Κεφάλαιο 1
Είδα τον Ελάιτζα να πέφτει νεκρός στο πάτωμα, έτρεξα κοντά του..
«Ελάιτζα μην με αφήνει, σε.παρακαλώ..» δάκρυα κυλούσαν από το πρόσωπο μου πάνω στο νεκρό του σώμα. Δεν μπορούσα να κάνω τίποτα γι' αυτόν πλέον. Είδα την μητέρα μου και τον Ντιμίτρι να με πλησιάζουν ανήσυχοι και την ίδια στιγμή να με τυλίγει ένα μαύρο πέπλο.
«Όχιιι» τινάχτηκα από το κρεβάτι μου. Κρύος ιδρώτας έλουζε το πρόσωπο μου. Κάθε βράδυ βλέπω τον ίδιο και τον ίδιο εφιάλτη, δεν το αντέχω άλλο. Όλοι μου οι φίλοι και συγγενείς έχουν την εντύπωση ότι το έχω ξεπεράσει, αυτή την εικόνα τους δείχνω καθημερινά, η πραγματικότητα όμως διαφέρει παρά πολύ.
Μετά από τον θάνατο του Ελάιτζα, ενός στριγκόι που με είχε "αλλάξει", η ψυχή μου δεν ήταν η ίδια πια. Δεν μπορούσα να ξεχάσω ούτε εκείνον ούτε τις μέρες που έζησα ως στριγκόι, ήταν δύσκολο για μένα. Δεν μπορώ να αρνηθώ το γεγονός ότι ο Ντιμίτρι βρισκόταν συνέχεια στο πλευρό μου, η αλήθεια ήταν πως μόνο εκείνος μπορούσε να απαλύνει τον πόνο που ένιωθα μέσα μου.
Οι μήνες πέρασαν και όπως και οι υπόλοιποι φίλοι μου έτσι αποφοίτησα και εγώ. Κατάφερα με μεγάλη επιτυχία να γίνω η φύλακας του αδερφού μου, το ίδιο και το ταίρι μου ο Ντιμίτρι. Η βασίλισσα είχε δεχτεί με μεγάλη χαρά να αναθέσει τους δύο "καλύτερους" φύλακες που είχε στην διάθεση της στον Άντριαν.
Λίγο καιρό μετά την αποφοίτησή μου και την ανάθεση μου στον Άντριαν η σχέση μου με τον Ντιμίτρι έπαψε να είναι κρυφή, όσο για τον Άντριαν και την Σίντνεϊ περίμεναν ένα πανέμορφο μωρό και σύντομα θα παντρεύονταν, εγώ με τον Ντιμίτρι μόλις είχαμε αρραβωνιαστεί όταν μάθαμε για την εγκυμοσύνη της Σίντνεϊ, ήταν ένα υπέροχο γεγονός. Όλα πήγαιναν πολύ καλά μετά τον Ελάιτζα, τόσο καλά που ήταν δύσκολο να πιστέψω πως ήταν η πραγματικότητα.
«Δέχεσαι για γυναίκα σου την Σίντνεϊ Σέιτζ;» ρωτάει ο παπάς τον Άντριαν, εκείνος κοίταξε με ένα βλέμμα όλο αγάπη την Σίντνεϊ και απάντησε «Δέχομαι». Τελικά δεν ήταν και τόσο ψεύτικα όλα αυτά που ζούσα τους τελευταίους 5 μήνες ε; Η κοιλιά της Σίντνεϊ είχε φουσκώσει κάπως και ήταν πολύ γλυκό θέαμα να βλέπω την τροφαντή -πλέον- φίλη μου να παντρεύεται με τον αδερφό μου.
Στο γάμο βρισκόταν διάφορα οικία πρόσωπα, ήταν η Λιζ με τον Κρίστιαν και όλοι οι υπόλοιποι φίλοι μας από την ακαδημία του Αγίου Βλαντιμίρ. Ο Άντριαν και οι Σίντνεϊ είχαν δεχτεί να καλέσουν και την οικογένεια του Ντιμίτρι σήμερα, κάτι που έκανε τον Ντιμίτρι ακόμα πιο χαρούμενο! Επίσης εγώ με τον Ντιμίτρι ήμασταν οι κουμπάροι κάτι που τράβηξε ιδιαίτερα την προσοχή της φίλης μας της Τζιλ, όταν της το ανακοινώσαμε. «Θα μπορούσατε να κάνετε διπλό γάμο» είχε προτείνει γεμάτη ζωντάνια. Φυσικά εγώ και ο Ντιμίτρι είχαμε αρνηθεί κάτι που τώρα μου φάνηκε χαζό γιατί καθώς έβλεπα την Σίντνεϊ να μεταδίδει τέτοιο φως, τέτοια χάρη με έκανε να ζηλέψω λίγο, επειδή δεν ήμουν εγώ η νύφη.
Ήρθε η ώρα που η νύφη πέταξε την ανθοδέσμη. Κατάφερα να την πιάσω και ο Ντιμίτρι με κοίταξε όλο νόημα, έκανα το ίδιο και μετά αγκάλιασα την Σίντνεϊ.
«Χαίρομαι για σένα φιλενάδα» από πίσω μου άκουσα τον Ντιμίτρι να εύχεται και εκείνος με την σειρά του στον αδερφό μου τον Άντριαν.
«Να ευτυχίσετε»
«Και εσείς το ίδιο!» του ανταπέδωσε ο Άντριαν κλείνοντας του το μάτι.
Λίγη ώρα αργότερα πήγαμε με τον Ντιμίτρι να χαιρετήσουμε την οικογένεια του.
«Γεια σου Ντίμκα, Ρόουζ» είπε η Βικτόρια και αγκάλιασε πρώτα τον Ντιμίτρι και μετά εμένα. Με τον ίδιο τρόπο μας χαιρέτησαν, η αδερφή του Άλις, και η μητέρα του Ολένα.
Αφού όλοι φάγαμε και ήπιαμε γυρίσαμε στα σπίτια μας. Για την ακρίβεια εγώ με τον Ντιμίτρι πήγαμε στην έπαυλη που μέναμε μαζί με την Σίντεϊ και τον Άντριαν.
Αργότερα, την ίδια μέρα στην έπαυλη.
«Κρίμα που δεν μπορούν να περάσουν τον μήνα του μέλιτος μόνοι τους» είπα στον Ντιμίτρι όταν αποσυρθήκαμε στην κρεβατοκάμαρα μας.
«Πράγματι» συμφώνησε εκείνος ενώ με πλησίασε «Είμαστε οι φύλακες τους, δεν έχουν επιλογή!» είπε ήρεμα και τύλιξε τα χέρια του γύρω από την μέση μου τραβώντας με κοντά του, πλέον απείχε ελάχιστα το πρόσωπο του από το δικό μου, ένιωθα την ανάσα του στο πρόσωπό μου.
«Έχεις δίκιο, θα μπορούσαν να είχαν άλλους φύλακες και να ήταν χειρότερα για αυτούς, τουλάχιστον εμείς είμαστε δικά τους άτομα!» μου χάρισε ένα μικρό χαμόγελο.
«Πολύ σωστά Ρόζα!» με επαίνεσε και αμέσως μετά ένωσε τα χείλη του με τα δικά μου σε ένα απαλό φιλί.
Αργότερα ο Ντιμίτρι έλαβε ένα τηλεφώνημα από μια οικογενειακή του φίλη, δεν άκουσα το όνομα της, δεν ζήλεψα, του είχα απόλυτη εμπιστοσύνη, παρόλα αυτά ήταν περίεργη η μυστικοπάθεια του Ντιμίτρι απέναντί μου.
Όταν έκλεισε το τηλέφωνο, επέστρεψε πάλι στο δωμάτιο και με πήρε αγκαλιά, εγώ ανταποκρίθηκα σε αυτή την υπέροχη αγκαλιά αλλά δεν κρατήθηκα να μην τον ρωτήσω με ποια μιλούσε, εκείνος μου απάντησε αυτό που είδη γνώριζα έτσι και εγώ δεν το τράβηξα περισσότερο γιατί δεν ήθελα να τσακωθώ μαζί του ειδικά αφού τώρα εκτός από ζευγάρι ήμασταν και συνεργάτες.
Την επόμενη μέρα ξύπνησα και δεν βρήκα τον Ντιμίτρι δίπλα μου, πήγα στο σαλόνι και βρήκα τον Άντριαν και την Σίντνεϊ να τρώνε το "πρωινό" τους, ζούσαμε με το πρόγραμμα τον βρικολάκων για μεγαλύτερη ασφάλεια, δηλαδή την νύχτα ήμασταν ξύπνιοι και το βράδυ κοιμόμασταν. Η Σίντνεϊ δυσκολεύτηκε αρκετά να συνηθίσει αυτό το ωράριο όπως δυσκολεύτηκε σε πολλές μας συνήθειες όταν έφυγε από τους αλχημιστές.
«Καλημέρα!» τους είπα όταν με είδαν.
«Καλημέρα μικρό νταμπίρ» μου είπε ο Άντριαν, καιρό είχε να με πει έτσι.
«Καλημέρα, έλα να φας κάτι» είπε η Σίντνεϊ χαμογελώντας μου. Εμένα το μυαλό μου ήταν αλλού όμως, κάτι άλλο με έκαιγε.
«Εμ, ο Ντιμίτρι που είναι;» ρώτησα όσο πιο αδιάφορα μπορούσα.
Ο Άντριαν πήρε πρώτος τον λόγο.
«Πήρε άδεια να επισκεφτεί μία οικογενειακή του φίλη που ήρθε πρόσφατα από τον Καναδά. Μένει εκεί και νομίζω έχει να την δει καιρό» Μα καλά, πώς γίνεται ο Άντριαν να γνώριζε περισσότερα πράγματα για αυτή την άγνωστη γυναίκα από εμένα;
«Ξέρετε πότε θα γυρίσει;» Γιατί έκανα συνέχεια ερωτήσεις, δεν έπρεπε.
«Η αλήθεια είναι πως όχι» είπε διστακτικά η Σίντνεϊ.
«Δεν νομίζω να αργήσει» πρόσθεσε βιαστικά ο Άντριαν.
«Να ρωτήσω κάτι τελευταίο;» είπα κοφτά κοιτάζοντας πότε τον έναν και πότε τον άλλο.
«Φυσικά αδελφούλα» χαμογέλασε κατεργάρικα εκείνος.
«Πως λένε αυτή την γυναίκα;» Η αγωνία μου ήταν μεγάλη, δεν ήξερα όμως γιατί. Είχα ένα προαίσθημα ότι εκείνη θα μου δημιουργούσε ή μάλλον θα μας δημιουργούσε πολλά προβλήματα.
Η απάντηση άργησε να έρθει και είχα αρχίσει να αναρωτιέμαι εάν γνώριζαν το όνομα αυτής της γυναίκας, ανταλλάξανε ματιές μεταξύ τους και τελικά η απάντηση ήρθε.
«Έλενα. Την λένε Έλενα.» Είπε με ήρεμο ύφος η Σίντνεϊ. Δεν είχα ξανά ακούσει τον Ντιμίτρι να μιλάει για κάποια με αυτό το όνομα σε όσες ιστορίες μου είχε αναφέρει, πως γίνεται να είναι τόσο σημαντική αλλά να μην μου την έχει αναφέρει ποτέ, αυτό όντως είναι περίεργο.
«Τι συνέβη;» ρώτησε καχύποπτα ο Άντριαν και εγώ αμέσως πήρα το προσωπείο του σκληρού φύλακα.
«Τίποτα» απάντησα ουδέτερα και έκατσα να φάω μαζί τους.
Όση ώρα καθίσαμε να δειπνήσουμε δεν ανταλλάξαμε άλλη κουβέντα. Αφού φάγαμε, κάτσαμε να δούμε όλοι μαζί τηλεόραση για να περάσει η ώρα μας. Είχε πάει 11:00 το βράδυ και ο Άντριαν πρότεινε να πάμε μια βόλτα.
«Μπορείς να μας προσέχεις και μόνη σου» με ενθάρρυνε η Σίντνεϊ «Καλά» υποχώρησα «Που θέλετε να πάμε;» τέτοια ώρα ήταν ανοιχτά μόνο τα κέντρα που σύχναζαν οι άνθρωποι για να διασκεδάζουν, κάτι που φαντάζομαι άρεσε ιδιαίτερα στον καλό μου αδερφό. Και εδώ που τα λέμε ήταν ένας καλός τρόπος να ξεχαστούμε όλοι μας από την προηγούμενη αμήχανη συζήτηση, αν και ομολογώ ότι δεν μπορώ να χωνέψω με τίποτα το γεγονός ότι εκείνοι γνώριζαν πράγματα που εγώ δεν είχα ιδέα.
Τελικά αποφάσισαν ότι θα πηγαίναμε σε ένα κλαμπ λίγα χιλιόμετρα μακριά από την έπαυλη που μέναμε, δηλαδή ο Άντριαν αποφάσισε, της Σίντνεϊ της άρεσαν πιο ήσυχα μέρη, εγώ πάλι δεν είχα δικαίωμα ψήφου μιας και ήμουν ο φύλακας τους. Βέβαια και οι δύο μου είπαν ότι έπρεπε να πω και εγώ την γνώμη μου αφού ήμουν δικός τους άνθρωπος.
«Ένα κλαμπ με κόσμο μεθυσμένο είναι εύκολη λεία για τα στριγκόι, αλλά αν θέλετε να πάμε δεν θα φέρω αντίρρηση» είπα με διπλωματικότητα αλλά το πείσμα του Άντριαν υπερισχύει πάνω από...από τα πάντα!
«Θα πάρω το ρίσκο.»
Για να δούμε τι μπορεί να συμβεί.
Φιλάκια!
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro