Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Κεφάλαιο 19

Στο τηλέφωνο ο Άντριαν ακούστηκε πολύ ανήσυχος. Δεν μπορούσα όμως να του πω την αλήθεια. Δεν ήμουν έτοιμη.

«Συγνώμη Άντριαν. Οι γονείς του Λούκιους τον χρειάζονται και δεν μπορώ να τον αφήσω να ταξιδέψει μόνος του μετά από όσα έχει κάνει για μένα. Πρέπει να πάω. Σε παρακαλώ, φρόντισε να ενημερώσεις και τους υπόλοιπους να επιστρέψουν στα πόστα τους. Α και... συγκράτησε τον Ντιμίτρι όσο το δυνατόν περισσότερο.»

«Αφού το έχεις πάρει απόφαση θα σε στηρίξω, φροντίστε να γυρίσετε και οι δύο ζωντανοί. Εντάξει;»

«Εντάξει.»


«Γιατί τέτοια ώρα η πτήση; Δεν έχουμε κοιμηθεί καθόλου!» Παραπονέθηκε ο Λούκιους ενώ ένα χασμουρητό ξέφυγε από το στόμα του. Εγώ δεν χρειάστηκε να του δώσω απάντηση στην ερώτηση του εφόσον ήδη ήξερε τον λόγο. Με τον ήλιο στο πλευρό μας θα ήμασταν ασφαλείς. Όσο περισσότερο μπορούσαμε να τον έχουμε στο πλευρό μας τόσο το καλύτερο.

Οι ώρες περνούσαν και ο ήλιος όπου να ναι θα έδυε. Ευτυχώς είχαμε κάνει ήδη την μισή διαδρομή και σκοπεύαμε μόλις φτάσουμε στην έπαυλη να περάσουμε εκεί την νύχτα. Θα ήταν ριψοκίνδυνο να πάρουμε τον δρόμο του γυρισμού μέσα στην νύχτα.


Είχε σκοτεινιάσει τελείως όταν φτάσαμε. Το μέρος μου έφερε ένα σωρό αναμνήσεις που έκαναν την καρδιά μου να πονάει.

«Μη στεναχωριέσαι..» με παρηγόρησε ο Λούκιους.

«Για πιο από όλα να μην στεναχωριέμαι;»

«Για όλα. Δεν αξίζει να νιώθεις ενοχές, ούτε να πονάς για ότι συνέβη.»

Ο Λούκιους ήξερε ακριβώς πως αισθανόμουν όπως και τους λόγους. Με πονούσε η ανάμνηση του να προδίδω τον Ντιμίτρι αγαπώντας έναν άλλο άντρα, έστω και για λίγο και με πονούσε που ο Ελάιτζα πέθανε εξαιτίας μου και μάλιστα ένιωθα ένοχη που τόσο καιρό υπέφερε εξαιτίας μου στο κενό. Ήθελα να τον βοηθήσω, ήθελα να εξιλεωθώ για όλα τα κακά που ένιωθα πως είχα κάνει. Το μετά δεν είχε σημασία. Μόνο το τώρα.

Χάρης στην καλή μου φίλη Σίντεϊ που ήταν η μόνη που ήξερε για το σχέδιο μου -εκτός του Λούκιους- μπορέσαμε να κάνουμε ένα μικρό ξόρκι εντοπισμού μέσω αίματος για να μπορέσουμε να βρούμε που βρισκόταν το σώμα του Ελάιτζα. Ο Λούκιους ήθελε να ξεθάψει εκείνος τ σώμα αλλά εγώ δεν το επέτρεψα.

Μόλις ξεθάψαμε το σώμα του το κουβαλήσαμε μέσα σε μία από τις πολλές κρεβατοκάμαρες. Το σώμα φαινόταν σε καλή κατάσταση αν κρίνουμε τους 9 μήνες που είχαν περάσει.

Ο Λούκιους προσφέρθηκε πριν τον επαναφέρουμε να του άλλαζε τα ρούχα και εγώ δεν έφερα αντίρρηση, βγήκα από το δωμάτιο και τον άφησα μόνο.


Ένας δυνατός θόρυβος με έκανε να μπουκάρω στο δωμάτιο ψάχνοντας να εντοπίσω τον κίνδυνο. Στην πραγματικότητα δεν υπήρξε κανένας κίνδυνος. Ο Λούκιους είχε ρίξει κατά λάθος κάτω κάτι πράγματα.

«Μπορείς να μου πεις πως καταφέρνεις πάντα -όσο σοβαρή και να είναι η κατάσταση- να με κάνεις να γελάω;»

«Είναι χάρισμα, σε παρακαλώ!» περηφανεύτηκε εκείνος γελώντας. «Θες να ξεκινήσουμε;» Είπε δείχνοντας το σώμα του Ελάιτζα. Κούνησα καταφατικά το κεφάλι και πλησίασα το κρεβάτι.

Πριν φύγουμε για το κρυφό μας ταξιδάκι είχα κλέψει το κοντάρι της μητέρας μου και το είχα φέρει μαζί μας. Προσπάθησα να του μεταφέρω την ενέργεια του κάθε στοιχείου -γη, νερό, αέρας, φωτιά, πνεύμα- επαναφέροντας ή μάλλον ανανεώνοντας την απαραίτητη δύναμη που χρειαζόταν. Μόλις το πέτυχα αυτό στράφηκα στον Λούκιους.

«Έχεις ήδη εξαντληθεί, είσαι σίγουρη ότι θες να συνεχίσουμε;» Δεν απάντησα, απλά τον κοίταξα. «Εντάξει..» Μου πήρε το κοντάρι από τα χέρια και έπιασε τον καρπό μου. Γυρίζοντας το χέρι μ για να έχει οπτική επαφή με την παλάμη χάραξε το δέρμα μου με το κοντάρι και έπειτα με το δικό του.

Χρειάστηκε αρκετό αίμα για να "βαφτεί" κόκκινο το κοντάρι κάτι που μας έκανε να αισθανόμαστε πιο αδύναμοι παρόλα αυτά δεν σταματήσαμε. Είχε μείνει το τελικό στάδιο.

«Όλα θα πάνε καλά, κάντο..» είπε χτυπώντας με ενθαρρυντικά στον ώμο. Χαμογέλασα αχνά και αμέσως βύθισα το κοντάρι στην καρδιά του Ελάιτζα.

Είχε ήδη περάσει μισή ώρα και ακόμα να ξυπνήσει. Είχα αρχίσει να χάνω τις ελπίδες μου.

«Ξεκουράσου λίγο, θα προσέχω εγώ την κατάσταση εδώ.»

«Είσαι σίγουρος Λούκιους;»

«Ναι, κοιμήσου» Το βλέμμα μου έπεσε στον Ελάιτζα και σκοτείνιασε αμέσως. «Θα ξυπνήσει.»

«Δεν μπορώ να κοιμηθώ αν δεν φύγει αυτό το βάρος από πάνω μου.»

«Καταλαβαίνω.»

Την συζήτηση μας διέκοψε μια ξαφνική κίνηση από την μεριά του Ελάιτζα. Τινάχτηκα και βρέθηκα στο κρεβάτι δίπλα του σχεδόν αμέσως. Έπιασα το χέρι του και το έσφιξα στο δικό μου.

«Μπορείς να με ακούσεις;» Είπα με απαλή φωνή. Εκείνος δεν άνοιξε τα μάτια του, ούτε μίλησε. «Αν μπορείς να με ακούσεις σφίξε το χέρι μου.» Αυτή την φορά υπήρξε ανταπόκριση.

«Τα κατάφερες!» Είπε όλο χαρά ο Λούκιους ενώ εγώ κούνησα αρνητικά το κεφάλι μου.

«Τα καταφέραμε! Βοήθησες πάρα πολύ.»

Μερικές στιγμές αργότερα ο Ελάιτζα έσφιξε ξανά το χέρι μου και έπειτα άνοιξε τα μάτια του. Δεν πίστευα αυτό που έβλεπα, αποκλείεται να ήταν τόσο καλό για να είναι αληθινό και όμως ήταν.

Ο Ελάιτζα δεν είχε κόκκινα μάτια, ήταν ξανά νταμπίρ.


Όταν γυρίσαμε στο σπίτι η αντίδραση του Ντιμίτρι δεν ήταν ιδιαίτερα ευχάριστη.

«Γιατί από όλα τα μέρη του κόσμου, τον φέρατε εδώ;» Η φωνή του ήταν σκληρή και σταθερή.

«Δεν υπήρχε κάποιο άλλο μέρος!» Επισήμανε ο Λούκιους.

«Και πάλι, γιατί εδώ;»

«Ήθελα να τον φροντίσω μέχρι να νιώσει καλύτερα. Δεν τον βλέπεις;» Ο Ελάιτζα από την ώρα που είχαμε φτάσει δεν είχε βγάλει άχνα, καθόταν ήσυχος σε μία πολυθρόνα και κοίταζε τριγύρω του σαν χαμένος. «Έχω νιώσει έτσι και εγώ και τον καταλαβαίνω. Εγώ ήμουν έναν μήνα το πολύ έτσι όμως εκείνος ήταν αιώνες στριγκόι και μάλιστα σχεδόν έναν χρόνο στο κενό να βασανίζεται!» Είχα υψώσει άθελά μου την φωνή μου με αποτέλεσμα ο Ντιμίτρι προσπάθησε να με ηρεμήσει.

«Εντάξει..» Αρκέστηκε μόνο σε αυτά τα λόγια και σε ένα βλέμμα κατανόησης παρά την καχυποψία του. Ο Άντριαν δεν ήταν καν παρόν στην όλη συζήτηση γιατί ήταν στην κρεβατοκάμαρα του με την Σίντεϊ και το μωρό. Έτσι, αφού τελείωσε ο έλεγχος από τον Ντιμίτρι στήσαμε για τον Ελάιτζα ένα ράντζο στο δωμάτιο που είχαμε παραχωρήσει στον Λούκιους και τον αφήσαμε να ξεκουραστεί.


Ο Ντιμίτρι ήταν ξαπλωμένος στον καναπέ και κοιτούσε το ταβάνι. Τον πλησίασα και έκατσα στην γωνία που είχε λίγο χώρο.

«Συγνώμη Ντιμίτρι..» Δεν γύρισα καν να με κοιτάξει.

«Για πιο πράγμα;» Η φωνή του δεν έδειχνε κανένα συναίσθημα.

«Που σου είπα ψέματα και που έχω απομακρυνθεί όλον αυτόν τον καιρό.. Συγνώμη για όλα..» Περίμενα μερικά δευτερόλεπτα να δω κάποια αντίδραση και τίποτα έτσι πήγα να σηκωθώ να φύγω μα μου κράτησε το χέρι. Γύρισα να τον κοιτάξω και έκανε και αυτός το ίδιο. Ανακάθισε στην θέση του και με τράβηξε κοντά του.

«Και εγώ συγνώμη που σε έκανα να απομακρυνθείς.. Καταλαβαίνω γιατί μου είπες ψέματα, φοβόσουν μην πληγωθεί κάποιος από μας.» Με ήξερε τόσο καλά που ήταν σαν να έχω με εκείνον την σύνδεση του πνεύματος. Ίσως γι' αυτό τον αγαπούσα τόσο -όχι ότι δεν είναι αφόρητα σέξι και ο πιο υπέροχος άντρας στον κόσμο-.

«Σ' αγαπώ Ντιμίτρι.» Το χέρι μου χάιδεψε τρυφερά το μάγουλο του.

«Και εγώ σ'αγαπώ.» Πέρασε το χέρι του γύρω από την μέση μου και με ξάπλωσε δίπλα του. «Ότι και αν συμβεί ποτέ δεν θα αλλάξει αυτό.» Μαζί με τα λόγια του με αγκάλιασε και ο ίδιος για μία ακόμα φορά. Όταν ήμουν μαζί του εξαφανιζόταν κάθε ηλίθια αξία των μορόι. Για μένα πάντα θα ήταν αυτός πάνω από όλα και όλους. Είναι οικογένεια και η οικογένεια έρχεται πάντα πρώτη.

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro