Κεφάλαιο 3
«Ακόμα έτσι είσαι;» η Τζιλ είχε επιστρέψει στο δωμάτιο μου και με κοιτούσε προσεκτικά.
«Τι εννοείς, Τζιλ;»
«Αφηρημένη, να παραμιλάς... Βασικά, σκεφτόμουν μήπως να πηγαίναμε για ψώνια, σε τρεις ώρες είναι ο χορός»
Κοίταξα την ώρα. Τα μαθήματα είχαν τελειώσει και τώρα ήταν η ώρα του μεσημεριανού.
Σηκώθηκα και την πλησίασα. «Τα μαγαζιά στον κόσμο των ανθρώπων τέτοια ώρα είναι κλειστά αφού για αυτούς στις τρεις το πρωί είναι χάραμα».
Το πρόσωπο της συννέφιασε.
«Αν και έχω προνοήσει, περίμενε μισό λεπτό».
Πήγα στην ντουλάπα και έβγαλα δύο φορέματα, ένα κοντό κολλητό πράσινο, στο χρώμα του νεφρίτη, όπως τα μάτια της, και ένα κόκκινο της φωτιάς μακρύ, με όλη την πλάτη ανοιχτή. Όσο για τα τακούνια, για μένα είχα ετοιμάσει δωδεκάποντα, γιατί, όπως όλα τα θηλυκά νταμπίρ, ήμουν κοντούλα σε αντίθεση με το ύψος των μορόι. Η λάμψη επέστρεψε στο πρόσωπο της φίλης μου.
«Μπορώ να αναλάβω τα χτενίσματα» είπε ζωηρά.
Αφού βγήκα από το ντους, η Τζιλ με έβαψε και μου έκανε μπούκλες τα μαλλιά. Τα δικά της τα έπιασε ψηλά και έκανε ένα απαλό βάψιμο. Έπειτα ντυθήκαμε, και ξεκινήσαμε για την αίθουσα που θα γινόταν ο χορός.
Εκεί ήταν και ο Κρίστιαν, που δεν έχανε ευκαιρία να φλερτάρει με οποία έβρισκε μπροστά του. Η Τζιλ πήγε με τον Έντι, και εγώ απλώς περίμενα να ανοίξει η Γη να με καταπιεί, διότι είχα κολλήσει με μια ηλίθια παρέα κάποιων τυχαίων μορόι.
Μετά από πολλή ώρα αποφάσισα ότι είχε έρθει η στιγμή να φύγω.
Καθώς προχωρούσα προς τον κοιτώνα μου, είδα ένα μορόι, που έτυχε να είναι και φίλη μου, να μιλάει με έναν φύλακα που είχε βάρδια και κατευθύνονταν προς την πύλη. Τους ακολούθησα αθόρυβα για να δω τι συνέβαινε. Ο τύπος της άνοιξε την πύλη χωρίς καμία αντίρρηση και αυτή βγήκε έξω.
Βιάστηκα και πήγα από πίσω της.
«Που πας?» ρώτησα, συνεχίζοντας να την ακολουθώ.
Είχε χρησιμοποιήσει σίγουρα υποβολή στον φρουρό.
«Η φίλη μου η Μία έφυγε χθες και ακόμα δεν γύρισε... σκέφτηκα, μιας και είναι μέρα, και σε λίγο θα πάνε όλοι για ύπνο να πάω να την ψάξω». «Μα Λίζα αυτό είναι επικίνδυνο χωρίς κάποιον φύλακα!!».
«Έλα μαζί μου τότε...» Ήθελα να της υπενθυμίσω ότι δεν είμαι κανονική φύλακας ακόμα αλλά δεν είχαμε καιρό για χάσιμο έτσι και έγινε.
Φτάσαμε στην πιο κοντινή πόλη και, ευτυχώς, βρήκαμε εκεί την Μία. Το κακό ήταν ότι, μέχρι να την εντοπίσουμε, πέρασαν αρκετές ώρες και επειδή δεν είχαμε μεταφορικό μέσο, θα κάναμε άλλες τόσες να γυρίσουμε.
«Δεν προλαβαίνουμε να πάμε στην ακαδημία πριν νυχτώσει» κατσούφιασε η Μία.
«Όλα θα πάνε καλά» την καθησύχασα αν και ούτε εγώ η ίδια πίστευα τα λόγια μου.
Είχε πάει επτάμιση -πρωί για μας και απόγευμα για τους ανθρώπους- και ο ήλιος κόντευε να δύσει. Ήταν επικίνδυνο, γιατί υπήρχε μεγάλη πιθανότητα να βρούμε στριγκόι στον δρόμο μας.
«Φτάσαμε σχεδόν» αναφώνησε η Λίζα μόλις είδε την πύλη.
«Αλήθεια, δεν μου είπατε, γιατί η Μία έφυγε από την...»
Δεν πρόλαβα να ολοκληρώσω τα λόγια μου, ένας τρομερός πόνος κατέκλυσε το σώμα μου, κι ένα στριγκόι εμφανίστηκε μπροστά μας.
Εγώ, επειδή ήμουν ο μεγαλύτερος κίνδυνος, με πέταξε πάνω σε ένα δέντρο. Η Μια και η Λίζα άρχισαν να φωνάζουν για βοήθεια.
Το στριγκόι τις πλησίασε μονομιάς, αλλά ήμουν γρήγορη. Μπήκα ανάμεσά τους και με ξαναχτύπησε, είχα αρχίσει να ζαλίζομαι.
Έπρεπε να κάνω κάτι, δεν μπορούσα όμως ούτε να κουνηθώ.
Όλα άρχισαν σιγά σιγά να θολώνουν αλλά μπόρεσα να δω έναν ακόμα άντρα που εμφανίστηκε από το πουθενά, κι άρχισε να μάχεται ενάντια στο στριγκόι με εκπληκτική σβελτάδα...
Με την σβελτάδα που χαρακτήριζε τους φύλακες...
Ήταν δυνατός και γρήγορος. Είχε ήδη νικήσει το στριγκόι όταν άρχισα να χάνω τελείως τις αισθήσεις μου. Με πλησίασε μόλις
σκότωσε τον εχθρό και μπόρεσα να δω τα χαρακτηριστικά του για λίγα μόνο δευτερόλεπτα και άκουσα την φωνή του.
Μα αυτός ήταν ο...
Όλα γύρω μου σκοτείνιασαν πριν καν το καταλάβω.
Άνοιξα με το ζόρι τα μάτια μου και παρατήρησα ότι με μετακινούσαν.
Ένιωσα δυο χέρια να με κρατάνε σφιχτά στην αγκαλιά τους. Δεν μπόρεσα να δω το πρόσωπο του σωτήρα μου.
Λίζα Ντραγκομίρ
Μία Ρινάλντι
Στριγκόι
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro