Κεφάλαιο 7
Έξω ήταν μέρα, ότι είχε βγει ο ήλιος στον ουρανό. Θα ήμουν ασφαλής από τα στριγκόι. Με ένοιαζε πραγματικά όμως αν θα ήμουν ασφαλής;
Κάθε μέρα, κάθε καταραμένη μέρα ο Ελάιτζα τριγυρνάει στο μυαλό μου. Δεν λέω, υπήρχαν στιγμές που η ζωή μου δεν ταραζόταν από τον νεκρό πρώην φίλο μου αλλά όταν γινόταν αυτό δεν ήταν καθόλου ευχάριστο.
Τα μάτια του Ελάιτζα στοιχειώνουν τα όνειρα μου. Η έκφραση που με κοιτούσε λίγο πριν φύγει οριστικά από αυτόν τον κόσμο. Ήταν σαν να μου λέει "συγνώμη που σε αφήνω μόνη σου, συγνώμη που δεν στάθηκα αντάξιος απέναντι σου".. Μετά από τόσο καιρό ακόμα νιώθω ότι προσπαθεί να μου δοθεί ένα μήνυμα από όλα αυτά, μα, δεν μπορώ να καταλάβω ποιο είναι αυτό. Θυμάμαι καθαρά τα τελευταία του λόγια.
«Είσαι ολόιδια εκείνη» Ελάιτζα, Ελάιτζα...
Ο ήλιος είχε φύγει σχεδόν τελείως από τον ουρανό. Ούτε που ξέρω πόσες ώρες περπατούσα σαν χαμένη. Αν περνούσε από το χέρι μου θα έδινα ένα τέλος σε όλα αυτά αλλά δεν έχω το δικαίωμα να πληγώσω έτσι όσους αγαπώ. Αν είναι να φύγω, θα φύγω στην μάχη, όπως αρμόζει σε έναν φύλακα. Όπως θα άρμοζε στην σύντροφο του Ντιμίτρι.
Ένιωσα ένα χέρι να ακουμπάει το μπράτσο μου. Τον είχα ακούσει να πλησιάζει αλλά δεν αντέδρασα.
«Γιατί είσαι ακόμα έξω;» Γυρίζω ήρεμα το κεφάλι μου και αντικρίζω τον Λούκιους με ένα σοβαρό βλέμμα χαραγμένο στο πρόσωπο του.
«Από πότε έγινες η νταντά μου;» ρωτάω απότομα και ύστερα τινάζω το χέρι του μακριά μου.
«Δεν έγινα νταντά σου, ανησύχησα όπως όλοι οι υπόλοιποι!» Η αλήθεια με επανέφερε στην πραγματικότητα.
«Με συγχωρείς. Έχεις δίκιο.» είπα με έναν αναστεναγμό. «Όπως και να έχει, γιατί βρίσκεσαι εδώ τέτοια ώρα; ανεξάρτητα αν ανησυχούσατε δεν θα έπρεπε να είσαι εδώ..» παρατήρησα.
«Ήθελε να έρθει ο Ντιμίτρι να σε βρει...» άρχισε να μου εξηγεί ο Λούκιους. «...Αλλά δεν μπορούσε να αφήσει τους υπόλοιπους, επομένως αποφάσισα να έρθω εγώ ώστε να κάτσει στο πόστο του και να προσέχει το μορόι του.» Στα λόγια του διέκρινα ειλικρίνεια. Δεν το έκανε για να πάρει τα εύσημα, το έκανε επειδή ήταν το σωστό. Αυτό με έκανε να χαμογελάσω, λίγο.
«Έλα, πάμε σπίτι.» Είπα δίχως να αφήσω την συζήτηση να λάβει συνέχεια. Ο Λούκιους κούνησε καταφατικά το κεφάλι χαμογελώντας.
Μόλις κάναμε το πρώτο μας βήμα άκουσα περίεργους θορύβους. Αστραπιαία τοποθέτησα τον Λούκιους πίσω μου και πήρα αμυντική στάση βγάζοντας το κοντάρι από την ζώνη μου.
Εκείνος κατάλαβε αμέσως τι τρέχει γι'αυτό και δεν με ρώτησε τίποτα παρά έκατσε σιωπηλός παρατηρώντας τα πάντα γύρω του προσεκτικά.
Μέσα σε δευτερόλεπτα εμφανίστηκε ένα ψιλό γυμνασμένο αρσενικό στριγκόι. Πως κατάλαβα ότι ήταν στριγκόι; Απλό! Κατακόκκινα μάτια, το δέρμα του νεκρού, κυνόδοντες και αίμα να τρέχει από το αηδιαστικό του χαμόγελο.
«Και άλλο φαγητό. Ωραία!» είπε γρυλίζοντας και κοιτάζοντας μας από την κορυφή ως τα νύχια.
«Φαγητό;» η χροιά μου έσταζε ειρωνεία το ίδιο και το πικρόχολο χαμόγελο μου. «Νομίζω ότι το προηγούμενο φαγητό σου θα είναι και το τελευταίο σου!»
Χωρίς να χάσει λεπτό το στριγκόι επιτέθηκε. Έσπρωξα τον Λούκιους μακριά μπαίνοντας πάλι στην μέση και απέκρουσα με δυσκολία τον αντίπαλο μου υποχωρώντας και εγώ μαζί του.
«Τελικά δεν είσαι μόνο λόγια» γρύλισε και στο πρόσωπο του σχηματίστηκε κάτι που έμοιαζε με χαμόγελο. Το πρόσωπο μου συσπάστηκε από αηδία.
«Ρόουζ πρόσεχε!» με προειδοποίησε ο Λούκιους παρά τον πανικό που τον είχε κυριεύσει. Το περίεργο όμως δεν ήταν αυτό. Το περίεργο ήταν ότι το στριγκόι σταμάτησε την επίθεση του και με κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω και έπειτα επεξεργάστηκε για μερικά δευτερόλεπτα τον Λούκιους.
«Ρόουζ ενδιαφέρον!» παρατήρησε το στριγκόι. «Γκρέγκορι» είπε κάνοντας μια βαθιά θεατρική υπόκλιση. Τον κοίταξα απορώντας με το θράσος του. Εκείνος παρατήρησε την έκπληξη μου και συνέχισε να μιλάει. «Έχω ακούσει τόσα για σένα. Σίγουρα πρέπει να ήσουν εξαιρετική ερωμένη στην ζωή του Ελάιτζα.» Είπε κλείνοντας μου το μάτι.
Την ίδια στιγμή ένιωσα σαν να μου είχε ξεριζώσει το κεφάλι από το σώμα μου. Δεν ξέρω τι θα ήταν χειρότερο την συγκεκριμένη στιγμή.
Προσπάθησα να βρω την αυτοκυριαρχία μου και αγριοκοίταξα τον Γκρέγκορι. Πήγα να μιλήσω αλλά μου έτεινε να παραμείνω σιωπηλή. «Άσε με να σου εξηγήσω...να σας εξηγήσω» κοίταζε πότε εμένα και πότε τον Λούκιους κάτι που μας είχε κάνει να ανατριχιάσουμε αλλά είχα απορία να δω τι θα πει εκείνο το στριγκόι, ακόμα και αν αυτή η περιέργεια μου είχε αντίκτυπο την ίδια μου την ζωή, αλλά δεν μπορούσα να ρισκάρω με τον Λούκιους μαζί μου. Έπρεπε να σκοτώσω εκείνο το στριγκόι. Αλλά δίστασα. Εκείνη την στιγμή παρέβαινα έναν από τους σημαντικότερους κανόνες που με δίδαξε ο Ντιμίτρι όσο ήμασταν στην ακαδημία.
«Όχι!» Είπα με ψυχρή φωνή. «Δεν θέλουμε εξηγήσεις..» Ο Γκρέγκορι γέλασε πνιχτά. Είχε καταλάβει ότι δίστασα.
«Ωω, μα φυσικά και θες! Το βλέπω στα μάτια σου νεαρή μου..»
Ο Λούκιους με πλησίασε διστακτικά και άγγιξε τον ώμο μου.
«Μην ανησυχείς» προσπάθησα να τον ηρεμήσω. «Κάνε στην άκρη..» Τον έσπρωξα να κάνει πάλι πίσω και πλησίασα τον Γκρέγκορι με μεγάλη ταχύτητα. Την ίδια στιγμή το κοντάρι μου ήταν έτοιμο να διαπεράσει την καρδιά του. Μα όχι, ο Γκρέγκορι έπιασε τον καρπό μου και τον πίεσε δυνατά, κράτησα το κοντάρι και συνέχισα να πιέζω με δύναμη. Το κοντάρι διαπέρασε ελάχιστα το δέρμα του και ο Γκρέγκορι έκανε έναν μορφασμό από το τσούξιμο.
«Έχω τις απαντήσεις που ψάχνεις καιρό τώρα μικρή, ξέρω για τους εφιάλτες. Αν με σκοτώσεις ποτέ δεν θα μάθεις..» γρύλισε.
Εγώ εκείνη την στιγμή πάγωσα σε σημείο που παραλίγο να πέσει το κοντάρι από το χέρι μου.
«Μην τον ακούς!» Ούρλιαξε ο Λούκιους.
«Άντε λοιπόν. Σκότωσε με τότε!» με παρότρυνε το στριγκόι, και τότε έκανα κάτι που ποτέ δεν περίμενα ότι θα έκανα.
«Λούκιους φύγε! Τώρα!» είπα με αυστηρή φωνή. «Τώρα!» επανέλαβα.
Ο Λούκιους δεν έφερε αντίρρηση, απομακρύνθηκε πολύ γρήγορα.
Μόλις έφυγε ο Λούκιους άφησα τον Γρέγκορι.
«Εξηγήσου!» απαίτησα.
Με κοίταξε άγρια αλλά δεν έκανε κάτι εναντίον μου.
«Λοιπόν! Ας αρχίσουμε.. Όπως φαντάζεσαι ήδη γνώριζα τον Ελάιτζα. Ήμασταν κάτι σαν φίλοι. Ήταν ο δημιουργός μου. Ήμουν νταμπίρ κάποτε, σαν εσένα...» τον κοίταξα γεμάτη απορία. Δεν ήξερα που ήθελε να καταλλήξει.
«Πως είσαι ακόμα στριγκόι τότε;» ρώτησα γεμάτη περιέργεια.
«Χα! Ώστε δεν ξέρεις; Ωραία, ας ξεκινήσω από εκεί. Αφού το στριγκόι που μας μετέτρεψε πεθάνει πρέπει να μας παλουκώσουν και εμάς με ένα κοντάρι που να είναι εμποτισμένο με τα πέντε στοιχεία που χρησιμοποιούν τα μορόι, δεν χρειάζεται να αναφέρω τα στοιχεία φαντάζομαι.» Τα τελευταία του λόγια έσταζαν ειρωνία.
«Ναι, ναι, ξέρω! Συνέχισε.»
«Προφανώς κάποιος παλούκωσε και σένα για να επανέλθεις στην αρχική σου μορφή. Τέλος πάντων. Ξέρω ποιος είναι ο δημιουργός του Ελάιτζα και του αδερφού του.»
Πάγωσα. «Νόμιζα ότι ήταν αρχέγονος» είπα ήρεμα.
«Ήταν αλλά πάντα υπάρχει κάτι πριν από μας. Ο Ελάιτζα με τον αδερφό του ήταν από τα πρώτα στριγκόι. Αυτός που τους άλλαξε ήταν ένα μορόι. Το όνομα του είναι Γαβριήλ. Ήταν ένα καλοσυνάτο μορόι, λάτρευε την μαγεία, του άρεσε ο τρόπος που ζούσε.»
«Τότε τι πήγε στραβά;» αναρωτήθηκα φωναχτά.
«Κατά την τροφοδοσία ήταν με την κοπέλα του. Έτρωγαν από την ίδια τρόφο εκείνη την στιγμή...» έκανε μια παύση που μου την έδωσε στα νεύρα. «.... Η κοπέλα του τον προκάλεσε να ξεπεράσει το όριο και να πιει παραπάνω, κάτι σαν παιχνίδι. Έτσι η κοπέλα πήρε την διπλανή τρόφο και εκείνος μία άλλη. Τα πράγματα ξέφυγαν και έτσι ο Γαβριήλ ήπιε όλο το αίμα της τρόφου άθελά του και άλλαξε σε στριγκόι. Το πρώτο άτομο που σκότωσε όντας στριγκόι ήταν η κοπέλα του. Εκείνη την μέρα σκότωσε πολλούς και όπως φαντάζεσαι η φήμη της οικογένειας του αμαυρώθηκε μετά από ένα τέτοιο συμβάν, όπως όλες οι οικογένειες..» Ποτέ μου δεν περίμενα να κρέμομαι από τα χείλη ενός στριγκόι αλλά αυτό ακριβώς έκανα τώρα. «Λίγο καιρό αργότερα, για την ακρίβεια έναν χρόνο μετά ο Νίκλαους και ο αδερφός του Ελάιτζα, βρήκαν τον Γαβριήλ και του ζήτησαν να τους μετατρέψει. Ο Γαβριήλ δεν είχε αλλάξει κανέναν μέχρι τότε. Ζούσε απλά για να σκοτώνει. Μισούσε τους πάντες. Δεν είχε καρδιά, μπορείς να φανταστείς σε τι σημείο είχε φτάσει για να σκοτώσει ακόμα και τον έρωτα της ζωής του. Όταν λοιπόν ο Νίκλαους του ζήτησε να αλλάξει εκείνον και τον Ελάιτζα, ο Γαβριήλ δέχτηκε γιατί σκέφτηκε ότι θα μπορούσε να φτιάξει ξανά την ζωή του. Ναι, όσο περίεργο και αν σου ακούγεται είναι αλήθεια. Το σκέφτηκε. Έτσι δέχτηκε να τους μεταμορφώσει, από τότε ζούσαν σαν οικογένεια. Ίσως ήθελε να επιχειρήσει να αποκτήσει κάτι σαν στρατό, δεν πιστεύω πραγματικά ότι ήθελε να έχει μια χαρούμενη ζωή.»
«Αυτά μόνο;» Τον ρώτησα αμέσως μόλις είδα ότι δεν συνέχιζε.
«Υπάρχουν και άλλα»
«Ακούω τότε!»
«Την ιστορία την βασική ήδη την γνωρίζεις, για την Χέιλι και τον Μαρσέλ, το συμβάν με σένα και τον Ελάιτζα. Τα έζησες η ίδια. Αυτό που δεν ξέρεις όμως είναι ότι ο Ελάιτζα...»
Χμ, τι δεν ξέρουμε για τον Ελάιτζα που ξέρει ο Γκρέγκορι;
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro