Τόμπταουν/ part 2
Όλα φάνταζαν παράξενα, αλλόκοτα. Ήταν σαν να βρισκόταν σε μία κοινωνία που την διέπουν μη ανθρώπινοι νόμοι και κανόνες. Η Σκιά έμοιαζε ανατριχιαστική και η γούνα της ελαφρώς ταλαιπωρημένη. Σε αντίθεση με το απόκοσμο εξωτερικό του περίβλημα, το εσωτερικό ήταν ανθρώπινο και θα έλεγε κανείς ευχάριστο. Για την ακρίβεια ήταν ζεστό με ξύλινα πατώματα και έπιπλα ιδιαίτερα λιτά. Όπως σωστά παρατήρησε ο Τζακ, κουζίνα δεν υπήρχε, αφού οι κάτοικοι αυτού του παράδοξου κόσμου δεν χρειάζονταν τροφή. Ο Τζακ ξεφορτώθηκε τη στολή του μάγου, μένοντας με τα κανονικά του ρούχα. Ασυναίσθητα με το ένα του χέρι, άγγιξε το κεφάλι του, μονάχα για να πιάσει μία τούφα του γεμάτη ξεραμένο αίμα. Αυτή ήταν και η αιτία του θανάτου του. Πέθανε πέφτοντας με φόρα από εκείνες τις σαθρές σκάλες.
«Εσύ πως πέθανες;» ρώτησε τον Ξένο, ο οποίος δεν έστρεψε καν την ματιά του επάνω του.
«Αυτό είναι δικό μου θέμα και δεν το έχω συζητήσει με κανέναν. Γενικά καλό είναι να μην ρωτάς τους κατοίκους της Τόμπταουν για τον τρόπο θανάτου τους» του απάντησε αυστηρά ο Ξένος, ο οποίος είχε την ηλικία ενός αγοριού στην εφηβεία, περίπου δεκαέξι χρονών.
«Πες μου τουλάχιστον αυτό, εσύ επέλεξες να παραμείνεις στην ηλικία θανάτου σου;» τον ρώτησε ο Τζακ καταβάλλοντας προσπάθεια να κατανοήσει τον παραλογισμό στον οποίο ζούσε.
«Ναι. Δεν μεγάλωσα ούτε μία μέρα» Η κοφτή του απάντηση, είχε πείσει τον Τζακ για ένα πράγμα. Πως ο νεαρός με τα κοφτερά, άτεγκτα μάτια και την ψυχρή συμπεριφορά, επιθυμούσε ή είχε κατορθώσει ήδη, να ξεχάσει τον παλιό του εαυτό και να ενσαρκώσει τον νέο του ρόλο, εκείνον του κατεργάρη Τζακ. Ο Ξένος κοίταξε το ρολόι στον τοίχο του σπιτιού του. Δεν απεικόνιζε την ώρα, καθώς δεν είχε σημασία, μα τις εποχές. Είχε το σχέδιο του κούκου, ήταν ξύλινο και όταν ο δείκτης του έδειξε τον Χειμώνα, ένας μεταλλικός θεριστής εμφανίστηκε από ένα μικρό πορτάκι στην μία άκρη του ρολογιού και με το δρεπάνι χτύπησε το καμπανάκι τρεις φορές. «Έλα μαζί μου» είπε ο νεαρός στον Τζακ και αρπάζοντάς τον, άνοιξαν την μπροστινή πόρτα, διέσχισαν το νεκροταφείο και έφτασαν σε ένα σημείο, όπου μπροστά τους απλωνόταν έναν σκοτεινό λιβάδι με τρομακτικά σκιάχτρα.
Ο Τζακ παρατήρησε πως από όλες τις κατευθύνσεις, έρχονταν μορφές που βαστούσαν στα χέρια τους δρεπάνια και φανάρια. Το βάδισμά τους ήταν αργό, πολύ αργό, σχεδόν τελετουργικό. Σταματώντας ο καθένας στο δικό του σημείο και σε μία κάποια σχετική απόσταση από τον διπλανό του, δίνοντας ώθηση, πέταξαν τα φανάρια στον έναστρο, νυχτερινό ουρανό. Εκείνα, ξεκίνησαν να υψώνονται ώσπου έμειναν να αιωρούνται σαν να βρίσκονταν στο βυθό. Οι άνθρωποι ή οι μορφές που έστεκαν στο λιβάδι, μικροί και μεγάλοι, κατέβασαν τα δρεπάνια σε μία κίνηση θερισμού. Ο Τζακ είδε τότε, φωσφορούχα φθινοπωρινά φύλλα, σαν χαλί να σηκώνονται στον αέρα. Οι μορφές φάνηκαν να το διασκεδάζουν. Έτρεχαν και έπαιζαν με τα φύλλα, ψάλλοντας ταυτόχρονα γνωστά ποιήματα ΄΄μούχρωσαν τα βουνά και oι κάμποι, τα στενορύμια και οι αυλές, αμίλητα στοιχειά τα δέντρα, στέκουνε ολόρθα στη βροχή, στέκουν ολόρθα στους ανέμους, στοιχειώσανε τα μονοπάτια και ερήμαξαν οι ακρογιαλιές΄΄
Με ένα τελευταίο τίναγμα, το φθινοπωρινό χαλί τραβήχτηκε και απόμειναν γυμνά, ολόγυμνα τα δέντρα και το λιβάδι μαράθηκε. Το Χάλογουιν εξάλλου, στην αρχαία παράδοση, είχε αυτό το νόημα. Σηματοδοτούσε τον θάνατο της φύσης, με τον ερχομό του Χειμώνα. Τα φαναράκια έπαψαν να αιωρούνται και αφέθηκαν να τα καταπιεί το ερεβώδες ουράνιο στερέωμα. Μέσα στο πλήθος, ο Τζακ αντίκρισε το παράξενο κορίτσι που είχε συναντήσει λίγο μετά την κάθοδό τους στο Μαυσωλείο. Η Ελβίνα τώρα έμοιαζε ξέγνοιαστη. Έμοιαζε πράγματι για λίγο με κορίτσι της ηλικίας του σώματός της και όχι με ψυχή ενήλικα, παγιδευμένη στο σώμα ενός παιδιού. Τα μακριά ξανθά μαλλιά της ανέμιζαν, μα η εικόνα αυτή έφερε δάκρυα στα μάτια του Τζακ. Του θύμιζε τη Σόνια και όλες τις φορές που μαζί είχαν τρέξει και παίξει, όλες τις φορές που είχαν λερωθεί από τα φρέσκα χώματα της Άνοιξης σαν έπαιζαν έξω στη φύση.
«Καλά θα κάνεις, να αφήσεις πίσω σου αυτόν τον κόσμο. Οι αναμνήσεις θα πρέπει να μείνουν κλεισμένες καλά στο χρονοντούλαπο. Αυτή είναι πλέον η πραγματικότητά σου και εγώ θα πρέπει να σε ετοιμάσω για τη θέση τη δική μου. Τουλάχιστον με αυτόν τον τρόπο, θα πάψω να πηγαινοέρχομαι κάθε Χάλογουιν στον κόσμο των ζωντανών, προκειμένου να διαδραματίσω τον ρόλο του Τζακ Ο Λάντερν. Θα είμαι ελεύθερος» πρόφερε σχεδόν σαν να μιλούσε στον εαυτό του.
«Και αν αρνηθώ;» στράφηκε προς εκείνον ο Τζακ ο οποίος πάλευε να κρατήσει την οργή της αδικίας και της τύχης του.
«Δεν μπορείς. Το Χάλογουιν σε επέλεξε και εσύ θα αναλάβεις τον ρόλο του Τζακ, του κατεργάρη»
«Δεν αναλαμβάνω τίποτε» ανταπάντησε το αγόρι.
«Τι δεν καταλαβαίνεις; Δεν έχεις επιλογή!» προσπάθησε να τον πείσει ο Ξένος, μέχρι που ο Τζακ άφησε όλη του την οργή να ξεσπάσει. Οργή που είχε συσσωρευτεί από την στιγμή του θανάτου του.
«Εξαιτίας σου είμαι εδώ! Δεν ήθελα να πεθάνω! Δεν το επέλεξα καν! Είχα την τέλεια ζωή, τους τέλειους φίλους! Είχα την κοπέλα που αγαπούσα από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου! Εσύ όμως δεν γνωρίζεις τίποτε από όλα αυτά! Δεν γνωρίζεις τι σημαίνει αγάπη και φιλία! Άσε με ήσυχο επιτέλους και μην με περιμένεις. Θέλω να γυρίσω πίσω!» ούρλιαξε ο Τζακ, εγκαταλείποντας το πλευρό του Ξένου και ξεκινώντας να τρέχει ανάμεσα από τα γυμνά πλέον δέντρα που αγκάλιαζαν τον ορίζοντα. Τα βήματά του τον οδηγούσαν στο κέντρο της Τόμπταουν όπου τη νύχτα ο θάνατος περπατά στους δρόμους, κρατώντας τη ζωή από το χέρι. Στους σκοτεινούς και αρκετές φορές υγρούς της δρόμους, καταστήματα πουλούσαν ύποπτα, σκοτεινά αντικείμενα, ενώ υπήρχαν μάγοι και μάγισσες, όπου χάραζαν στον δρόμο την ημερομηνία του θανάτου για όποιο πρόσωπο επιθυμούσε ο διαβάτης να μάθει.
Ο Ξένος στη θέα του Τζακ να τρέχει, μαζεύτηκε κάνοντας ένα βήμα πίσω. Η Ελβίνα που πλέον είχε σταματήσει να στροβιλίζεται γύρω από τον εαυτό της, τον πλησίασε χαμογελώντας.
«Θα μάθει Τζακ, όπως και εσύ» του είπε το κορίτσι «Θα έλεγα πως είσαι κάτι σαν τον Πίτερ Παν. Το αγόρι που ποτέ δεν θέλησε να μεγαλώσει ούτε μία μέρα. Οι περισσότεροι από εμάς, όλο και κάποια αλλαγή κάναμε, έστω και έναν χρόνο. Εσύ πάλι, ούτε μία ημέρα» του είπε, μα ο Ξένος δεν της απάντησε τίποτε.
Ξεκίνησε να τρέχει φρενιασμένα, έχοντας πλήρη γνώση των περιοχών. Ήξερε από πού είχε έρθει, καθώς επίσης και το γεγονός πως δεν μπορούσε να επιστρέψει στον κόσμο των ζωντανών. Αυτό όμως δεν τον εμπόδιζε να ανέβει εκ νέου από το σκωτσέζικο Μαυσωλείο, να διασχίσει το γοτθικό νεκροταφείο και να βγει πίσω στην έπαυλη. Ησυχία τύλιγε τον σκονισμένο χώρο. Έναν χώρο χρόνια τυλιγμένο στη σιωπή και την αδιαφορία. Ο Ξένος βάδισε στον γνώριμο χώρο για εκείνον. Είχε υποσχεθεί να μην κλάψει, είχε υποσχεθεί να ξεχάσει. Προτιμούσε να τον απορροφήσει ο καταραμένος τόπος, παρά να γυρίσει πίσω σε εκείνη τη νύχτα. Βάδισε ακόμη λίγο, μέχρι που έφτασε στην πόρτα. Τα πάντα γύρω του ήταν διαφορετικά σε σχέση με αυτά που έβλεπαν κανονικά οι άνθρωποι. Η πόρτα ήταν όπως ακριβώς τη θυμόταν, αφού η έπαυλη αυτή ήταν το σπίτι του. Ο ήλιος τρύπωνε από τα κλειστά παντζούρια και ο Ξένος άνοιξε την πόρτα και βγήκε στην αυλή. Ως εκεί είχε το δικαίωμα, μα οι άνθρωποι ούτως ή άλλως δεν μπορούσαν να τον δουν. Ο κήπος ήταν παραμελημένος, τα ξερόχορτα οργίαζαν και το σιντριβάνι ήταν ότι είχε απομείνει να θυμίζει την αλλοτινή του αίγλη. Βήμα με το βήμα, ένιωσε να πατά πάνω σε κάτι σκληρό. Ήταν ένα μικρό μεταλλικό αντικείμενο, μία φυσαρμόνικα. Με τρεμάμενο χέρι τη σήκωσε. Πλέον είχε σκουριάσει. Όπως και οι αναμνήσεις του.
΄΄Ούτε μία μέρα δεν θα μεγάλωνα. Θα ήθελα, αν ποτέ είχα την ευκαιρία να την συναντήσω, να με θυμάται έτσι ακριβώς όπως ήμουν την τελευταία μέρα που ανταμώσαμε, όταν της έδωσα το πρώτο της φιλί, υποσχόμενος ανάμεσα στα χείλη της πως θα την αγαπώ για πάντα΄΄
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro