηση του μαζί το βλέμμα του έμοιαζε περισσότερο με πατέρα που απευθυνόταν στο παιδί του κάνοντας την Ηρώ να νιώσει περισσότερη οικειότητα και συμπάθεια για το πρόσωπο του.
««Η απερισκεψία είναι στο αίμα των Σπαρτιατών από τότε που ο Λεωνίδας καθυστέρησε τον στρατό του αυτοκράτορα Ξερξη στις Θερμοπύλες με αποτέλεσμα τον ηρωικό του θάνατο!»» Η Ηρώ απάντησε αστραπιαία με τον Μάρκο να αφήνει ένα απαλό γέλιο κοιτώντας την με καμάρι.
««Ηρωίδα έπρεπε να σε βαφτίσουν κανονικά.»»
««Επιτρέπεται να ρωτήσω πού ήσουν τόσα χρόνια?»» ρώτησε η Ηρώ.
««Εξορία από τον καιρό του Μεταξά. Αρνήθηκα να υπογράψω δήλωση μετανοίας και στάλθηκα με άλλους πατριώτες στην Γαύδο »» απάντησε με το βλέμμα του να σκληραίνει.
««Είχα ακούσει ότι ο Μεταξάς έστελνε τους αγωνιστές σε ξερονήσια με άθλιες συνθήκες διαβίωσης. Ισχύει αυτό? Πώς ήταν η ζωή εκεί?»» ρώτησε η Ηρώ διψώντας για περισσότερες λεπτομέρειες.
««Σκέτη κόλαση μικρή μου. Καταλήγαμε να τρώμε χόρτα για να επιβιώσουμε και να μαζεύουμε το βρόχινο νερό σε τσίγκινα πιάτα που χρησιμοποιούσαμε για φαγητό. Σε ολόκληρο το νησί δεν υπήρχε οργανωμένος οικισμός, ούτε χωριό, παρά μόνο κατοικίες που οι χωρικοί είχαν φτιάξει για τον εαυτό τους, μικροί πλίνθινοι χώροι σκαμμένοι στους λόφους, με κλαδιά δέντρων και χώμα και λάσπη για στέγη. Οι εξόριστοι έπρεπε να στεγαστούμε σε τρώγλες, τουλάχιστον να έχουμε ένα κεραμίδι πάνω από το κεφάλι μας για να μην μας καίει ο ήλιος τα καλοκαίρια ούτε να μας περονιάζει το κρύο. Έπρεπε να κάνουμε πέρα το εγώ μας αν θέλαμε να επιβιώσουμε. Οι άρρωστιες μας θέριζαν. Η ελονοσία μου έφαγε τον καλύτερο μου φίλο, με τα χέρια μου τον έθαψα σε ένα ξεροχώραφο...»» Η διήγηση του καθήλωσε την Ηρώ αφήνοντας την κυριολεκτικά με ανοιχτό το στόμα. Ποιος ξέρει άραγε τι είχε περάσει και αυτός ο άνθρωπος...
««Λυπάμαι πραγματικά. Πώς καταφέρατε να γλιτώσετε?»» ρώτησε η Ηρώ.
««Γνωρίζεις την κυρία Ζαφειρίου? Είναι καθηγήτρια στο Αρσάκειο, διδάσκει οικιακή οικονομία αν θυμάμαι καλά.»»
««Ναι φυσικά, ειναι η αγαπημένη μου καθηγήτρια.»» είπε με ενθουσιασμό κρατώντας χαμηλή την ένταση της φωνής της .
««Εκείνη έχει παντρευτεί με τον πρώτο μου ξάδελφο, τον Νικόλα. Αυτοί έδωσαν πολλά χρήματα για να καταφέρουν να γυρίσω πίσω και κρυβόμουν όχι από δειλία αλλά για να μην σας πάρω στον λαιμό μου, οι φασίστες δεν ξεχνούν εύκολα. Μάθαινα νέα από τον Γρηγόρη και βοηθούσα όσο μπορούσα και όπως μπορούσα στέλνοντας οδηγίες, χάρτες και υλικό για τα φυλλάδια μαζί με τρόφιμα.»»
««Κατάλαβα. Χαίρομαι ειλικρινά που σας γνώρισα, είχα ακούσει πολλές ιστορίες για εσάς!»»
««Παρομοίως. Πήγαινε σπίτι σου κορίτσι μου, θα ανησυχούν οι δικοί σου. Και μην βάλεις τον εαυτό σου σε μπελάδες σε παρακαλώ. Πρόσεχε!»» την συμβούλεψε και έμεινε να την παρατηρεί μέχρι που η μορφή της χάθηκε από τα μάτια του. Πήρε μια γερή δόση καθαρού αέρα και με το τσιγάρο στο στόμα μπήκε στο εσωτερικό του σπιτιού από την πίσω πόρτα της κουζίνας. Είχε δουλειά να κάνει...
...................................................................................
Η Ηρώ μόλις άνοιξε την πόρτα του σπιτιού της είδε μπροστά της να στέκεται ο πατέρας της. Η έκφραση του είχε γίνει πέτρινη με τα χείλη του να έχουν σφιχτει σε μια ευθεία γραμμή από τον θυμό του. Η μητέρα της κοιτούσε ανήσυχη μια τον άνδρα μια την κόρη της ενώ τα λεπτά της χέρια ήταν ακουμπισμένα στους ώμους του Παναγιώτη προσπαθώντας να τον ηρεμήσει. Η Ηρώ κατάλαβε. Είχε έρθει η ώρα για αλήθειες.
««Μπορείς να μου πεις τι στο διάολο πας και κάνεις? Τα τετράδια σου είναι κλειστά, τα βιβλία σου ατσαλάκωτα και οι βαθμοί σου έχουν σημειώσει κατακόρυφη πτώση. Όλο και πιο αργά γυρίζεις στο σπίτι. Εσύ πάντα ήσουν καλή μαθήτρια, τα έπαιρνες τα γράμματα. Τι σε έπιασε τώρα, μου λες? Παράτα αυτές τις τρέλες , σήμερα κόντεψαν να σε σκοτώσουν οι Ναζί ή μήπως νομίζεις πως δεν έμαθα τα καμώματα σου?»» φώναξε ο πατέρας της ταρακουνώντας την από τους λεπτούς της ώμους.
«Εσύ δεν μου τα έλεγες από μικρή πατέρα? Ο Λεωνίδας, η θυσία, η πατρίδα, η ελευθερία, το υπέρτατο χρέος! Το ξέρεις ότι δεν σου λέω ψέματα! Γιατί φωνάζεις και θυμώνεις? Και μην με ταρακουνάς, δεν το ανέχομαι!»» φώναξε και έσπρωξε τον πατέρα της. Η μητέρα της είχε ξεσπάσει σε λυγμούς καθισμένη σε μια βελούδινη πολυθρόνα μην μπορώντας να αντέξει στην σκέψη ότι θα πάθαινε κάτι η μοναχοκόρη της. Η Ηρώ γονάτισε μπροστά της φιλώντας τα χέρια της μητέρας της και ακούμπησε το κεφάλι της στα πόδια της όπως τότε που ήταν ακόμη παιδί.
««Πού πας να μπλέξεις κόρη μου? Εμείς ένα παιδί έχουμε όλο και όλο, εσένα. Εσένα που είσαι η ζωή μας. Γιατί θες να πεθάνεις? Πας γυρεύοντας μωρό μου το ξέρεις? Αν σε πιάσουν στα χέρια τους τα καθάρματα, μόνο κακό θα σου κάνουν, κανείς ποτέ δεν γλίτωσε από τα χέρια αυτών των καταραμένων. Αχ βρε Ηρώ μου...»»
««Μην κλαις μητέρα σε παρακαλώ, μην κλαις μανούλα μου και εσύ πατέρα μην λυπάσαι.. Ο κάθε άνθρωπος κάνει τις επιλογές του που καθορίζουν την ζωή του και εγώ την έκανα. Προτιμώ η πατρίδα μου να είναι ελεύθερη και εγώ κάνω αυτό που θεωρώ σωστό. Αφήστε με να κάνω το χρέος μου... Μόνο έτσι είμαι ευτυχισμένη»»
Ο πατέρας της την κοιτούσε με υπερηφάνεια και πόνο ταυτόχρονα. Του είχε γίνει συσταση να μαζέψει την κόρη του αλλιώς θα είχαν συνέπειες. Και όλοι ήξεραν πως η λέξη συνέπεια από το στόμα Γερμανού σημαίνει αργό και βασανιστικό θάνατο. Ο τρόμος του τον οδήγησε να πράξει όσα έπραξε σήμερα μαζί με το άγχος του για το αύριο. Δεν ήθελε να δει την γυναίκα του να πεθαίνει ούτε την κόρη του που της είχε μεγάλη αδυναμία να βρίσκεται πίσω από τα κάγκελα των μπουντρουμιών της Γκεστάπο... Όμως, η Ηρώ του ήταν σαν εκείνον :Αγύριστο κεφάλι. Αν της έμπαινε μια ιδέα στο μυαλό, ούτε ο Θεός ο ίδιος δεν μπορούσε να της αλλάξει γνώμη.
Η Ηρώ ανέβηκε επάνω στο δωμάτιο της κλειδώνοντας την πόρτα. Κανείς δεν ήθελε να δει την στιγμή της αδυναμίας της, δεν ήθελε οι γονείς της να την δουν να κλαίει με την ψυχή της...
Γιατί άλλο είναι οι επιλογές και άλλο είναι τα συναισθήματα που τις ακολουθούν...
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro