Kεφάλαιο 15
Προσπάθησα να ανοίξω τα μάτια μου, ένιωθα ακόμα αδύναμη όμως. Όταν ο κόσμος γύρω μου σταθεροποιήθηκε πρόσεξα που βρισκόμουν ...δηλαδή στην κλινική της ακαδημίας. Ανά κάθισα στο κρεβάτι του νοσοκομείου και επεξεργάστηκα τον χώρο. Πόσος καιρός είχε περάσει που βρισκόμουν εδώ άραγε; εκείνη την στιγμή άνοιξε η πόρτα.
«Ρόουζ! Επιτέλους!» η φωνή του Άντριαν ακούστηκε ανάλαφρη και στο πρόσωπό του είχε σχηματιστεί το χαμόγελο της ανακούφισης.
«Άντριαν!» ήρθε κοντά μου και με αγκάλιασε προσεκτικά , μετά έκατσε στην καρέκλα δίπλα μου.
«Ανησύχησα πολύ για σένα, πως είσαι;» με ρώτησε.
«Πιστεύω ότι είμαι καλά» είπα σκεπτική. «Νιώθω ακόμα πολύ αδύναμη αλλά είμαι καλά. Η μάχη ήταν εξουθενωτική» εκείνος μου έπιασε το χέρι.
«Το ξέρω και χαίρομαι πολύ που είσαι καλά»
«Άντριαν πόσο καιρό είμαι εδώ μέσα;»
«Τρεις μέρες» μου απάντησε και μετά έκανα την ερώτηση που πραγματικά με έκαιγε.
«..Ο Ντιμίτρι;» ο Άντριαν χαμογέλασε.
«Αναρωτιόμουν πότε θα με ρωτούσες. Λίγο μετά αφού έχασες τις αισθήσεις σου ήρθε με την Σίντνεϊ, εγώ είχα ήδη συνέλθει, η Σίντνεϊ με βοήθησε να σηκωθώ και να περπατήσω. Ο Ντιμίτρι μόλις σε είδε αναίσθητη έτρεξε στο πλάι σου, με ρώτησε τι είχε συμβεί αλλά δεν είχα δει πολλά, ούτε θυμόμουν. Σε πήρε αγκαλιά και φύγαμε για την ακαδημία την ίδια στιγμή.» Έκανε μια μικρή παύση. «Όλες αυτές τις μέρες έρχεται συνέχεια να δει πως πάει η υγεία σου, η Σίντνεϊ και οι υπόλοιποι ανησυχούν πολύ αλλά δεν μπορούν να έρχονται συνέχεια όπως εγώ και ο αγαπημένος σου.»
«Και γιατί άφησαν τον Ντιμίτρι να έρχεται συνέχεια;» είχε κολλήσει η βελόνα.
«Επειδή είναι ο εκπαιδευτής σου, τι να πω».
«Κατάλαβα» είπα. Για κάποιον λόγο, το μόνο άτομο που ήθελα να δω μετά τον Άντριαν είναι ο Ντιμίτρι, μόνο αυτόν μπορούσα να σκεφτώ.
«Θα έρθει να με δει σήμερα;» ρώτησα.
«Ο Ντιμίτρι; λίγο πριν ξυπνήσεις ήταν εδώ. Δεν ξέρω σε πόση ώρα θα ξανά έρθει, αλλά ξέρω ότι θα έρθει. Αν δεν είχε υποχρεώσεις δεν θα έφευγε καθόλου από το πλευρό σου, ανησυχεί περισσότερο και από μένα -για σένα-» μου απάντησε και στο τέλος πρόσθεσε «Ξέρεις..νοιάζεται πολύ για σένα» χαμογέλασα πλατιά.
«Άντριαν, τον αγαπώ» Εκείνος μου χάιδεψε τα μαλλιά.
«Το ξέρω μικρό μου νταμπίρ, και αυτός σε αγαπάει»
«Τον αγαπώ πολύ» την ιδία στιγμή που το είπα άνοιξε η πόρτα και μπήκε μέσα ο Ντιμίτρι χαρίζοντας μου ένα μικρό χαμόγελο.
«Ποιον αγαπάς πολύ;» ρώτησε χαμογελώντας ακόμα, ενώ είχε ήδη πάρει την άλλη καρέκλα και έκατσε από την άλλη πλευρά του κρεβατιού στο προσκέφαλο μου. «Δεν μου απάντησες» συνέχισε και εγώ χαμογέλασα.
«Είμαι πολύ σίγουρη ότι δεν ξέρω για πιο πράγμα μιλάς» προσπάθησα να μην γελάσω.
«Α ναι ε;» έριξε ένα γελάκι εκείνος.
«Ναι» του έκλεισα το μάτι.
Ο Άντριαν χαμογέλασε βιαστικά και πριν φύγει είπε.
«Σας αφήνω μονους». Και μόλις βγήκε από το δωμάτιο, ο Ντιμίτρι μου έπιασε το χέρι και έπειτα το πρόσωπο του σοβάρεψε.
«Μόλις σε είδα λιπόθυμη ανησύχησα πολύ, τα έβαλα με τον εαυτό μου που σε άφησα να πας εκεί, δεν θα άντεχα αν σε έχανα.»
Ήθελα να τον φιλήσω αλλά συγκρατήθηκα, τα μάτια μου βούρκωσαν.
«Είμαι καλά, όλοι είστε καλά. Αυτό έχει σημασία». Εκείνος μου χαμογέλασε παρότι ήταν ακόμα λυπημένος, και σκούπισε ένα δάκρυ που είχε κυλήσει στο μάγουλο μου.
«Ήσουν απίστευτη, ήταν η πρώτη σου μάχη και τα πήγες θαυμάσια» όταν με επαινούσε ένιωθα υπέροχα.
«Που το ξέρεις;» αναρωτήθηκα
«Ποιο;» με ρώτησε.
«Ότι τα πήγα τόσο καλά!» του υπενθύμισα.
«Μα νίκησες έναν από τους καλύτερους φύλακες και ένα στριγκόι σε μια μάχη που από όποια οπτική και να το έβλεπε κάποιος η νίκη ήταν με το μέρος τους» είπε σαν να ήταν το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο, του χαμογέλασα.
«Ντιμίτρι..»
«Πες μου» ακόμα κρατούσε τα χέρια μου.
«Σ' αγαπώ, για αυτό πήγα.» Με αυτό εισέπραξα ένα μεγάλο γλυκό χαμόγελο από την πλευρά του.
«Δεν έπρεπε να πας όμως. Εγώ πρέπει να σε προσέχω.»
Ήταν πολύ όμορφο που ήθελε να με προστατεύει αλλά δεν έπρεπε. «Δεν πήγα μόνο για σένα.. ένας βασικός λόγος ήταν ο Άντριαν, μετά εσύ» έσκυψε για να με κοιτάξει στα μάτια. «Μπορώ να φροντίζω μόνη μου τον εαυτό μου..» Το χέρι μου κινήθηκε με δική του θέληση χαϊδεύοντας τρυφερά το μάγουλο του.
«Είναι ένας ακόμα λόγος που σε αγαπώ» η καρδιά μου σκίρτησε, δεν έπρεπε να πω τα παρακάτω λόγια αλλά το έκανα.
«Αλήθεια με αγαπάς;» ο Ντιμίτρι με κοίταξε έντονα στα μάτια και μετά έφερε το πρόσωπό του κοντά στο δικό μου.
«Περισσότερο από τον καθέναν» είπε και με φίλησε. Μακάρι το φιλί αυτό να κρατούσε για πάντα, όμως τραβήχτηκε -λίγο- χωρίς να απομακρυνθεί για να με ξανά κοιτάξει στα μάτια. «Ξέρω ότι δεν μπορούμε να είμαστε μαζί, όχι όσο είμαι ο εκπαιδευτής σου αλλά δεν μπορώ να αρνούμαι στον εαυτό μου την αλήθεια.» Πρόσθεσε δίνοντας μου ένα φιλί στο μέτωπο.
«Μα για να περιμένεις εμένα χάνεις τόσες ευκαιρίες, για καλύτερη δουλειά, για να κάνεις παιδιά, οικογένεια..» δυστυχώς τα νταμπίρ δεν μπορούν να αναπαραχθούν μεταξύ τους ή έστω έτσι έχουμε μάθει. Μπορεί να υπάρχει κάτι που να αλλάζει αυτό το πρόβλημα.
«Για μένα εσύ είσαι η οικογένεια που θέλω να έχω. Όταν έρθει η ώρα για παιδιά κάτι θα σκεφτούμε.» Χαμογέλασα στην προσπάθεια μου να μην βάλω τα κλάματα από την συγκίνηση.
«Ξέρεις, ποτέ δεν περίμενα να ακούσω αυτά τα λόγια από σένα, είσαι πάντα τόσο συγκρατημένος» χάιδεψε πάλι το μάγουλο μου.
«Ναι αλλά με όσα συνέβησαν, που φοβήθηκα ότι θα σε έχανα.. Κατάλαβα ότι εσύ είσαι πιο σημαντική από το οτιδήποτε.» Χωρίς να σταματήσω να χαμογελάω, τύλιξα τα χέρια μου γύρω από το σβέρκο του φέρνοντας τον πιο κοντά μου και τον φίλησα ξανά.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro