Κεφάλαιο 6
Αφού εγκαταστάθηκε ο Λούκιους σε έναν από τους ξενώνες μας και έπεσε για ύπνο αποφάσισα να τα ψάλλω στους αγαπημένους μου συντρόφους. Στράφηκα προς το μέρος τους όταν βεβαιώθηκα ότι ο Λούκιους δεν θα μας διέκοπτε και σταύρωσα τα χέρια μου μπροστά από το στήθος μου.
«Μα καλά, έχετε τρελαθεί τελείως; τι σκεφτόσασταν και δεχτήκατε να μείνει μαζί μας;» Η Σίντνεϊ κοίταξε τον Άντριαν και εκείνος όπως πάντα έδειχνε ήρεμος. Μου την έδινε όταν ήταν τόσο άνετος.
«Είναι φίλος μας και επιπλέον είναι καλή παρέα!» απάντησε στην ερώτηση μου ενώ εκείνη την ώρα έφτιαχνε ένα mojito να πιει.
«Μα..»
«Δεν έχει μα, Ρόουζ. Αφού ο Άντριαν του είπε να μείνει μέχρι να περάσει ο κίνδυνος θα μείνει, τέλος.» Είπε η πλέον κουρασμένη Σίντνεϊ. «Με συγχωρείτε, θα πάω να κοιμηθώ τώρα. Μιλάμε το πρωί!»
«Εντάξει αγάπη μου!» είπε ο Άντριαν δίνοντας της ένα πεταχτό φιλί.
«Τα λέμε Σιντ!» της χαμογέλασα και εκείνη ανταπέδωσε το χαμόγελο. «Πάω να κοιμηθώ και εγώ. Είμαι αρκετά κουρασμένη!»
«Όνειρα γλυκά μικρό μου νταμπίρ!» μου χαμογέλασε γλυκά και του ανταπέδωσα το χαμόγελο.
«Επίσης αδερφούλη!» Αμέσως μετά αποσύρθηκα στο δωμάτιό μου.
Το επόμενο πρωί ξύπνησα με έναν πολύ ευχάριστο τρόπο.
Πριν καν ανοίξω τα μάτια μου αισθάνθηκα την θερμότητα που πλημμύριζε το σώμα μου, τα ζεστά, δυνατά χέρια που με είχαν κλείσει στην αγκαλιά τους. Απόλαυσα αυτό το κράτημα πριν ανοίξω τα μάτια μου για να αντικρίσω τα πανέμορφα καστανά μάτια του Ντιμίτρι να με κοιτάζουν με αγάπη.
«Καλά ξυπνητούρια μικρή μου!»
Η φωνή του ακουγόταν απαλή και μεταξένια στα αυτιά μου. Χαμογέλασα πλατιά και τεντώθηκα για να φτάσουν τα χείλη μου τα δικά του -σαν καλωσόρισμα που γύρισε μετά από τόσες μέρες-.
«Καλώς ήρθες σπίτι σύντροφε!» είπα μετά το φιλί που ανταλλάξαμε. «Μου έλειψες πολύ!»
«Και εμένα μου έλειψες!»
Ανασηκώθηκα λίγο για να είμαστε στο ίδιο ύψος χωρίς όμως να σπάσουμε την αγκαλιά μας. «Τελικά τι έμαθες από τους ανώτερους;» ρώτησα γεμάτη αγωνία για τα νέα που μας έφερνε ο Ντιμίτρι.
«Έμαθα τον λόγο που τα στριγκόι έχουν αυξήσει τόσο τον αριθμό τους..» Άρχισε τον πρόλογο, ωραία! «Όπως στον δικό μας κόσμο έτσι και στον κόσμο τον στριγκόι μαθεύτηκε ο χαμός των 2 δυνατότερων του είδους τους. Τα στριγκόι έχουν φοβηθεί, επομένως προσπαθούν να πάρουν μέτρα ασφαλείας. Αυξάνουν τον αριθμό τους για να κάνουν πιο δύσκολη την ζωή των φυλάκων..»
«Και τι άλλο;» η ένταση του Ντιμίτρι ήταν φανερή στα επόμενα λόγια του και η ανησυχία ήταν γραμμένη στο πρόσωπό του.
«Έχουν φτιάξει μια ομάδα στριγκόι, από τα πιο δυνατά που μπορούσαν να συγκεντρώσουν και ψάχνουν να εντοπίσουν τον υπαίτιο για τον χαμό του Ελάιτζα και του Κλάους. Μπορεί όλοι εμείς να γνωρίζουμε την αλήθεια αλλά αυτά φαίνεται πως αυτοί δεν γνωρίζουν την αλήθεια ακόμα..» Η καρδιά μου πάγωσε. Όχι. Δεν γινόταν να συμβαίνει αυτό.
Αν μαθευόταν στον κόσμο των στριγκόι ότι ο Ντιμίτρι, με την μητέρα μου και εμένα, ήμασταν υπεύθυνοι για τον θάνατο του Κλάους και του Ελάιτζα όλος ο κόσμος των στριγκόι θα στρεφόταν εναντίον μας για να απαλλαγούν από τον κίνδυνο.
«Ηρέμησε» μου είπε με απαλή φωνή ο Ντιμίτρι, εκείνη την ώρα κατάλαβα ότι έτρεμα. Δεν άντεχα να σκέφτομαι τον Ελάιτζα. Πόσο μάλλον να σκέφτομαι ότι μπορεί να συμβεί κάτι στον Ντιμίτρι εξαιτίας μου. «Δεν πρόκειται να επιτρέψω στον εαυτό μου να σου συμβεί κάτι, δεν πρόκειται να σε χάσω ξανά.» Τα λόγια του ήταν τόσο γλυκά που σχεδόν, σχεδόν με ηρέμησαν. Δεν γινόταν να κάνουμε κάτι αυτή την στιγμή. Μόνο να προσέχουμε, να προσέχουμε και να προσευχόμαστε ότι δεν θα μαθευόταν ποτέ η αλήθεια.. Αλλά ως γνωστόν η αλήθεια αργά ή γρήγορα βγαίνει στην επιφάνεια.
Σηκωθήκαμε και κατεβήκαμε στην τραπεζαρία για να φάμε κάτι και να ενημερώσουμε τους υπόλοιπους. Εκεί βρισκόταν όλη η παρέα εκτός του Λούκιους. Ο Άντριαν και η Σίντνεϊ κάθονταν στο τραπέζι και έτρωγαν το πρωινό τους.
«Καλώς τους, καλά ξυπνητούρια μικρή!» μας χαιρέτησε ο Άντριαν, με μια μικρή αναφορά στο πρόσωπό μου όπως πάντα.
«Καλημέρα.» Μας χαιρέτησε η Σίντνεϊ.
«Απαξιώ κ. μπεκροκανάτα!» είπα γελώντας. Ο Ντιμίτρι κούνησε το κεφάλι του σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τα πειράγματα μας και έπειτα κάθισε δίπλα στην Σίντνεϊ που έπινε τον καφέ της μαζί με κουλουράκια με γέμιση σοκολάτα.
«Καλημέρα Σιντ.» Χαμογέλασα γλυκά στην φίλη μου. «Πάω να φτιάξω και εγώ καφέ. Ντιμίτρι θες κάτι από την κουζίνα;»
«Όχι, θα έρθω εγώ σε λίγο να φάω κάτι. Ήπια ζεστή σοκολάτα την ώρα που επέστρεψα.»
«Ήμουν σίγουρη» Είπα γελώντας, του έστειλα ένα φιλί από μακριά και κατευθύνθηκα προς την κουζίνα.
Εκεί βρισκόταν ο Λούκιους καθισμένος πάνω στον πάγκο της κουζίνας. Φαινόταν ιδιαίτερα αφηρημένος παρόλα αυτά αντιλήφθηκε την παρουσία μου αμέσως μόλις μπήκα στο δωμάτιο.
«Καλώς την όμορφη!» Είπε χωρίς καν να γυρίσει να με κοιτάξει.
«Καλημέρα Λούκιους.» Είπα κοφτά και πλησίασα την καφετιέρα δίπλα του. «Γιατί είσαι εδώ μόνος;»
«Σκεφτόμουν διάφορα..» είπε απροσδιόριστα συνεχίζοντας να μην με κοιτάζει.
«Όπως;» Παίρνω την αγαπημένη μου κούπα που γράφει "love" εκείνη που μου είχε κάνει δώρο ο Ντιμίτρι πριν 3 μήνες και ξεκινάω να φτιάχνω τον καφέ μου όσο περιμένω μια απάντηση από τον Λούκιους.
«Εσένα...» Με κοίταξε με την άκρη του ματιού του. «...Τον Ντιμίτρι..» Τον κοίταξα.
«Γιατί;» Ρώτησα καχύποπτα.
«Να, σκέφτομαι αυτό που έχετε, ο δεσμός σας, είναι πολύ δυνατός, σωστά;» Τώρα με κοιταζόμασταν πρόσωπο με πρόσωπο.
«Ναι, είναι πολύ δυνατό αυτό που έχουμε» Του απάντησα με ειλικρίνεια.
«Κατάλαβα..» Σηκώθηκε από τον πάγκο, πήρε την κούπα με τον καφέ του και κατευθύνθηκε προς το σαλόνι. Πήρα και εγώ τον καφέ μου μόλις ετοιμάστηκε και ακολούθησα τον Λούκιους λίγα δευτερόλεπτα αργότερα.
Βρήκα όλη την παρέα να κάθετε στο σαλόνι, με ανοιχτή την τηλεόραση. Ηταν ιδιαίτερα σιωπηλοί, ακόμα και ο Άντριαν που ποτέ δεν συνήθιζε να κάθεται ήσυχα.
«Παιδάκια τι έγινε; σας έφαγε η γάτα την γλώσσα;» Καμία απάντηση. Πλησίασα περισσότερο ώστε να αντικρίσω τα πρόσωπά τους. Τα μάτια μου γούρλωσαν από το σοκ. Κομμένοι λαιμοί, παντού αίμα. Άθελά μου ούρλιαξα. Την επόμενη στιγμή ένιωσα δύο χέρια να με ταρακουνάνε και να με επαναφέρουν στην πραγματικότητα. Ο Ντιμίτρι με κράταγε από τους ώμους και με ταρακουνούσε. Στο βλέμμα του ήταν γραμμένη η ανησυχία όπως κάθε φορά που έχανα την επαφή με την πραγματικότητα. Και οι άλλοι φαίνονταν εξίσου ανήσυχοι αλλά διατήρησαν την απόσταση.
«Τι συνέβη Ρόουζ;» Τους κοίταζα σαν χαμένη.
«Συνέβη πάλι...» κατάφερα να πω με πνιγμένη φωνή. Η ανησυχία του Ντιμίτρι αυξήθηκε, με τράβηξε κοντά του και με έσφιξε στην αγκαλιά του.
«Σςς, όλα καλά θα πάνε.» Προσπάθησε να με καθησυχάσει. Πάντα έτσι κάνει ο Ντιμίτρι. Πως μπορούσε όμως να σταματήσει αυτά τα όνειρα που τώρα είχαν αρχίσει να εισβάλλουν και στην πραγματική μου ζωή. Από τότε που επέστρεψα στους ζωντανούς τίποτα δεν είναι όπως παλιά.
Τραβήχτηκα από το κράτημα του αγαπημένου μου. «Θα βγω λίγο έξω να πάρω καθαρό αέρα!» Προχώρησα προς την πόρτα. Ο Ντιμίτρι πήγε να με ακολουθήσει, τον σταμάτησα. «Θέλω να μείνω μόνη. Θα προσέχω...»
«Εντάξει» Υποχώρησε παρά την θέλησή του. Οι άλλοι με κοίταξαν σκεπτικοί και τελικά με άφησαν να φύγω αφού κατάλαβαν ότι η εκδοχή να τους ακούσω ήταν μηδαμινή. Τους αποχαιρέτησα και βγήκα έξω από το σπίτι. Τελικά όπως φαίνεται δεν θα μιλάγαμε για τα στριγκόι.
Καημένη Ρόουζ, τι σου συμβαίνει;
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro