Κεφάλαιο 1
Μια ξανθιά εντυπωσιακή γυναίκα πλησίασε τον τοίχο της Καισαριανής βαστώντας στην αγκαλιά της μια ανθοδέσμη με κόκκινα τριαντάφυλλα. Ο καστανόξανθος σύζυγος της με τα γκριζογάλανα μάτια της αγκαλιά με τη νεογέννητη κόρη τους που ήταν τυλιγμένη σε μια μαλακή ροζ κουβερτούλα ταιριαστή με το λευκό της φορμάκι απομακρύνθηκαν αισθητά για να της δώσουν χώρο να θρηνήσει.
Ψηλάφισε με χέρια που έτρεμαν την κρύα πέτρα όπου μπροστά της είχαν στηθεί πλήθος ανθρώπων αφήνοντας εκεί την τελευταία τους πνοή μαζί με το αίμα τους. Με τα μάτια της φαντασίας της, σχεδόν είδε μπροστά της το εκτελεστικό απόσπασμα με τα πολυβόλα, άκουσε τις εντολές ««Στοχεύσατε»», ««Πυρ»», τις φωνές νέων και γέρων να φωνάζουν ««Ζήτω η Ελλάς»» ή να τραγουδούν πριν βρεθούν στην αγκαλιά του θανάτου.
Χιλιοβασανισμένη χώρα η Ελλάδα μα υπερήφανη. Η σκληρή γερμανική κατοχή και ο εμφύλιος πόλεμος είχαν αφήσει πληγές. Η γη αν είχε φωνή θα ούρλιαζε από το αίμα που είχε απορροφήσει, το σπαραγμό όσων έμειναν πίσω να θυμούνται αυτούς που ποτέ δεν θα ξαναγυρίσουν.
Δέκα χρόνια πέρασαν μέχρι η ίδια να κατορθώσει να γυρίσει στα πάτρια εδάφη. Της είχε λείψει η μητρική της γλώσσα, η παλιά της γειτονιά, το Αρσάκειο, το αρχοντικό που με χίλια ζόρια κατάφεραν να κρατήσουν μαζί με την νεκρή της πια μητέρα. Μα πάνω από όλα μετάνιωνε για την συμπεριφορά της απέναντι στην κάποτε καρδιακή της φίλη, την Ηρώ Κωνσταντοπούλου που πέθανε στην ηλικία των 17 χρονών, στην ίδια ηλικία που εκείνη έφευγε πια από την Ελλάδα.
««Μακάρι να μπορούσα να σου μιλήσω, να σε αποχαιρετήσω όπως σου άρμοζε. Όμως δεν μπόρεσα, ποτέ δεν υπήρξα δυνατή σαν εσένα. Πέρασα δύσκολα Ηρώ μου πολύ δύσκολα όμως τουλάχιστον είχα έναν άνθρωπο να μου κρατά το χέρι. Συγγνώμη»» Λόγια πικρά βγαλμένα από την καρδιά της. Έβγαλε ένα χρυσό μενταγιόν με σκαλισμένο επάνω του ένα χρυσό ρόδο. Με τα περιποιημένα νύχια της έσκαψε μια μικρή τρύπα αφήνοντας το εκεί κάτω και σκεπάζοντας το με προσοχή. Έκανε τον σταυρό της με τα δάκρυα της να κυλούν στα μάγουλα της.
««Εύχομαι τουλάχιστον να βρήκες την γαλήνη σου τώρα. Σου αφήνω αυτό το μενταγιόν, μου έλεγες πάντα ότι σου άρεσε. Είχα σκοπό να σου το χαρίσω μα δεν πρόλαβα. Συγχώρεσε με δεν ήθελα να γίνουν έτσι τα πράγματα»» ψιθύρισε κοιτώντας επάνω τον γαλανό ουρανό αφήνοντας τις θερμές αχτίδες του ελληνικού ήλιου να χαϊδέψουν το αλαβάστρινο πρόσωπο της.
««Νανά... Εσύ εισαι?»» άκουσε μια γυναικεία φωνή γεμάτη δέος κάπου από πίσω της. Γύρισε και αντίκρισε την Ειρήνη Μεταξά με ένα ανέκφραστο βλέμμα βγάζοντας τα μαύρα γυαλιά ηλίου της.
Αναρωτήθηκε πόσους ανθρώπους είχε χάσει από τα λάθη της. Πρώτα η Ηρώ, μετά η Ειρήνη και παραλίγο ο άνδρας της. Κάποτε, η Ηρώ, η Ειρήνη και η Νανά ήταν μια αχώριστη παρέα καθώς από παιδιά είχαν μεγαλώσει μαζί. Τώρα πια η μία ήταν στο τάφο, η δεύτερη είχε κάνει την οικογένεια της και η τρίτη μετανάστευσε στο Βερολίνο. Πώς τα φέρνει έτσι η ζωή....
Η Ειρήνη την παρατήρησε από τη κορφή μέχρι τα νύχια. Το ψηλόλιγνο σώμα της, τα εκφραστικά γαλανά της μάτια με μαύρους κύκλους, σημάδι της δικής της ταλαιπωρίας, τα ξανθά μαλλιά της που πλέον έπεφταν στους ώμους της αέρινα. Είχε πάρει λίγα παραπάνω κιλά όμως της πήγαιναν. Ήταν ντυμένη στα μαύρα όπως και η ίδια άλλωστε.
««Εγώ είμαι Ειρήνη, δεν βλέπεις φάντασμα»» την βεβαίωσε. Η Ειρήνη πλησίασε αμίλητη απιθώνοντας και αυτή με την σειρά της ένα μπουκέτο από λουλούδια που είχε κόψει από την αυλή της. Η Ειρήνη δεν άλλαξε καθόλου όλα αυτά τα χρόνια που είχε να την δει. Στο οβάλ πρόσωπο της δεν υπήρχε ίχνος ρυτίδας. Το λυγερό μικροκαμωμένο κορμί της μαζί με τα λαμπερά μελί μάτια πρόδιδαν την ευτυχία της προσωπικής της ζωής παρά τις απώλειες του παρελθόντος.
Οι δύο γυναίκες έμειναν να κοιτιούνται για λίγο στα μάτια. Με λαχτάρα, με στενοχώρια, το βλέμμα όσων πλέον έχουν αναγνωρίσει τις πράξεις τους. Αυθόρμητα, βρέθηκαν η μία στην αγκαλιά της άλλης παρόλο που τις χώριζαν πολλά.
««Είσαι το τελευταίο άτομο που περίμενα δω εδώ είναι η αλήθεια. Είσαι καλά?»»
Τα μάτια της άλλης γυναίκας βούρκωσαν. Η Ειρήνη ήταν πάντα καλόκαρδη, ποτέ δεν κρατούσε κακία για κάτι. Πάντα όταν ο άλλος είχε την ανάγκη της και εχθρός της να ήταν, θα στεκόταν δίπλα του. Όμως, αν κάποιος της πείραζε κάποιον που αγαπούσε, γινόταν μια τίγρης έτοιμη να σου ξεσκίσει την σάρκα.
Η Νανά έριξε μια ματιά στις δύο φιγούρες που κάθονταν σε ένα παγκάκι. Ο άνδρας μιλούσε τρυφερά στο μικρό μωράκι με εκείνο να κουνάει χαρούμενο τα χεράκια του. Παρόλα αυτά, δεν παρέλειπε να ρίχνει ματιές όλο αγάπη και έννοια στην γυναίκα που τον είχε αγαπήσει παρά τα τρομερά του ελαττώματα και τον είχε σώσει από το σκοτάδι του αλκοολισμού. Εκείνοι πια ήταν όλη της η ζωή, ο λόγος που ξυπνούσε το πρωί. Η οικογένεια της.
««Παντρεύτηκες τελικά κορίτσι μου?
Σε αγαπά τουλάχιστον ο άνδρας σου ? Είσαι ευτυχισμένη μαζί του?»»
««Ναι παντρεύτηκα λίγα χρόνια μετά που έφυγα από εδώ. Ναι είμαι ευτυχισμένη...επιτέλους μετά από πολλά χρόνια»» είπε η Νανά με ένα αληθινό χαμόγελο να στολίζει τα λεπτά της χείλη.
««Εσύ Ειρήνη μου? Παντρεύτηκες? Τι απέγινε τελικά ο αδελφός σου, είναι καλά?»»
Η ματιά της Ειρήνης σκοτείνιασε λίγο ωστόσο αποδιωξε τις ένοχες σκέψεις. Ο μεγαλύτερος αδελφός της είχε φυλακιστεί για πολλούς μήνες στο στρατόπεδο του Χαϊδαριού. Τον απελευθέρωσε η ίδια τελικά όμως εκείνη την φορά που ήταν η μοναδική που έχασε την τιμή της, δεν θα την ξεχνούσε ποτέ. Η Νανά δεν είχε σκοπό να ξύσει παλιές πληγές ούτε σκόπευε να της αποκαλύψει ποτέ την αλήθεια για την σύλληψη του αδελφού της.
««Καλά είναι και αυτός. Μένει στο Παγκράτι μαζί με ένα χρυσό κορίτσι, την Δάφνη. Η νύφη μου είναι έγκυος, θα μας επισκεφτούν σε λίγες ημέρες. Τον Άγγελο τον θυμάσαι?»» ρώτησε.
Ο Άγγελος ήταν για χρόνια ο κρυφός έρωτας της Ειρήνης. Κοίταξε την χρυσή της βέρα μαζί με την γαλήνη που αποτυπωνόταν στο πρόσωπο της όταν πρόφερε το όνομα του αγαπημένου της.
««Σε παντρεύτηκε τελικά?»»
««Ναι. Έχω αφήσει τον γιο μου στο σπίτι μαζί του. Μοιάζουν σαν δύο σταγόνες νερό..»»
««Να το χαίρεσαι το μικρό σου!»είπε η Νανά χαρούμενη αγκαλιάζοντας την με στοργή. Χαιρόταν ειλικρινά για εκείνη.
««Τελικά, και οι δύο βρήκαμε την ευτυχία. Αυτό θα ήθελε και η Ηρώ μας»» είπε μελαγχολικά η Ειρήνη. ««Οπότε θες να έρθεις το σπίτι μου θα είναι ανοιχτό για εσένα,να το ξέρεις αυτό. Πρέπει να φύγω»»
««Εις το επανιδείν φίλη μου.»» την αποχαιρέτησε η Νανά. Η καρδιά της ζεστάθηκε μετά από την κουβέντα της με την Ειρήνη.
««Τελικά είχες δίκιο πως η αγάπη ενώνει»» μονολόγησε παίρνοντας το δρόμο της επιστροφής μαζί τον σύζυγο και την κόρη της νιώθοντας το βλέμμα της Ηρούς να την παρακολουθεί με προσοχή.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro