Κεφάλαιο 3
«Τι ήταν αυτό;» με ρώτησε ο Ντιμίτρι όταν επιτέλους μείναμε μόνοι μας. Καθόλη την διάρκεια που έμειναν στον ίδιο χώρο ο Ντιμίτρι και ο Λούκιους, δεν αντάλλαξαν ούτε μία κουβέντα.
«Τι εννοείς;» Τον ρώτησα και όσο περίμενα απάντηση άρχισα να αλλάζω. Έβγαλα τα ρούχα από έξω και έβαλα τις άνετες πιτζάμες μου.
«Αυτός ο Λούκιους, σε φλέρταρε, σωστά;»
«Ήταν φιλικός μαζί μου, αυτό είναι όλο.» σχολίασα όσο πιο αδιάφορα μπορούσα. Ο Ντιμίτρι όμως φάνηκε να είχε αντίθετη άποψη.
«Ήταν κάτι παραπάνω από φιλικός» διαφώνησε.
«Μου κάνεις σκηνή ζήλιας;» με κοίταξε δίχως να μιλήσει. «Μου κάνεις σκηνή ζήλιας!» αναφώνησα. «Μα γιατί;»
«Γιατί ζηλεύω όποιον άντρα είναι κοντά σου» ήρθε προς το μέρος μου, και χάιδεψε το μάγουλο μου χωρίς να πάρει τα μάτια του από τα δικά μου.
«Εσένα αγαπάω, Ντιμίτρι» έφερα το χέρι μου πίσω από το σβέρκο του και τον τράβηξα κοντά μου. «Μόνο εσένα» πρόσθεσα και του έφερα τα χείλη μου πάνω στα δικά του.
Μετά από αυτό κάτσαμε αγκαλιά στο κρεβάτι χωρίς να μιλάμε. Η σιωπή είχε ρίξει το πέπλο της, κάτι που με έβαζε σε σκέψεις.
«Ντιμίτρι;» διέλυσα την σιωπή που είχε απλωθεί ανάμεσά μας.
«Πες μου» η φωνή του ήταν τρυφερή όπως πάντα και τώρα είχε χάσει και την παραμικρή ένδειξη ότι προηγουμένως είχε χάσει τον αυτοέλεγχο του.
«Ποια είναι η κοπέλα που πήγες να συναντήσεις; τι σημαίνει εκείνη για σένα;» δεν μου άρεσε να το παίζω η ζηλιάρα κοπέλα του κούκλου Ρώσου, αλλά εδώ που τα λέμε, ζήλευα.
Ανασηκώθηκε από την θέση που είχαμε κάτσει αγκαλιά και με κοίταξε στα μάτια.
«Ρόουζ, είναι μια οικογενειακή φίλη, σου το ξανά είπα.»
«Ναι αλλά δεν μου έχεις πει τίποτα άλλο για αυτήν» κατσούφιασα.
Έπιασε το πηγούνι μου και σήκωσε το σκιμμένο μου κεφάλι.
«Τι θες να μάθεις για εκείνη;» με ρώτησε απαλά.
«Τα πάντα» του απάντησα.
Με τράβηξε πάλι στην αγκαλιά του και άρχισε να μου χαϊδεύει τρυφερά τα μαλλιά.
«Λοιπόν, την λένε Έλενα, είναι περίπου στην ίδια ηλικία με εμένα και είναι νταμπίρ. Η καταγωγή της είναι από Ρωσία, μένει μόνιμα στον Καναδά και ήρθε πρόσφατα εδώ για μια επαγγελματική δουλειά έτσι μου πρότεινε να συναντηθούμε γιατί είχαμε να βρεθούμε πολλά χρόνια!» με είδε ότι παρέμεινα σκεπτική και πρόσθεσε «Ο αδερφός της ήταν ο φίλος μου που έγινε στριγκόι..» με αυτά τα λόγια ένιωσα την δυσφορία του. Έχω και την εντύπωση πως πρέπει να είναι η μόνη από την οικογένεια εκείνου του φίλου του που επέζησε από το τραγικό γεγονός.
«Συγνώμη» δεν ήθελα να του θυμίσω εκείνη την απαίσια ανάμνηση που είχε ζήσει πριν από επτά χρόνια.
«Δεν πειράζει!» ένωσε τα χείλη μου με τα δικά του και όπως πάντα, χάθηκα σε αυτό το υπέροχο φιλί, και στην ζέστη αγκαλιά του.
Πιο αργά την ίδια μέρα φάγαμε βραδινό -αυτή την φορά- όλοι μαζί, συζητώντας διάφορα πράγματα.
«Εγώ πέρασα ωραία πάντως στην βραδινή μας έξοδο!» είπε κεφάτα ο Άντριαν.
«Εσύ πάντα και παντού περνάς ωραία!» τον πείραξε η Σίντνεϊ.
Εγώ με τον Ντιμίτρι γελάσαμε με την υποτιθέμενη λογομαχία τους.
«Παραδεχτείτε το, και εσείς περάσατε καλά!» είπε κάπως θιγμένος ο Άντριαν.
«"Καλά", όπως το είπες!» είπε η Σίντνεϊ, εκείνος της έριξε μια κοφτερή ματιά, εκείνη χασκογέλασε και εγώ όπως πάντα βιάστηκα να πεταχτώ.
«Είχε ενδιαφέρον..» παραδέχτηκα.
«Είδες;» της είπε ο Άντριαν χαμογελώντας με την μικρή του νίκη «Να κάποιος που πέρασε καλά!»
«Βασικά είπα ότι είχε "ενδιαφέρον"» τον διόρθωσα. «Με τράβηξε η συζήτηση σου με τον Λούκιους, για τους συγγενείς του που έγιναν στριγκόι..»
Ο Ντιμίτρι με κοίταξε απορημένος, έτσι του αφηγήθηκα όσα μας είχε πει ο Λούκιους τις προάλλες.
«Αυτό είναι περίεργο» παραδέχτηκε ο Ντιμίτρι.
«Τι σκέφτεσαι;» τον ρώτησα.
«Μα που το βρίσκετε το περίεργο; είναι φυσιολογικό!» διαμαρτυρήθηκε ο Άντριαν, η Σίντνεϊ ακούμπησε το χέρι της στο δικό του και εκείνος φάνηκε να ηρεμεί. Αυτό με ανακούφισε κάπως, στεναχωριόμουν να τον βλέπω να τρελαίνεται εξαιτίας της μαγείας του πνεύματος.
«Δεν ξέρω» απάντησα «Απλά έχω ένα περίεργο προαίσθημα».
Την επόμενη μέρα αποφάσισα ότι θα μου έκανε καλό λίγο καθαρός αέρας και αφού βεβαιώθηκα ότι ο Ντιμίτρι δεν είχε θέμα να βγω μου έκανε πιο εύκολη την απόφασή μου για την μικρή μου "απόδραση".
Έξω ήταν απόγευμα, ο ήλιος κόντευε να δύσει, αυτό σημαίνει ότι για μένα -για μας- ήταν πρωί αφού λειτουργούσαμε με νυχτερινό πρόγραμμα τις περισσότερες φορές. Πλέον δεν ήμασταν μαθητές τις ακαδημίας και δεν είχαμε συγκεκριμένο ωράριο.
Πήγα μια βόλτα στο εμπορικό, πριν κλείσουν όλα τα μαγαζιά και έριξα μια ματιά στα ρούχα, ήθελα να το κάνω, αλλιώς νομίζω πως θα τρελαινόμουν. Δεν ήθελα να πάψω να φροντίζω τον εαυτό μου επειδή έγινα φύλακας. Όλα αυτά μου έφεραν μία οικεία εικόνα στο μυαλό. Ήμουν εγώ με τον Ντιμίτρι και παραπονιόμουν ότι θα έπρεπε όταν γίνω φύλακας να αφήσω τον εαυτό μου στην άκρη και ότι θα έπρεπε να ακολουθήσω μία γελοία παράδοση που είχαν θεσπίσει οι γυναίκες φύλακες, να κόψω τα μαλλιά μου, τελικά ο Ντιμίτρι ενθάρρυνε την απόφαση μου να μην τα κόψω, γιατί λάτρευε τα μαλλιά μου όπως ήταν.
Μπορεί οι σκέψεις μου να ήταν αλλού, μα πρόσεξα ένα υπέροχο μακρύ φόρεμα σε μια βιτρίνα, ήταν πράσινο, στο χρώμα του νεφρίτη. Συνήθως με τραβούσαν φορέματα σε κόκκινες αποχρώσεις αλλά το συγκεκριμένο άνετα θα το αγόραζα, δυστυχώς δεν είχα τόσα λεφτά μαζί μου και η τιμή του ήταν αρκετά τσιμπημένη. Έχω μάθει ποτέ να μην κουβαλάω πολλά λεφτά μαζί μου έτσι το κοίταξα για μια τελευταία φορά αποχαιρετώντας το με τα μάτια μου και εκεί που πήγα να φύγω βλέπω έναν άντρα να με πλησιάζει, τον αναγνώρισα από μακριά.
«Ρόουζ τι ευχάριστη έκπληξη! Πόσο χαίρομαι που σε ξανά βλέπω!» Χαμογελούσε όπως και την πρώτη φορά που τον συνάντησα.
«Γεια σου Λούκιους!» του ανταπέδωσα το χαμόγελο.
«Βόλτες στα μαγαζιά;» είπε δείχνοντας την βιτρίνα που κοιτούσα πριν λίγο, άθελα μου το βλέμμα μου ξανά πήγε σε εκείνο το υπέροχο φόρεμα.
«Ναι, χρειαζόμουν μία βόλτα στα μαγαζιά» παραδέχτηκα.
«Και γιατί ήρθες μόνη; γιατί δεν έφερες την φίλη σου την... Εμ, Σίντνεϊ, σωστά;»
«Σίντεϊ, σωστά. Δεν είχε όρεξη να έρθει, είναι και έγκυος και κουράζεται σχετικά εύκολα οπότε..»
«Και γιατί δεν ήρθες με το αγόρι σου;» ρώτησε με κατεργάρικη φωνή.
«Πολλές ερωτήσεις δεν κάνεις εσύ;» αστειεύτηκα.
«Όποιος ενδιαφέρεται ρωτάει!» είπε κλείνοντας μου το μάτι.
«Αλήθεια πως και δεν είσαι μαζί με τον φύλακα σου;»
«Δεν έχω φύλακα!»
«Πως γίνεται να μην έχεις φύλακα; Αυτό είναι απαράδεκτο.» Σπάνια υπάρχουν τέτοιες περιπτώσεις, δηλαδή ένα βασιλικό μορόι να μην έχει φύλακα.
«Δεν ήθελα να έχω ένα νταμπίρ -πόσο μάλλον δύο- πάνω από το κεφάλι μου, θέλω να ζω μόνος μου και να κάνω ότι θέλω χωρίς να υπάρχει κάποιος να μου υποδείξει τι να κάνω και να με παίρνει από πίσω!»
«Μα αυτό είναι για την δική σου ασφάλεια..»
«Είμαι χρήστης φωτιάς, έχω μάθει να υπερασπίζομαι τον εαυτό μου» είπε και μια πύρινη μπάλα φωτιάς εμφανίστηκε στο χέρι του για να τονίσει την πρόταση του.
«Ενδιαφέρον!» είπα εντυπωσιασμένη, αλλά και ανήσυχη, μην μας είχε δει κάποιος. Κοίταξα τριγύρω, ευτυχώς όλα εντάξει.
«Έχεις χρόνο για ένα ποτό;» με ρώτησε γεμάτος ελπίδα.
Το σκέφτηκα για λίγο, δεν ήθελα να του δώσω ψεύτικες ελπίδες αλλά κάτι περίεργο με τραβούσε κοντά σε αυτόν τον άγνωστο και ήθελα να τον γνωρίσω καλύτερα, ήθελα να μάθω ποιος είναι, ποια ήταν η οικογένειά του. Ίσως έφταιγε η ιστορία για εκείνα τα στριγκόι.
«Ναι , αλλά για λίγο!» τον προειδοποίησα.
Σήκωσε το χέρι και έκανε μια θεατρινίστικη υπόκλιση για εφέ.
«Όπως διατάξτε λαίδη μου» με αυτό δεν μπόρεσα να συγκρατήσω το γέλιο μου.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro